ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΛΕΞΙΟΥ, Τέσσερις ώρες, διηγήματα, εικονογράφηση Δημήτρης Ταλαγάνης, εκδόσεις Εριφύλη, σελ. 48
Νομίζω πως η ομολογία του Τάκη Σινόπουλου, πως ήταν ένας άνθρωπος που συνέχεια ερχόταν από τον Πύργο, έχει μια απόλυτη εφαρμογή, αλλά και απροσδόκητη συνέχεια στον Δημήτρη Αλεξίου, ο οποίος, φυσικά, μας έρχεται από τη Σπάρτη, συγκεκριμένα από τις δυτικές υπώρειες του Πάρνωνα.
Και μας έρχεται στην πόλη, μας έρχεται στη λογοτεχνία, κουβαλώντας τις εικόνες αλλά και τη νοσταλγία της γενέθλιας γης, νιώθοντας ξένος, προσωρινός στην Αθήνα. Το πρώτο διήγημα του βιβλίου, «Κορίνα», αυτή ακριβώς την ξενότητα εκφράζει, μέσα από τη ματιά και την ψυχολογία του επαρχιώτη, που έρχεται σε έναν ξένο τόπο, να τσιμπολογήσει τα καλούδια του. Υπό αυτή την προοπτική θα πρέπει να δούμε τους αλλεπάλληλους και πολυπληθείς έρωτες του ήρωα του διηγήματος. Και οι έρωτές του είναι, μαζί με τις γυναίκες, όλα τα καλούδια της πόλης, δηλαδή τα βιβλία, η νυχτερινή οδός Πατησίων, η αστική ζωή.
Το μυαλό του όμως είναι εκεί, στις υπώρειες του Πάρνωνα, στο χωριό του, στην πατρίδα της παιδικής ηλικίας. Το χωριό σαν ανάμνηση, δηλαδή σαν ανάμνηση της γέννησης -μήτρα και γάλα-, σαν θρήνος του αποχωρισμού –θάνατος-, αλλά και σαν τόπος και διαδικασία της ενηλικίωσης, δηλαδή της ένταξής του στον κόσμο. Τα δύο επόμενα διηγήματα του βιβλίου, «Όνειρο» και «Το δέντρο», εκφράζουν ακριβώς αυτή τη διττή σχέση με τον γενέθλιο, τον επαρχιακό, τον υπαίθριο τόπο και κόσμο.
Αυτά τα δύο, τα επαρχιακά διηγήματα, ήταν, για τον συγγραφέα, και τα πιο επικίνδυνα, αφού πολύ εύκολα θα μπορούσε να κυλήσει στην ηθογραφία. Όμως, καταφέρνει, με ένα ατμοσφαιρικό σκηνικό που στήνει στο πρώτο εξ αυτών, να αναγάγει στη σφαίρα του μύθου τον ίδιο τον γενέθλιο τόπο, ενώ στο δεύτερο, ανοίγοντας τον ορίζοντα του χωριού μέχρι τα πέρατα του κόσμου, μέσω του παλιού εκείνου ραδιοφώνου με τις μπαταρίες, καταφέρνει να εντάξει την ενηλικίωση μέσα στη διαδικασία της ιστορίας.
Τέλος, στο διήγημα που κλείνει τη συλλογή, επιχειρεί να βρει μια ισορροπία, ανάμεσα στην ύπαιθρο και την πόλη. Επιλέγει λοιπόν το Σούνιο, καταφεύγοντας έτσι, πού αλλού, στην ιστορία. Για την ακρίβεια, στο σημείο όπου εφάπτεται ο μύθος με την ιστορία. Ο ήρωάς του δεν μπορεί, χειμώνα καιρό, να ανέβει στον Ταΰγετο, δεν είναι στις δυνάμεις του να ανέβει στον Όλυμπο, δεν είναι, ίσως, και της ηλικίας του πια τέτοιες παράτολμες αναρριχήσεις. Άλλωστε, αυτό το πηγαιν’ έλα, από το χωριό στην Αθήνα, κρατάει χρόνια. Και τα χρόνια περνούν, ακόμα και η επιστροφή γίνεται όλο και πιο δύσκολη, όλο και πιο οδυνηρή.
Σε αυτό, το τέταρτο διήγημα, «Έτος 2001 μ.Χ.», που τοποθετείται μάλιστα στην αυγή της πρωτοχρονιάς, δεν είναι μόνο η χρονολογική ένδειξη, δηλαδή η αρχή μιας νέας χιλιετίας, που μας παραπέμπει σε μια μακροσκοπική θέαση του ιστορικού χρόνου, αλλά και τα δεκάδες γυναικεία ονόματα που παρελαύνουν σε αυτό το διήγημα. Ονόματα γυναικών, οιονεί ωραίων και ερωτικών, που πάντως, υπό το φως του πρώτου διηγήματος, εγγράφονται ως σωματικές παρουσίες, και προφανώς παραπέμπουν στους εφήβους που ως σπονδή προσφέρονταν στον Μινώταυρο, στην ιερή μανία του. Και τα πανιά, επίσης προφανώς, και αυτή τη φορά, θα είναι λάθος. Θα είναι μαύρα, αντί για λευκά, στην αρχή και αυτής της χιλιετίας. Και έτσι, όρθιος, όπως ατενίζει τη θάλασσα από το Σούνιο, φωνάζει τα ονόματα των γυναικών. Αλλά, αν τόσες και τόσες, γυναίκες και εποχές, παρελαύνουν και ανακαλούνται από τη μνήμη, εκείνη που περίμενε δεν ήρθε, δεν θα έρθει.
Ίσως δεν έρθει καμία επόμενη, γυναίκα ή ιστορική εποχή, γιατί ο συγγραφέας, που κατά τη γνώμη μου είναι και ο ήρωας του διηγήματος, σιγά σιγά γερνάει. Σκέφτεται να βάψει τα γένια του, αλλά το βρίσκει μάταιο. Σκέφτεται τα γεράματα και το γεροκόμιο. Μάλλον κουράστηκε, μάλλον το πήγαινε έλα τον κούρασε. Θα επιλέξει, επιτέλους, πού ανήκει; Στην ύπαιθρο ή στην πόλη; Στη Σπάρτη ή στην Αθήνα; Θα επιλέξει;
Και αν επιλέξει, τι θα γίνει; Μήπως σωπάσει; Μήπως πεθάνει; Αυτή είναι βέβαια μια έξοδος, μια λύση της τραγωδίας, αλλά παραείναι προβλέψιμη για να είναι ποιητική, δηλαδή γόνιμη.
Αν διαβάσουμε προσεκτικά τις τελευταίες γραμμές του τελευταίου διηγήματος αυτού τού, τολμώ να πω, σπονδυλωτού βιβλίου, θα παρατηρήσουμε ότι ο αφηγητής έχει ήδη πεθάνει. Από τον κάτω κόσμο μιλάει, εκεί, στο Σούνιο. Και είναι η γραφή, ο μόνος τρόπος να συνεχίσει να μιλάει, ενδεχομένως και να ελπίζει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου