ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΠΛΑΝΑ
Πώς μπορεί να μιλήσει κανείς για την ποίηση του Μπάιρον; Αν μιλήσει για την περίφημη βυρωνική ποιητική: γλωσσικά σχήματα, μέτρα, ομοιοκαταληξίες, μεταφορές, ψυχολογία των ηρώων και τα σχετικά, το πιθανότερο είναι να μην ακουστεί καθόλου.
Δικαίως, γιατί κάθε λόγος για την ποίησή του οφείλει να είναι λόγος για την κολοσσιαία προσωπικότητά του. Πραγματικά, η ζωή του Μπάιρον είναι ένα από τα ποιήματά του. Όχι λόγω της τραγικής πλοκής της, αλλά κυρίως λόγω του συνταρακτικού ύφους της.
Είναι αμφίβολο αν υπήρξε Άγγλος που επιτέθηκε με τόση μανία κατά των αριστοκρατών και των αξιωματούχων της χώρας του. Ακόμα και ο Shelley, δηλωμένος αντιεξουσιαστής, ακολουθούσε πιο ήπια τακτική στις επιθέσεις του. Ο Μπάιρον εισέβαλε στη Βουλή των Λόρδων για να καθυβρίσει τις κεφαλές της βρετανικής αυτοκρατορίας. Από το στόμα -και τους στίχους- του δεν ξέφυγαν ούτε ο Wellington ούτε ο υπουργός πολέμου Castlereagh. Ειδικά τον δεύτερο, τον χαρακτήριζε διανοητικό ευνούχο και χασάπη. Όταν, μάλιστα, ο ραδιούργος και αδίστακτος πολιτικός κατηγορήθηκε από τους αντιπάλους του για ομοφυλοφιλία και αυτοκτόνησε, κόβοντας το λαιμό του, ο Μπάιρον έγραψε τους παρακάτω στίχους:
Μπράβο σου, Castlereagh! Τώρα είσαι πραγματικός πατριώτης./ Ο Κάτων πέθανε για την χώρα του. Το ίδιο έκανες κι εσύ./ Εκείνος προτίμησε να χαθεί παρά να δει τη Ρώμη να χάνεται./ Εσύ έκοψες τον λαιμό σου μήπως και σωθεί επιτέλους η Αγγλία.// Υπέροχα! Τον έκοψε ο Castlereagh τον λαιμό του./ Γιατί, γιατί τόσο αργά; Πόσους λαιμούς θα είχαμε γλυτώσει!/ Εν πάση περιπτώσει, τον έκοψε επιτέλους! – Αυτός! ε;/ Αυτός που είχε ήδη κόψει της πατρίδας τον λαιμό.
Δεν θέλω καν να υπαινιχθώ πως ο Άγγλος ποιητής ανήκε σ’ εκείνο το είδος των ποιητών που χρησιμοποιούν την ποίηση ως πολιτικό εργαλείο. Άλλωστε, τις πολιτικές του απόψεις τις είχε εκθέσει με σαφήνεια στη σελίδα της 16ης Ιανουαρίου 1814 του ημερολογίου του: «Όσο για μένα, με την ευλογία της αδιαφορίας, συγκέντρωσα τις πολιτικές μου απόψεις στην παντελή αποστροφή για απαξάπασες τις υπάρχουσες κυβερνήσεις».
Θέλω όμως να εκθέσω την άποψη πως ο ποιητής μας ήταν πολιτικός με έναν ιδιάζοντα ελληνικό τρόπο. Το τελευταίο ποίημά του γράφτηκε στις 22 Ιανουαρίου του 1824, στο Μεσολόγγι. Θεωρώ πως είναι μια επιτομή του βιο-ποιητικού ύφους του.
Ήρθε η στιγμή να πάψει πια η καρδιά μου να χτυπά,/ αφού έχει πάψει από καιρό άλλες καρδιές να συγκινεί./ Μ’ αν έστω κι αν δεν δύναται πλέον ν’ αγαπηθεί,/ δύναται ν’ αγαπά.
Ελπίδες, φόβους, αγωνίες, πάθη υψηλά και ταπεινά,/ τον πόνο μου, που γίνεται περιουσία με τον καιρό,/ του έρωτα την δύναμη να νοιώσω δεν μπορώ./ Μον’ άλυσες, δεσμά.
Οι μνήμες κακοφόρμισαν, άχρηστο υλικό./ Ανάξια ανθρωπότητα! Για σένα είναι πια/ το ίδιο αδιάφορο αν γελά ή κλαίει η ομορφιά:/ άχρηστος στοχασμός.
Μ’ αν σε λυπεί ό,τι έζησες, τότε γιατί να ζεις;/ Μια χώρα ένδοξων νεκρών σε κλείνει από παντού./ Χύσου στην μάχη. Στην βοή μέσα του μακελειού/ ίσως γενναία χαθείς!
Στα τέσσερα αυτά τετράστιχα από το ποίημα, ακούγεται πιο καθαρά η φωνή τού ποιητή. Μοιάζει μελαγχολική, αλλά δεν είναι. Κι όταν μια φωνή μοιάζει μελαγχολική, αλλά δεν είναι, τότε είναι σίγουρα οργισμένη. Όχι οργισμένη, ακριβώς∙ μαινόμενη μέχρι θανάτου. Μαινόμενη για ποιο λόγο; Διότι ο ομιλών θέλει να χορτάσει τη ζωή, αλλά το κάλεσμα της επιθυμίας του δεν συγκινεί κανέναν. Απραξία πλήρης και ταπεινωτική, αφού τη ζωή μόνο μέσω των άλλων και ενώπιον των άλλων μπορεί να την χορτάσει κανείς. Αυτός, το κέντρο του κόσμου, ο ιερέας της ομορφιάς, να αντιμετωπίζει την αδιαφορία της ανθρωπότητας; Καλύτερα να πεθάνει. Μα όχι μόνος του, όχι σε ένα ασήμαντο περιστατικό, όπως ο φίλος του Shelley. Ο θάνατός του θα είναι ένα απροσδόκητο συμβάν με ανυπολόγιστες συνέπειες, εντός του συμβάντος μιας εξέγερσης μαινόμενων τρελών! Το μένος αυτό, που συνηθίσαμε να ονομάζουμε ρομαντικό, είναι στην πραγματικότητα παιδικό. Μόνο ένα παιδί θα μπορούσε να αντιδράσει με τόσο μένος στην αδιαφορία για τις επιθυμίες του. Το έχουμε ξαναδεί αυτό το μένος στην ποίηση. Λέει ο Αχιλλέας στον Αγαμέμνονα:
...έμαθα πια πως ο ακατάπαυτος αγώνας δεν υπήρξε ποτέ αντικείμενο τιμής./ Ίδιο μερίδιο καρπώνεται εδώ αυτός που πολεμά/ κι αυτός που κρύβεται στην αθλιότητά του,/ ίδια τιμή ο γενναίος κι ο δειλός,/ ίδιο θάνατο ο μαχητής κι ο λιποτάχτης./ Άλλο από πίκρες κι αγωνίες δεν έχω αποκομίσει,/ εκθέτοντας στη μάχη τη ζωή μου./ Μέχρι εδώ ήταν· φεύγω για την Φθία. Με συμφέρει/ καλύτερα κι εμένα να προσφέρω στην πατρίδα/ τις λυγερές καρίνες των καραβιών μου. Δεν πιστεύω/ να έχεις την απαίτηση να με εξευτελίζεις κι εγώ να σε πλουτίζω;
Ο Αχιλλέας, είναι παιδί∙ του το επισημαίνουν αυτό ο Νέστωρ και ο Φοίνικας και ο Οδυσσέας. Εξάλλου, στέκεται μπροστά στη θάλασσα και δακρύζει και καλεί τη μητέρα του. Έχει θυμώσει γιατί αγνόησαν τις επιθυμίες του. Μαίνεται. Δεν αντιδρά σαν ώριμος άνθρωπος - αν σημαίνει κάτι αυτό. Αντιδρά όμως σαν άνθρωπος που σέβεται τον εαυτό του και την κοινότητά του. Δεν παζαρεύει την αξιοπρέπειά του ούτε την αξία του καθένα. Από αυτό το ποιητικό υποκείμενο θα ξεπηδήσουν ο λυρικός ποιητής και ο πολίτης - στο ίδιο πρόσωπο, τον μαινόμενο Αρχίλοχο, τον πρώτο λυρικό της ανθρωπότητας, αυτόν που τραγουδάει τα πάθη του ως ολοκληρωμένος πολίτης, λέγοντας ορθά κοφτά:
Δουλειά μου: ο πόλεμος/ και η ποίηση επίσης.
Γιατί ο πόλεμος; Αντιπαράθεση ακούμε εδώ, και όχι Αφγανιστάν, Ιράκ, Παλαιστίνη. Αυτά δεν είναι πόλεμος είναι αδίστακτες σφαγές αμάχων. Γιατί, λοιπόν, αντιπαράθεση; Γιατί αυτή είναι η ζωντανή αρχή της δημοκρατίας. Και γιατί ποίηση; Γιατί αυτή είναι ο δρόμος του υποκειμένου προς την αλήθεια του, μέσα στην κοινότητα. Μένος θέλει η αντιπαράθεση, μένος και η ποίηση.
Δεν ξέρω πραγματικά πόσο ώριμο είναι αυτό, ξέρω όμως πως είναι το βιο-ποιητικό ύφος του Μπάιρον: το μαινόμενο πνεύμα της αθωότητας που δεν μπορεί να δεχθεί τίποτα παγιωμένο, θεσμοθετημένο, ασάλευτο και δεν μπορεί να κρατηθεί μακριά από καμιά όψη του κόσμου και της ζωής.
Δεν υπάρχει τίποτα ρομαντικό σ’ αυτήν την ποιητική. Υπάρχει αμιγές λυρικό και πολιτικό μένος, εντός του κόσμου και με στόχο τον κόσμο.
Ο Γιώργος Μπλάνας είναι ποιιητής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου