Στους δρόμους της θεωρίας
Του Στέφανου ΡΟΖΑΝΗ
Σχετικά με την ένσταση που προβάλλεται ως προς τον τρόπο με τον οποίο ο Rousseau χρησιμοποιεί τον συγκροτητικό χαρακτήρα της γενικής βούλησης ως θεμέλιο της λαϊκής κυριαρχίας και άρα της δημοκρατίας (θεματική, την οποία προσπάθησα να προσεγγίσω σε προηγούμενο κείμενό μου, «Αναγνώσεις» τχ. 319, 1/2/2009), θα μπορούσαμε να προσθέσουμε ότι η γενική βούληση ενέχει κατά κάποιον τρόπο ένα είδος ηθικής βούλησης, η οποία τελικά δημιουργεί μιαν εσωτερική υποχρέωση, αλλά κατά καμία έννοια μιαν απόλυτη δέσμευση. Βέβαια, πολλοί στοχαστές επισημαίνουν, ορθά, ότι υπάρχει εδώ μια ουσιώδης παρέμβαση στη συζήτηση που εγκαινίασε ο Hobbes ως προς τα ζητήματα της διακυβέρνησης και της ελευθερίας. Δηλαδή, μέσω της γενικής βούλησης ο Rousseau επιχείρησε να άρει την αντινομία μεταξύ της διακυβέρνησης του ανθρώπου και της ανθρώπινης αξίωσης για ελευθερία, και υπό την έννοια αυτή η ηθική βούληση μόνο ως γενική βούληση είναι δυνατόν να εδραιώσει το θεμέλιο της δημοκρατίας. Από την άλλη μεριά, ωστόσο, όπως παρατηρεί ο Maurice Cranston, πουθενά μέσα στο Κοινωνικό Συμβόλαιο ο Rousseau δεν επιχειρεί να δώσει έστω και κάποιον περιορισμένο ορισμό της ελευθερίας (1). Για τον Rousseau, η ελευθερία παρέμενε μια αδιασάφιστη έννοια, παρ' όλο που τίθεται ως ένα προϋποτιθέμενο στην αντινομία μεταξύ διακυβέρνησης και ελευθερίας.
Ο J.L. Talmon, στο βιβλίο του The Origins of Totalitarian Democracy (Penquin Books), επιμένει να τονίζει ότι "σε τελευταία ανάλυση η γενική βούληση είναι για τον Rousseau κάτι σαν μαθηματική αλήθεια ή πλατωνική ιδέα. Έχει μια αντικειμενική ύπαρξη δική της, είτε την κατανοούμε είτε όχι. Πρέπει κατά συνέπεια να ανακαλυφθεί από τον ανθρώπινο νου. Αλλά όταν ανακαλυφθεί, ο ανθρώπινος νους απλώς δεν μπορεί εντίμως να την αρνηθεί. Κατ' αυτόν τον τρόπο, η γενική βούληση βρίσκεται συγχρόνως έξω από μας και μέσα μας". Από όλα αυτά, και κυρίως από την ανάμειξη της λαϊκής κυριαρχίας με τη λαϊκή αυτοέκφραση, συνάγεται ότι ο Rousseau υπήρξε κατ' ουσίαν ο θεμελιωτής της ολοκληρωτικής δημοκρατίας: υφίσταται, αποφαίνεται ο Talmon, "κάτι σαν αντικειμενική βούληση, είτε το θέλουμε είτε όχι. Για να γίνει πραγματικότητα πρέπει ο λαός να το επιθυμεί. Αν ο λαός δεν το επιθυμεί, πρέπει να εξαναγκασθεί να το επιθυμεί, διότι η γενική βούληση βρίσκεται λανθάνουσα μέσα στη βούληση του λαού. Οι δημοκρατικές ιδέες και οι ορθολογιστικές προκείμενες αποτελούν τα μέσα του Rousseau προκειμένου να αναλυθεί το δίλλημα".
Η όλη δόμηση της αντικειμενικής βούλησης προσβλέπει σε έναν εκκοσμικευμένο μεσσιανισμό, ο οποίος βρίσκεται στα θεμέλια του δημοκρατικού εγχειρήματος. Παρ' όλα ταύτα, όπως επισημαίνει ο Talmon, ο ίδιος ο Rousseau "δεν γνώριζε ότι η ολική και σε μέγιστο βαθμό συναισθηματική απορρόφηση μέσα στο συλλογικό πολιτικό εγχείρημα σκοπεί στην εξαφάνιση κάθε ιδιωτικότητας, ότι η διέγερση του συναθροισμένου πλήθους μπορεί να ασκεί μια κατ' εξοχήν τυραννική πίεση και ότι η επέκταση του φάσματος της πολιτικής σε όλες τις σφαίρες του ανθρώπινου ενδιαφέροντος και εγχειρήματος, χωρίς να αφήνει χώρο στη διαδικασία της τυχαίας και εμπειρικής δραστηριότητας, είναι ο πλησιέστερος δρόμος προς τον ολοκληρωτισμό".
Αν ο Talmon επιμένει τόσο πολύ στα ρουσωικά επιχειρήματα, είναι διότι οι δραστηριότητες της δημοκρατίας είχαν, και εξακολουθούν να έχουν, ακριβώς τις ίδιες ιδέες με τον Rousseau. Τελικά, η ολοκληρωτική δημοκρατία εξελίχθηκε σε ένα πρότυπο εξαναγκασμού και συγκεντρωτισμού, "όχι επειδή απέρριψε τις αξίες του φιλελεύθερου ατομικισμού του δέκατου όγδοου αιώνα, αλλά επειδή πρωταρχικά διατήρησε μια υπερβολικά τελειομανή στάση απέναντι σ' αυτές".
Από την περιορισμένη σύνοψη ορισμένων από τις θεμελιώδεις κρίσεις του Talmon σχετικά με τη δομή της ολοκληρωτικής δημοκρατίας, συνάγεται το συμπέρασμα ότι "το πλέον ενδιαφέρον μάθημα" που μας παρέχεται από τη μελέτη των συστατικών όρων που συνθέτουν την προβληματική αυτή είναι η ασυμβατότητα της ιδέας ενός συμπεριληπτικού των πάντων δόγματος με την ελευθερία. Όπως τονίζει ο Talmon, "αυτά τα δύο ιδεώδη αντιστοιχούν σε δύο ορμέμφυτα που είναι βαθιά ενθηκευμένα στην ανθρώπινη φύση, στη λαχτάρα για σωτηρία και στην αγάπη της ελευθερίας. Το εγχείρημα να ικανοποιηθούν και τα δύο συγχρόνως είναι καταδικασμένο να καταλήξει, αν όχι στην απόλυτη τυραννία, τουλάχιστον στην πελώρια υποκρισία και στην αυταπάτη που είναι συνακόλουθα της ολοκληρωτικής δημοκρατίας".
Αλλά εδώ ακριβώς τίθενται τα όρια της αντινομίας. Πρόκειται για μια βαθύτατη αντινομία, που εισέρχεται σε κάθε επιχείρημα ή συνδυασμό επιχειρημάτων περί δημοκρατικής διακυβέρνησης, περί ισότητας και κυριαρχίας, περί ελέγχου και ελευθερίας, περί πρόληψης και καταστολής. Πρόκειται επίσης για μια αντινομία στα θεμέλια της ίδιας της κοινωνίας, οσάκις η κοινωνική σφαίρα εισέρχεται μοιραία στην ιδιωτική σφαίρα, επιχειρώντας στο όνομα της συλλογικότητας (με πελώρια υποκρισία ή αυταπάτη) να επιβληθεί πάνω στην ιδιωτικότητα και με την πρόφαση (νομιμοποιημένη απόλυτα) του γενικού συμφέροντος ή του γενικού καλού να εξαφανίσει ολοκληρωτικά και οριστικά την ένσταση του πολίτη να αξιώνει τα δικά τους δικαιώματα και τις δικές του ελευθερίες. Ιδιαίτερα μάλιστα μέσα στους έντονους προβληματισμούς και τις αντιμαχίες που συνοδεύουν τη σημερινή παγκοσμιοποιημένη τάξη πραγμάτων, ο αναστοχασμός περί των ορίων της αντινομίας λαμβάνει έναν δραματικό χαρακτήρα, τον χαρακτήρα μιας κρίσης τόσο της θεωρίας όσο και των πραγματικών όρων της σύγχρονης διακυβέρνησης. Άλλωστε, όπως επισημαίνει ο Michael Saward, "οι παραλλαγές των όρων διακυβέρνηση και λαός είναι τόσο πολυάριθμες" που η προσέγγισή τους είναι "στην καλύτερη περίπτωση εξαιρετικά ανακριβής". (2)
Στην αντινομία μεταξύ των δύο ιδεωδών, που εύστοχα ο Talmon επισημαίνει, ίσως η συμβολή της Hannah Arendt να αποτελεί έναν κρίσιμο όρο επίλυσης: εννοώ τη διάκριση μεταξύ δημοκρατικής πολιτείας (republique) "που επιτρέπει να ακουστεί η φωνή του καθενός" και δημοκρατίας (democratic) που συγκροτείται ως το "βασίλειο των κομμάτων" και η "τυραννία της γενικής βούλησης επί των ατομικών απόψεων" (3).
(1) Maurice Cranston, πρόλογος στο Jean-Jacques Rousseau, The Social Contract, Penquin Books, σ. 31
(2) Michael Saward, The Terms of Democracy, Polity Press.
(3) Βλ. Patrice Canivez, Ποια αγωγή για τον πολίτη; εκδ. Scripta, σσ. 182-183.
Ο Στέφανος Ροζάνης διδάσκει Φιλοσοφία των Μέσων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου