29/5/08

Μανόλης Αναγνωστάκης

Μανόλης Αναγνωστάκης

επιμέλεια Κώστας Βούλγαρης

τχ. 131, 26/5/2005

Γράφουν: Γιάννης Δάλλας, Ηλίας Λάγιος, Αλέξης Ζήρας, Κώστας Παπαγεωργίου, Γιάννης Βαρβέρης, Αντώνης Λιάκος, Ρούλα Πατεράκη, Κώστας Βούλγαρης, Μάριο Βίττι, Γιώργος Μπλάνας, Βαγγέλης Κάσσος, Λευτέρης Πούλιος, Γιάννης Κοντός, Δημήτρης Δασκαλόπουλος, Δημήτρης Ραυτόπουλος, Δημήτρης Δημηρούλης, Γιώργος Μαρκόπουλος, Δημήτρης Ελευθεράκης, Γιώργος Λίλλης


Λίγα κριτικά δαφνόφυλλα στη μνήμη του




Ύστερα από τον Σαχτούρη και απ' την αποχώρηση παλαιότερα άλλων διαλεχτών συνομιλίκων που ξεχώρισαν (Σινόπουλου, Αλεξάνδρου, Παπαδίτσα, Κατσαρού, Καρούζου), έφυγε απροσδόκητα και ένας απ' τους πρώτους της γενιάς μας. Λέγω απροσδόκητα, γιατί παρ' όλη την επιδεινούμενη υγεία του, μπορώ να βεβαιώσω πως διατηρούσε ώς το τέλος μια πνευματική διαύγεια και ενδιαφέρον συνεχές για όλα τα προβλήματα της τέχνης και τα γενικότερα και της επικαιρότητας. Δεν είναι ώρα φυσικά για μια συνολικότερη αποτίμηση, αλλά καταπνίγοντας τη θλίψη από την απώλεια του φίλου μου δεν θα κρίνω, αλλά αφήνομαι στους παρακάτω διαλογισμούς:
Πίσω απ' τη γενιά μας, τη γενιά του Αναγνωστάκη, υπήρξε η άλλη των πατέρων μας του νεωτερικού μεσοπολέμου. Μια γενιά από χωριστούς χωροδεσπότες των γραμμάτων, ο καθείς με την αυλή του: άλλη ο Σεφέρης και άλλη ο Ελύτης, ο Εμπειρίκος, ο Εγγονόπουλος, ο Ρίτσος. Πλήρης η διαφορά από τη δική μας στην οποία επικρατούσε μια (ανεξάρτητη από την πολιτική της σηματοδότηση) συντροφική αλληλεγγύη. Στην αλληλεγγύη αυτή ο Αναγνωστάκης συνεργούσε, και από μια στιγμή και έπειτα πρωτοστατούσε με το |ήθος| και με τη λεπτή |ευαισθησία| του. Και τα δύο συναρτημένα με την αστική καταγωγή και την παιδεία του: με τη |λογοτεχνικότητά| του ως πυξίδα.
Με τα όπλα αυτά προσήλθε και υπηρέτησε αδιάρρηκτα και την ιδεολογία και την ποίηση. Με το ήθος του υπηρέτησε με απόλυτη συνέπεια το κίνημα αλλά ως "αστός" με την ατομική συνείδησή του και ως ποιητής με την πυξίδα της ευαισθησίας του, ως ακτιβιστής αυτής της λογοτεχνικότητας, θέλησε και μπόρεσε να ελέγξει χρόνιες δυσλειτουργίες και στρεβλώσεις του πολιτικού και του αισθητικού κατεστημένου. Μακριά από κάθε είδους καθηλώσεις: απ' τις ντιρεκτίβες του συστήματος και απ' τις οκνηρίες της παράδοσης. Δια-κριτικά παρών αδιαλείπτως σαν σε μια προσωπική υπόθεση και στη συντεχνία και στο κίνημα.
Έτσι διαφοροποιείται εξ αρχής και ως ποιητής απ' τους συνομηλίκους του. Εκείνοι, στην αντιστασιακή τους πάντως φάση, στρέφονται εξ ολοκλήρου προς τα εδώ, προς τη θέα και το χρέος του συνόλου, και ως εκ τούτου η φωνή τους είναι υμνητική, ρητορική, εξωστρεφής. Ο Αναγνωστάκης ξεκινά αντίστροφα, απ' την αγωνία του προσώπου για να φτάσει στη συλλογική δοκιμασία. Και η γλώσσα του είναι επίσης διακριτική και κριτική - πάντως απέριττη. Μακριά απ' την απολιθωμένη θεσμική και συντεχνιακή παράδοσή της και κοντά στην |ομιλία|, στη |συνομιλία| και στην |ομιλούσα σκέψη|. Ανταποκρινόμενη προς τον ορίζοντα προσδοκιών της εποχής του, όπως είχε κάνει με τη γλώσσα στη ική του εποχή ο Καρυωτάκης.
Μια ατομική στάση και γλώσσα καταναγκασμένη σε μια περιπέτεια κοινωνικής αναφοράς -μια περιπέτεια απαιτητική σχεδιασμών μεγάλων αφηγήσεων- δεν είναι εύκολη ως σύζευξη. Και ο Αναγνωστάκης την εκπλήρωσε με εσωτερικόν αγώνα, μη υπολογίζοντας το τίμημα. Τη στιγμή που οι συνομήλικοί του βρήκαν εξ αρχής ή καθ' οδόν άλλες |μεθ-όδους| (ο Σαχτούρης, λ.χ., εξ αρχής το πνεύμα και το κλίμα των παραλογών χυμένα σε εξπρεσιονιστικά καλούπια και αντιθέτως καθ' οδόν ο Κατσαρός μια αλά Μπρόνσκι -εν αγνοία του- μισό και Καβαφική και μισό Εγγονοπουλική ρωμαϊκής υφής σκηνοθείας) ο Αναγνωστάκης βρήκε άλλους τρόπους για να κλιμακώσει, να αρχιτεκτονήσει από ενότητα σε ενότητα των συλλογών του (|Εποχές -Συνέχειες - Περιθώρια - ΥΓ.|) με δραματικότητα και υπόγεια ειρωνεία και έτσι να αναπαραστήσει εμπληρωματικά την ιδεολογία αφ' ενός ως μύηση για την κατάκτησή της και αφ' ετέρου ως συμβολική ενός απωλεσθέντος παραδείσου.
Και το τίμημα αυτού του εσωτερικού αγώνα; Μια ποίηση κλεψύδρας, που λιγόστευε συνειδητά από εγνωσμένη ολιγάρκεια, κωδικοποιώντας και ομολογώντας επανειλημμένα στα ποιήματά του ως αρχή ποιητικής τη σιωπή. Στην οποία και κατέληξε ενωρίτατα, αφήνοντας ως πικρή παραμυθία για τον αναγνώστη πως η ολιγογραφία είναι και καλλιγραφία.
Τέοιου είδους διαλογισμούς μου έφερε σαν δάκρυα στα μάτια ο θάνατος του φίλου μου. Και τον αποχαιρετώ με αυτή μου τη χειρονομία: ραίνοντας την ώρα του μεγάλου ταξιδιού του με τα κριτικά αυτά δαφνόφυλλα τη μνήμη του.

Γιάννης ΔΑΛΛΑΣ
ποιητής και κριτικός



Μανόλης Αναγνωστάκης

Λυγμός των φθόγγων. Πλέον, μακαρισμένη η λέξη,
κλίνει σεμνά, ως τής ετάχθη, να σιγήση.
Των ήσκιων ήσκιος, συναντά την άωρη δύση
ν' αναπαυθή στο φως που Αυτός έχει επιλέξει.

Ποιημάτων στέφανος, που ο λόγος έχει πλέξει,
σβήνεται στην σιωπή που εδόμησεν την κτίση.
Αν, υστερόγραφο θανάτου έχει ομιλήσει,
σε χρόνου υπομονής θ' αναστηθή την φέξη.

Φωνή, Ποιητή, Κοιμώμενε! Την έσχατη ώρα,
χέρι απαλό Σου προσκομίζει άρρητα δώρα,
και, μες στο μέγα πένθος, κελαηδάει το αηδόνι.

Ιδού, η ψυχή Σου τον Εαυτόν Της κατοπτρίζει.
Ω, νέα ψυχή! σαν πρόσφορο, σαν γάμου ρύζι,
το ρήμα Σου, την νύχτα μ' άστρα θεμελιώνει.

Ηλίας Λάγιος
Εργο-βιογραφικό σημείωμα




Κρητικής καταγωγής, γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη (1925) και σπούδασε στην εκεί Ιατρική Σχολή. Ειδικεύτηκε ως ακτινολόγος στη Βιέννη. Από το 1978 εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στην Αθήνα. Για την πολιτική του δράση στο φοιτητικό κίνημα του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης φυλακίστηκε (1948-1951) και το 1949 καταδικάστηκε σε θάνατο. Βγήκε από τη φυλακή με τη γενική αμνηστία του 1951. Όταν έγινε η διάσπαση του ΚΚΕ, το 1968, τάχθηκε στις γραμμές του ΚΚΕ (εσωτερικού) και εξελέγη μέλος της παράνομης τότε Κεντρικής Επιτροπής. Μετά τη μεταπολίτευση του 1974, ενεργοποιήθηκε και πάλι πολιτικώς, αρθρογράφησε στην "Αυγή" και σε πολιτικά περιοδικά της αριστεράς και δύο φορές ήταν υποψήφιος βουλευτής Επικρατείας του Συνασπισμού.
Δημοσίευσε τα πρώτα του ποιήματα (και κριτικά σημειώματα) στα περιοδικά |Πειραϊκά Γράμματα| (1942), |Ξεκίνημα| (1944), |Φοιτητής| (1945). Συνεργάστηκε αργότερα με τα περιοδικά |Φιλολογικά Χρονικά, Ελεύθερα Γράμματα, Ο Αιώνας μας, Ποιητική Τέχνη, Επιθεώρηση Τέχνης, Εποχές, Η Συνέχεια| (στο οποίο υπήρξε μέλος της εκδοτικής ομάδας, όπως και στον τόμο |Δεκαοχτώ Κείμενα|). Εξέδωσε δικό του περιοδικό, την |Κριτική| (1959-1961), που καταλέγεται στα σημαντικότερα λογοτεχνικά έντυπα του 20ού αιώνα. Σε συνεργασία με τον Γιώργο Ζεβελάκη παρουσίασαν τη ραδιοφωνικό εκπομπή "Φιλολογικοί περίπατοι" (1986-1992), ενώ ήταν υπεύθυνος των πρώτων 50 τόμων της σειράς "Η πεζογραφική μας παράδοση" των Εκδόσεων "Νεφέλη". Το 1986 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Το 1997 ανακηρύχτηκε επίτιμος διδάκτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και το 2002 του απενεμήθη το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου του.
Πρώτες εκδόσεις βιβλίων του: |Εποχές| (1945), |Εποχές 2| (1948), |Εποχές 3| (1951), |Η Συνέχεια| (1954), |Τα Ποιήματα 1941-1956| (1956, όπου και η ενότητα |Η Συνέχεια 2|), |Η Συνέχεια 3| (1962), |Υπέρ και Κατά. Σημειώσεις κριτικής| (1965), |Τα Ποιήματα 1941-1971| (1971, όπου και η ενότητα |Ο Στόχος|, πρωτοδημοσιευμένη στο |Δεκαοχτώ Κείμενα|), |Αντιδογματικά. Άρθρα και σημειώματα| (1978), |Το Περιθώριο '68-'69| (1979), Μανούσος Φάσσης, |Παιδική Μούσα| (1980), |ΥΓ.| (1983, εκτός εμπορίου), |Τα Συμπληρωματικά. Σημειώσεις κριτικής| (1985), |Ο ποιητής Μανούσος| (1990).
Ποιήματά του έχουν μελοποιηθεί από τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Θάνο Μικρούτσικο, τον Γιάννη Μαρκόπουλο, την Αγγελική Ιονάτου, τον Μιχάλη Γρηγορίου. Η ποίησή του μεταφράστηκε σε πολλές ξένες γλώσσες και κυκλοφορεί σε αυτοτελείς εκδόσεις στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ισπανικά, ιταλικά και σερβοκροατικά.
Δ.Δ.


Θητεία στη σιωπή



Από τις φωνές της γενιάς του, ίσως αυτή του Μανόλη Αναγνωστάκη να ήταν η πιο εσωτερικά διχασμένη, ως τη βαθύτερη ρίζα της, η πιο έτοιμη να αναμετρηθεί, ακόμα και από τα χρόνια της νεανικής της διάπλασης, με το ερώτημα που τρέχει σαν σκιά πίσω από κάθε ουσιαστικό έργο: "αποδίδεται με λέξεις η βιωμένη εμπειρία;". Αν τον ονομάσουμε διχασμό, τότε ο διχασμός της φωνής του παρουσιάστηκε ήδη στην πρώτη του συλλογή, στις |Εποχές| (1945), στο ποίημά του "Αναζήτηση", ένα ποίημα τόσο ώριμο που νομίζω πως θα μπορούσε να στοιχιστεί άνετα με τα πολύ μεταγενέστερά του των |Συνεχειών| και του |Στόχου|: "Τώρα πια δεν φωνάζω τώρα πια δεν σκέφτομαι κάτι σταμάτησε μέσα μου / Μπορώ να δω τη μορφή μου στον καθρέφτη~ μπορώ να διακρίνω μια μάσκα χλωμή κι ολότελα ξένη // Θα 'ρθω μια μέρα, γυμνός απ' αγάπη και μίσος / Αλύγιστος κι αδυσώπητος, μ' οδηγό τη σιωπή μου και σύντροφο". Όλα τα μοτίβα της ποιητικής του Αναγνωστάκη είναι παρόντα, εδώ, προτού καν πάρουν τη μορφή που γνωρίζουμε και πριν έρθει η ίδια η ζωή να τα ζωοδοτήσει και να τους δώσει νόημα, με όλες τις τροπές και αντιφάσεις της. Από την αρχή λοιπόν αφήνει τα ίχνη του αυτή η μοιρασμένη ενότητα, αυτή η πάλη των αντιθέτων που γινόταν μέσα του και τον βασάνιζε ώς το τέλος: η συνεχής διακύμανση της φωνής του ανάμεσα σε ό,τι συμβατικά ορίζουμε "όνειρο φωτεινό" και ό,τι "όνειρο σκοτεινό" -αν και δεν είναι τίποτε άλλο από τις δύο όψεις του ίδιου πράγματος.
Όχι ποίημα ανοιχτό και ποίημα κλειστό, με τη σεφερική προβληματική -νομίζω ότι κάτι τέτοια σχολαστικά ήταν πέρα από τα διλήμματα του Αναγνωστάκη~ αλλά οπωσδήποτε το ποίημα που περνάει από τις συμπληγάδες του Spleen και του ideale, αυτών των ανάλογων με τις δικές του διαθέσεις εννοιών που χρησιμοποίησε και διέσωσε η ανεξάντλητη αγάπη του, ο Μπωντλαίρ. Συνδεδεμένων ωστόσο απόλυτα και σε διάρκεια χρόνου με την αίσθηση του συντροφικού άλλου. Η δυσφορία του λοιπόν και η αμφιβολία του για τις δυνατότητες του λόγου να μην ψευτίζει την ουσία της έκφρασης, πηγαίνουν από την αρχή χέρι-χέρι με τον πειρασμό της σιωπής. Μιας σιωπής όμως που, παρά τα όσα έχουν γραφτεί από αρκετούς μελετητές του έργου του, δεν ταυτίζεται με κανένα τρόπο με την απόγνωση του Καρυωτάκη, με το όραμα του μη περαιτέρω της ζωής. Εκτός από τις ικανές ομοιότητες που εντοπίζονται ανάμεσά τους -λόγου χάριν, η εκτεταμένη χρήση της σάτιρας αλλά και της φάρσας- εμφανίζεται και μια θεμελιώδης διαφορά. Στον Καρυωτάκη υπάρχει μια κίνηση που ολοένα και περισσότερο τον σπρώχνει προς την απόσχιση, προς την κατάσταση της πλήρους ρήξης με τον κόσμο. Στον Αναγνωστάκη, αντίθετα, υπάρχει από την αρχή ένας συμφυρμός των αντιθέτων που νομίζω ότι η άλυτη παρουσία του ως |Το Περιθώριο '68-'69| (1985) και το |ΥΓ.| (1992) συνδέεται με το κατά πόσο η φωνή του ποιητή μπορεί να είναι ή όχι κοινωνικά αποτελεσματική.
Αυτή η αμφιβολία εμφιλοχωρεί ακόμα και στον |Στόχο|, στην ενότητα ποιημάτων που ο Αναγνωστάκης έγραψε στα πρώτα χρόνια της στρατοκρατικής διακυβέρνησης και που ορισμένοι τα ερμήνευσαν ως διατύπωση μιας πολιτικής θέσης και μιας ηθικής στάσης, σε ανταπόκριση βέβαια προς το κάλεσμα της τότε ιστορικής στιγμής. Όμως, αν προσέξουμε καλύτερα, ακόμα και εκεί ρίχνει τη σκιά της η ερωτηματική διάθεση του Αναγνωστάκη, ως προς τις δυνατότητες και τα όρια της ποιητικής λειτουργίας. Ίσως όχι για την αντοχή και την αποτελεσματικότητα της μεταφορικής γλώσσας, καθεαυτής, αλλά μάλλον για τη θέση του ίδιου του ποιητή: "Το θέμα είναι |τώρα| τι λες / Καλά φάγαμε καλά ήπιαμε / Καλά τη φέραμε τη ζωή μας ώς εδώ / Μικροζημιές και μικροκέρδη συμψηφίζοντας // Το θέμα είναι |τώρα| τι λες". Αναμφίβολα δεν υπήρχαν πλέον πολλά να ειπωθούν, τουλάχιστον όπως είδαμε και μετά το |Στόχο|, στη συγκέντρωση των μικρών νησίδων της μνήμης που βρίσκονται στο |Περιθώριο| και που μ' αυτές ο Αναγνωστάκης μάς άνοιγε τις πόρτες της προσωπικής του γενεαλογίας, που ταυτόχρονα ήταν η ύστατη απόδοση χρέους στην ανεξάλειπτη ενοχή του για τους συντρόφους της νεότητας. Τι μπορούσε να αντιπαρατεθεί απέναντι στην προφανή χρεοκοπία του λόγου; Αυτο-υπονομεύοντας με μια οξύτατη ειρωνική αντίστιξη το ρόλο του ποιητή, μέσα σ' έναν κόσμο έτσι ή αλλιώς ηττημένο, διασώζει μόνο τα αγαπημένα του ερείπια: "Εγώ γράφω", αλλά ο Χάρης σκοτώθηκε το '44, η Ισμήνη το '47, ο Μέρτζος εκτελέστηκε το '48~ μα και οι άλλοι της παρέας, σκόρπισαν και χάθηκαν.

Αλέξης Ζήρας
κριτικός


Τα άδεια γήπεδα του Μανόλη Αναγνωστάκη


|"Το ματς της ζωής του είχε τελειώσει - τώρα έπαιζε την παράταση"| (Μ. Αναγνωστάκη, |ΥΓ.|). Τώρα που τέλειωσε και η παράταση, προσπαθώ να σκεφτώ πότε ακριβώς τέλειωσε η κανονική διάρκεια του αγώνα (του), και πότε άρχισε να παίζεται η παράταση~ πότε αισθάνθηκε ότι άκουσε το σφύριγμα της πρώτης λήξης, που θα πρέπει να ήταν ταυτόχρονο με το εναρκτήριο σφύριγμα της παράτασης~ της τελευταίας σκηνής που, για όποιον γνωρίζει, αποτελεί και την υπέρτατη στιγμή του δράματος, αφού στον ελάχιστο χρόνο που απομένει τα πάντα μπορεί να διακυβευτούν. Όπως υπέρογκα δραματική υπήρξε η μακροχρόνια περίοδος της σιωπής του Μανόλη Αναγνωστάκη~ η δραματικότερη και η πλέον εύγλωττη σιωπή που ξέρω στα γράμματά μας, που στιγμάτισε, όσο και η ποίησή του, από το 1970 και ύστερα, τη μεταπολιτευτική μας περίοδο.
Επειδή το παιχνίδι -το ποδόσφαιρο, ας πούμε- είναι εξ αρχής τελειωμένο και χαμένο. Συνέχεται, ως πράξη, τεμαχισμένο από άπειρα ενδιάμεσα, ληκτικά ωστόσο, σφυρίγματα, ως το παγερό σφύριγμα του τέλους-τώρα και της παράτασης-, που στο άκουσμά του είναι σαν να κόβεται ο καιρός στα δύο. Γι' αυτό και, κατά βάθος, η αξία του παιχνιδιού έγκειται, για όσους γνωρίζουν από σκυθρωπά κυριακάτικα απογεύματα, στην αναμονή και στην προετοιμασία του~ με το εναρκτήριο λάκτισμα μοιάζει να καθορίζεται και το τέλος.
Όσο για το παιχνίδι το ίδιο, αυτό περιβάλλεται από ένα αυστηρό σύμπλεγμα απαράβατων, εκ πρώτης όψεως, κανόνων, η τήρηση των οποίων επαφίεται στους εκπροσώπους της εξουσίας (διαιτητή και επόπτες γραμμών), στους οποίους οφείλουν τυφλή υποταγή οι κυρίως πρωταγωνιστές του παιχνιδιού~ οι |δρώντες|-παίχτες και οι |θεατές|-οπαδοί. Συντίθεται έτσι ένας ολόκληρος κόσμος απολύτως συγκεκριμένος, κατ' επίφασιν νομοταγής: ο κόσμος του παιχνιδιού. Και λέω κατ' επίφασιν νομοταγής, γιατί, ενόσω διαρκεί, η όποια εκούσια ή ακούσια παρασπονδία διαδραματίζει σημαντικότατο ρόλο, όπως σημαντικό ρόλο διαδραματίζει και ο νεκρός χρόνος, ο οποίος περιβάλλει τονίζοντας τα δρώμενα του παιχνιδιού και ενεργοποιείται δραματικά, με τη δια της μνήμης αναπαράσταση, στο χάσμα του κενού που δημιουργείται αμέσως μετά το |σφύριγμα| της λήξης.
Αλλά δεν είναι μόνο οι |δρώντες| οι πρωταγωνιστές του παιχνιδιού. Είναι και το πλήθος των |θεατών|-οπαδών, οι οποίοι, με την εκ πρώτης όψεως απόλυτη -στην πραγματικότητα όμως ελεγχόμενη, αστυνομευόμενη- ελευθερία τους, παρακολουθούν με την ψευδαίσθηση της δύναμης που τους χαρίζει το έμβλημα της ομάδας τους και η παντοδυναμία της ανωνυμίας. Η χειρονομία, η κραυγή, η βρισιά που τους ενώνει ή τους χωρίζει, θα τους ενώσει όταν αδειάσει το γήπεδο, με την αμείλικτη μοίρα της μοναξιάς τους, που είναι πάντα ατομική, άρα ανωνύμως επώνυμη.
|Δύο κατηγορίες πάντα: οι δρώντες και οι θεατές|,
που, όμως, είναι και οι δύο απαραίτητοι παράγοντες για την ομαλή ή την ανώμαλη, έστω, διεξαγωγή του παιχνιδιού, εκπροσωπώντας, για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, τη συνύπαρξη της αναγκαιότητας και της ελευθερίας.
Άλλο αν αυτοί οι δύο βασικοί συντελεστές του παιχνιδιού -όπως και όλων των παιχνιδιών εξάλλου-, θέλω να πω οι |δρώντες| και οι |θεατές|, δεν είναι στην πραγματικότητα τόσο αδιάσειστα διαχωρισμένοι~ όσο, τουλάιστον, θα μπορούσε να υποθέσει κανείς, αρκούμενος στα εξωτερικά δεδομένα. Συμπράττουν, εξίσου, και οι μεν και οι δε, στη δημιουργία -και στη διατήρηση- των απαραίτητων προϋποθέσεων, για την ομαλή ή την ανώμαλη διεξαγωγή του παιχνιδιού, ενώ συγχρόνως συμβάλλουν -συνειδητά ή όχι, αδιάφορο- ώστε να μπορεί, ανά πάσαν στιγμήν, να επαληθεύεται και να επιβεβαιώνεται ο κανόνας ότι οι όροι του παιχνιδιού -όλων των παιχνιδιών- είναι η μόνη απαρασάλευτη αλήθεια της ζωής μας. Που αν σήμερα κατάντησε να μοιάζει με |άδεια γήπεδα|, με όλους τους ρόλους κρεουργημένους, αχρηστευμένους, και με απαγορευμένη πια, δια παντός, και την ελάχιστη, έστω, δυνατότητα κατάργησης ή άρσης της καθημερινότητας, δεν αποκλείεται να φταίει γι' αυτό η καταπάτηση όλων των κανόνων, όλων των παιχνιδιών, άρα και της ίδιας της ζωής.
Όσο για το γήπεδο, αυτό είναι το ακίνητο πλαίσιο-πεδίο της προσυμφωνημένης μάχης. Μιας μάχης, που διά της επαναλήψες αποκτά διαστάσεις τελετουργικές -άρα όσο συντελείται η τελετουργία το γήπεδο είναι ένας τόπος καθαγιασμένος από τις ιαχές, τις βρισιές και τα κοχλάζοντα πάθη. Αλλά το άδειο γήπεδο, ιδίως αυτό που μόλις έχει αδειάσει κι αρχίζει να βυθίζεται στο μούχρωμα της Κυριακής, στοιχειώνει και ύστερα μεταστοιχειώνει την ερημιά του, γίνεται σύμβολο του τέλους κάθε παροδικής ψευδαίσθησης. Γι' αυτό και τα άδεια γήπεδα -όπως και οι εγκαταλειμμένες ιδεολογίες- μοιάζουν με τάφους σιωπηλούς ή εναύσματα ατέρμονων κι επώδυνων συνειρμών: |βουβά μνημεία της καθημερινότητας|, κι ας χτίστηκαν με την πρόθεση να σε αποσπάσουν απ' αυτήν.

Κώστας Γ. Παπαγεωργίου
ποιητής, κριτικός


Γύρω απ το Στόχο



Η αγαπημένη μου συλλογή του Μανόλη Αναγνωστάκη είναι |Ο στόχος|. Ασχολήθηκα παλιότερα μ' αυτόν, νομίζω πως ο στόχος δείχνει κάθε φορά να έχει κατακτηθεί ενώ κάθε φορά μετατοπίζεται, καθώς σε πυρετικό ρυθμό μεταβάλλονται οι συνθήκες. Έτσι, ο |Στόχος| ευεργετικά παραμονεύει στους νεότερους καιρούς ως αφυπνιστικό σάλπισμα:
|Κι όχι αυταπάτες προπαντός|.
Όταν γράφεται αυτή η συλλογή νομίζω ότι ήδη τα κοινωνικά οράματα του ποιητή έχουν διαψευσθεί. Μαζί μ' αυτά κι η διάθεσή του για ποίηση, αφού προσωπικό και ποιητικό βίωμα για τον Αναγνωστάκη συμβαδίζουν - μια ηθική που επισήμανε ο Μαρωνίτης.
Ο |Στόχος|, πέρα από ανθεκτική πνευματική και κοινωνική διαθήκη, με γοητεύει και για την αίσθηση τέλους που τον κυκλώνει, "για όλα όσα τέλειωσαν χωρίς ελπίδα πια". Ο σαρκασμός που περιβάλλει αυτή τη σύνθεση είναι η στερεότερη γέφυρα η οποία ενώνει τον Αναγνωστάκη με τον Καρυωτάκη.
Ένας αγωνιστής που τον παρόπλισε η απόλυτη βία μιας ανέλεγκτης δικτατορίας δεν έχει άλλη διέξοδο απ' την καθαρτήρια γι' αυτόν ειρωνεία. Αναγκάζεται διά του σαρκασμού να υψώσει όσο γίνεται τη φωνή του, ως εκεί που υψηλότερα δε βρίσκεται παρά μόνον η ευγλωττία της σιωπής.
Με τον σαρκασμό του |Στόχου| ο Αναγνωστάκης δείχνει παράλληλα τον εκφραστικό δρόμο στις αμφισβητησιακές για την εποχή πρώτες γραφές της Γενιάς του '70. Συνάμα, κλείνει πίσω του την πόρτα της Ιστορίας και εισέρχεται σ' έναν αυστηρά ιδιωτικό χώρο, που ηθικά του απαγορεύει να τον μιλήσει δημόσια. Γι' αυτό και ουσιαστικά σιωπά επί 35 σχεδόν χρόνια, κάνοντας πράξη τους στίχους του Εγγονόπουλου:
(...) |για έναν μελλοντικό σχολιαστή
θάν' υπεραρκετά
τα ποιήματα μου τα παληά
και πόσον εύγλωττη
θα είναι
η σιωπή η τωρινή μου|
Σκέψεις νωπές της πρώτης ώρας, λίγο ανοργάνωτες. Αλλά αυτές εμπιστεύομαι πιο πολύ, καθώς ήρθανε πρώτες στο νου μου.

Γιάννης Βαρβέρης
ποιητής

Ποίηση και ιστορία



Είναι αδύνατο να καταλάβει κανείς την ελληνική ιστορία του 20ου αιώνα, από τον πόλεμο έως το τέλος της δικτατορίας, χωρίς την ποίηση του Μανόλη Αναγνωστάκη.
Είναι αδύνατο να καταλάβει κανείς την αντίσταση και τα βιώματα των ανθρώπων που έζησαν τη μεγάλη περιπέτεια, χωρίς τα ποιήματα του Μανόλη Αναγνωστάκη.
Είναι αδύνατο να καταλάβει κανείς την ελληνική Αριστερά και την πορεία της, αν δεν διαβάσει Μανόλη Αναγνωστάκη.
Είναι αδύνατο να καταλάβει κανείς πώς η μεγάλη αυτή περιπέτεια συνυφάνθηκε με μια αναπνοή πολιτισμού, χωρίς την παρουσία του Μανόλη Αναγνωστάκη.
Είναι αδύνατο να καταλάβει κανείς τη Θεσσαλονίκη που αγαπήσαμε χωρίς τα ποιήματα του.
Είναι αδύνατο να καταλάβει κανείς το τραγικό ήθος μιας γενιάς που έδωσε στην ιστορία πνοή, χωρίς τους στίχους του Μανόλη Αναγνωστάκη.
Ο Μανόλης Αναγνωστάκης έδειξε ότι η ιστορία μπορεί να κατανοηθεί και να αναπαρασταθεί, διεισδυτικότερα και εκφραστικότερα με στίχους. Με τα ποιήματά του έδειξε το από μέσα της ιστορίας· το απείκασμά της στην υποκειμενικότητα, την ειρωνεία της. Διαβάζοντας τον Αναγνωστάκη, ξανασκέφτεται κανείς αν ισχύει η αντιπαράθεση ποίησης και η ιστορίας που διατύπωσε ο Αριστοτέλης: "η μεν γαρ ποίησις μάλλον τα καθόλου, η δ' ιστορία τα καθ' έκαστον λέγει".
Γιατί ο ποιητής έγραψε την 9η Θερμιδώρ 1955:
|Πώς τόσα πρόσωπα να γίνουν αριθμοί
Και τόσα γεγονότα απλά βιβλία
Χωρίς την επινόηση νέας διάταξης στοιχείων
Χωρίς μια νέα μύηση που θα σαρώσει την αυλαία|

Αντώνης Λιάκος
ιστορικός



Είχε τη σκληρή ευγένεια των πραγμάτων



Ο Αναγνωστάκης είναι ο πρώτος σεφερικός ποιητής. Και συνάμα καβαφικός. Μέσα απ' αυτόν τον συνδυασμό πηγάζει η ροπή της δικιάς του δυναμικής.
Οδηγεί τη σεφερική ποιητική έξω από τα "εθνικά" της συμφραζόμενα, στη συνάντηση με το καβαφικά ορισμένο προσωπικό πεδίο. Και, φθάνοντας μπροστά στο φάσμα του Καρυωτάκη, σιωπά. Πότε; Το 1962.
Ο |Στόχος|, το |ΥΓ|, το |Περιθώριο|, ο |Μανούσος Φάσσης| δεν κάνουν τίποτα άλλο παρά να μας δείχνουν προς τα εκεί. Όπως και η έντονη κομματική του δράση, για συναπτά έτη.
Ο Αναγνωστάκης αρνήθηκε το ρόλο του "Ποιητή της Αριστεράς" (Βάρναλης, Ρίτσος, Λειβαδίτης). Επεξεργάζεται και περιγράφει το στίγμα, δοκιμάζει τα όρια του |αριστερού ποιητή|. Αποφεύγει το έπος και τον θρήνο για την έκπτωση του ένδοξου προγόνου, προσφεύγει στις μεσοπολεμικές πηγές του λυρισμού. Αλλά σιωπά μπροστά στην πρόκληση της σάτιρας. Την υποκαθιστά η πολιτική παρέμβαση. Στην Πρέβεζα στέλνει την ποίησή του.
Όμως το στίγμα του αριστερού ποιητή, από ανεπαίσθητη κουκκίδα σιγά σιγά γίνεται τόπος φιλόξενος. Από τον Αναγνωστάκη περνάμε πάλι στον Καρυωτάκη, μπαίνουμε και στην Αριστερά. Για να διαβάσουμε Καρυωτάκη, να ξαναδιαβάσουμε Αναγνωστάκη, για να γράψουμε τα ποιήματα που δεν έγραψαν. Ο Αναγνωστάκης είναι ανάμεσά μας. Μαζί πια με τον Καρυωτάκη.
Έστω. Ο ποιητής της Αριστεράς, ανάπηρος, δείχνει τα χέρια του. Κρίνει για να κριθεί.

Ας αλλάξουμε όμως τόνο.
-Είσαι από την Αρκαδία; με ρώτησε ένα βράδυ στο σπίτι του Γιάννη Δάλλα, πριν αρκετά χρόνια.
-Ναι, του απάντησα, με κάποια απορία για το νόημα της ερώτησης, από την Αρκαδία είμαι.
-Έχετε έναν μεγάλο συγγραφέα εκεί.
-Ποιον εννοείτε; ρώτησα συνοφρυωμένος...
-Τον Γιάννη Πάνου. Τον ξέρεις;
-Είμαστε απ' το ίδιο χωριό...
-Στη Θεσσαλονίκη, με τον Γιάννη...
Μετά η κουβέντα πήγε στον Καρυωτάκη και σ' εκείνο το εμπαθές κείμενο που είχε γράψει το 1928 ο Βασίλης Ρώτας για τα Ελεγεία και Σάτιρες. Μόλις είχε κυκλοφορήσει ένα βιβλίο της Χριστίνας Ντουνιά, όπου επιτέλους εδίδετο απάντηση σ' ένα χρόνιο φιλολογικό πρόβλημα: η Ντουνιά αποδείκνυε ότι το 1928 ο Ρώτας ήταν ελληνοχριστιανός κι όχι αριστερός, άρα η άποψή του δεν εξέφραζε την προγραμματική αισιοδοξία του ανερχόμενου σταλινισμού.
-Πότε έγινε αριστερός ο Ρώτας; τον ρωτάω.
-Γιατί, έγινε ποτέ;

Κώστας Βούλγαρης
κριτικός, πεζογράφος


Μανόλης Αναγνωστάκης



Μοναχικός ποιητής στον δρόμο της αριστεράς και της ζωής, ο Μανόλης Αναγνωστάκης αληθινός ποιητής.
Ρούλα Πατεράκη
ηθοποιός, σκηνοθέτης

Η πρόκλησή του, η τιμιότητά του



Έχει τα προνόμιά της η απόσταση. Από τότε που ο Μανόλης και η Νόρα μετακόμισαν στην Αθήνα όλο και όλο μόνο μία φορά πρόλαβα να πάω σπίτι τους. Από την Αθήνα περνάω πάντοτε βιαστικός. Πιο εύκολο λες μου ερχόταν να τους επισκέπτομαι στη Θεσσαλονίκη, ξεκινώντας μάλιστα από τη Ρώμη. Έτσι η παράσταση που έχω του Μανόλη έμεινε ακέραιη, όπως την πρώτη φορά που τον συνάντησα, τότε που έβγαλε την |Κριτική| και πήγα επίτηδες εκεί για να τον γνωρίσω.
Έμεινε πάντα ο ίδιος δεν έπαψε ποτέ να μου θέτει ερωτήματα -μάλλον μου έστηνε παγίδες, λες και μέσα στα σαράντα χρόνια της γνωριμίας μας ήθελε ακόμη να με ψαχουλέψει, να ψαρέψει κανένα σφάλμα μου, να καταλάβει καλύτερα τι σκέπτομαι.
Το παιχνίδι αυτό μου άρεσε και χαιρόμουνα να βλέπω ότι το κέφι δεν του έλειπε, και το ανανέωνε κάθε φορά με την ίδια χάρη, τη δική του χάρη, που ήταν κάτι το αλλιώτικο.
Στο ντοκιμαντέρ, που είδα τώρα δα στη δορυφορική ΕΡΤ, είναι του 1982 νομίζω, ο Μανόλης δεν είχε μπροστά του έναν συνομιλητή για να αρχίσει το παιχνίδι που έστηνε με τον κάθε φίλο χωριστά, με τις επάλληλες προκλήσεις του, αλλά φαίνεται καλά η άλλη όψη της προσωπικότητάς του, η τιμιότητά του δηλαδή, η λαχτάρα του για την αλήθεια, η αγανάκτησή του για κάθε πράγμα κίβδηλο, από οπουδήποτε και να εχόνταν.
Ρώμη, 23.6.2005
Μάριο Βίττι
ιστορικός της λογοτεχνίας

Τώρα ρωτάμε



Ο θάνατος ενός ποιητή ανοίγει πάντα στην σκέψη μας μια τρύπα διαφορετική από εκείνες που άνοιξαν τα ποιήματά του. Η τρύπα ετούτη είναι βαθύτερη, ευρύτερη. Διαθέτει την πυκνότητα του τετελεσμένου και του μοιραία ολοκληρωμένου. Ό,τι έγινε, έγινε. Ό,τι γράφτηκε, γράφτηκε. Κι αν κάτι παραμένει σκοτεινό, εκκρεμές, ανοικονόμητο στο στενό πλαίσιο της μανίας μας να θεωρούμε τον ποιητή ένα πλάσμα σαν κι εμάς (αποτίοντας φόρο τιμής στην μοχθηρή κοινωνιολογία του μέσου ανθρώπου) είναι το ίδιο το γεγονός της γραφής. Όχι το "πώς" και "τι" έγραψε ο ποιητής, αλλά το γιατί έγραψε αντί να ασχοληθεί με χίλια δυο άλλα πράγματα. Νομίζουμε πως το ζήτημα είναι λυμένο, απαντημένο, ξεσκολισμένο από τους ειδικούς. Στην προκειμένη περίπτωση - όπως και σε πολλές άλλες - οι ειδικοί είναι το άλλοθι της επικινδυνότητας μερικών απαντήσεων.
Ο Μανόλης Αναγνωστάκης, εμβληματική φυσιογνωμία της Ελληνικής Αριστεράς, και ένας από τους σημαντικότερους ποιητές του Μεταπολέμου, αποχώρησε αφήνοντας πίσω του μετρημένα κείμενα και λιγοστά ποιήματα. Μετρημένα κείμενα, που παρενέβησαν καίρια σε πολύ σημαντικές στιγμές του πνευματικού μας βίου, και λιγοστά ποιήματα που χαρακτηρίζονται από την αμεσότητα στην έκφραση, την καίρια επεξεργασία της εμπειρίας, και την ευστοχία στην διατύπωση. Το σημαντικότερο: η εποχή του αναγνώρισε στην ποίησή του τον εαυτό της. Και, βέβαια, όταν η τέχνη εκφράζει καίρια την εποχή της, μπορεί να εκφράζει σημαντικές πλευρές κάθε εποχής. Αυτά όμως είναι ζητήματα που έχουν ήδη διερευνηθεί, πολύ πριν μας αφήσει μόνους ο ποιητής. Ανήκουν στην εκτίμηση των κειμένων του, και όχι στην εκτίμηση του γεγονότος της ύπαρξής του, στο "γιατί" της παρουσίας του.
Τώρα οφείλουμε να κάνουμε άλλες ερωτήσεις, δριμύτερες. Γιατί ο Μανόλης Αναγνωστάκης σταμάτησε νωρίς νωρίς να εκφράζεται μέσω της ποίησης; Τι σημαίνει η σιωπή του για την δυνατότητα της γραφής καθαυτής, και για την σχέση της με την ζωή; Γιατί ένας ποιητής που έδωσε τόσους κοινωνικούς αγώνες, έγραψε τόσο μελαγχολικά ποιήματα; Και γιατί γενιές ολόκληρες κοινωνικών αγωνιστών τράφηκαν με την μελαγχολία αυτών των ποιημάτων; Τι μπορεί να σημαίνει για τους ανθρώπους η ματαίωση των οραμάτων τους, όταν μπορούν να την τραγουδήσουν τόσο γοητευτικά; Τι ματαιώνεται όταν τραγουδάς την ματαιότητα; Κι ακόμη, γιατί ο Μανόλης Αναγνωστάκης δεν επέλεξε τον δρόμο του "θεσμικού" ή "επαγγελματία" ποιητή, παρόλο που ήταν γι’ αυτόν κάτι παραπάνω από εύκολο;
Με τόσα ερωτήματα που θέτει η απουσία του ποιητή, είναι φυσικό να σκέπτεται κανείς πως ο θάνατός του ήταν μια αμιγώς ποιητική πράξη. Είχε βέβαια αναγγελθεί προ πολλού, αλλά για διάφορους λόγους, που σχετίζονται με τους φόβους μας, προσποιηθήκαμε πως δεν ακούσαμε τίποτε. Απλά συνεχίσαμε να αγαπάμε τον "Ποιητή της Αριστεράς". Λογικόν! "Η αγάπη είναι ο φόβος που μας ενώνει με τους άλλους".


Γώργος Μπλάνας
ποιητής


Η μοναξιά του Αναγνωστάκη σε συνέχειες




"Μα που τελειώνει η μοναξιά;" αναρωτιόταν σε ένα ποίημά του από τη συλλογή |Η συνέχεια| (1954) ο Μανόλης Αναγνωστάκης και ήταν σαν να εξέφραζε την πιο αθώα απορία μιας ολόκληρης γενιάς, που είχε στο ξεκίνημά της πιστέψει ότι υπάρχει ένα μόνον είδος μοναξιάς, η ατομική μοναξιά στα διαλείμματα της κοινωνικής συνύπαρξης.
Δύο χρόνια αργότερα, στο ποίημά του "Μιλώ", από τη συλλογή |Η συνέχεια 2|, ο Αναγνωστάκης θα μιλήσει, από τους πρώτους, για ένα νέο είδος μοναξιάς, τη συλλογική μοναξιά, τη "φοβερή ερημία του πλήθους".
Μέχρι πού μπορεί να φτάσει η καινούργια αυτή μοναξιά; Ο Αναγνωστάκης υποψιάζεται ότι στη μοναξιά αυτή δεν πρόκειται να υπάρξει τέλος, δεν θέλει, όμως, να το πει ευθέως, γιατί φαίνεται πως ακόμη ελπίζει.
Η απογοήτευση για το κοινωνικό ζήτημα βρίσκεται ακόμη στη ρομαντική της περίοδο. Ακόμη και όταν ο Αναγνωστάκης μιλά για τη "φοβερή ερημία του πλήθους", εξακολουθεί να πιστεύει ότι οι ψαράδες, οι απόστολοι μιας ιδέας, μπορούν ίσως να ανακόψουν την εξάπλωση της μαζικής αυτής μοναξιάς, κομίζοντας ένα κάποιο χαρμόσυνο μήνυμα.
Δεν θα αργήσει, ωστόσο, να έλθει η οριστική διάψευση. Στο ποίημά του με τον τίτλο "Τώρα είναι απλός θεατής...", από τη συλλογή |Η συνέχεια 3| (1962), ο Αναγνωστάκης θα γράψει:
|Τώρα πια είναι απλός θεατής
Ασήμαντος ανθρωπάκος μέσα στο πλήθος
Τώρα πια δε χειροκροτεί δε χειροκροτείται
Ξένος περιφέρεται στων οδών το κάλεσμα.|

Και, βέβαια, η μοναξιά του πλήθους συνεχίζεται...
Εκτός δε από τον δημόσιο χώρο έχει καταλάβει ολοκληρωτικά και τον ιδιωτικό. Η ανθρώπινη προσωπικότητα δεν μπορεί πλέον να είναι ούτε γνήσια ατομική ούτε γνήσια κοινωνική. Ωμή, ωμότατη αντιστοιχία της υπαρξιακής μοναξιάς. Και διά στόματος Αναγνωστάκη:

|Τεράστιο άσπρο περιστέρι με μαρμαρωμένο χαμόγελο
Άπλωσε άπλωσε τις φτερούγες της η ωραία Ειρήνη
Μες στο τεράστιο υπόστεγο κυοφορείται το έκθαμβο μέλλον
του Αζώτου.|



Βαγγέλης Κάσσος
ποιητής


Ένας δάσκαλος



Δεν θα αναλυθώ σε νεκρολογίες για τον μεγάλο Αναγνωστάκη, θα πω μόνο ότι πολλές φορές ξενύχτησα διαβάζοντας τα ποιήματά του. Η απλότητα και στο σφρίγος της γραφής του με συγκινούσαν πάντα. Στάθηκε ένας δάσκαλος και πιστεύω ότι θα μείνει.
Λευτέρης Πούλιος
ποιητής

Η αγάπη είναι ο φόβος



Χάσαμε τον άνθρωπό μας, τον ποιητή μας. Έναν καλλιτέχνη που μας έμαθε δρόμους, αξιοπρέπεια και ήρεμη αγωνιστικότητα. Αυτόν που πίστευε όσο λίγοι στην αναγκαιότητα και στην πράξη της ποιήσεως. Ζυμωμένος με τη σύγχρονη ιστορία μας, έδωσε το παρόν σε αγώνες κι αγώνες. Τον ζήσαμε πολλά χρόνια από κοντά, μάθαμε και μας φίλεψε αθόρυβα στάση και "τις λέξεις να καρφώνονται σαν πρόκες". Ποτέ δεν αλλαξοπίστησε αυτός ο μεγάλος αλιεύς ψυχών. Θα έλεγα ότι είμαστε ευτυχισμένοι και χαρούμενοι που τον γνωρίσαμε. Βαθύναμε. Μας άφησε σπόρο, χωράφι και ουρανό. Μας λείπει όπως "τι τιμιότερο, η μορφή του", όπως γράφει ο Καβάφης. Καλό ταξίδι ποιητή της ζωής και της αγάπης. Ποτέ δεν ξεχνάμε: "Η αγάπη είναι ο φόβος που μας ενώνει με τους άλλους".

Γιάννης Κοντός
ποιητής


Υπόδειγμα ήθους



Μια συνεχώς παρούσα εμμονή της κριτικής απέναντι στο έργο του Μ. Αναγνωστάκη, αφορά την εμφανώς καβαφογενή προέλευση αρκετών ποιημάτων στην ενότητα |Ο Στόχος|, ενώ παραμένουν αδιευκρίνιστες και στο σύνολό τους ασχολίαστες οι τυχόν οφειλές του προς την αμέσως προηγούμενή του γενιά του '30. Οι ποιητές που εμφανίστηκαν στα χρόνια του πολέμου και της Κατοχής φαίνεται να διακατέχονται από ένα σύνδρομο δυσφορίας απέναντι στη διαρκώς ακμαία μεταπολεμική παρουσία των εκπροσώπων της γενιάς του '30 και, με την ενθάρρυνση της αριστεράς κριτικής των χρόνων εκείνων, μοιάζει να αποτελούν δύο εντελώς διακριτές μεταξύ τους ποιητικές περιοχές που δεν επικοινωνούν και δεν συνδιαλέγονται. Και όμως ο όλο και πιο πολύ αποσταγμένος λόγος του Αναγνωστάκη, όπως κρυσταλλώθηκε από συλλογή σε συλλογή, ήπια παρηγορητικός και υποβλητικά τραγικός, βρίσκεται πολύ κοντά στο σεφερικό αίτημα "να μιλήσει απλά". Είναι ο μόνος από τους ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς που συγγενεύει με τη φωνή του Σεφέρη, παρά τη διαφορετική ποιητική κοσμοαντίληψη που διαθέτει καθένας από τους δύο τους. Αν ο Σεφέρης προσπαθεί να συνδέσει τους αρχαίους μύθους και τα μυθολογικά πρόσωπα με τον σύγχρονό του κόσμο, ανιχνεύοντας μια γενικότερη συνέχεια της ιστορίας στο παρόν, ο Αναγνωστάκης αντιμετωπίζει το παρόν ως στοιχείο και ως συμβάν της αυριανής ιστορίας, είτε πρόκειται για προσωπικό περιστατικό είτε για κάποιο φαινομενικά περιθωριακό γεγονός, από εκείνα που δεν καταγράφει η επίσημη ιστορική μνήμη.
Έγινε πολύ συχνά λόγος για τη στάση σιωπής που είχε επιλέξει κατά τα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής του ο Αναγνωστάκης, στάση που δεν φαίνεται να φρονημάτισε παλαιότερους και νεότερους. Η σιωπή του ποιητή συνάπτεται ευθέως, κατά τη γνώμη μου, και με την εκδοτική τακτική του. Πέρα από το ευρύτερα γνωστό και συγκεντρωμένο σε βιβλία έργο του, παραμένουν σκόρπια και ασυγκέντρωτα πολλά κείμενά του, τα οποία θα μπορούσαν κάλλιστα να αποτελέσουν το περιεχόμενο μερικών ακόμη βιβλίων. Ασφαλώς θα προκαλούσε υψηλό εκδοτικό ενδιαφέρον ένας ακόμη τίτλος βιβλίου με κείμενα του Αναγνωστάκη, αλλά ο ποιητής εξεδήλωσε εγκαίρως τις προσωπικές επιλογές του για τα κατά καιρούς δημοσιευμένα κείμενά του, αρνούμενος να υποταχθεί στις πιθανότατα κερδοφόρες προκλήσεις της βιβλιαγοράς. Υποθέτω πως το ίδιο σκεπτικό τον οδήγησε στην απόφαση να κρατήσει σκόρπια και δυσεύρετη την ενδιαφέρουσα πολιτική και κομματική αρθρογραφία του της περιόδου 1974-1990, αρθρογραφία που εξισώνει και ταυτίζει τον ποιητή και τον ενεργό πολίτη.
Ο Αναγνωστάκης πέρα από τη δραστική ποίησή του και τον δίκαιο κριτικό του λόγο, πρότεινε κανόνες ζωής και αποτέλεσε ο ίδιος ένα ζωντανό υπόδειγμα ήθους. Η συνολική προσφορά του θα μας απασχολεί για πολλά χρόνια, μια και πρόκειται για ένα έργο που, ευτυχώς, έχει εγκαίρως παγιωθεί στην κοινή συνείδηση ως αρτιμελές, ακόμη και με τις σιωπές του.

Δημήτρης Δασκαλόπουλος
ποιητής, βιβλιογράφος



Αποχαιρετισμός



Ήταν δύσκολο να είσαι ποιητής τον καιρό του εμφύλιου. Το να είσαι ποιητής ενταγμένος στην αριστερά ήταν πια σχεδόν αδύνατο. Ο Μανόλης Αναγνωστάκης έγινε όντως ποιητής μέσα στην καρδιά του εικοστού μεσαίωνα. Το 1949 καταδικάστηκε σε θάνατο από έκτακτο στρατοδικείο. Κάπου εκεί διαγράφηκε και από το κόμμα του ως αιρετικός -μάλλον το κόμμα εκείνο διαγράφτηκε από την ποίηση.
Ποίηση της νεότητας, αντίσταση στο σύγχρονο Μεσαίωνα, αντίσταση στον εν ζωή θάνατο και στον θάνατο του έρωτα ήταν και παρέμεινε ο ποιητικός λόγος του Αναγνωστάκη. Ονομάστηκε "ποίηση της ήττας" αυτό το μεγάλο νεανικό ρεύμα που άνοιξε ο Μανόλης, παράλληλα με τον Άρη Αλεξάνδρου και τον τροφοδότησαν στη συνέχεια οι νέοι τότε ποιητές Μιχ. Κατσαρός, Δημ. Δούκαρης, Τάσος Λειβαδίτης, Βύρωνας Λεοντάρης, Τίτος Πατρίκιος, Θαν. Κωσταβάρας κ.ά. Η αλήθεια είναι ότι η λεγόμενη "ποίηση της ήττας" αντέστρεψε τη σοβούσα τότε ήττα της ποίησης...
Το κριτικό έργο που συμπληρώνει την ποίησή του είναι κι αυτό μέσα στην ίδια κατεύθυνση, αντίσταση απέναντι στο δογματισμό και στον κομφορμισμό.
Θέλω ν' αποχαιρετίσω τον Μανόλη με τους δικούς του στίχους, της θυσιασμένης και αθάνατης νεότητας:
|Μ' αν πρέπει τώρα να πεθάνουμε, το ξέρεις
Πρέπει γιατί αύριο δε θάμαστε πια νέοι.|
Δημήτρης Ραυτόπουλος
κριτικός
Υ.Γ.: Παρά τη θλίψη αυτών των ωρών, θέλω να διαμαρτυρηθώ για τη συμπεριφορά της ΝΕΤ απέναντί μου στο ρεπορτάζ για τον θάνατο του Μανόλη Αναγνωστάκη. Πέμπτη μεσημέρι, μου ζήτησαν -φορτικά μάλιστα- να έρθουν στο σπίτι μου για να κάνω μια δήλωση. Ήρθαν, πράγματι, αμέσως με μια κάμερα. Στο βραδινό δελτίο ειδήσεων είδα τη δήλωσή μου κρεουργημένη σε τέτοιο βαθμό που αγανάκτησα και ντράπηκα. Από τα τρία λεπτά της ομιλίας μου είχαν κρατήσει μια ξεκρέμαστη φάση τριών δευτερολέπτων.


Η απόφαση του ποιητή



|Τώρα που φτάσαμεν εδώ δεν πρέπει να ξαναγυρίσουμε.
Πιο καλά να σταθούμε εδώ, μα όχι πάλι πίσω.|
Μ. Αναγνωστάκης, "Τώρα"


Η οθόνη γέμισε από την πλούσια παρουσία του. Συγκροτημένο επιχείρημα, γενναιόδωρη έκφραση, πολυκύμαντη χειρονομία. Τίμια μορφή και γεροδεμένος λόγος. Υπήρχε βέβαια κάτι παράταιρο: ο αέρας μιας άλλης εποχής και το ύφος μιας άλλης γλώσσας. Όσοι μη αδαείς χτες το απόγεμα (23/6/05) έπεσαν πάνω στον Μανόλη Αναγνωστάκη της δεκαετίας του '70 πρέπει να ξαφνιάστηκαν. Ίσως να νόμισαν ότι κάποιο κενό θα υπήρχε στο πρόγραμμα και η κρατική τηλεόραση ανέσυρε από τα αρχεία της τον ποιητή.
Το πιο παράδοξο: ήταν τέτοια η δύναμη της ομιλίας και η βαρύτητα της γνώμης, ώστε το ίδιο το μέσο (η τηλεόραση) να υποχωρεί, να συρρικνώνεται, να ασφυκτιά. Νιώθεις έξαφνα ότι η οθόνη δεν αντέχει τέτοιες παρουσίες που την στριμώχνουν, που την μισοκαταργούν. Αν θριαμβεύει σήμερα η εικόνα της είναι γιατί άνθρωποι σαν τον Αναγνωστάκη ή απομονώθηκαν ή σπανίζουν. Το κουτί δεν τους χωρά, δεν έχει τα φάρδυτα που έλεγαν παλιά. Αλλά και οι ίδιοι δεν προσαρμόζονται. Δεν δέχονται τις "ανάγκες" του μέσου.
Αυτές ήταν κάποιες βιαστικές αντιδράσεις καθώς παρακολουθούσα άναυδος τον Αναγνωστάκη να διδάσκει με το δικό του αβίαστο παράδειγμα τι σημαίνει γενναιότητα στη ζωή και την τέχνη, τι σημαίνει τόλμη στη σκέψη, τι σημαίνει να μην υποχωρείς μπροστά στη δύσκολη απόφαση. Ιδιαίτερα το τελευταίο: δεν υπάρχει τέχνη χωρίς τις κορυφαίες, τις κρίσιμες στιγμές της απόφασης. Το ίδιο και στη ζωή. Τα άλλα όλα είναι αδιάφορα, γιατί συντηρούν την επανάληψη, την πλήξη, την αυτοπάθεια. Ο Αναγνωστάκης όταν ήρθε η στιγμή έδρασε ως εξαίρεση.
Αποσύρθηκε σεμνά, χωρίς ακκισμούς. Δεν χαριζόταν στους άλλους, στους συντρόφους του, στην εποχή του και, πάνω απ' όλα, στον εαυτό του. Ήταν φανερό ότι η μνησικακία ή η ζήλια ήσαν απούσες. Η απόφαση του ποιητή να αποσυρθεί από την ποίηση, από το νόημα τελικά της ζωής που ήξερε, δηλώθηκε ως έπαινος της σιωπής. Η σιωπή υπήρξε γι' αυτόν τον πληθωρικό άνθρωπο το τελευταίο του ύψιστο δημιούργημα. Ο Βιτγκενστάιν έλεγε ότι για όσα δεν μπορεί να μιλήσει κανείς πρέπει να σιωπά. Ο Αναγνωστάκης πήρε τη δύσκολη απόφαση: να σιωπήσει και για πράγματα για τα οποία μπορούσε να μιλήσει.
Όταν τέλειωσε η παλαιά αυτή συνέντευξη πήρε λίγη ώρα να συνέλθω. Ήταν σαν βουτιά σε άλλον κόσμο και σε άλλη εποχή. Συνάμα και σαν αυτοβιογραφική αναψηλάφηση. Έψαξα αργά το βράδυ στα χαρτιά μου και βρήκα πολλά πράγματα για τον Αναγνωστάκη. Τα περισσότερα είχαν να κάνουν με τη σχέση λογοτεχνίας και πολιτικής αλλά και με τη αδυναμία της αριστεράς να κατανοήσει ότι δεν μπορεί κανείς να είναι ιδεολογικά επαναστάτης και πολιτισμικά φιλισταίος. Ιδού δύο δείγματα. Το πρώτο σημαδεύει τους συντηρητικούς συντρόφους, το δεύτερο τους άτολμους (άρα κακούς) ποιητές. Και τα δύο εξακολουθούν δυστυχώς να είναι οδυνηρά επίκαιρα, σαν να σχολιάζουν τη σημερινή πραγματικότητα:
|Για τους πλείστους "μορφωμένους ανθρώπους, για τους πλείστους "προοδευτικούς" διανοούμενους [...] ο δείχτης της αισθητικής τους αγωγής έχει σταματήσει προ πολλού σε μορφές τέχνης [...] που δεν ανταποκρίνονται σε καμιά καινούργια αναζήτηση, δεν προωθούν καμιά κοινωνική και καλλιτεχνική αλήθεια, αποτελούν ήδη παρελθόν στην ιστορική πορεία. Προοδευτικοί στην ιδεολογική τους συγκρότηση είναι βαθύτατα συντηρητικοί στις αισθητικές τους απαιτήσεις [...] Κάθε τι το τολμηρά καινούργιο, κάθε μορφική αναζήτηση που πάντα είναι βέβαια δυσκολοχώνευτη, γιατί δε βασίζεται στην επανάληψη γνωστών πραγμάτων είναι ύποπτη κατ' αρχήν και, οπωσδήποτε προϊόν διάλυσης και παρακμής" Υπέρ και Κατά| (δοκίμια, 1965)
|...Και, βασικά, λείπουν οι προεκτάσεις / Αυτή η γοητευτική ασάφεια που υποβάλλει / Δεύτερα πλάνα και απρόσμενες προοπτικές / Που θέτει θέματα ερμηνείας, συζητήσεων, / Υποδηλώνει δομές και αποκαλύπτει ουσίες / Λείπει η παρθενικότητα στην έκφραση, το άλλο / Εν τέλει η πρισματικότης των πραγμάτων| "Κριτική" (Τα Ποιήματα, 1971)
Την άλλη μέρα νωρίς το πρωί ένας φίλος τηλεφώνησε για να μου ανακοινώσει ότι ο Αναγνωστάκης έφυγε. Τότε κατάλαβα ότι στην τηλεόραση (και όχι μόνο) τους ποιητές τους θυμούνται όταν πεθαίνουν. Τότε επίσης κατάλαβα ότι η απόφαση του ποιητή είχε ήδη προ καιρού ληφθεί. Αυτό ήταν απλά το τέλος.

Δημήτρης Δημηρούλης
κριτικός, συγγραφέας


Η ποίηση πράξη ζωής



Όσο περνάει ο καιρός, διαπιστώνω όλο και πιο καθαρά ότι το έργο του Μανόλη Αναγνωστάκη έχει τοποθετηθεί ήδη στη συνείδησή μου ανάμεσα σε ό,τι πιο ρωμαλέο, ευθύβολο, υψηλής αισθητικής και πυκνότητας μοναδικής, δημιούργησε η στέρεη αυτή και σπουδαία πρώτη μεταπολεμική μας γενιά, η γενιά του.
Δεν θέλω να σταθώ εδώ διεξοδικά σε περιόδους ή συλλογές. Θα σταθώ όμως στο δίδαγμα που αποκομίζουμε ύστερα από την επικοινωνία μας με το έργο του, και το οποίο δεν είναι παρά η σθεναρή επιμονή την οποία πρέπει να επιδεικνύουμε στον αγώνα εκείνο που θα μας επιτρέψει να κρατήσουμε για πάντα ψηλά τη σημαία της έγερσης για την πνευματική μας ελευθερία, για την αλήθεια, καθώς και για το ανθρώπινο αλλά και το πνευματικό ήθος, μιας και ο ποιητής αυτός είναι από τους πολύ λίγους, πράγματι, που έκανε την ποίηση πράξη ζωής, και την ίδια τη ζωή ποιητική πράξη. Και όλα τούτα, μέσα από ένα λόγο ο οποίος, λυτρωτικά, φτάνει πάντα σε εμάς, πάντα με παρρησία, γοητευτικός πάντα, χαμηλόφωνος, αξιοπρεπής, "μετρημένος" και, κυρίως, ερωτικός, έτσι όπως μέσα από μια τρυφερότητα σπάνια παρουσιάζονται όλα αυτά τα τοπωνύμια, τα μικρά χωρίς επώνυμο ονόματα των ηρώων, τα όνειρα, οι νεκροί σύντροφοι -οι σύντροφοι εκείνοι που υπήρξαν συνοδοιπόροι στο δρόμο μιας εφηβείας υπέροχης- οι μομφές ακόμη απέναντι σε αυτούς που λύγισαν μπροστά στη μικροαστική θαλπωρή του σαλονιού τους αλλά και ο φόβος, επίσης, που επισωρεύει στην ψυχή η γρήγορη επερχόμενη ενηλικίωσή μας.
Πάντως -για να τελειώσω- θέλω να τονίσω ότι ο Αναγνωστάκης μάς παρέδωσε ένα έργο που το χαρακτηρίζουν ποιήματα εκλεκτικότητας μοναδικής και σφρίγους απαράμιλλου, τα οποία σε δύσκολους καιρούς, σε καιρούς που οι "αργυραμοιβοί" όλο και πιο πολύ στην αγορά θα βασιλεύουν, θα έρχονται για να μας δείχνουν, σιωπηλά μες απ' τους στίχους τους, όχι τόσο ποιους θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να ακολουθούμε, αλλά κυρίως ποιους θα πρέπει κάθε φορά να αποφεύγουμε.

Γιώργος Μαρκόπουλος
ποιητής


"Αλλά συμβαίνει κάποτε τα πράγματα να έρχονται αλλιώς"



Ένας ποιητής είναι πρώτα απ' όλα τα ποιήματά του. Η φωνή του Μανόλη Αναγνωστάκη έφτασε σε εμάς του νεότερους, που ήρθαμε μετά την απόφασή του να πάψει να δημοσιεύει ποιήματα, μέσα από ένα μικρό σχετικά βιβλίο με τίτλο |Τα ποιήματα|. Στην πραγματικότητα, εμείς ακούσαμε τη φωνή του Αναγνωστάκη μέσα στη σιωπή του~ σιωπή και ποίηση ήταν δυο πράγματα που συνέβαιναν για εμάς ταυτόχρονα. Ωστόσο, ο Αναγνωστάκης δεν είναι μόνο αυτό το βιβλίο και η σιωπή που το ακολούθησε. Είναι, επίσης, το |Υστερόγραφο| και το |Περιθώριο|, που μας έδειξαν ότι έξω από τα ποιήματα υπάρχει κάτι άλλο που δεν είναι ποίηση, κάτι που οφείλουμε να σεβαστούμε και να αναλογιστούμε προτού εισέλθουμε στο ποίημα, γιατί στο ποίημα δεν φτάνει κανείς "αβρόχοις ποσί". Είναι, ακόμη, ο |Μανούσος Φάσσης| και |Η χαμηλή φωνή|, δύο βιβλία που σώζουν την ποίηση από τη σοβαροφάνεια και τους κανόνες των "γραμματολογικών σπουδών". Ο Αναγνωστάκης |είναι| τα ποιήματά του, στον ίδιο βαθμό και με την ίδια ένταση, που |είναι| και εκείνο το επιπλέον που υπάρχει πάντοτε στην τέχνη~ πρόκειται για ένα περίσσευμα που φτάνει σε εμάς κομίζοντας, με νεανική ορμή, άλλοτε την ποίηση και άλλοτε τη σιωπή που την περικλείει. Σίγουρα ο Αναγνωστάκης, ακόμη και μέσα στην απόλυτη σιγή, δεν γίνεται να μπει στο |περιθώριο|, ή καλύτερα, το |υστερόγραφό| του θα βρίσκεται πάντοτε εν προόδω, τουλάχιστον για εκείνους που θα αναλάβουν να συνεχίσουν την ποίηση. Και για αυτό το έργο χρειάζονται, βέβαια, ποιήματα, αλλά πάνω απ' όλα χρειάζονται μεγάλοι δάσκαλοι και χρειάζονται σπουδαίες στάσεις. Ο Αναγνωστάκης είναι ένας από εκείνους τους ποιητές που ο Roman Jakobson έχει περιγράψει, μέσα σε άλλα -μα όχι εντελώς ανόμοια- συμφραζόμενα, με έναν αξεπέραστο τρόπο: "Η ιστορία επιστρατεύει τη νεανική ζέση ορισμένων γενεών και την ώριμη ιδιοσυγκρασία ή τη γεροντική σοφία κάποιων άλλων. Όταν ο ρόλος τους διαδραματιστεί, εκείνοι που χθες εξουσίαζαν τις σκέψεις και τις καρδιές εγκαταλείπουν το προσκήνιο και αποσύρονται στο περιθώριο της ιστορίας, για να τελειώσουν τη ζωή τους κατ' ιδίαν, άλλοτε σαν εισοδηματίες του πνεύματος κι άλλοτε οικότροφοι σε κάποιο άσυλο γερόντων. Αλλά συμβαίνει κάποτε τα πράγματα να έρχονται αλλιώς".

Δημήτρης Ελευθεράκης
ποιητής



Για τον Μανόλη Αναγνωστάκη



Τα ποιήματά του έχουν απεξαρτηθεί, συναισθηματικά, από τον λυρισμό. Εδώ έγκειται ο δυναμισμός τους, ο σκληρός και τραχύς ήχος των στίχων του. Δεν εκφέρονται υπεκφυγές, ούτε γλωσσικά σχήματα που να υποκρύπτουν το νόημα. Ο Αναγνωστάκης είναι ξεκάθαρος, λιτός, τολμηρός. Μας δίδαξε πως η ποίηση είναι τέχνη που κλίνει προς το παράδοξο και γι' αυτό οφείλουμε να κρατάμε κατάλληλες αποστάσεις. Μας βοήθησε να χειριζόμαστε τη γλώσσα όσο πιο καίρια γίνεται, με υποδειγματική διαφάνεια, έτσι ώστε το μήνυμα που μεταδίδει να γίνεται αμέσως κατανοητό. Ο Αναγνωστάκης επιδίωξε με μοναδικό ήθος την προσωπική του πορεία, μακριά από φανφαρονισμούς και προσπάθειες αυτοπροβολής.
Για τον Αναγνωστάκη η ποίηση είναι η εκφραστική δυνατότητα να εντοπίσεις ρεαλιστικά τον κόσμο. Η ειρωνεία του ξεσκεπάζει το προφανές καμουφλάρισμα της κοινωνίας να μην αποκαλύπτει τις αποτυχίες της. Όταν γράφει: |"Ά ρε Λαυρέντη, εγώ που μόνο το 'ξερα τι κάθαρμα ήσουν/ Τι κάλπικος παράς, μια ολόκληρη ζωή μέσα στο ψέμα/ Κοιμού εν ειρήνη δε θα ρθω την ησυχία σου να ταράξω"|, νιώθουμε πως δεν αναλύει μια αλήθεια αλλά την καταγράφει χωρίς περιστροφές και καλλιλογίες, ενώπιον του αναγνώστη. Ο άμεσος τρόπος προσέγγισης, ο κοφτός λόγος, ο ανύπαρκτος λυρισμός, επιφέρουν στο ποίημα ένα είδος εξοστρακισμού της αυταπάτης. Μένουμε εκτεθειμένοι, αναρωτιόμαστε γιατί είναι τόσο δύσπιστος ο λόγος του σε κάθε είδους ελπίδα, γιατί η ποίηση χάνει τον προσανατολισμό της κι από τραγουδάκι γίνεται δύστροπη αφήγηση: |"Αποστρέφομαι τετριμμένες εκφράσεις όπως: σαπίλα/ ή καθάρματα ή πουλημένοι/ Εκλέγω σε πάσα περίπτωση την αρμοδιότερη λέξη/ Αυτή που λέμε "ποιητική": στιλπνή, παρθενική,/ ιδεατώς ωραία./ Γράφω ποιήματα που δεν στρέφονται κατά της καθεστηκυίας τάξεως"|. Αυτοσαρκαζόμενος, προαισθανόμενος την ήττα της καλλιτεχνικής δημιουργίας, δύσπιστος στα μεγάλα λόγια, έστρεψε τον αιχμηρό του λόγο εναντίον του, απαλλάσσοντας εντέλει τον εαυτό του από τις ευθύνες της στρατευμένης ποίησης. Διαβάζοντας τον Αναγνωστάκη αισθάνομαι να βρίσκομαι σ' ένα δικαστήριο, όπου αναγγέλλεται ψυχρά η απόφαση, κάπως ρητορικά θα έλεγα, με στυγνή γλώσσα. Η αίσθηση αυτή προκαλεί μέσα μου τον κατακερματισμό των μύθων, που κι εγώ, όπως όλοι μας, με τόση προσοχή προστάτευα. Τις περισσότερες φορές είναι σκληρή η διαπίστωση της ήττας, μα καλύτερα έτσι παρά ονειροκρατούμενος. Οι περισσότεροι δεν είμαστε έτοιμοι να δεχθούμε ότι ζούμε σ' ένα ψέμα. Ο Αναγνωστάκης επιμένει να φανερώνει πως όλο αυτό το ματαιόδοξο γεγονός που ονομάζεται τέχνη δεν εξυπηρετεί σε καμιά σωτηρία, δεν κάνει τον άνθρωπο καλύτερο ούτε του ανοίγει καινούριους ορίζοντες. Μάλλον τον εγκλωβίζει στη συνήθεια του να είναι διαφορετικός.
Ο Μανόλης Αναγνωστάκης: |Μια μέρα τόσο διάφορη απ' τις άλλες|.

Γιώργος Λίλλης
ποιητής



Επιλογή Βιβλιογραφίας



Στέφανος Κ. Μπεκατώρος: |Μαν. Αναγνωστάκης. Η Εποχή και το Πρόσωπο. Ένα πλησίασμα|, 1973
Δ.Ν. Μαρωνίτης: |Ποιητική και πολιτική ηθική. Πρώτη μεταπολεμική γενιά, Αλεξάνδρου - Αναγνωστάκης - Πατρίκιος,| 1976
Σόνια Ιλίνσκαγια: |Η μοίρα μιας γενιάς. Συμβολή στη μελέτη της μεταπολεμικής πολιτικής ποίησης στην Ελλάδα|, 1976
Άννα Τζούμα: |Ο Χρόνος. Ο Λόγος. Η ποιητική δοκιμασία του Μαν. Αναγνωστάκη. Μια οπτική,| 1982
Άντεια Φραντζή: |Ούτως ή άλλως. Αναγνωστάκης - Εγγονόπουλος - Καχτίτσης - Χατζής,| 1988
Γιώργος Μαρκόπουλος: |Εκδρομή στην άλλη γλώσσα. Αλεξάνδρου - Αναγνωστάκης - Λειβαδίτης - Δούκαρης - Κατσαρός - Κωσταβάρας - Πατρίκιος,| 1991
Vincenzo Orsina: |Ο Στόχος και η Σιωπή. Εισαγωγή στην ποίηση του Μαν. Αναγνωστάκη|. Πρόλογος Αλ. Ζήρας, Μτφρ. Αυγή Καλογιάννη, 1995
|Για τον Αναγνωστάκη. Κριτικά κείμενα.| Επιλογή Νάσος Βαγενάς. Λευκωσία 1996
Παν. Μουλλάς: |Τρία κείμενα για τον Αναγνωστάκη,| 1998
Γιάννης Πιπίνης: |Μαν. Αναγνωστάκης. Ένας φανατικός πεζοπόρος της ποίησης,| 1999
Ξ.Α. Κοκόλης: |"Σε τι βοηθά λοιπόν...". Η ποίηση του Μαν. Αναγνωστάκη,| 2001
Μιχ. Γ. Μπακογιάννης: |Η Κριτική (1959-1961) του Μαν. Αναγνωστάκη.| Θεσσσαλονίκη 2004
Μιχ. Γ. Μπακογιάννης: |Το περιοδικό Κριτική. Μια δοκιμή ανανέωσης του κριτικού λόγου.| Θεσσαλονίκη 2004
Αλεξ. Αργυρίου: |Μαν. Αναγνωστάκης, Νοούμενα και υπονοούμενα της ποίησής του,| 2004.

Αφιερώματα περιοδικών

|Παρατηρητής| Θεσ/νίκης (Σεπτ. 1987)
|Εντευκτήριο| Θεσ/νίκης (Απρ. 1989)
|Αντί| (30 Ιουλ. 1993)
|Ελί-τροχος| Πάτρας (Φθινόπωρο 1995)
|Νέο Επίπεδο| (Νοέμβρ. 2000)
|Βιβλιοθήκη Ελευθεροτυπίας| (30 Νοεμβρ. 2001).

Δεν υπάρχουν σχόλια: