Γιάννης Αντιόχου, Εισπνοές, ποιήματα, εκδόσεις Ίκαρος, σελ. 55
Του Γιώργου Βέη
Το ρήμα παρακολουθεί ασθμαίνοντας τα τεκταινόμενα. Ο εξομολογούμενος, εμπύρετος «γράφων», έχει παραδοθεί προ πολλού στα παιχνίδια του σκοτεινού του εαυτού. Η ετερότητα, το υπογραμμίζω, είναι συχνότατα αδυσώπητη. Οι ανθρωποφαγικές νύξεις και αποκλίσεις υπερβαίνουν τα όρια του στοιχείου της μεταφοράς. Δεν καταλήγουν (ευτυχώς) σε κιτς. Παραθέτω ενδεικτικά το εξάστιχο: «Σε τύλιξε σαν τρικυμία/ Σ’ απίθωσε πατώντας σε στο στήθος/ Σ’ έσκισε μ’ αγκίστρια/ Ακουμπώντας πάνω στη γλώσσα σου την πανσέληνο/ Αλλιώς μεταλαβαίνοντας την όστια της λατρείας του/ Και μια μεγάλη αγάπη.» Εξομολογητικό, βασανιστικά αυτοαναλυόμενο, βεβαίως αυτοσαρκαζόμενο, ενίοτε μάλιστα ως τα άκρα, πεισματικά εγωτικό και εξόφθαλμα επαιρόμενο, το καθ’ υπερβολήν λάλον ποιητικό υποκείμενο και της τρέχουσας συλλογής του Γιάννη Αντιόχου επιχειρεί να ανιχνεύσει κάποιο, αμυδρό έστω σχέδιο ισορροπίας του κόσμου εκεί που επικυριαρχεί αταξία και ολική ρήξη. Η παρρησία είναι δεδομένη, οι δε ιερατικές αποστροφές επιτείνουν τις δόσεις του παραλόγου: «Και κατεβαίνοντας χαμηλότερα/ Βαθιά στον εφιάλτη/ Βαριά μουσική πια ακούγεται/ Και της νεότητας αδόνητη χορδή/ Και συρματόσχοινα της άρπας/ Που τα γιγάντια δάχτυλα του Θεού ματώνουν/ Και σκοτεινιά στις λεωφόρους τ’ ουρανού/ Μην αντικρίζοντας το φως/ Κι ο δαγκωμένος λαιμός μιας ζωής ελάχιστης/ Κουκουλωμένος με το κασκόλ της ομίχλης/ Τ’ άδεια γάντια του τροχονόμου χειροκροτούν/ Μια ξεβράκωτη Αθανασία/ Που χτυπώντας το ξύλινο πόδι της μονότονα/ Παρελαύνει στην ερημιά της πόλης». Η λεκτική διαστρωμάτωση, οι αφηγηματικές ανελίξεις και η όλη εικονοφιλική τακτική παραπέμπουν ευθέως στην προηγούμενη συλλογή του ποιητή, με τίτλο Στη γλώσσα του (εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2005). Παραθέτω ενδεικτικά από εκεί το εξής χαρακτηριστικό, προκειμένου να γίνουν οι απαραίτητες συγκρίσεις: «Σε διατάζω Δικαστή ‘Εκτέλεσε τη διαθήκη, εκποιώντας την κληρονομιά της εγγλέζικης τρούφας/ Αυτής που φύλαξα για το πιο σημαντικό βράδυ της ζωής μου/ Τρούφα σαμπάνια σοκολάτα από την πλατεία Piccadilly/ Δαγκωμένη απ’ τα χείλια του image rose’ […] Σε διατάζω Θεέ ‘Κατέβασέ με από τη ράχη του κτήνους που καβάλησα/ Σήμερα το πρωί, στα δόντια του σφηνωμένη, η παιδική μου / ηλικία / Τα’ απόγευμα της νιότης μου η μνήμη / Κι η νύχτα τρώγει την καμπούρα της ύπαρξης μου’.»
Ο Γιώργος Βέης είναι ποιητής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου