ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ Χ. ΜΑΡΚΟΓΛΟΥ, Κείμενα μικράς πνοής, Εκδόσεις Κέδρος, σελ. 200
Σε δύο μέρη χωρίζεται αυτό του βιβλίο του ποιητή και πεζογράφου Πρόδρομου Μάρκογλου. Το πρώτο μέρος («Η φρεναπάτη του ποιητή», 1960-2005) αποτελείται από μικρά ποιήματα, της μιας ανάσας και ακούγονται σαν «σφυγμοί μιας καρδιάς, ταχυπαλμίες που μετράνε το χρόνο της» και το δεύτερο («Κείμενα μικράς πνοής», 1964-2005) απαρτίζεται από μικρά αφηγήματα. Κοινό εξωτερικό γνώρισμα των κειμένων και των δύο μερών του βιβλίου είναι η άκρα λιτότητα. Κοινό εσωτερικό γνώρισμά τους είναι ο πάσχων ψυχισμός του γράφοντος και η, εκ μέρους του, νηφάλια παραδοχή των απωλειών και των κερδών της «χαμένης και κερδισμένης ζωής»· το ανεξάλειπτο στίγμα του ανθρώπου που δοκιμάστηκε από τις οδυνηρές -πνευματικά, ψυχικά, στην περίπτωση του Μάρκογλου και σωματικά- τραυματικές ιστορικές, κοινωνικές και ιδεολογικές περιπέτειες που γνώρισε ο τόπος (Πόλεμος, γερμανική Κατοχή, Εμφύλιος σπαραγμός, ψυχρός πόλεμος). Το στίγμα του ευαίσθητου και ιδεολογικά ευαισθητοποιημένου ανθρώπου και, ειδικότερα, ενός από τους χαρακτηριστικότερους εκπροσώπου μιας λογοτεχνικής γενιάς: της δεύτερης μεταπολεμικής.
Ως ποιητής και, μάλιστα, ως αριστερός ποιητής και πνευματικός άνθρωπος, ο Πρόδρομος Μάρκογλου, με βασικά εφόδια τη γλώσσα και την τραυματισμένη μνήμη, επιχειρεί σύντομες, εκ του συστάδην, προσεγγίσεις πτυχών των περιστάσεων, των γεγονότων και των συνθηκών της νιότης του, που τον καθόρισαν και τον στιγμάτισαν ανεξίτηλα. Πράγμα που κάνει υποκινούμενος, εκτός των άλλων, και από μια βασανιστική εσωτερική ανάγκη αφενός να επιβεβαιώνει και να επαληθεύει, ακατάπαυστα, τις ιστορικές-κοινωνικές του καταβολές και αφετέρου να επικοινωνήσει με τον «άλλο», που τον αισθάνεται ως σκοτεινή δίοδο προς τον βαθύτερο εαυτό του. Κυνηγημένος από ένα υπέρογκο αίσθημα αδικίας, από την επώδυνη βεβαιότητα ότι άλλοι καρπώθηκαν τα χρόνια του και το αίμα του, συμπεριφέρεται ως αφιλοκερδής μεταπράτης πράξεων, προσδοκιών και ονείρων της νεότητάς του -της δικής του και όλων όσοι, όπως αυτός, πίστεψαν, κάποια στιγμή, στο ενδεχόμενο της δημιουργίας ενός άλλου κόσμου-, τρέμοντας στην ιδέα ότι όλα αυτά μπορεί να διαβρωθούν από τη «μούχλα» του χρόνου.
Ό,τι τον διατηρεί ως πνευματική οντότητα και τον δραστηριοποιεί ως ποιητή είναι η μνήμη∙ αυτή αποτελεί τον μίτο που τον οδηγεί στα καθέκαστα του παρόντος, προσδιορίζοντας, παράλληλα, την οπτική γωνία από την οποία τα παρακολουθεί και καταλυτικά συμβάλλοντας στη διαμόρφωση της σκέψης του και της διάθεσής του. Αυτή τον κάνει να αισθάνεται και να δρα ως διαμεσολαβητής ανάμεσα στο ματαιωμένο και ανεπούλωτο «τότε» και στο οδυνηρό «τώρα»· ως μεταπράτης, όπως επισήμανα ήδη, νεανικών -δικών του και της γενιάς του- ονείρων, προσδοκιών και επιδιώξεων· αυτή τον ωθεί σε επίφοβες συγκρίσεις του παρελθόντος με το παρόν («Απ’ το παράθυρο των παιδικών ματιών μου/ Κοιτώ τα πεύκα του κήπου/ Βρέχει, Φλεβάρης του ’42/ Φυσάει αγέρας μαύρος,/ Πεινάω».) Όπου τα πεύκα «εκείνου» του κήπου έχουν υποκατασταθεί από τα δέντρα του τωρινού πάρκου, ενώ η πείνα είναι ένα αίσθημα καταργημένο, υπο-καταστημένο από την ψευδαίσθηση της αφθονίας.
Σ’ αυτό το διαρκές πήγαιν’-έλα ανάμεσα στο τότε και στο τώρα, δεν χάνει την ευκαιρία να επιχειρεί και άλλες, πάντα επώδυνες, αυτοενοχοποιητικές συ-γκρίσεις, ανάμεσα στους αγωνιστές της ιδέας και στους ανθρώπους της δικής του «συνομοταξίας», που, είτε λόγο ηλικίας είτε λόγω άλλων ειδικών, κυρίως ιδιοσυγκρασιακής υφής, συνθηκών, περιορίστηκαν σε μία πνευματική–ψυχική συμμετοχή τα φοβερά δρώμενα της εποχής («Αυτοί δώσανε το αίμα τους – εμείς μόλις λίγες λέξεις». Ή: «Αυτοί σπατάλησαν το κόκκινο αίμα τους/ Εμείς ξοδεύουμε τώρα κόκκινη μελάνη»). Καταλήγοντας, στη συνέχεια, σε μία, μάλλον ηττοπαθή, σχεδόν φοβική στάση απέναντι στο άχαρο παρόν, στο κέντρο του οποίου αναδύεται, ακατάπαυστα, το εναγώνιο ερώτημα για τον ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει ο ποιητής σε μία εποχή που η τέχνη του, η ποίηση, από μέσο επικοινωνίας με τον Θεό και με τους άλλους, που ήταν άλλοτε, τώρα -με χαμένη την αίσθηση της οικουμενικότητας- «μάταιος είναι μονόλογος στη σιωπή». Παρ’ όλ’ αυτά, παρά την, σε πολλά επίπεδα, «ήττα», παρά τον φόβο του μέλλοντος, εδραιώνεται η ανάγκη του σεβασμού στους άλλους και στον εαυτό μαςּ όσο για την ποίηση, στην τόση μοναξιά και αποξένωση, αν μη τι άλλο μας «βοηθά ν’ αντισταθούμε».
Ως αφηγητής, στα «Κείμενα μικράς ζωής», ο συγγραφέας συγκεκριμενοποιεί, με την επιβαλλόμενη αφαιρετικό-τητα, τις περιστάσεις του στενότερου ατομικού και του ευρύτερου κοινωνικού χώρου που συνέβαλλαν στη διαμόρφωση των δυσοίωνων συνθηκών του παρόντος. Οριοθετεί, κατά κάποιο τρόπο, έναν απολύτως προσωπικό -και ωστόσο αντιπροσωπευτικό της γενιάς του- χωροχρόνο, στο επίκεντρο του οποίου αναθρώσκουν μνήμες των παιδικών και των νεανικών του χρόνων -της Κατοχής και όλων όσα ακολούθησαν-ּ μνήμες γεγονότων και καταστάσεων που συνέβαλλαν στη διαμόρφωση του ψυχισμού του, στη συνειδητοποίηση του «καλού» και του «κακού» και, κυρίως, στη διατράνωση της απόφασής του να παραμείνει ασυμβίβαστος, αρνούμενος την όποια προσαρμογή στις επιταγές των καιρών. Καταγράφει απλά καθημερινά περιστατικά, ενδεικτικά της ατμόσφαιρας που θέλει να καταδείξει, περιγράφει σημαντικές ή ασήμαντες, προγραμματισμένες ή συμπτωματικές συναντήσεις, σχεδόν φωτογραφικά ακινητοποιώντας τες, περιβάλλοντάς τες με το ασπρόμαυρο χρώμα της διάθεσής του, με τρόπο δηλωτικό της πρόθεσής του να «δέσει το ιδιωτικό με το δημόσιο, το υπαρξιακό με το κοινωνικό». Γαλουχημένος με τις ιδέες της αλληλεγγύης, της συμπαράστασης και της συντροφικότητας, επιχειρεί μονίμως να συνδυάσει, με συνδετικό αρμό τη γλώσσα, το ατομικό και το κοινωνικό, σε ένα πεδίο συνθεμένο από τον ατομικό-κοινωνικό και τον αντικειμενικό-ιστορικό χρόνο∙ με απώτερο στόχο να μιλήσει «μέσα από τις φωνές των άλλων και για τον εαυτό του».
Ο Κώστας Γ. Παπαγεωργίου είναι ποιητής και κριτικός λογοτεχνίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου