ΤΗΣ ΕΥΓΕΝΙΑΣ ΚΡΙΤΣΕΦΣΚΑΓΙΑ
ΤΖΟΝ ΣΤΑΪΝΜΠΕΚ, Ρωσικό ημερολόγιο, μετάφραση Κίρα Σίνου, εκδόσεις Κέδρος, 2009, σελ. 346
ΓΚΥΝΤΕΡ ΓΚΡΑΣ, Ιστορίες σκοτεινού θαλάμου, μετάφραση Τούλα Σιέτη εκδόσεις Οδυσσέας, σελ. 220
Δεν ξέρω κατά πόσο είναι σωστό να συμπεριλάβουμε αυτά τα δυο τόσο διαφορετικά βιβλία κάτω από έναν τίτλο και στο ίδιο κείμενο, αλλά αυτή ήταν η πρώτη σκέψη, μόλις έκλεισα και την τελευταία τους σελίδα.
Δυο μεγάλοι συγγραφείς, δυο βιβλία-σταθμοί. Το ένα, απολογισμός του ταξιδιού σε μια ξένη χώρα και το άλλο απολογισμός μιας ζωής. Και τα δύο ταξίδια, ιδωμένα μέσα από έναν φωτογραφικό φακό∙ το ένα πραγματικό, το άλλο φανταστικό∙ και τα δυο σε μια άγνωστη χώρα∙ το ένα στη συνείδηση μιας χώρας, το άλλο στο υποσυνείδητο μιας οικογένειας. Αποφασίστηκαν για να ριχτούν οι γέφυρες, η μια ανάμεσα σε δυο λαούς, που στέκονται απέναντι, το άλλο ανάμεσα στον πατέρα και τα παιδιά του, που εκ φύσεως ανήκουν σε δυο διαφορετικούς κόσμους. Με σκοπό να λυθούν οι παρεξηγήσεις, να μπουν τα πράγματα στις θέσεις τους.
Το βιβλίο του Τζον Στάινμπεκ χωρίζουν από το βιβλίο του Γκύντερ Γκρας εξήντα ολόκληρα χρόνια, τα χωρίζει και η διάσταση: το βιβλίο του αμερικανού νομπελίστα αναφέρεται σε πραγματικό τόπο και χρόνο∙ του γερμανού νομπελίστα στην τέταρτη διάσταση, όπου ο χωροχρόνος παύει να είναι διακριτός και η υπόθεση ξετυλίγεται κάπου, σε ένα μέρος, όπου οδηγούσε τους πελάτες του ο Στάλκερ του Στανίσλαβ Λεμ και όπου πραγματοποιούνταν τα πιο μύχια, ανείπωτα όνειρά τους.
Περίεργο πράγμα: το καταπληκτικό βιβλίο του Στάινμπεκ δεν είχε τύχη ούτε στη Ρωσία, ούτε στην Αμερική, αλλά, όπως υποψιάζομαι, ούτε και στην Ελλάδα έχει. Στην Αμερική το Ρωσικό ημερολόγιο εκδόθηκε το 1948 και ο συγγραφέας του θεωρήθηκε απολογητής του σοβιετικού καθεστώτος: ο ψυχρός πόλεμος είχε ξεκινήσει και η συμπαθητική, αντικειμενική ματιά –με όλες τις αρνητικές, αλλά και θετικές παρατηρήσεις– της πέννας του Τζον Στάινμπεκ και του φωτογραφικού φακού του Ρόμπερτ Κάπα περίσσευαν. (Εδώ πρέπει να εκφράσουμε τη λύπη μας για το γεγονός ότι οι σπάνιες φωτογραφίες του Κάπα στην ελληνική έκδοση ίσα που διακρίνονται, ενώ υπάρχουν, ακόμα και στο Διαδίκτυο πολύ καλύτερης ποιότητας).
Στη Σοβιετική Ένωση το βιβλίο του Στάινμπεκ δεν άρεσε επίσης, μια και θεωρήθηκε αντισοβιετικό, σε μερικά σημεία ως και υβριστικό, και περιέπεσε σε λήθη έως και το 1990, ώσπου εκδόθηκε στην αυγή της μετα-λογοκρισίας εποχής με τιράζ 100.000 αντίτυπα, 22 χρόνια μετά το θάνατο του συγγραφέα του.
Οι δυο αμερικανοί ταξίδεψαν στη Μόσχα, στο Στάλινγκραντ, στην Ουκρανία και στη Γεωργία, με στόχο να καταγράψουν τη ζωή στη μεταπολεμική Σοβιετική Ένωση, δίχως πολιτικοποιημένα σχόλια, δίχως φόβο και πάθος. Και πρέπει να παραδεχτούμε, ότι τα κατάφεραν με καλύτερο τρόπο: οι εικόνες του φακού του Κάπα συνάδουν απόλυτα με τις περιγραφές του Στάινμπεκ.
«...αποφασίσαμε να κάνουμε δηλαδή ένα απλό ρεπορτάζ και να το στηρίξουμε με φωτογραφίες. Θα δουλεύαμε μαζί. Θα αποφεύγαμε την πολιτική και τα πιο σοβαρά θέματα. Θα αποφεύγαμε το Κρεμλίνο, τους στρατιωτικούς και τα στρατιωτικά σχέδια. Θα προσπαθούσαμε να πλησιάσουμε τον ρωσικό λαό», έγραφε στο ξεκίνημα του βιβλίου ο Στάινμπεκ.
Τις «καυτές πατάτες» στις συζητήσεις τους με τους σοβιετικούς οι αμερικανοί τις απέφευγαν σε τέτοιο βαθμό, που σε περισσότερες ερωτήσεις των σοβιετικών απαντούσαν «δε το γνωρίζουμε». Ο Στάινμπεκ και ο Κάπα, δίχως αμφιβολία, είδαν στη Σοβιετική Ένωση του 1947 ό,τι ήθελαν να τους δείξουν οι σοβιετικοί αξιωματούχοι, αλλά ακόμα και υπό αυτές τις συνθήκες βγήκε ένα θαυμάσιο και αληθινό ρεπορτάζ, το οποίο κάθε νοήμων και γνωστικός αναγνώστης μπορεί να συμπληρώσει με τις δικές του παρατηρήσεις.
Η αρχή του Στάινμπεκ, την οποία ο συγγραφέας τήρησε στο ακέραιο, θα έπρεπε να γίνει νόμος πρωτίστως για τους δημοσιογράφους και σχολιαστές, αλλά και για όσους, βγαίνοντας από τα σύνορα του κράτους τους, καταπιάνονται με κριτική σχετικά με το ξένον τρόπο ζωής, την ξένη νοοτροπία και τα ξένα ήθη, και αυτό συνιστά ακόμα ένα πολύτιμο μάθημα του βιβλίου.
«Δε θα πηγαίναμε εκεί με προκλητικές διαθέσεις και θα προσπαθούσαμε να μην είμαστε επικριτικοί αλλά ούτε ιδιαίτερα επαινετικοί. Θα προσπαθούσαμε να κάνουμε μια ειλικρινή ανταπόκριση, να καταγράψουμε όσα είδαμε και ακούσαμε χωρίς να βγάζουμε συμπεράσματα για τα πράγματα που δεν γνωρίζαμε αρκετά και δίχως να θυμώνουμε με τις γραφειοκρατικές καθυστερήσεις... Αποφασίσαμε όμως πως αν χρειαζόταν να ασκήσουμε κριτική, θα το κάναμε αφού βλέπαμε τα πράγματα, όχι πριν».
Μέσα από το μαγικό φακό της φίλης φωτογράφου Μαρούλας και μέσα από τα μάτια των παιδιών του (όλα τα ονόματα είναι αλλαγμένα στο παραμύθι του Γκρας, εκτός από κείνο της φωτογράφου, της Μαρίας Ράμα, στην οποία είναι αφιερωμένο το βιβλίο) είδε τη ζωή δική του, αλλά και της οικογένειάς του, ο γερμανός νομπελίστας Γκύντερ Γκρας. Είδε την αρχή και το τέλος της Ιστορίας, στην κυριολεξία: τα οκτώ παιδιά ντυμένα με τομάρια ζώων να ξεκοκκαλίζουν στη σπηλιά το κουφάρι του πατέρα τους, και έναν νέο κατακλυσμό, που έρχεται να ολοκληρώσει το κύκλο.
Οι Ιστορίες σκοτεινού θαλάμου είναι μια καταπληκτική αλληγορία, γραμμένη από έναν υπερήλικο μυθοπλάστη, η οποία ξετυλίγεται από τις αρχές της δεκαετίας του ‘60 έως το βραβείο Νόμπελ το 1999∙ η δομή και η γλώσσα παραπέμπουν σε παραμύθι, εικονογραφημένο με τις φωτογραφίες της Μαρούλας.
«Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας πατέρας που, επειδή είχε γεράσει, κάλεσε όλους τους γιούς και τις θυγατέρες του μαζί –τέσσερα, πέντε, έξι, οκτώ παιδιά τον αριθμό– ώσπου ύστερα από κάμποσο καιρό του έκαναν το χατίρι».
Η μαγική παμπάλαια κάμερα AGFA της Μαρούλας –μιας «μάγισσας» δίχως ηλικία- βοηθάει να φωτίσει το σκοτεινό παρελθόν, τις πτυχές της ζωής της χώρας και των ανθρώπων της, να «σηκώσει» από τις στάχτες το προπολεμικό Βερολίνο, αλλά και να «σηκώσει» ξανά τον Τοίχο του.
Ο Γκρας δε φοβάται τις αποκαλύψεις. Και τί να φοβηθεί, από τη στιγμή που ο ίδιος αποκάλυψε το πιο μεγάλο του μυστικό, τη συμμετοχή στα Ες-Ες στο δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, και αυτό του λύνει ολοκληρωτικά τα χέρια;
Η ηλικία, η ζωή, αλλά και η ανεκτίμητη προσφορά του Γκρας στη παγκόσμια λογοτεχνία του επιτρέπουν να διεκδικεί το ρόλο του φύλαρχου, του πατριάρχη. Ή, καλύτερα, του Νώε. Ακούει άλλες φωνές και βλέπει ό,τι δεν βλέπει ένα κοινό μάτι, και ο φακός της Μαρούλας ίσα που τον βοηθάει να δει καλύτερα τις λεπτομέρειες.
Την ιστορία της ζωής του, όπως και την Ιστορία του κόσμου, ο Γκρας την αντιλαμβάνεται βιβλικά, και βιβλικά την αποδίδει. Ακόμα και την πάλη των δυο πολιτικο-οικονομικών συστημάτων τη βλέπει μέσα από το φακό της ιστορίας για τον Κάιν και τον Άβελ:
«Με φρίκη παρακολουθούμε τον καπιταλισμό, από τη στιγμή που ο αδερφός του ο σοσιαλισμός ανακηρύχθηκε νεκρός, να πάσχει από τη μανία μεγαλείου», θα πει ο Γκρας στο λόγο του στην απονομή του βραβείου Νόμπελ. Στον ίδιο λόγο θα πει και κάτι άλλο σοφό, που μπορεί να θεωρηθεί κλειδί και για τις Ιστορίες σκοτεινού θαλάμου, αλλά για την ίδια την ανθρώπινη Ιστορία: εν αρχή ην ο λόγος.
«Όπως το βραβείο Νόμπελ, αν αφαιρέσουμε την επισημότητά του, βασίζεται στην ανακάλυψη του δυναμίτη, η οποία, όπως και άλλα δημιουργήματα του ανθρώπινου εγκεφάλου –η διάσπαση του ατόμου ή και βραβευμένη γενετική αποκωδικοποίηση– έφερε στον κόσμο χαρές και οδύνες, έτσι και η λογοτεχνία κρύβει μέσα της την εκρηκτική δύναμη, ακόμα κι αν οι εκρήξεις που προκαλεί δεν αντιλαμβάνονται άμεσα, αλλά ας το πούμε, κάτω από τη λούπα του χρόνου, και αλλάζουν τον κόσμο –ως μεγάλη ευεργεσία ή ως αφορμή για μοιρολόι-, πάντα στο όνομα του ανθρώπινου γένους».
Η Ευγενία Κριτσέφσκαγια είναι κλασική φιλόλογος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου