1/5/10

Οι πρώτοι εορτασμοί της Εργατικής Πρωτομαγιάς

ΤΟΥ ΑΛΚΗ ΡΗΓΟΥ

Το γενικότερο κλίμα της τελευταίας δεκαετίας του 19ου αιώνα με την έξαρση των εθνικιστικών/πατριωτικών κηρυγμάτων παντού της Ευρώπης και την συνακόλουθη στα δικά μας ένταση του κυρίαρχου πολιτικού μύθου της Μεγάλης Ιδέας, την παράλληλη αποτυχία του ευρύτερου αστικού εκσυγχρονιστικού κινήματος της περιόδου του Χ. Τρικούπη και τον βίαιο και αντιδημοκρατικό τρόπο με τον οποίο αυτός αντιδρά σε κάθε από τα αριστερά κριτική της πολιτικής του, την ποιοτική κυριαρχία των μη παραγωγικών μικροαστικών κοινωνικών στρωμάτων, μέσα κυρίως από τα πολιτικά δίκτυα πελατείας, το είδος και το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών σχέσεων και δυνάμεων και την αναγωγή του κράτους στην κατ’ εξοχήν κοινωνική μηχανή, είναι σχεδόν φυσικό να μην αφήνει αδιάφορο το Πανεπιστήμιο και ιδιαίτερα την πολιτικοποιημένη φοιτητική του συνιστώσα. Πολύ περισσότερο, που αυτή υφίσταται άμεσα τις επιπτώσεις της εκσυγχρονιστικής πολιτικής, με τις τεράστιες αυξήσεις των διδάκτρων από 10 σε 200 δραχμές και των τελών εξέτασης με τον περίφημο νόμο «περί χαρτοσήμου Πράσινης Σφραγίδος».
Την ίδια ώρα, οι εντεινόμενες αμφισβητησιακές διαδικασίες, της όλο και εντονότερα εκμεταλλευτικής φύσης των ευρωπαϊκών αστικών κοινωνικών σχηματισμών, μέσα από τους τελευταίους των Επτανησίων Ριζοσπαστών, διαχέονται και στα στρώματα των νεοελλήνων διανοουμένων. Γεννιούνται οι «εγρήγορες συνειδήσεις», σύμφωνα με τον Κωστή Μοσκώφ, μιας καινούργιας γενιάς που έχει υποστεί στην εφηβεία της όλο τον μύθο της Παρισινής Κομμούνας του 1871, αλλά και την οργή για τη βίαιη καταστολή της όποιας διεκδίκησης της. Ή, όπως επιβεβαιώνει πολύ αργότερα και ο αστυνομικός διευθυντής Σωτήρης Κουβάς: «Εις την Ελλάδα [...] τα πρώτα σπέρματα [των σοσιαλιστικών ιδεών] είχον μεταφερθεί ενταύθα υπό των καταφυγόντων Γάλλων κομμουνάρων, κυρίως όμως από τους επανακάμπτοντας Έλληνας σπουδαστάς των Ευρωπαϊκών Πανεπιστημίων. Η περίοδος [...] δέον όπως θεωρηθή ως η ‘ρομαντική’ περίοδος του σοσιαλισμού εν Ελλάδι. Ατέλειωτοι φιλολογικαί συζητήσεις, μακρυά μαλλιά, κόκκινα μανδύλια, και φουλάρ, λάβαρα και ερυθραί φλωτάν γραβάτες».
Ή, όπως αποφαίνεται το ΚΚΕ, προλογίζοντας την έκδοση των Πρακτικών του Πρώτου Συνεδρίου του ΣΕΚΕ: «Οι σοσιαλιστικές ιδέες κερδίζουν στην αρχή μια μερίδα προοδευτικών διανοουμένων και φοιτητών και σε συνέχεια αρκετούς εργάτες [...]. Γενικά οι σοσιαλιστικές ιδέες βρίσκονταν ακόμα στο στάδιο του ουτοπικού σοσιαλισμού και είναι συγκεχυμένες. Συνυπάρχουν σ’ αυτές οι ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης, ο Χριστιανικός Ουμανισμός, ο μικροαστικός ριζοσπαστισμός, ο αναρχισμός».
Ανεξάρτητα πάντως από τις εκ των υστέρων αποφάνσεις του ΚΚΕ, είναι γεγονός πως, από τις κοινωνικές κατηγορίες διανοουμένων και φοιτητών, για πρώτη φορά στην πολιτική μας ιστορία, τα δημοκρατικά ιδανικά παύουν να αποτελούν λέξεις κενές κοινωνικού περιεχομένου και οι αγώνες για την εδραίωση τους προεκτείνονται και δένονται με τις κοινωνικές απαιτήσεις και ανάγκες.
Ενώ αναδεικνύεται, μέσα από προσωπικούς και συλλογικούς αγώνες και συνεχείς διώξεις, την περίοδο που εξετάζουμε, το ζητούμενο ακόμη και σήμερα στην πολιτική μας ζωή αναγκαίο και οργανικό δέσιμο της Δημοκρατικής Αρχής με την Κοινωνική Δημοκρατία.
Λέξεις όπως «κοινωνισμός» και «κοινωνιστές», που από νωρίς έχουν μπει στο ελληνικό λεξιλόγιο, αποκτούν μια νέα δυναμική και αρχίζουν να αντικαθίστανται με την λέξη «σοσιαλισμός».

Το φοιτητικό σώμα

Σ’ αυτές τις διεργασίες ήδη, δένοντας το εθνικό με το διεθνικό και το κοινωνικό, έχει λειτουργήσει από τη δεκαετία του 1870 ο Σύλλογος Ρήγας, στον οποίο συμμετείχαν ενεργά αρκετοί φοιτητές.
Την περίοδο που εξετάζουμε, φοιτητές όπως ο Πλάτων Δρακούλης της Φιλοσοφικής του Πανεπιστημίου και ο Σταύρος Καλλέργης, «αιώνιος φοιτητής» της Αρχιτεκτονικής του Πολυτεχνείου, όχι μόνο διαδίδουν τις σοσιαλιστικές ιδέες αλλά προχωρούν σε έκδοση σοσιαλιστικών εφημερίδων, με πρώτο το «Άρδην» του Δρακούλη και τον «Σοσιαλιστή» του δεύτερου.
Ο θάνατος στη φυλακή του πρωτοπόρου αγωνιστή ενός δημοκρατικού σοσιαλισμού Ρόκκου Χοϊδά το 1890 -του πρώτου που ως Βουλευτής είχε δηλώσει στην ολομέλεια του σώματος ότι είναι «Κοινωνιστής» ήδη στα 1877 και ο οποίος είχε αρνηθεί να ζητήσει χάρη από τον Βασιλιά για εξύβριση του προσώπου του οποίου είχε καταδικαστεί- προκαλεί έντονη συγκίνηση ανάμεσα στους φοιτητές και τους μαθητές του γυμνασίου, που προχωρούν, με πρωτοβουλία του Καλλέργη και ενός κύκλου φοιτητών, όπως ο νεαρός Γρ. Ξενόπουλος και ο Γ. Παπαρηρρήτορας της Φιλοσοφικής και οι Γ. Χαιρέτης και Ηλίας Γαρμπής του νεόκοπου τμήματος της Φιλοσοφικής του Φυσικομαθηματικού, στην ίδρυση του «Κεντρικού Σοσιαλιστικού Ομίλου», με σκοπό τη διάδοση των σοσιαλιστικών ιδεών στη σπουδάζουσα νεολαία και τη μικρή εργατική τάξη της εποχής. Την ίδια περίοδο, κάνουν την εμφάνισή τους και τα πρώτα κοινωνικού περιεχομένου πεζογραφήματα του Ξενόπουλου (Πλούσιοι και Φτωχοί), του Γιάννη Καμπύση (Οχτροί και Φίλοι, Η Λυγερή, Οι Κούρδοι), του Ανδρέα Καρκαβίτσα, από τους ιδρυτές του Αναρχικού Ομίλου του Πύργου (Στρατιωτικά Διηγήματα), ενώ πληθαίνουν τα εφήμερα, «κοινωνιστικού» περιεχομένου έντυπα και οι αντίστοιχων στοχεύσεων σύλλογοι στην Αθήνα και τη Δυτική Ελλάδα, οι οποίοι διαλύονται γρήγορα ή επανεμφανίζονται με άλλες ονομασίες και προγράμματα και πάντα με πρωτοστάτες φοιτητές .
Βέβαια, απ’ αρχής το σοσιαλιστικό κίνημα δεν υπήρξε ενιαίο. Ανάμεσα στον φαβιανό εγκεφαλικό σοσιαλισμό του φυτοφάγου, εκτός των άλλων, Δρακούλη, τις αναρχοσοσιαλιστικές ιδέες ενός κοινωνικού Χριστιανισμού του φοιτητή της Φιλοσοφικής Μαρίνου Αντύπα και την αριστερή συσπείρωση γύρω από τον «Κεντρικό Σοσιαλιστικό Όμιλο» του Καλλέργη, οι αποστάσεις είναι μεγάλες.

Οι πρώτοι γιορτασμοί της εργατικής Πρωτομαγιάς

Παρά τις διαφορές τους, πάντως, εμφανίζονται ενωμένοι στις προσπάθειες κοινής δράσης. Δράσης που πρωτοεμφανίζεται στα 1891 με δώδεκα φοιτητές, ανάμεσά τους οι Καλλέργης και Αντύπας, που συγκεντρώνονται στο χώρο του αρχαίου Σταδίου στον Αρδηττό –δεν έχει γίνει ακόμη η αποκατάσταση του χώρου με τις μαρμάρινες κερκίδες– για να γιορτάσουν την Εργατική Πρωτομαγιά. Η μικρή συγκέντρωση έληξε με απαθανάτιση των πρωτοπόρων σε φωτογραφείο της Αθήνας. Θα ακολουθήσουν αντίστοιχοι γιορτασμοί την επόμενη χρονιά, με 30 μέλη του Ομίλου, για να φτάσουμε στον πρώτο μαζικό γιορτασμό το απόγευμα της 5ης Μαΐου του 1893 στις στήλες του Ολυμπίου Διός. Τα έξοδα του γιορτασμού καλύφθηκαν με την έκδοση και πώληση του «Εγκολπίου του Εργάτου».
Την ίδια περίοδο, αποφασίζει να ασχοληθεί και με θέματα εργατικής νομοθεσίας και η Βουλή των Ελλήνων. Στη διάρκεια της ζήτησης όμως δημιουργήθηκε ένα πρωτοφανέρωτο περιστατικό. Από το δημοσιογραφικό θεωρείο της Βουλής ακούγεται ξαφνικά μια στεντόρεια φωνή, του φοιτητή Καλλέργη, να διακόπτει την συνεδρίαση αρχίζοντας να διαβάζει:
«Οι διεθνείς σοσιαλισταί και οι εργάται Αθηνών και Πειραιώς
Προς την Κυβέρνησιν της Ελλάδος...»
Το τι επακολούθησε μας το περιγράφει αδρά ο Γιάννης Κορδάτος: «Άμα ακούστηκε η φωνή του μέσα στην ‘ιερά αίθουσα’, αστραπή διαδόθηκε πως από τα θεωρία οι αναρχικοί θα ρίξουν μπόμπες (είχε συμβεί, ας θυμίσουμε, λίγο πριν τον Οκτώβριο, στη γαλλική Εθνοσυνέλευση, κάτι παρόμοιο με βόμβα που έριξε από θεωρείο ο αναρχικός Ωγκύστ Βαγιάν).
Όϋ οι αναρχικοί!
Μπόμπες!
Φευγάτε!
Θε μ’, Παναγιά μ’...
Και πατείς με πατώ σε, όλοι οι ‘πατέρες του έθνους’ σαν παλαβοί, καβαλίκεψαν τα καθίσματα και τρέχανε να βγουν έξω. Ο πρόεδρος τα ‘χασε κι’ αυτός. Θέλει να χτυπήσει το κουδούνι για να επαναφέρει την τάξη, μα τα χέρια του τρέμουν. Ωστόσο ο Καλλέργης εξακολουθεί να διαβάζει (το ψήφισμα της πρώτης πρωτομαγιάς). Σε λίγο όμως τα θεωρεία περικυκλώθηκαν από στρατό. Και ο Καλλέργης ‘συλλαμβάνεται’. Τη στιγμή εκείνη δε χάνει το θάρρος του και χτυπώντας το πόδι του φώναξε: Ζήτω ο Σοσιαλισμός». Το τι επακολούθησε της σύλληψης είναι προφανώς εύκολα κατανοητό. Αστυνομικό Τμήμα, χωροφυλακίστικος βούρδουλας, και, τέλος, οδήγημα του «τρομοκράτη» στον ανακριτή.
Εκεί, στην ερώτηση:
-«Ποια είναι η πατρίς σου;»
Η απάντηση αξίζει να μνημονευθεί:
-«Όλος ο κόσμος είναι η πατρίδα μου και όλοι οι άνθρωποι αδελφοί μου»!
Η απάντηση πάντως αυτή του στοίχισε δώδεκα μέρες φυλακή, ενώ επακολούθησε και άλλη κατηγορία «επί προκλήσει του λαού εις στάσιν»

Η πρώτη μαζική και τελευταία του 19ου αιώνα Πρωτομαγιά του 1894

Μετά από όλα αυτά, την επόμενη χρονιά όλες οι σοσιαλιστικές ομάδες, όμιλοι και τάσεις αποφάσισαν τον κοινό εορτασμό της Πρωτομαγιάς στο χώρο του Σταδίου. Γεγονός που έβαλε σε τρεχάματα αστυνομία και εισαγγελία. Οι εφημερίδες ανήγγειλαν το γεγονός.
Σχεδόν 1000 άτομα προσήλθαν στη συγκέντρωση , κυρίως νέοι αλλά και «πληθώρα του ωραίου φύλου και απλοί θεαταί και πολλαί οικογένειαι κατέλαβον τας διεσπαρμένας τράπεζας του μικρού καφενείου ... (ενώ) εθεάθησαν αστυφύλακες τινές εκ των διαταχθέντων, όπως επιβλέψωσι την τάξιν, διανέμοντες κρυφίως διακηρύξεις εις το πλήθος των θεατών, ερωτώμενοι δε περί τούτων απήντων σιγανά ώστε να μη δύναται να τους ακούση τρίτος ‘τι να κάνωμε μπλέξαμε και ’μεις...’. Το γεγονός παρήγαγε βαθείαν αίσθησιν…»! όπως έγραφε την επομένη η συντηρητική Εφημερίς του Κορομηλά.
Ομιλητές, εκτός των Πλ. Δρακούλη που άνοιξε την συγκέντρωση και του Στ. Καλλέργη, επίσης οι φοιτητές Άγγελος Ράλλης και Νίκος Ορλάνδος του Πολυτεχνείου, Επ. Φιορέντης και Διονύσιος Μαρινάκης της Φιλοσοφικής, Δημήτρης Γραμματικός και Ευάγγελος Μαρκαντωνάτος της Νομικής. Οι δύο τελευταίοι μάλιστα μίλησαν σε άψογη καθαρεύουσα, γεγονός που, όπως σχολίασε η Ακρόπολις, έκανε πολλούς από τους μη φοιτητές να μην κατανοούν λόγου χάρη την λέξη «συνδαύλιζε» και ζητούσαν να μάθουν τι σημαίνει...
Και ενώ το πλήθος, όπως περιγράφει ο Γιάνναρης, «άκουγε με δέος τα άγνωστα τούτα πράγματα, ένας ολόκληρος στρατός χωροφυλάκων, φαντάρων, ιππέων, όρμησε κατά πάνω τους, χτυπώντας αδιάκριτα με υποκόπανους, βούρδουλες, ξιφολόγχες. Έφτασαν και στο χώρο όπου βρίσκονταν οι ομιλητές με τις κόκκινες κονκάρδες και με μανία έδειραν για πολλή ώρα τον Καλλέργη. Όμως, αφού πέρασε η πρώτη έκπληξη, οι φοιτητές και οι νέοι συγκρότησαν ομάδες άμυνας και ρίχτηκαν επάνω στους επιτιθέμενους. Η σύρραξη γενικεύτηκε... Αποτέλεσμα, 52 φοιτητές και εργάτες συνελήφθησαν».
Τα επεισόδια όμως δεν έληξαν εδώ, αλλά συνεχίστηκαν βίαια. Τμήματα χωροφυλάκων κυνηγιούνται με πέτρες και ρόπαλα μέχρι τις όχθες του Ιλισσού –το ποτάμι διέσχιζε το χώρο μπροστά από το στάδιο μέχρι και τη δεκαετία του 1960, που σκεπάστηκε για να γίνει άλλη μία λεωφόρος- και τις στήλες του Ολυμπίου Διός, αναγκάζοντας πολλούς να πετάξουν ακόμη και τα όπλα τους και να τραπούν σε άτακτη φυγή. Τα επεισόδια μάλιστα συνεχίστηκαν με τέτοια ένταση, που η ζωή στην πόλη παρέλυσε για μια ολόκληρη βδομάδα.
Οι συλληφθέντες, μετά τις ...συνήθεις περιποιήσεις των αστυνομικών οργάνων, οδηγούνται στο δικαστήριο με την κατηγορία ότι είχαν «ουχί μόνο αναρχικάς αλλά και ανατρεπτικάς ιδέας και εστρέφοντο κατά της ενότητος γενικώς του Έθνους».
Στη δίκη τους υπερασπίστηκε με έντονο σθένος και πάθος ο Πλ. Δρακούλης και τελικά, όπως συνήθως συμβαίνει με τις αθεμελίωτες κατηγορίες της αστυνομίας, όλοι αφέθηκαν ελεύθεροι, εκτός του Μαρκαντωνάτου, που τον ανάγκασαν να ομολογήσει ότι είχε στείλει απειλητικές και εκβιαστικές επιστολές στον Αντρέα Τσιγγρό, ή επί το ελληνικότερο Συγγρό, κουμπάρο ως γνωστόν του άνακτος και «χρυσοκάνθαρο» του Τρικουπικού εκσυγχρονισμού. Τελικά, ο φοιτητής Μαρκαντωνάτος αναγκάστηκε να μεταναστεύσει στην Αμερική.
Αυτός ήταν και ο τελευταίος γιορτασμός εργατικής Πρωτομαγιάς μέχρι και το …1919, ο οποίος όμως έδεσε από τότε φοιτητές και εργάτες με σταθερούς και αναλλοίωτους δεσμούς μέσα στο χρόνο.

Από το υπό έκδοση βιβλίο του Άλκη Ρήγου, Ελληνικό Πανεπιστήμιο και Φοιτητικό Κίνημα. Από το χθες στο σήμερα, «Παπαζήσης».

Δεν υπάρχουν σχόλια: