13/3/10

Για την Ελένη

Ποιήματα, διηγήματα και πίνακες, για το πιο διαχρονικό ερωτικό σύμβολο.
Ανέκδοτα έργα, φτιαγμένα ειδικά για την Αυγή

ΣΥΜΜΕΤΕΧΟΥΝ
Γιάννης Δάλλας, Γιάννης Βαλαβανίδης, Νάνος Βαλαωρίτης, Τζουλιάνο Καγκλής, Μαρία Κούρση, Βασίλης Βασιλικός, Χρόνης Μπότσογλου, Ευγένιος Αρανίτσης, Κώστας Βούλγαρης, Ελένη Κάπρου, Ντίνος Σιώτης, Χρίστος Μπουλώτης, Μάριος Σπηλιόπουλος, Στέφανος Ροζάνης, Μιχάλης Παπαντωνόπουλος, Κώστας Χριστόπουλος, Γιώργος Σκαμπαρδώνης, Ρούλα Κακλαμανάκη, Σοφία Νικολαΐδου, Κωνσταντίνος Παπαμιχαλόπουλος, Παναγιώτης Χατζημωϋσιάδης, Γιάννης Κολιός, Γιώργος Μπλάνας

























ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΛΑΒΑΝΙΔΗΣ, Ελένη




Για ποια Ελένη

Πήρα την εντολή και το μήνυμα να μιλήσω για την Ελένη
Για ποια Ελένη;
Της ηδονής και του κέρδους ή της ψυχής και των καθαρμών της;
Την αναπολώ τις ασέληνες νύχτες με τη ματιά μεσουράνια
προς τ’ αστέρι της Αφροδίτης
Άνοιξη ήταν που σάλπαρε με τα ιστία ανοιχτά σαν ιμάτια γύρω
από το κορμί της
Δέκα χρόνια πίσω απ’ τα τείχη κι εκεί έγκλειστη για αιώνες
Χανούμ της Ανατολής κι από κάτω
Mater dolorosa δεσπόζουσα πίσω απ’ τις ουρανίες των θόλων
του σκιερού Βυζαντίου
Με τ’ αρχικά της εγχάρακτα σ’ όλα τα στήθη των σταυροφόρων
Το ΕΛ του ΕΛέπτολις και το ΕΛ του ΕΛέους, το ΕΛ του ΕΛελεύ
και του ΕΛντοράντο
Απ΄ τη Δέσποινα των θηρών ώς τις δεσποσύνες των πόλεων
τι ανατροπές εδώ κάτω!
Σαδομαζοχισμοί ολονύκτιοι σεληνιασμοί υπό το λυκόφως
Κι ολοταχώς προς τα πίσω
Στο μπιγκ-μπαγκ τ’ ανδρογύναιου... Εγώ κατασκότεινη ύλη
Κι εκείνη σκοτεινότερη ενέργεια να με διασχίζει το φως της
Απ’ τα καθημερινά δρομολόγια ώς την περιφορά μου στο σύμπαν
Πυρ απτόμενον μέτρα και αποσβεννύμενον μέτρα
γη και πρηστήρ χρησμοσύνη και κόρος, τα πάντα
το πυρ επελθόν
καταλήψεται


ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΑΛΛΑΣ




Μόδα τέλους Αυγούστου 2009

Τα μοντέλα ζωντανεύουν
αρχίζουν να χαμογελούνε
και να χειρονομούν –
να δείξουν ότι υπάρχουν
ότι με το κοινό τους επικοινωνούν
κάτω απ’ τα κινούμενα
με μαεστρία ρούχα– πάνε
οι σοβαρές ακίνητες φυσιο-
γνωμίες τα καρφωμένα βλέμματα
που μας σιχαίνονται ανέκφραστα
και με το δίκιο σου γιατί
τις έχουμε μετατρέψει σε κρεμάστρες
ζωντανά ανδρείκελα να δείχνουν

ρούχα μόνο ρούχα πάντα ρούχα
τίποτα από κάτω τίποτα από μέσα
κι αν έβγαινε καμιά γυμνή στην πασαρέλα
θα λέγαμε ότι δεν είναι η Ελένη της Τροίας

ΙΙ
Πολυφωτογραφημένη κούκλα
της μόδας και της πλουτοκρατίας
σε θέλουμε γυμνή σ’ ένα τραπέζι
σκεπασμένη από φρούτα και μπιφτέκια

Σε θέλουμε φαγώσιμη και αναλώσιμη
από ψυχρή και τυποποιημένη
σε θέλουμε να βγαίνεις ζωντανή
και τα πολυτελή σου ρούχα να ξεσκίζεις

Να γίνεσαι υπόδειγμα του πόθου
και παρανάλωμα του πάθους
η φωτιά στα μάτια σου να λάμπει
στις γαλαρίας τα πηχτά σκοτάδια

Πολύχρωμη όταν ενδεδυμένη
περπατάς – ποιος θα μαντέψει πως
κρύβεις μεσ’ απ’ τα φανταχτερά
ένα βυζί που τη ζωή σου έσωσε
στην Άλωση της Τροίας

ΙΙΙ

Με ύφος θλιβερό βγαίνεις
ντυμένη μια φορά μονάχα
ώσπου να φύγει η φορεσιά
πλούσια σώματα να ντύσει

Αντίο κοπέλα που φοράς εκείνα
τα φανταχτερά για να ’χεις
και να θυμάσαι μια φωτογραφία
όταν κάποτε σε πάρει η ηλικία

Τώρα όμως τέλεια σώματα
μέση γλουτοί βυζιά και γάμπες
ένα σύνολο που ντυμένο
κρύβεται – ούτε κοντό ούτε

Ψηλό ούτε ξερακιανό σαν
πρόωρα σκελετωμένο
γυναικείο ξύλινο κοντάρι
με ύφασμα προσαρμοσμένο

Από ένα σκίσιμο του ιμάντα
προβάλλει ο κρυμμένος πόθος
που κραυγάζει σιωπηλά Πάρι
Πάρι που να πάρει ο διάβολος
Εδώ η ελεεινή η Ελένη η Ελένη

ΝΑΝΟΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ



























ΤΖΟΥΛΙΑΝΟ ΚΑΓΚΛΗΣ, Για την Ελένη








Ελένη ονομάζεται

Στην είσοδο μικρή λεμονιά
Κρεουργημένη σε μεγάλο καλάθι

Εδώ δεν βγάζουν εισιτήριο
Δεν είναι το έργο λυρικό

Είναι η Ελένη και ο ταξιδευτής
Κανείς δεν λέει ό,τι θέλει.


Ούτε η ποίηση. Γι’ αυτό.
Μιλάει πολύ αυτός που απολογείται.

Στην πρώτη σκηνή ανεβαίνει
ζητιάνα παραμυθιών
ζωγραφίζει αργά
ζωγραφίζει τη λέξη ζωγραφίζω
με φόντο τα όμικρον του χρόνου
που δεν μεταφράζονται.

Αστειεύεται συνέχεια ότι φεύγει.
Λέει ότι
Το πρώτο που σκεφτόταν έκανε πάντα.
Ότι κινήθηκε στο σκοτάδι με ευκολία
Εκπαιδευμένου σκύλου.
Δεν υποκλίνεται ούτε αφήνει ίχνη
Γιατί πετάει

Στη διπλανή σκηνή
Ξεβράζεται μια άλλη ιστορία

Μια πλούσια καλοντυμένη λέξη
αφήνει σε βρώμικα σκαλιά
βαλίτσα βαριά που φαίνεται.
Γυρίζει το κεφάλι οριστικά
Και τελειώνει η μαυρόασπρη εποχή της.
Προχωρά
Κοιτάζει τον γκρεμό
Κι αυτός υποχωρεί ευγενικά
Για να περάσει.
Η έξοδος είναι μια περίεργη υπάκουη λέξη.

Η γυναίκα που βγαίνει από το θέατρο
δεν είναι η Ελένη. Ελένη ονομάζεται.

ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΡΣΗ






“Νίτσα, Ελενίτσα, Ελενάκι μου...”

To τραγούδι τον ακολουθούσε, από όποια γειτονιά και να περνούσε. Νίτσα, Ελενίτσα/ Ελενάκι μου/ εσύ 'σαι τ' όνειρό μου/ και το μεράκι μου.

Ξεχυνόταν από τα ανοιχτά παράθυρα της Πάνω Πόλης, από τις προσφυγογειτονιές, από μπαλκόνια νεόδμητων πολυκατοικιών όπου στην “εξώφθαλμη” απλώστρα στέγνωναν τα ρούχα της μπουγάδας.
Έφταιξα συμπάθησέ με/ Ελενίτσα μου/ σαν και πρώτα αγκάλιασέ με/ βρε κουκλίτσα μου.
Τώρα περπατούσε στη Μαυροματαίων, έξω από το “Γκρην Παρκ”, για να συναντήσει την κοπέλα του που είχε κάτι σπουδαίο να του ανακοινώσει, όπως του είπε στο τηλέφωνο.
-Είμαι έγκυος, του είπε μόλις δρασκέλισε την πόρτα του ισογείου. Μου το είπε σήμερα ο γιατρός. Μετά δυο μήνες “καθυστέρηση” ανησύχησα. Τον είδα σήμερα το πρωί.


-Κι ήταν λόγος αυτός για να με ανησυχήσεις; Μου δώσαν άδεια από τη μονάδα (υπηρετούσε στη σχολή Διερμηνέων του Στρατού ως αγγλο-γαλλομαθής που ήταν) λόγω επείγοντος οικογενειακού περιστατικού, όπως τους είπα.
-Κι εσύ δεν το βρίσκεις αυτό επείγον; Σε δυο μέρες μπαίνω στον τρίτο μήνα.
-Πάμε έξω στην αυλή να το συζητήσουμε.
Ως αυλή ήταν ένα ακάλυπτο όπου ρίχναν τα σκουπίδια τους οι ένοικοι των πάνω ορόφων.
-Δηλαδή τι θέλεις να πεις; ρώτησε αυτός.
-Αυτό που σου λέω. Θέλεις να γίνεις πατέρας;
Εκείνη τη στιγμή από το τρίτο πάτωμα ακούστηκε το μοιραίο τραγούδι.
Πίστεψέ με όρκο κάνω/ στη μανούλα μου/ σ' αγαπώ και θα σε κάνω/ γυναικούλα μου.
-Ισχύει αυτό και για μας; τον ρώτησε εκείνη με το αθώο όσο και προκλητικό υφάκι της.
Κι ατάκα πάλι το ρεφραίν:
Νίτσα, Ελενίτσα/ Ελενάκι μου/ εσύ 'σαι τ' όνειρό μου/ και το μεράκι μου.
-Εξαρτάται, της απάντησε σα χαμένος. Για να αποκτήσουμε παιδί πρέπει να έχουμε κάποια εξασφάλιση. Δηλαδή κάποια δουλειά. Εγώ ακόμα κάνω το στρατιωτικό μου κι εσύ είσαι δευτεροετής στην Ιατρική. Πώς θα ζήσουμε;
-Αν αυτό είναι το πρόβλημα...
-Και βέβαια είναι. Όχι το μόνο, αλλά το βασικό.
Από τον τρίτο όροφο το τραγούδι κατέβαινε ακάθεκτο:
Στο σεργιάνι κάθε δείλι/ Ελενίτσα μου/ με ρωτούν για σένα οι φίλοι/ βρε κουκλίτσα μου.
-Βρε κουτέ, του είπε σε μια στιγμή ξεσπώντας στα γέλια. Εγώ δεν θέλω σε τόσο μικρή ηλικία το παιδί. Όλα αυτά που σου έλεγα ήταν για να σε δοκιμάσω.
-Να με δοκιμάσεις σε τι;
-Αν μ' αγαπάς.
-Αφού το ξέρεις. Δεν ζω χωρίς εσένα. Ένας τρίτος, όπως το παιδί, θα μας απομακρύνει.
-Αυτό πιστεύω κι εγώ. Αύριο λοιπόν βρες τα χρήματα για την έκτρωση.
-Δεν υπάρχει πρόβλημα, της είπε. Αρκεί να μην πονέσεις.
-Υπάρχει ένας γιατρός, φίλος της Ελενίτσας, σωστό σαΐνη... Παίρνει και λίγα λεφτά.
Θέλουν να μας ξαναδούνε/ να τα μπλέξουμε/ και στο γάμο μας να 'ρθούνε/ να χορέψουνε.
-Εγώ θέλεις να ‘μαι έξω από το ιατρείο;
-Δεν χρειάζεται. Τα έχω ήδη κανονίσει όλα με τη φίλη μου.
Ήταν σε δίλημμα. Την αγαπούσε παράφορα. Κι ήθελε ένα παιδί μαζί της, αλλά όχι ακόμα.
Το χέρι της απλώθηκε στο πρόσωπό του. Τον χάιδεψε.
-Σ' αγαπώ, του είπε, τέτοιος όπως είσαι. Κι αν η μάνα σου δεν θέλει...
Κι αν η μάνα σου δεν θέλει/ Ελενίτσα μου/ πες το ναι και μη σε μέλει/ βρε κουκλίτσα μου.
-Ναι, ναι, ναι, yes, yes, yes. Έτσι δεν τελειώνει, κύριε συγγραφέα, ο μονόλογός της Μόλυ Μπλουμ στον “Οδυσσέα” του Τζόυς;
-Ναι, της απάντησε τρικυμισμένος. Yes.
Η επέμβαση έγινε, δεν κάναν ποτέ παιδιά, μα το τραγούδι τους σημάδεψε εκείνο το φθινόπωρο του 1958:
Τη ζωή μας να χαρούμε/ δίχως κλάματα/ κι αγκαλίτσα να μας βρούνε/ τα γεράματα...
Που δεν τους βρήκαν.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ




























ΧΡΟΝΗΣ ΜΠΟΤΣΟΓΛΟΥ, Νέκυια


[άτιτλο]

τάισες τη γάτα;

την ομορφιά λίγοι αγάπησαν, την ελένη οι πάντες.
ευωδίαζαν τα κηπάκια και η άνοιξη οργίαζε όταν ο κώστας βούλγαρης μου παρήγγειλε ένα ποίημα κι οι γριούλες στη γειτονιά μου ψιθύριζαν: «τα χελιδόνια έχουν να τραγουδήσουνε τόσο όμορφα απ’ τον καιρό που οι παππούδες μας πολιορκούσαν την τροία.»
στο μεταξύ, η ελένη, η λεγόμενη και «ωραία», αναπαυόταν στην αίγυπτο, σαν να λέμε στον κάτω κόσμο, όπου οι έλληνες πί-στευαν πως εδρεύει η βαρύνουσα κρισιμότης εκάστου πράγματος, το αντίκρισμα σε αξία, ό,τι αργότερα ονομάσαμε σημαινόμενον.
εκεί την πήγε ο ερμής και πάντως όχι αλέ ρετούρ.
απεναντίας, στον πάνω κόσμο κυκλοφορούσε, με τον τρόπο του χρήματος, η ανταύγεια της ιδέας (του αντικειμένου), το εν τη γλώσση σημείον ή είδωλόν του και, ως εκ τούτου, υπήρχε πληθωρισμός.
αυτό εισήγαγε τον άνθρωπο σε μια τρελή φα-ντασμαγορία, στην απρόσμενη εκδοχή της καθαρής και αστείρευτης τυχαιότητας, δηλαδή ενός τόπου όπου η απόφαση έχει καταργηθεί.
έτσι πολέμησαν όλοι εκείνοι οι μάγκες για ν’ αποκτήσουνε ξανά ένα πουκάμισο αδειανό και, δι’ αυτού, να έχουν πρόσβαση, τάχα, ή κυριότητα, στο πράγμα που έλλειπε όπως λείπει η μάνα κάθε που την χρειάζεσαι.
πυρπόλησαν ναούς και ανάκτορα, ανεβαίνοντας στις επάλξεις με τραχύ ποδοβολητό, ώσπου βρήκαν, απ’ τη λεγάμενη, μόνον τον ίσκιο της, ένα εσώρουχο που κυ-μάτιζε στο σύρμα της απλωμένης μπουγάδας.
όχι πουκάμισο αλλά μάλλον κομπινεζόν.
έκτοτε έγινε δεκτό πως το σημαίνον θεραπεύει ως σύμπτωμα αληθείας και ανακήρυξαν τον ερμή σε προστάτη θεό της ιατρικής.
τώρα πλέον, καθηγητές των νέων ελληνικών δίνουν τον όρκο του ιπποκράτη.
κρίμα να πάει χαμένη τέτοια πόλη!
απ’ την ταράτσα του παλατιού σε τύφλωνε η θανάσιμη αντανάκλαση της θάλασσας με θέα ίσαμε την ίμβρο.
αφού η τροία ήταν βασίλειο σημαινόντων, αυτοί κατέστρεφαν κι έκαιγαν δωρεάν.
στο τέλος γύρισαν τραγουδώντας σαν μετά από εκδρομή. η απώλεια του νοήματος των πραγμάτων προκαλούσε ανεπίλυτη ένταση μεταξύ των νεκρών που κωπηλατούσαν.την ομορφιά πολλοί αγάπησαν, τη γάτα ου-δείς.

τάισες την ελένη;

ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΑΡΑΝΙΤΣΗΣ





Ελένης εγκώμιο


Ουσία εσύ αθεώρητος και αχώρητος και αυτοαληθής και ανερμήνευτος, πνεύμα άυλο, νους αεικίνητος, κάτοπτρο ορωμένων και αοράτων, τα πάντα νοητώς και αχρόνως αποτρέχεις, κυρία εσύ των κυριών όλων και πλην εσού ουκ έστιν άλλη, ήλιος εσύ ολοπαγής και δίσκος και ακτίνα και φως, σώμα διάπυρο και ακτίνα λαμπαδοφανός και θερμότης σκιερών τόπων εσώτερων, υπέρλαμπρος φύση και μορφή και γένος και δόξα και αξία και υπόσταση, και αίτιον και αιτιατόν, όπως η αναπνοή εκ της ψυχής εκπορεύεσαι, το κάλλος σου στον κόσμο διαχέεται ως του ωραίου ο λόγος, σεσαρκωμένος, εξαπλούμενος, σαφηνιζόμενος, κι εμείς προς την εσού έννοια υψωνόμαστε, υπό καλλιπνεύστου χειραγωγίας αναγόμενοι, συνεζευγμένοι την ουράνια πλάνη, ότι μάθημα εσύ ιερό και σύμβολο και την ημετέρα φύση αναχωνεύεις και αποκαθάρεις, ακοινωνήτους κοινωνείς και προς όραση και ακρόαση διεγείρεις και τα φωνητικά αισθητήρια προς διαψάλματα εκπαιδεύεις, απανταχού της γης και των νήσων, και η αλήθεια του κάλλους σου φανερά τοις πάσι και όλοι προς αυτήν αυτομολούμε και το ανούσιο σκότος απελαύνεται προ του ενουσίου φωτός πανικόβλητο, και προ των ποδών σου στησόμεθα και εσέ μεγαλύνωμεν, ενώ όσοι αβασάνιστα την πρόχειρη του βίου σου εκδοχή παριστάνουν και γύναιον σε αποκαλούν, με τα πράγματα φιλονικούν, ατοπούντες και το πλείστον παραληρούντες και το όλον μαινόμενοι, πτωχοί παντελώς αξιών και νοημάτων, ολίγα γνωρίζοντες και μερική την πληροφορία λαβόντες, ιερό και θείο σύμβολο κιβδηλεύουν και αναλωτικό των όφεων αυτό καθιστούν, αλλά εσύ πνεύμα και σώμα αληθείας και αλήθεια είσαι, και θεία αλληλουχία των μελών σου οι αναλογίες, τους πάντες κολάζουσες, και ούτως εμείς την πλατωνική ένωση ούτε θελήσαμε ούτε δεν θελήσαμε, επειδή παν το πλατωνικό το ψεύδος έχει συνεζευγμένο, όπως ο λόγος ο αλληγορικός προς την θέληση τείνει του αφηγουμένου, έστω και αν εκ της ιστορίας άρχεται, και ίνα ο λόγος γλυκύτερος προβεί και τους ακροατές διεγείρει, μιξόθηρες αυτούς καθιστά, φαντασιουμένους ιπποκενταύρους, αλλά εσένα το σώμα σου εν σώματι εμπερικλείεται και πάλι εξ αυτού αποσπάται, σε νέφος τρέπεται και στάγδην αγιάζει την κτίση όλη, και μία βασιλεία και αρχή ομολογούμε και πάσα η οικουμένη βοά και ο φθόγγος όλων συναινεί και το θεσπέσιο όνομά σου δοξάζει, και το ελλείπον ή το παραμελημένο του εαυτού ελέγχουμε και προσθέτουμε, ότι εσύ διά ενζύμων και αζύμων τον άρτον ημών και της φαντασίας την αγρυπνία οικονομείς, και εν αυτή το σώμα σου αυξάνεται και πληθύνεται και δείπνο δημόσιο παρέχει, και οι πάντες εσθίουν και πίνουν τους χυμούς σου, και αν άπαξ αυτό συμβεί δυναμούται η ημετέρα φύση προς παιδοποιία διά παντός, τα προκείμενα μεταποιούνται και φριχτά μυστήρια απεργάζονται ως ένωση αληθή, ο τρόπος δε αυτής επισκέψιμος, ότι παν το ενούμενο μετά άλλου δι’ ενός μέσου ενούται, και αυτή την ανάμνηση την ιστορική έκαστος ονομάζει κατά το δοκούν και της υποστάσεως το ιδίωμα επιλέγει, όπως η κολυμβήθρα, εικονίζουσα την μήτρα, την αναγέννηση δηλώνει και εν αυτή παν όνομα δίδεται, η δε εκφαντορική δύναμη την ιδική σου φύση εκδηλώνει, ότι αυτή συνετέθη ουχί προοδικώς αλλά ποιητικώς, και πάλιν ουχί υπό της λογογραφικής φαντασίας ενός αλλά υπό όλων την ανάγκη, και πάθος εσύ ανήκεστο είσαι της κοινής ορφανίας, κοινό φιλοτίμημα και πολυτίμητο και πολύζηλο της φύσεως άγαλμα, θησαυρός συλούμενος αλλά μηκέτι συρρικνούμενος, πέλαγος άπειρο, πάντων των καλών κάλλιστον, κοινό απάντων εντρύφημα και καύχημα και των απορρήτων μυσταγωγός, και άθεοι και βάρβαροι θαύμα στο πρόσωπό σου ομολογούν, και πάσα ηλικία και πόλις και γένος και φύσις, και όλων των κατά την οικουμένη φανέντων, εξότου γεγόνασιν άνθρωποι, θαυμασία προΐστασαι, ότι εσύ όσα στους λόγους, στη θεωρία, στην πράξη ή μόνο στο νου είναι αντιληπτά, και όσα από την αρμονία και τα σχήματα και τους αριθμούς και τις ουράνιες περιόδους γνωρίζουμε, και ούτε δόξα κενή, ούτε πλούτο ζηλώνεις, ούτε σε άλλο τοιούτο αποβλέπεις, αλλά ως ουδέν τα πάντα νομίζεις, καλλονή εσύ των χαρίτων, και φιλούντες σε το καλόν φιλούμε και χαλεπαίνεται η απαγόρευση και των βασκάνων η υποβολή και μεστός γίνεται των ανθρώπων ο αβίωτος βίος και άφθονη την ευεργεσία παρέχεις, και τον χρόνο όλο εξουσιάζεις και το συνεχές της μελωδίας δεν διακόπτεται, και ουδεμία υφίσταται φθορά και σκεδασμός του σώματός σου αλλά τελείωση, το δε όνομά σου κάθε προσηγορίας άξιο, εις τους αιώνας.

ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ




























ΕΛΕΝΗ ΚΑΠΡΟΥ, Fur Eleni…




Η Ελένη στην Καλιφόρνια


Με την Ελένη γνωριστήκαμε εντελώς
τυχαία είχαν απεργία τα λεωφορεία κι
έκανε οτοστόπ δεν ήξερε προς ποια

κατεύθυνση πήγαινε την πήρα και την
πήγα στη σχολή (σπούδαζε ηθοποιός,
είπε) στο δρόμο είπε ότι την κούραζε

η Καλιφόρνια ήθελε να επιστρέψει
στoν οίκο των Ατρειδών είπε για τη
ζωή της αλλά την είχε μπερδέψει με

τη ζωή που θα ’θελε να ’χε ζήσει με
τον Πάρι εγώ πάντως μετά από τόσα
χρόνια μπορώ και την φαντάζομαι: η

Ελένη τελείωσε τη σχολή και ηθοποιός
πια υποδύεται την Ελένη στις Τρωάδες
πριν την απαγωγή. Κάθομαι σε σκοτεινό

διαμέρισμα και την κοιτάω το φόρεμά
της είναι στενό ανυπομονεί να το βγάλει
είναι πάνω στη σκηνή κάνοντας πρόβα

μακιγιάζ ενός έργου που δεν το ’χω δει
ο σκηνοθέτης την καθοδηγεί με φαντασία
και τόλμη και φαντάζομαι ότι κι εγώ σε

κάποιο άλλο έργο σε κάποιο άλλο θέατρο
υποδύομαι τον Mενέλαο ενώ η Ελένη σε
σκοτεινό διαμέρισμα με βλέπει στην

καλωδιακή τηλεόραση κάθεται σε καναπέ
και τρώει ξηρούς καρπούς με χυμό βατό-
μουρου δοκιμάζοντας νέο ρόλο που τον

έχει επινοήσει ο νέος της εραστής από
το Χόλιγουντ (δεν τον λένε Πάρι) μετά
θα κατέβει απ’ την ολόφωτη σκηνή

και θα ’ρθει τρέχοντας να μου συστηθεί
ξεχνώντας την απεργία και το οτοστόπ
πριν χρόνια σε δρόμο του Σαν Φρανσίσκο


ΝΤΙΝΟΣ ΣΙΩΤΗΣ




Σημειώσεις για το συναξάρι της Ελένης Γ.
ή
Οι δύο Ελένες


Αφουγκραζόταν το σκοτάδι με σεμνότητα, γιατί υπήρξε νύχτα όπου μέσα της – ασφυκτικά ποθητή- βίωσε την τέλεια ανταπόκριση του κάλλους. Χωρίς να ερυθριά για την κατακραυγή που αδιάντροπα είχε αφήσει πίσω της μωρά παιδιά και άντρα, και το πλεχτό ημιτελές με τις βελόνες χιαστί να τρυπούν πρότερον έντιμον βίον. Κι ύστερα, όταν υπέκυψε ξανά στα προσφυγικά Καισαριανής, κάθε πουλί περαστικό απ’ το βλέμμα της και οιωνός, που όσο τον ερμήνευε τόσο την πήγαινε στον παραλογισμό –τι ευλογημένο καταφύγιο... Που τη φορούσε ο παραλογισμός κατάσαρκα, αφότου ρούφηξε τη χάρη του και πήρε η απουσία του να την κυβερνά. Τα πιάτα στο νεροχύτη στοίβες άπλυτα, καμένο το φαΐ, κι ούτε μυαλό να λουλακιάζει ασπρόρουχα ούτε συναίσθημα να μπολιάσει το συναίσθημα. Μόνο τα χέρια της μετέωρες κάτι κινήσεις σαν να χάιδευε απελπισμένα το άδειο του περίγραμμα πασχίζοντας να το χώσει μες στα σπλάχνα της, να τον κυοφορήσει ηδονικά. Αφού δεν τον είχε πλέον εραστή, τουλάχιστον ας τον γεννούσε γιο της. Κάποτε φύτρωσε στα σκέλια της μια ασημένια φοινικιά -σημάδι πως το κορμί της πλέον άβατο.

(υψώνεται ελικοειδώς γυναικεία φωνή σαν μέσα από κοχύλι)

Πόμπιμος δαίμων επί κύμασιν˙ οι ρώγες μου ολόρθες
ανεμίζουν σε ούριο άγγιγμα, που όλο σκαλώνει
σ’ ένα κουρελάκι.
Όσοι με θέλουν, με μισούν, κι όσοι μισούν
με σέρνουν στα ενύπνιά τους λεηλατημένη˙ έτσι

με απόλαυσαν αμφότερα τ’ αντίπαλα στρατόπεδα και
σ’ όλους τους στρατώνες το είδωλό μου μοιρασμένος άρτος
από Έβρο μέχρι Λάρισα και πιο κάτω˙ κυκλοφορούν ακόμη
υγρές ανασαιμιές του ίμερου, τυφλού εις το όνομά μου

και αναίτιου.
Ήμουν εγώ το πρόσχημα, που δεν ήμουν ούτε καν σχήμα,
κι ας μοιάζει το κορμί μου πατρίδα
που ατιμάστηκε.
Τι φοβερή πλεκτάνη οι λέξεις που με λάμπρυναν˙
σαν λέπια πέφτουν μ’ ένα τίποτα από πάνω μου
κι ευθύς φυτρώνουν νέα, λες κι είμαι ψάρι επιθυμίας
αρχέγονης
και σπαρταράω μες σε ξένες χούφτες
σπαρταράω.
Την ερμηνεία μου αποσπώ ανόθευτη απ’ τα υλικά
που άλλοι αποφάσισαν για μένα, και την φτύνω

πικρό κουκούτσι στα μούτρα ποιητών.
Α, πώς περίκλειστη στου μύθου μου το γκέτο.


Μια μέρα -Νικήτα του ομολογητού και Ιωσήφ του υμνογράφου- κατέβηκε γυμνή τη λεωφόρο Εθνικής Αντιστάσεως, με τα μωρά να μυξοκλαίνε στο κατόπι της, «μαμά» και «μαμά»˙ τυλιγμένη λευκό σεντόνι, όπου ηδυπαθώς οι τύποι των κορμιών τους σάλευαν ακόμη, σαν να είχαν μνήμη πτερόεσσα. Αιφνίδια μια ριπή ανέμου από Υμηττό μεριά άρπαξε το σεντόνι και το φτερούγισε ψηλά. Τότε εκείνη, θαρραλέα, πήρε την απόφαση και, μ’ ένα τίναγμα των ποδιών, τόσο ανεπαίσθητο, αναλήφθηκε εις ουρανούς μπροστά στα μάτια έκπληκτων περαστικών, που σταυροκοπήθηκαν με κατάνυξη οι άνθρωποι, καθώς μάρτυρες στο θαύμα. Άλλοι όμως είπαν πως την κατάπιε η οδός Φυλής.

(ακούγεται ξανά η φωνή σαν μέσα από κοχύλι)

Αγέραστη εκεί που αι γενεαί αι πάσαι σκόνη,
λούζομαι ύσσωπο, στολίζομαι για πόζα πρόστυχη

στην προσωδία πάντα˙ αφού τίποτα δεν αλλάζει γύρω μου,
τα μέσα μου -άδικος κόπος- δεν αλλάζουν.
Ας ήταν μόνο να αξιωνόμουν έρωτα
όπως γυναίκα που έζησε μια νύχτα
την τέλεια ανταπόκριση του κάλλους,
κι ας με φορούσε ύστερα ο παραλογισμός
κατάσαρκα κι εμένα.


ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΠΟΥΛΩΤΗΣ




























ΜΑΡΙΟΣ ΣΠΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ, Ελένη




Infamis Helenae


Τότε πρωτόκλητος ο Πέτρος αποκάλεσε την Ελένη κουφάρι
Και της φαντασίας απείκασμα ή το χειρότερο μορφή των
σκοτεινών που κρέμονται από τα χείλη της ανομίας
Και αναρροφούσε τον περιβάλλοντα αέρα
Και ήταν γυναίκα όχι από τη γη αλλά το αίμα τη δημιούργησε
Και έπειτα το αίμα σάρκα έγινε και κατατυραννούσε
τη σάρκα επειδή το σώμα αναρριγούσε κάθε φορά
που ο Πέτρος το έφερνε στον νου του ως κατακλείδα
της επιθυμίας του

Όπως και να ήταν λαμποκοπούσε το κουφάρι της Ελένης
Και έσερνε τα όνειρα ανθρώπων που ανάρρωσαν από
μεγάλη συμφορά
Και δεν πίστευαν πια ότι ο χρόνος διεκδικεί το μερίδιό του
από τις πράξεις και τα παθήματά τους
Αλλά συνοδοιπορούσε με το κουφάρι της Ελένης και συνομιλούσε
Αφήνοντας άπραγο τον Πέτρο και απορημένο
Πώς είναι δυνατόν η εξουσία να γλυστρά από τα χέρια του
Όταν το απείκασμα κατέλυε την κυριαρχία
Όταν το αφανές κατατρόπωνε την επικράτεια του φανερού

Αλλά ο Πέτρος κρυφά νοσταλγούσε ένα κουφάρι
Και ας μην το ονομάτιζε
Γιατί το αίμα δεν μπορείς να το ονοματίζεις
Μόνο τη γη κι αυτή χαμένη σε σχήμα σταυρού

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΡΟΖΑΝΗΣ



Για την Ελένη πρόκειται

Και τώρα, εγώ που έχω τις Ελένες μου:
-άσε τις αδελφές, τις πεθερές, τις συννυφάδες,
-την όμορφη γιαγιά μου, Ελένη κι αυτή,
-και πού να δεις τις θείες Ελενάρες, τις ξαδελφάδες,
τις μικρανηψιές!
Τις φιλενάδες όμως, Ναι!
Ελ-Χου, Ελ-Νου, Ελ-Γκι, Ελ-Πολ, Ελ-Σα, Ελ-Νακίς…
Ελένη του αμέτρητου ύψους, της ωραιότητας,
εξ’ ου και ωραία Ελένη. Ίλονα (Ιλούσκα, Ίλονκα)
προσφάτως και προσωπικώς για μένα στην αλλοδαπή,
μα και Ελέν Παρισιάνικη στο ίδιο μυθιστόρημα.

Τι να πω; Μα και τι να μην πω!
Εκτός αν με ρωτάτε για την προδοσία.
Αν θέλετε να ορκιστώ
πως δεν ήταν δικό της το κρίμα.
Να ορκιστώ εκατό φορές. Όντως,
δεν ήταν δικό της το κρίμα.
Ο έρωτας, το πάθος, ως και η λύσσα των ορμών,
απολαμβάνουν απαράγραπτη ασυλία.

Ο μύθος εκείνος αφορούσε το όνομα του ενός
και την απεριόριστη εξουσία του άλλου.
Το αίμα όπως πάντα των αδυνάτων.
Κι αν κατέρρευσε η εξουσία του Αγαμέμνονα,
η φήμη και η μνήμη του Οδυσσέα παραμένει
ολόλαμπρη στους αιώνες τους άπαντες.

ΡΟΥΛΑ ΚΑΚΛΑΜΑΝΑΚΗ



(η Ερμιόνη φεύγει για τον τάφο•
η Ελένη μπαίνει στο παλάτι)


ΗΛΕΚΤΡΑ:
Κι αν έκοψες θρήνο ερεβνό μαλλιά από τα μαλλιά σου,
δεν πλήγωσες σιωπή – παρά στην άκρη.
Ξέρω: δεν θα δεχόσουν καν
την ύστερη παράδοση της ομορφιάς στον πόνο.
Κι’ ούτε πως είδες μάτια στον δικό νεκρό μου•
κι’ ούτε πως ράγισες
δάκρυ φωνή σ’ ένα ψοφίμι στόμα.
Μόνη σου, τώρα! – μια αράχνη μέταλλο από φως
τρέχει στο μέτωπό σου. Τίποτα, τίποτα!
– κάτι βουβά οστό κοιμάται πόρνη αυτή την πολιτεία•
βαθύ μαχαίρι σπλάχνα ουρανός κι ο Έλληνας: νεκρός σου.

ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ



















ΚΩΣΤΑΣ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ, Ελένη



Ελένη transit


Ψάχνω για μια γυναίκα με υγιή μαλλιά
Μεγάλο διασκελισμό
Και χαμηλά παπούτσια

Μια γυναίκα με άσπρα στίγματα
Στα νύχια
Σκαφτή μέση και χέρια
Που υγραίνονται εύκολα από φόβο

Μια γυναίκα που να τις πηγαίνουν οι μοχέρ μπλούζες
Και οι βυσσινί, δαντελωτές κάλτσες
Μ’ ένα σπασμένο ξυράφι κάτω απ’ τη γλώσσα
Κι επιδέξια, πολύπλοκα ψέματα

Ελάχιστο ξανθό χνούδι
Στους μηρούς
Και κλειδώσεις στα γόνατα μωβ

Μια γυναίκα με το μικρό δαχτυλάκι του ποδιού
Της μάνας μου
Ελένη με τον γάντζο
Ελένη με το τατουάζ στο βλέμμα

Και το καλσόν που κάνει χρτς στο σταυροπόδι σου
Όπου ίσταμαι κρεμάμενος ληστής
Ρίξε την διαγώνια σπαθιά
Σπείρε τον φώσφορο, στάσου στην δίεση

Ψάχνω για μια γυναίκα
Που να ξέρει από οδύνη
Να ξέρει από μαχαιριά
Και πώς να ζυμώνει ψωμί

Ελένη με τα πολλά αίματα
Και τα σκοτάδια
Ελένη με τα λοξά ψέματα και το μπλουτζίν
Που περιμένεις στην στάση

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΚΑΜΠΑΡΔΩΝΗΣ



























ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΠΑΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΣ, Ωραία Ελένη


Ελένη, Λενάκι, Χέλεν

Θέλω κολιέ με στρας

-Δε θέλω κούκλα, θέλω κολιέ με στρας.
Η Ελενίτσα χτύπησε με δύναμη τα λουστρίνια της στο παρκέ. Συνέχισε με φόρα:
-Το έγραψα στον Άγιο-Βασίλη πως θέλω κολιέ με στρας χρωματιστά, κόκκινα και μπλε. Και όζα για τα νύχια. Οι κούκλες είναι για τα μόμολα, ναι.
-Ένα κοριτσάκι οχτώ χρονών δε βάφει τα νύχια του κόκκινα. Βάφει καμία άλλη τα νύχια στην τάξη σου; Ε;
Η μαμά άρχισε να νευριάζει. Ο μπαμπάς σηκώθηκε από την πολυθρόνα του. Βγήκε από το σαλόνι, έτοιμος να σβουρίξει καμία ξανάστροφη. Ακούς εκεί, να μη θέλει την μπάρμπι-τραγουδίστρια, με το κίτρινο σατέν φουστάνι και τα ασορτί γοβάκια. Την είχε αγοράσει από τον Ιταλό, τον άντρα της Αντριάνας που έμενε στον τρίτο. Ευκαιρία, σου λέει. Δεν είχαν έρθει ακόμα οι μπάρμπι στην Ελλάδα. Αυτός τις έκανε εισαγωγή κατευθείαν από την Ιταλία.
-Δε θέλω, δε θέλω, δε θέλω. Να την κρατήσετε τη βρομοκούκλα σας. Εγώ δε θα παίξω μαζί της, ποτέ. Θέλω κολιέ με στρας, όπως αυτά που φοράει στο σινεμά η Βουγιουκλάκη.
Η πόρτα έκλεισε πίσω της με μπαμ.
-Στριμάδι, έκανε η μαμά και μάζεψε την πεταμένη κορδέλα.
Είδε τον άντρα της να στέκεται στην πόρτα, μαραμένος.
-Αυτά τα χούγια τα πήρε από τη μάνα σου, τη λουσού, του έκανε βάζοντας ξανά την κούκλα στο κουτί της. Το ξέρεις πως της αγόρασε σοσόνια με τη δαντέλα και το καλτσόν με τα φιογκάκια που της ζήτησε; Θα το χαλάσει το παιδί, να μου το θυμηθείς.
-Της έχει αδυναμία, το ξέρεις. Πήρε το όνομά της, Ελένη Ντάνου, το πρώτο της εγγόνι.
Ακούμπησε το σκισμένο πακέτο στο πάτωμα.
-Πάντως, μας έχει καβαλήσει, να το ξέρεις, παρατήρησε εκείνη στωικά.

*

Σαράντα χρόνια μετά

Μαζί της, ήταν σαν να έπαιρνα λεξοτανίλ

«Θα σε παντρευτώ, κι ας με σταυρώσουνε». Αυτό της είπα, όταν ζόρισαν τα πράγματα. Ανάθεμα τα κάλλη της, που με λωλάνανε. Μην κοιτάς τώρα, πάχυνε πια, μπατάλεψε το νάζι της. Τότε να την έβλεπες, πριν είκοσι πέντε χρόνια, όταν την πρωτογνώρισα. Άνοιγες τις παλάμες κι αγκάλιαζες τη μέση της, τοσοδούλι πράμα. Ντυνότανε στην πένα, φούστες σκιστές στο πλάι, γόβες καρφί. Μια γάμπα στρουμπουλή, σου ερχόταν να πέσεις στα γόνατα, να τη φιλήσεις εκεί, στη στρογγυλάδα της. Ολημερίς στις πούδρες και στα αρώματα. Δούλευε στο Φωκά, στην Τσιμισκή. Ζούσε με τους γονείς της και μάζευε λεφτά για λούσα. Να φανταστείς, έκανε πεντικιούρ το χειμώνα, που δε φαινότανε τα νυχοπόδαρα. Είχε βαμμένα τα νύχια των χεριών, πάντα ασορτί με τη μπλούζα που φορούσε. Όταν βγαίναμε, της έδινα από το τσιγάρο μου, να καπνίσει. Τραβούσε λίγες τζούρες, έτσι για την παρέα. Όταν χωρίζαμε, σάλιωνα ένα από το πακέτο και της έδινα, να το βάλει στην τσάντα της. Να το καπνίσει το πρωί με τον καφέ και να με σκέφτεται.
Την περνούσα κοντά είκοσι χρόνια. Αυτή ξεπεταρούδι στα είκοσι τρία, εγώ σαράντα τέσσερα πατημένα. Μέχρι τότε δεν είχα σκεφτεί να χωρίσω.
Τι είναι ο άντρας, μωρέ; Εδώ ο Αδάμ και παράτησε τον παράδεισο, εγώ θα ήμουν ο έξυπνος;
Με το έτσι της, με το άλλο της, έπεσα στον έρωτά της. Την ήθελα, καταλαβαίνεις; Δεν ήταν μόνο η ομορφιά. Όμορφες βρίσκεις στο σωρό, δεν τις παντρεύεσαι. Ήταν που περνούσα καλά. Αυτό το απλό πράμα. Πρώτη φορά κυλούσαν οι ώρες χωρίς βάσανο, δεν ένιωθα να τις τουφεκάω να φύγουν, τις ζούσα κανονικά.
Δουλεύω από δώδεκα χρονών. Δεν κάνω τον καμπόσο ούτε τον κακομοίρη, σ’ το λέω, να με καταλάβεις. Την πρώτη μου γυναίκα την παντρεύτηκα στα δεκαεπτά. Ανοίξαμε μαζί το μαγαζί, ζοριστήκαμε μέχρι να στρώσει η δουλειά. Δε θυμάμαι να γλέντησα ποτέ. Μπορεί να έφταιγα κι εγώ, ποιος ξέρει.
Από παιδί είχα αυτό το βάρος. Ήθελα όλα να γίνονται σωστά. Άκουγα το τικ τακ του ρολογιού και πεταγόμουνα. Λες και λιγόστευε ο χρόνος μου κι έπρεπε να προλάβω. Τι; Μη με ρωτάς.
Μόνο με το Λενάκι δεν άκουγα το τικ τακ. Μαζί της ήταν σαν –το ξέρω, θα γελάσεις- ήταν σαν να έπαιρνα λεξοτανίλ. Ηρεμούσα. Ένιωθα πως έκανα τα πράγματα σωστά. Και περίμενα πως όλα θα πάνε πρίμα. Χα.
Η ζωή δε χαρίστηκε ποτέ και σε κανέναν. Αλλά πού μυαλό να τα σκεφτώ τότε αυτά.

Στο Παρίσι για καινούρια φουστάνια

Με το έτσι θέλω χώρισα τη Λούλα, την πρώτη μου γυναίκα. Έκλεισα το μαγαζί στην Ξάνθη, ήρθα στη Θεσσαλονίκη, άνοιξα υπεραγορά στη Μητροπόλεως. Την παντρεύτηκα στην Αγιά Σοφιά, ένα μεσημέρι Σαββάτου.
Δεν είχαμε κόσμο στη στέψη. Αλλά η Ελένη ζήτησε και άναψαν μέρα μεσημέρι τον μεγάλο πολυέλαιο και χαιρετίσαμε τους κουμπάρους στην κεντρική είσοδο, επίσημα.
Δεν πέρασε ένας χρόνος κι άρχισε τα καμώματα. Ήθελε να πάει στο Παρίσι, να δει πώς ντύνονται οι Παριζιάνες. Στην ντουλάπα της τα φουστάνια ξεχείλιζαν. Τα κρέμαγε πολύ προσεκτικά, τα τύλιγε με σελοφάν να μη σκονίζονται. Μου έφαγε τ’ αυτιά με το Παρίσι. Αδύνατον ν’ αφήσω το μαγαζί, δεν είχα άνθρωπο να εμπιστευτώ στο πόδι μου. Στο τέλος, τι να κάνω, της πρότεινα να πάει μόνη της. Και πήγε. Ακούς; Πήγε. Κι άφησε μωρό παιδί στη μάνα της, να το προσέχει.
Με έπαιρνε τηλέφωνο στο μαγαζί ,τρεις την ώρα. Όλο αχ τι μοντελάκια είδα σήμερα, ένα ταγιέρ μούρλια, ένα φουστάνι ξώπλατο, με κλος ποδόγυρο κάτω απ’ το γόνατο, το φοράς και νιώθεις βασίλισσα. Να τ’ αγοράσεις όλα, τ’ ακούς, όλα, της έλεγα. Να μη σε δω να γυρίσεις με τα παλιά σου, κακομοίρα μου, με τα χέρια μου θα τα κόψω κομματάκια. Μ’ άρεσε να σκορπάω λεφτά για χάρη της. Να την ακούω να γελά μ’ εκείνο το γέλιο της το κακαριστό, ν’ αναστενάζει, αχ Λάκη (έτσι με έλεγε, όταν είχε τα κέφια της), με κακομαθαίνεις και μ’ αρέσει. Με δέκα βαλίτσες ρούχα γύρισε, χώρια οι καπελιέρες και τα γάντια. Της άρεζε να δείχνεται.
Κάναμε δυο παιδιά. Τον Ριτς, (από το Ριχάρδος, είχε μανία με τα ξενικά ονόματα), και τον Ανδρίκο, που πήρε το όνομα του πατέρα μου. Με τη Λούλα, την πρώτη μου γυναίκα, δεν είχαμε παιδιά. Μπαμπάς στα σαράντα πέντε μου, καταλαβαίνεις.
Μη με ρωτάς τι στράβωσε. Ούτε πότε άρχισαν τα πρώτα μούτρα. Αλλά, σ’ το λέω να το ξέρεις: στο αντρόγυνο πάντα ο ένας αγαπάει περισσότερο.

ΣΟΦΙΑ ΝΙΚΟΛΑΪΔΟΥ




ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΛΙΟΣ, «Τυφλή φωνή, που ψηλαφείς μέσα στη νυχτωμένη μνήμη» (Γ. Σεφέρης «Ελένη»)





Ομήρου Ιλιάδος [146 α΄- κς΄]


Πύρωνε ο ήλιος τις επάλξεις κι αυτοί ακόμα κυνηγιούνταν
σαν τα παιδιά˙ σαν να μην έβλεπαν τη γη να γλείφεται για αίμα,
τινάζοντας μια γλώσσα σκόνη σε κάθε κίνησή τους. «Σαν παιδιά!»
Το σκέφτηκα πολλές φορές: «Παιδιά! Είναι παιδιά!» Κι ίσως να πρέπει
αν είναι να ξεχάσουν πως μονάχα ο χαλκός θα το γλεντήσει
ετούτο το παιχνίδι. Μια στιγμή παιδιάστικη τούς έφερε
σ’ εκείνη την παλιόγρια συκιά και άρχισαν τις κουβέντες. Ξαφνικά
-ποιος ξέρει πόσο μεγάλωσαν κι ωρίμασαν τα λόγια- ο Αχιλλέας
του στέλνει το κοντάρι στον λαιμό. «Σαν το πουλί!
Σαν το πουλί!» μονάχα αυτό πρόλαβα να σκεφτώ
κι έκρυψα το πρόσωπο στα χέρια να μην δουν οι άλλοι γύρω
τον τρόμο -νόμιζα- του θηλυκού. Νόμιζα, χέρια μου τρελά,
που τρέξατε να κρύψετε την πιο μαινάδα απ’ τις ντροπές μου.
Νόμιζα, βλέμμα μου φρικτό που δέχτηκες να καρφωθείς
σαν δόρυ ανελέητο στο στήθος του, στα χέρια, στον λαιμό.
Λαχάνιαζε τον θάνατο το στήθος του απαλό, μυρωδικό,
λαχταριστό. Φτερούγες περιστεριού τα χέρια του,
κι εκείνος ο λαιμός του ελαφιού που βύζαξε φοράδα, σπαρταρούσε
δυο χείλη δίψα από τα χείλη μου. Αχ, Έκτωρ, πώς στερήθηκαν
τέτοιον λαιμό τα χείλη μου; Πώς τόσες νύχτες πέρασα
δίχως να δω το στήθος σου να δίνει του έρωτα τη μάχη;
Έλα, λοιπόν, Δαναέ φονιά, τελείωνε˙ δεν γίνεται
να ξεκινήσω ένα ακόμα μακελειό του έρωτά μου.
Φτάνει. Τουλάχιστον αυτός καλύτερα να τρέξει
-ένα γενναίο παιδί- στην αγκαλιά της γης,
παρά -ένας άνδρας άνανδρος- στην αγκαλιά κάποιας Ελένης.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ




Το άλλο της πρόσωπο

Καθόταν στο μικρό σκαμπό της κρεβατοκάμαρας κι είχε το βλέμμα καρφωμένο στον καθρέφτη. Σαν να έβλεπε κάτι που την ξάφνιαζε τόσο πολύ, ώστε έμεινε για λίγο ακίνητη να εξετάζει το είδωλό της, κρατώντας μια βούρτσα μπλεγμένη στα μαλλιά και με μια μικρή κλίση του κεφαλιού προς τον αριστερό της ώμο.
Είχε φάει όλο το απόγευμα μπροστά στον καθρέφτη. Τρεις ολόκληρες ώρες με πίλινγκ, μάσκες ενυδάτωσης, κρέμες, μέικ απ, ρουζ, κραγιόν, πούδρες κτλ. και τώρα, που κόντευε σχεδόν να τελειώσει, μια σκιά ανησυχίας απλώθηκε στο πρόσωπό της.
Υπήρχε κάτι που την ενοχλούσε, κάτι που αισθανόταν ότι χαλάει την εικόνα της, χωρίς όμως να είναι σε θέση να το προσδιορίσει με απόλυτη ακρίβεια. Όσο κι αν έψαχνε, δεν διέκρινε κάποια υπερβολή ή έλλειψη, τίποτα το επιτηδευμένο ή το δυσαρμονικό στο βάψιμό της. Το αντίθετο, μάλιστα: οι ρυτίδες είχαν εξαφανιστεί, η επιδερμίδα άστραφτε, τα μαλλιά απέκτησαν όγκο και το γαλάζιο των ματιών της έπαψε να φαίνεται ξεθωριασμένο.
Αλλά και πάλι, υπήρχε αυτό το κάτι. Αυτό το κάτι που τριβέλιζε την ψυχή της με αμφιβολίες και δεν την άφηνε να ησυχάσει. Θα ήταν βέβαια πολύ καλύτερα τα πράγματα, αν είχε κάνει μια θεραπεία κυτταρικής ανάπλασης ή ένα μπότοξ στα μάγουλα ή ακόμη μια επέμβαση για την ανόρθωση του στήθους. Της τα ’λεγαν οι φίλες της εδώ και πολύ καιρό, αλλά δεν ήθελε να τις ακούσει. Νόμιζε ότι ήταν νωρίς ακόμη.
Σκέφτηκε τον εαυτό της να κάθεται στο τραπέζι του εστιατορίου απέναντι από το συνοδό της, με το μέικ απ να αυλακώνει λίγο λίγο από τον ιδρώτα, την επιδερμίδα να σακουλιάζει στα μάγουλα και τα πεσμένα στήθη να σμπαραλιάζουν τη μειωμένη αυτοπεποίθησή της. Αναρωτήθηκε πόσες φορές θα έπρεπε να φρεσκαριστεί στην τουαλέτα ή να συγκρατήσει το χαμόγελο ή να αποφύγει τους μορφασμούς, για να διατηρήσει άθικτη αυτή την ψεύτικη μάσκα ομορφιάς πάνω από το πρόσωπό της, και αμέσως κατάλαβε πόσο άνισος, πόσο μάταιος, πόσο χαμένος ήταν ο αγώνας που ετοιμαζότανε να δώσει.
Θα μπορούσε βέβαια να διασκεδάσει τις αγωνίες της αρκούμενη στις υποκριτικές φιλοφρονήσεις του συνοδού της, μέχρι τη στιγμή που θα την έριχνε στο κρεβάτι. Αλλά ήξερε καλά τι θα διέκρινε στο πρόσωπό του ύστερα από μισή, το πολύ μία ώρα, που θα έφευγε νικητής από το διαμέρισμά της. Θα ήταν το ίδιο βλέμμα συγκατάβασης, απόρριψης και χλευασμού που είχε διακρίνει κι όλες τις προηγούμενες φορές στα πρόσωπα των άλλων.
Δεν είχε πλέον καμία όρεξη. Δεν ήθελε τίποτα, ούτε να βγει ούτε να διασκεδάσει ούτε να ελπίζει. Ήθελε μόνο να συνεχίσει να κάθεται εκεί, ακίνητη μπροστά στον καθρέφτη, με τη βούρτσα μπλεγμένη στα μαλλιά και με το κεφάλι γερμένο προς τον αριστερό της ώμο. Αμφιταλαντεύτηκε για λίγο, αλλά τελικά το πήρε απόφαση: δε θα του άνοιγε την πόρτα όσες φορές κι αν χτυπούσε το κουδούνι, όσες φορές κι αν την καλούσε στο κινητό. Για μία και μόνη φορά διεκδικούσε το δικαίωμά της σε μια νίκη, που κατά βάθος γνώριζε ότι θα επισφράγιζε την οριστική της ήττα.
Έσκυψε απελπισμένη το κεφάλι κι ακούμπησε το μέτωπό της στον καθρέφτη.
Τότε ακριβώς πρόσεξε πως αυτό που την ενοχλούσε τόση ώρα στην εικόνα της δεν ήταν τίποτα παραπάνω, από μια τρίχα. Μια ασήμαντη, μικρή τρίχα που κρεμόταν κάτω ακριβώς από το σαγόνι της, σαν να ήταν ξεχειλωμένη ραφή από ακριβό ύφασμα που φθάρθηκε από την πολυκαιρία.
Την έπιασε με την άκρη των δακτύλων της και την τράβηξε με δύναμη που περιείχε όλη την οργή της για όλες τις υποκριτικές φιλοφρονήσεις και για όλα τα απορριπτικά βλέμματα. Στη στιγμή, το πρόσωπό της άρχισε να ξηλώνεται σαν να ήταν υφασμάτινη μάσκα κι από κάτω άρχισε να εμφανίζεται μια θολή και συγκεχυμένη μορφή, όμοια με εκείνη που κραυγάζει στον πίνακα του Munch.
Έβλεπε την αληθινή της όψη να φανερώνεται μπροστά της, παραμορφωμένη κι αποκρουστική, αλλά δεν έβαλε τις φωνές τρομαγμένη ούτε απέστρεψε το βλέμμα της από τον καθρέφτη ούτε έκρυψε το πρόσωπό της μέσα στις παλάμες. Φαινόταν μάλιστα πιο ήρεμη και γαλήνια, πιο σίγουρη και σταθερή από κάθε άλλη φορά, σαν να περίμενε ότι αργά ή γρήγορα θα συνέβαινε κάτι τέτοιο.
Κι όταν πια αποκαλύφτηκε ολόκληρη η νέα μορφή της, κοιτάχτηκε μια τελευταία φορά κατάματα κι ένα αινιγματικό χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό της. Σηκώθηκε όρθια μπροστά στον καθρέφτη, πήρε από το χέρι το είδωλό της και κατευθύνθηκε προς το κρεβάτι. Μετά ξάπλωσε κι αγκάλιασε τρυφερά τον αληθινό εαυτό της και για πρώτη φορά, ύστερα από πολλά πολλά χρόνια, κοιμήθηκαν μονάχες τους παρέα.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΧΑΤΖΗΜΩΫΣΙΑΔΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: