Μιχαήλ Μητσάκης
επιμέλεια Κώστας Βούλγαρης
τχ. 127, 29/5/2005 - τχ. 128, 5/6/2005
Γράφουν: Γιάννης Παπακώστας, Νίκος Μαυρέλος, Σπύρος Ασδραχάς, Θανάσης Χατζόπουλος, Γεωργία Γκότση, Γιώργος Καρυπίδης, Γιάννης Δάλλας, Δημήτρης Δημηρούλης, Αλέξης Ζήρας, Ζιλ Ορτλιέμπ, Γιώργος Σταθάκης, Στέφανος Ροζάνης, συνέντευξη του Ζιλ Ορτλιέμπ, κείμενο του Μιχ. Περάνθη
Προσωπογραφία
Ψηλός και μελαψός. Τα μαλλιά του πάντα φρεσκοκομμένα. Η ρεπούμπλικα, ιδιότροπης κομψότητας, στο ίδιο πάντα σχήμα, ελαφρώς οξεία προς τα εμπρός, ελαφρώς κατεβασμένη στο μέτωπο, να σκιάζει και να υποβοηθεί τη μυωπική του όραση. Το μούσι του, "σφήνα", πάντα καλοψαλιδισμένο, αναστρέφονταν τοξοειδώς, συναντώντας σχεδόν την άκρη της γαμψής μύτης του. Τα ρούχα του, πάντα το ίδιο σκούρο χρώμα, μ' ένα σακάκι κλειστό, σχεδόν, ώς το λαιμό, με μια σειρά από πολλά κουμπιά, ώς απάνω.
Ήταν κομψός. Και το ήξερε~ και το επιδίωκε. Και αφιέρωνε πολλήν ώρα στην περιβολή του. Όταν γελούσε, τα δόντια του έλαμπαν κάτασπρα. Τα θαύμαζε κι' αυτά. Κι όταν εύρισκεν ευκαιρία, τα κύτταζε, σα νά 'θελε να τα επιθεωρήσει, σ' ένα μικρό καθρεφτάκι της τσέπης.
Αλλά η έκφραση του Μητσάκη επήγαζε, κυριώτατα, από το βλέμμα του, κι απ' το χαμόγελο. Δυό μάτια μικρά, μυωπικά, ανήσυχα, που εστρέφονταν δεξιά κι αριστερά μ' αιφνίδιες λοξεύσεις, όλα να τα συλλάβουν. Δυό μάτια που σε καθήλωναν με τη διαπεραστική λάμψη τους, έμφορτη από αιχμές πονηρίας. Κι ένα χαμόγελο, όπου ο λεπτός σαρκασμός ιχνογραφούσεν ένα απαράμιλλο ποίημα μορφασμών και ρυτίδων.
Ο τρόπος που εβάδιζε, ήταν κι αυτός ιδιόρρυθμος. Ένα λεπτό ραβδί κρεμόταν από τα δυό χέρια του, που τα κρατούσε πάντοτε πίσω, στη ράχη του. Και προχωρούσε ρυθμικώς ταλαντευόμενος, ένα βάδισμα αργό, βάδισμα τυφλού σχεδόν, που περιφρονεί όμως τον οίκτο του πλησίον. Αν μυωπάζει, είναι γιατί το θέλει, είναι, απλούστατα, γιατί αρνείται να φορέσει γυαλιά, που η αισθητική του τα αποστρέφεται.
Είναι πολλά που αποστρέφεται η αισθητική του. Όσα προσπίπτουν, καθώς περπατάει, στην αντίληψή του, τα ειρωνεύεται πικρότατα. Σαρκάζει χωρίς οίκτο τους καρραγωγείς που δέρνουν τα ζώα τους. Κι όταν παρατυχαίνει σε καυγά, φορεί το πραότερο χαμόγελό του, πλησιάζει με γλυκύτητα τους αντιμαχόμενους, κάτι συμβουλεύει στον ένα, κάτι ψιθυρίζει εμπιστευτικά στον άλλον, και η ατμόσφαιρα της οξύτητας ως διά μαγείας εξαφανίζεται. Η συμβιβαστική του επιβολή είναι αλάνθαστης δεξιότητας.
Ο ιδιότυπος αυτός λόγιος είναι γενικά ένας συμπαθέστατος κύριος, υποχρεωτικότατης ευγένειας και αναμφισβήτητης ευφυίας. Χαιρετάει τους γνωστούς του με απροσδόκητες αποστροφές, με εντυπωσιακά επιφωνήματα, με απότομες κινήσεις. Η ομιλία του είναι ένα παιγνίδι από λέξεις, ήχους, συνηχήσεις και αποχρώσεις. Το πνεύμα του σπινθηροβολεί από γοητεία κι ευρετικότητα. Η λογοπαικτική του επίνοια αστραποβολά. Κι οι ευχάριστες στιγμές του επιστέφονται από ένα σπάσιμο ηχηρού κι ανοιχτόκαρδου γέλιου.
Μιχ. Περάνθης
Όταν η δημοσιογραφία γίνεται λογοτεχνία
Του Γιάννη ΠΑΠΑΚΩΣΤΑ
Στο τέλος του 19ου αιώνα, που γράφτηκαν τα ταξιδιωτικά κείμενα του Μιχαήλ Μητσάκη, τα δημοσιεύματα περιηγητικών εντυπώσεων στον Τύπο ή σε αυτόνομες εκδόσεις ήταν ο πιο πρόσφορος τρόπος για να έρθει ο μέσος αναγνώστης σε γνωριμία με απομακρυσμένες περιοχές. Τα ανέκδοτα ταξιδιωτικά κείμενα του Μητσάκη, που είχα την ευκαιρία να συγκεντρώσω σε δύο ευσύνοπτους τόμους με τους αντίστοιχους τίτλους |Παρά τοις δούλοις. Τα Ιωάννινα| και |Εις τον οίκον των τρελλών| (Εκδ. Πατάκη) γράφτηκαν στο πλαίσιο συνεργασίας με έντυπα της εποχής του. Στο πρώτο καταγράφονται εντυπώσεις από την περιοχή της τουρκοκρατούμενης Ηπείρου, ενώ το δεύτερο είναι καρπός των εντυπώσεων που προέρχονται από ολιγοήμερο ταξίδι, που ο Μητσάκης είχε πραγματοποιήσει στην Κέρκυρα στα τέλη του 1896 και τις αρχές του1897.
Το "Παρά τοις δούλοις" είναι κείμενο αυτοτελές και δημοσιεύτηκε σε πέντε συνέχειες στην εφημερίδα |Ακρόπολις|, που διηύθυνε ο γνωστός δημοσιογράφος Βλάσσης Γαβριηλίδης. Οι συνέχειες αυτές χαρακτηρίζονται τόσο από αυτοτέλεια όσο και από εσωτερική συνοχή και μπορούν να διαβαστούν αντίστοιχα. Τα |Ιωάννινα|, ήταν κείμενο που παρέμενε ανέκδοτο και εντοπίστηκε στο ΕΛΙΑ σε δυσανάγνωστη χειρόγραφη μορφή. Και τα δύο καταθέτουν εμπειρίες από την ίδια περίπου χρονολογική περίοδο (1887).
Οι ταξιδιωτικές εντυπώσεις του Μητσάκη εντάσσονται σ' έναν ευρύτερο κύκλο ταξιδιωτικών εξορμήσεων του τέλους του 19ου αιώνα, στις οποίες επιδόθηκαν πολλοί συγγραφείς, άλλοτε αυτόβουλα, όπως ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής, ο Δημήτριος Βικέλας, ο Γεώργιος Βιζυηνός, ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης, άλλοτε στο πλαίσιο συνεργασίας με ορισμένα έντυπα, ανάλογα με την περίπτωση του Μητσάκη, όπως ο Α. Καρκαβίτσας και ο Γ. Δροσίνης. Η ταξιδιωτική αυτή δραστηριότητα, που οδήγησε στην ανάπτυξη και την ανάδειξη του σχετικού λογοτεχνικού είδους, φαίνεται ότι υπάκουε σε μια ανάγκη τόσο προσωπική όσο και συλλογική: να γνωρίσουν οι έλληνες του άστεως την ελληνική περιφέρεια, τουρκοκρατούμενη και μη.
Στο "Παρά τοις δούλοις" περιγράφεται με τρόπο παραστατικό και πολυφωνικό, η πολιτική και κοινωνική κατάσταση στα τουρκοκρατούμενα Γιάννενα με τη χαρακτηριστική πολυπολιτισμική τους κοινωνία που απαρτιζόταν από από Έλληνες, Εβραίους, Τούρκους και Αλβανούς.
Το πεζογράφημα "Τα Ιωάννινα", που, λόγω της περιορισμένης του έκτασης αλλά και ως προς τους εκφραστικούς τρόπους, θα μπορούσε και να ενταχθεί στο διηγηματικό είδος, πιο ομοιογενές από το "Παρά τοις δούλοις", αφού στηρίζεται κυρίως στην λογοτεχνική περιγραφή, αναδεικνύει ιδιαίτερα το στοιχείο της οθωμανικής κατοχής και καταπίεσης της πόλης. Δε λείπουν οι ανατριχιαστικές λεπτομέρειες στις εικόνες βίας που υφίστανται οι υπόδουλοι κάτοικοι.
Το βιβλίο |Εις τον οίκον των τρελλών| περιλαμβάνει την αυτοτελή σειρά από πέντε (το ένα σε συνέχειες) σπονδυλωτά κείμενα, που δημοσιεύτηκαν στο εβδομαδιαίο περιοδικό |Εστία| του Γ. Κασδόνη από τις 11 Ιανουαρίου έως τις 27 Μαρτίου του 1887. Τα κείμενα έχουν τους τίτλους: "Μέχρι Κερκύρας", "Δύο ανάκτορα (Κερκυραϊκαί εντυπώσεις)", "Το εν Κερκύρα Σωφρονιστήριον", "Εις τον οίκον των τρελλών" και "Εν βιομηχανικόν κατάστημα".
Τόσο στην περίπτωση του ταξιδιού στα Γιάννενα όσο και στην Κέρκυρα, σημαντικός είναι ο πλούτος των πληροφοριών που παρατίθενται: ιστορικών, γεωγραφικών, αρχιτεκτονικών, εθνογραφικών και ανθρωπολογικών, κύκλος ο οποίος δίνει στον αναγνώστη μια σφαιρική και πολύπλευρη εικόνα της τοπικής πραγματικότητας στο άψυχο και έμψυχο στοιχείο της. Στις περιγραφές, η έμφαση δίνεται στο ελληνικό και στο οθωμανικό στοιχείο. Ο Μητσάκης τονίζει ιδιαίτερα την ζωνταντή παρουσία του ελληνικού στοιχείου και μέσα από την κυριαρχία της ελληνικής γλώσσας στα άλλα εθνοτικά στρώματα της περιοχής.
Σε ορισμένα χωρία η αφήγηση εκκρεμεί ανάμεσα σε δύο αντικείμενα εστίασης: τον υπόδουλο ηπειρωτικό ελληνισμό ("δούλους") και τους ελεύθερους κατοίκους της Ελλάδας, στοχεύοντας ανοιχτά στην ευαισθητοποίηση των δεύτερων και την καταστολή της αδιαφορίας τους για την υπόδουλη αυτή περιοχή του ελληνισμού. Έτσι, ο απώτερος στόχος του συγγραφέα φαίνεται ότι είναι εθνικός μέσα από την καλλιέργεια εθνικής αφύπνισης και συνειδητοποίησης του αναγνωστικού κοινού ως προς τα προβλήματα της συγκεκριμένης ελληνικής περιφέρειας.
Παρόλο που, σε γενικές γραμμές, τα κείμενα αυτά του Μητσάκη έχουν χρηστικό χαρακτήρα, εφόσον πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο δημοσιογραφικών αποστολών και, επομένως, συνδέονται με την έννοια του επαγγελματία συγγραφέα και του λογοτεχνικού βιοπορισμού, δεν ξεπέφτουν στην προχειρότητα και την ευκολία. Αντίθετα, συνδυάζουν τη δημοσιογραφία με τη λογοτεχνία, αναβαθμίζοντας την πρώτη στο επίπεδο της δεύτερης. Λόγω των αισθητικών αρετών που τα διακρίνουν, θεώρησα σκόπιμο να τα εκδώσω αυτοτελώς, μετά από τόσα χρόνια που παρέμεναν αθησαύριστα, με την πεποίθηση ότι πρόκειται για κείμενα ικανά να αντέξουν στο χρόνο και ν' ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του σύγχρονου αναγνώστη.
Το γεγονός λοιπόν της δημοσιογραφικής υφής δεν ακυρώνει την καλλιτεχνική βούληση, εφόσον δεν εμπόδισε το Μητσάκη να δώσει κείμενα που χαρακτηρίζονται από καθαρά πρωτότυπο ύφος και υψηλή ποιότητα γραφής. Στη σύγχρονη εποχή, που τα κείμενα έχουν χάσει την επικαιρότητά τους, εξακολουθούν να προκαλούν το ενδιαφέρον και την περιέργεια, πρώτιστα βέβαια λόγω του ιστορικού περιεχομένου τους, καθώς αποτελούν μοναδικά ντοκουμέντα τοπικής ιστορίας (και έγκυρα, όπως αποδεικνύει η αντιβολή τους με άλλες ιστορικές πηγές), αλλά και λόγω του παραστατικού τρόπου έκθεσης των εντυπώσεων και γεγονότων, του θελκτικού ύφους τους, στοιχείων δηλαδή που η αξία τους διατρέχει το χρόνο. Η επίτευξη μιας λογοτεχνικής δημοσιογραφίας (ή μιας δημοσιογραφικής λογοτεχνίας) είναι το στίγμα της δημιουργικής γραφής του Μητσάκη σ' αυτού του είδους τα κείμενα. Και στο σημείο αυτό φαίνεται ότι επηρεάστηκε από τον Βλάσση Γαβριηλίδη, έναν από τους πιο επιφανείς δημοσιογράφους στην Ελλάδα, ο οποίος επιδίδονταν στη συγγραφή δημοσιογραφικών άρθρων με ανάλογη ποιότητα, αλλά και από τον ρητοροδιδάσκαλο του ελληνικού διαφωτισμού, Ηλία Μηνιάτη, όπως προκύπτει από τον ομολογημένο θαυμασμό του για εκείνον που τον θεωρούσε πρότυπο καλλιέργειας ύφους. Εξάλλου η γνώση του έργου του Μηνιάτη επιβεβαιώνεται και από λεξικογραφικά άρθρα που συνέταξε ο Μητσάκης για τους έλληνες διαφωτιστές στο Λεξικό Μπαρτ και Χιρστ και τα εκεί επαινετικά του σχόλια για τη ρητορική δεινότητα του Μηνιάτη, τα οποία δείχνουν ουσιαστική γνώση και επαφή με το έργο του.
Η μακροπερίοδη σύνταξη που χαρακτηρίζει το ύφος γραφής του Μητσάκη στα κείμενα αυτά, του επιτρέπει να συνδυάσει σε μια σύνθετη μορφή, το κυριολεκτικό με το μεταφορικό λεξιλόγιο, το γεγονός με την ερμηνεία και την αξιολόγησή του, το αντικειμενικό με το υποκειμενικό, δημιουργώντας ένα λόγο πολυεστιακό και ευλύγιστο, που απευθύνεται πότε στη λογική, πότε στο συναίθημα. Έτσι επιτυγχάνεται ο συνδυασμός του ρεαλισμού με τον υποκειμενισμό μέσω της συχνής προσφυγής σε μια συμβολική και, συχνά, υπαινικτική γλώσσα. Αξιοποιούνται, δηλαδή, πολλές φορές μέσα στο ίδιο εκφώνημα, τόσο η πληροφοριακή όσο και η συγκινησιακή λειτουργία της γλώσσας.
Είναι φανερό ότι δεν πρόκειται για αποστασιοποιημένη και ουδέτερη απόδοση εντυπώσεων, αλλά για συναισθηματική όσο και κριτική εμπλοκή του αφηγητή στα παρατηρούμενα, η οποία μάλιστα έχει ως φιλοδοξία να συμπαρασύρει και τον αναγνώστη, όπως φαίνεται από τις ποικίλες αποστροφές καθώς και τους άλλους εκφραστικούς τρόπους εμπλοκής του τελευταίου στην αφήγηση (επιφωνηματικός λόγος, εκφράσεις συμπάθειας και αντιπάθειας, προτρεπτικότητα). Και αυτό, γιατί πρόκειται για ένα φωτογραφικό φακό που εστιάζει ιδιαίτερα σε εθνικά και κοινωνικά κυρίως θέματα και τα προβλήματα που σχετίζονται με αυτά (τουρκοκρατούμενα Γιάννενα, φυλακές και σωφρονιστήρια, εργοστάσια, ίδρυση πανεπιστημίου στην Κέρκυρα), ενώ ο χειριστής του, σπεύδει συχνά να υιοθετήσει προσωπική στάση και δεν παραλείπει να συνάγει συμπεράσματα και να εκθέτει τα κριτικά του σχόλια και τις προτάσεις του.
Το αντικείμενο της παρατήρησης αποδίδεται με μια γλώσσα που είναι έντονα φωτογραφική και ιδιαίτερα ευαίσθητη και προσαρμοστική στην ανάδειξη της πραγματικότητας. Η γλώσσα αυτή, από τη μια κινείται πολυεδρικά, σε διαφορετικά δηλαδή επίπεδα, εξωτερικό και εσωτερικό, επιφάνειας και βάθους, ενώ από την άλλη μεταδίδει μια αντίληψη υποκειμενική, ειδικά σε εκείνες τις λεπτομέρειες που αγγίζουν ιδιαίτερα τον αφηγητή και προκαλούν την ευαισθησία και τις αντιδράσεις του.
Η ευρύτητα και παράλληλα ο εξειδικευμένος χαρακτήρας των παρατηρήσεων υπηρετείται από ένα σπάνιο υφολογικό πλούτο, που αναδεικνύει τον Μητσάκη σε έναν ιδιαίτερα επιδέξιο χρήστη της καθαρεύουσας. Στο λόγο του γίνεται ευρεία χρήση σχημάτων λόγου, λογοτεχνικών και ρητορικών (μεταφορών, παρομοιώσεων, προτροπών, ερωτήσεων κ.ά.), ενώ, από αφηγηματική άποψη, η έμφαση στην περιγραφή εναλλάσσεται με τους διαλόγους, συχνά χρωματισμένους με τοπικούς ιδιωματισμούς, τις αναδρομές, την παράθεση ανεκδοτολογικών περιστατικών, στοιχεία τα οποία, χάρη στον επιδέξιο χειρισμό και συγκερασμό τους, προσδίδουν στο λόγο τη χαρακτηριστική του ζωντάνια και αμεσότητα.
Παράλληλα με την ευρηματικότητα στο επίπεδο της διατύπωσης, στο επίπεδο του περιεχομένου, το οπλοστάσιο των πολιτισμικών γνώσεων του αφηγητή του δίνει τη δυνατότητα κρίσεων, συγκρίσεων, σημείων αναφοράς και νοητικών μετακινήσεων στον χώρο και το χρόνο, στο παρόν και στο παρελθόν, στο εδώ και στο αλλού. Έτσι καταλήγει στην επισήμανση διαφορών, όπως εκείνων μεταξύ των κατοίκων των Ιωαννίνων και των απελευθερωμένων Ελλήνων, που στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν είναι μόνο πολιτικές, αλλά και εθνογραφικές και ψυχογραφικές. Οι αντιθέσεις, αλλά και οι παραλληλισμοί --όπως εκείνοι της αποτροπιαστικής αθλιότητας των ελληνικών φυλακών με τη δαντική κόλαση και τον Άδη, και, αντίστροφα, η αντιπαράθεσή τους στις ανθώπινες συνθήκες διαβίωσης στο Σωφρονιστήριο της Κέρκυρας-- συνιστούν αντίστοιχες παρεκβάσεις. Παρεκβάσεις, που αντί να απομακρύνουν την προσοχή του αναγνώστη από το ειδικό θέμα και να τον αποπροσανατολίσουν, το φωτίζουν περισσότερο, καθώς το αναδεικνύουν συγκριτικά μέσα από διαφορετικές προοπτικές.
Η λογοτεχνικότητα και ο ρητορισμός, το λεπτό χιούμορ, η ειρωνεία, ο ρεαλισμός και η αναπαραστατικότητα, που φτάνει κάποτε ως την ακραία εκδοχή του νατουραλισμού --χωρίς βέβαια να πρόκειται για συνειδητή τεχνοτροπία, αλλά για την τάση να δίνεται έμφαση σε πραγματικά αποτροπιαστικές καταστάσεις-- είναι στοιχεία που πλαισιώνουν την απόδοση της πραγματικότητας από τον Μητσάκη. Σχετικά με το νατουραλισμό, όπου τοποθέτησαν τον Μητσάκη οι κριτικοί του, θα είχαμε να παρατηρήσουμε ότι σχετίζεται με τη διάθεσή του για εξονυχιστική παρατήρηση της ωμής πραγματικότητας χωρίς διάθεση συγκάλυψης και εξωραϊσμού. Πρόκειται επίσης για ένα νατουραλισμό που εστιάζεται κυρίως στην περιγραφή των άψυχων και δραματικών καταστάσεων παρά στην ψυχογράφηση χαρακτήρων.
Γενικά, τα ταξιδιωτικά του Μητσάκη είναι κείμενα πολυσχιδή, δύσκολο να εγγραφούν σε κάποιο λογοτεχνικό είδος, καθώς συγγενεύουν με χρονογραφήματα, με στιγμιότυπα, με διηγήματα. Η σύνθεση ετερογενών στοιχείων και η ανάπτυξη ενός αντικειμενικού, αλλά και στοχαστικού ύφους αποτελεί, ωστόσο, έναν πρόσθετο λόγο, στον οποίο τα κείμενα οφείλουν τη γοητεία τους.
Σε όλα τα πεζογραφήματα είναι φανερή η εργαστηριακή προσπάθεια του συγγραφέα ν' απομακρυνθεί από την αβασάνιστη έκφραση, με τη διαδοχική επεξεργασία του λόγου ως το τελικό αποτέλεσμα, κάτι που φαίνεται ότι σχετιζόταν με τη φήμη του ως συγγραφέα. Στην πρώτη ανταπόκρισή του στην Κέρκυρα, σημειώνει σχετικά: "Αλλά... βλέπω ότι αρχίζω και μεταφέρω εδώ τας ατάκτους και συγκεχυμένας σημειώσεις του ημερολογίου μου και φοβούμαι μήπως ζημιώσω την φιλολογικήν φήμην μου".
Μάλιστα, εδώ, η ρητορική διάσταση του λόγου υπηρετεί μια αναμφισβήτητα πολιτική διάσταση, καθώς ο Μητσάκης ενδιαφέρεται όχι μόνο να μεταφέρει πληροφορίες και γνώσεις, τουριστικού τύπου, όπως θα εννοούσαμε σήμερα, αλλά επιλέγει θέματα εθνικού και κοινωνικού ενδιαφέροντος και επιδιώκει να ευαισθητοποιήσει την κοινή γνώμη απέναντι σε αυτά, αναδεικνύοντας τα σχετικά προβλήματα.
Με άλλα λόγια, πρόκειται για ταξιδιωτικά πεζογραφήματα που δεν αναλίσκονται στην αισθητική τους αυτάρκεια, αλλά προδίδουν μια κοινωνική, πολιτική και ευρύτερα εθνική στόχευση.
|Ο Γιάννης Παπακώστας διδάσκει νεοελληνική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών|
«Ο πειρασμός του ζωγράφου και η άγνωστος Ελλάς»
Το Νίκου ΜΑΥΡΕΛΟΥ
Μιχαήλ ΜΗΤΣΑΚΗ, |Εις τον οίκον των τρελλών|, εκδόσεις Πατάκη 2004, σελ. 107
|Παρά τοις δούλοις - Τα Ιωάννινα|, εκδόσεις Πατάκη 2004, σελ. 88, Φιλολογική επιμέλεια Γιάννης Παπακώστας
Τα δύο τομίδια αποτελούν μια ευχάριστη έκπληξη για το άνοιγμα που επιχειρείται σε αρκετά περίπλοκα ως προς την ταξινόμησή τους κείμενα. Τα άρθρα του Μητσάκη που περιλαμβάνονται αποτελούν σημαντική συμβολή και για τα είδη λόγου με τα οποία σχετίζονται και σχολιάζουν, αλλά και για την πρακτική συμβολή τους στον τότε πολιτικοκοινωνικό προβληματισμό.
Η αρμονική σύνδεση του εξωλογοτεχνικού σκοπού με την λογοτεχνική ταυτότητα είναι αυτό που καθιστά περίπλοκο τον χαρακτήρα τους. Η αρμονία αυτή είναι υποδειγματική και στον τρόπο με τον οποίο όλα μαζί τα κείμενα αποτελούν μια σχεδόν ολοκληρωμένη ομάδα για διάφορες πτυχές της κοινωνικοπολιτικής ζωής (Δύση - Ελλάδα - Ανατολή), αλλά και της λογοτεχνικής θεωρίας και πράξης (ιστορία - λογοτεχνία και τα είδη λόγου που τις συνδέουν ή τις διαχωρίζουν).
Επειδή ένα από τα ζητούμενα που τίθενται από την κριτική είναι η λογοτεχνικότητα των κειμένων του Μητσάκη και, εν συνεχεία, η ταξινόμησή τους σε κάποιο είδος, απαραίτητο είναι να λάβει κανείς υπόψη πολλούς παράγοντες και να αναγνωρίσει το μεταιχμιακό χαρακτήρα τους. Η οργανωμένη δομή και η προσεγμένη μορφή τους, με αξιόλογη ρητορική σκευή και περιγραφές λυρικές ή τόνο νοσταλγικό, αποτελούν ένα από τα δείγματα λογοτεχνικότητας που διέπει περισσότερο ή λιγότερο τα κείμενα που μας απασχολούν. Σημαντικό σημείο αναφοράς είναι και ο διάλογος που ανοίγεται από τον Μητσάκη με είδη λόγου όπως η ιστορία και τα ταξιδιωτικά, αλλά και με ρεαλιστικά είδη όπως την εικόνα, τη μελέτη και άλλα. Η διεύρυνση αυτή των ορίων του πεζού λόγου θυμίζει περισσότερο τα μεταιχμιακά κείμενα του Ροΐδη.
Ως προς το θέμα, συχνά η περιγραφή της φύσης (πριν την είσοδο στα Γιάννενα ή έξω από το Mon Repos) επιβάλλει έναν λυρικότροπο λόγο, ενώ η αναφορά στη γραμματολογική παράδοση των οδοιπορικών ή διαφόρων ιστορικών κειμένων --για την Κέρκυρα (δραματοποιημένη αναδρομή στην ιστορία του τόπου, μέσω των πορτραίτων και του παραθέματος από την Ιστορία του Π. Χιώτη) ή τα Γιάννενα (τα κείμενα περιηγητών και παραθέματα από γνώμες αρχόντων)-- οδηγεί σε διακειμενικό διάλογο. Άλλοτε όμως είναι καθαρά μη λογοτεχνικό το θέμα. Τέλος, η περιγραφή της ζωής συνδυάζεται με ιστορική αναδρομή ή προβολή στο πολιτικό μέλλον του τόπου.
Ενώ μέχρι εδώ η λογοτεχνικότητα μας συντροφεύει, τα πράγματα αλλάζουν αν περάσουμε στην εξέταση του σκοπού για τον οποίο γράφτηκε και τη λειτουργία που επιτελεί ή θέλει ο συγγραφέας του να επιτελέσει το κείμενο. Ειδικά στο "Παρά τοις δούλοις", στο "Σωφρονιστήριο" και το "Βιομηχανικό κατάστημα", αλλά και σε μεγάλο βαθμό στα "Δύο ανάκτορα", η πολιτική και κοινωνική κατάσταση της Ελλάδας και των υποδούλων, ή η σχέση της με άλλες χώρες είναι ο βασικός σκοπός, μετατοπίζοντας τη λειτουργία του κειμένου από τον (παιγνιώδη) λογοτεχνικό σκοπό στον (σοβαρό) εξωλογοτεχνικό (εθνική πολιτική και διεθνής ορίζοντας). Όλα αυτά, όμως, είναι δεμένα αρμονικά και η λογοτεχνική λειτουργία (ποικιλμένη ρητορική του πεζού λόγου, σχόλια ποιητικής για τα είδη κλπ.) ενώνεται με τη σοβαρή λειτουργία (καταγγελία του κράτους) ενός δημοσιογραφικού κειμένου με γνώμονα την πρόοδο. H αξιόλογη ρητορική σκευή και ο διάλογος με την ανάλογη παράδοση (του Μηνιάτη, όπως εντοπίζεται, αλλά και του Ροΐδη) υποστηρίζει και τους δύο στόχους (επικοινωνιακός και λογοτεχνικός), χωρίς να μπορεί να θεωρηθεί ως όχημα μόνο του ενός. Σε συνδυασμό, μάλιστα, και με τον διακειμενικό διάλογο που ανοίγει με ιστορικά κείμενα, αναδεικνύεται η πολυπλοκότητα του κειμένου.
Έτσι, οι δύο πόλοι, Ιωάννινα (αλύτρωτος ελληνισμός) και Κέρκυρα (νεοεισαχθείσα στην Ελλάδα περιοχή), αντιπροσωπεύουν ταυτόχρονα και ένα πλέγμα σκέψεων και συγκρίσεων. Η πρώτη πόλη ακόμα βρίσκεται στο Οθωμανικό κράτος, υφίσταται καταπίεση, αλλά και άνθιση της ελληνικής κοινότητας, ενώ αν ελευθερωθεί (όπως έντονα προτρέπει να γίνει) ενδεχομένως απλά θα παρακμάσει μέσα στο χάος του ελληνικού κρατικού μηχανισμού. Τα χρώματα με τα οποία περιγράφει τον τελευταίο (ειδικά για πρόξενους και υπουργεία) είναι τόσο μελανά που αναρωτιέται κανείς γιατί προτρέπει στον αγώνα για απελευθέρωσή τους. Μήπως εν τέλει είναι ειρωνικός με ροϊδικό τρόπο;
Ο άλλος πόλος, η Κέρκυρα, λίγα χρόνια βρίσκεται στο ελληνικό κράτος, ενώ πριν βρισκόταν υποταγμένη στην πολιτισμένη και άψογα οργανωμένη Βρετανική Αυτοκρατορία. Ο Μητσάκης δεν αποσιωπά και τα αρνητικά της αγγλικής κατοχής, αλλά ανοιχτά δηλώνει ότι, όποια καλά ιδρύματα υπήρχαν και όση άνθιση είχε το εμπόριο και η βιομηχανία, το ελληνικό κράτος ως δια μαγείας τα εξάλειψε.
Συνοψίζοντας, θα λέγαμε ότι έχουμε στην πρώτη ομάδα κειμένων τη σύγκριση του ελληνικού κράτους με την Ανατολή (Οθωμανική Αυτοκρατορία) και στη δεύτερη τη σύγκρισή του με τη Δύση στην πιο οργανωμένη της μορφή (Βρετανική Αυτοκρατορία). Παρόλο που δίνει και για τις δύο πολλά αρνητικά στοιχεία, το ελληνικό κράτος δεν το εντάσσει πουθενά, αλλά το αντιμετωπίζει περισσότερο απαξιωτικά ακόμα και από το οθωμανικό, παρόλη τη φαινομενικά ενθουσιώδη ελληνοπρέπεια των δηλώσεών του (ειδικά στο "Παρά τοις δούλοις"). Αποδέκτες των κειμένων είναι φυσικά το αναγνωστικό κοινό της εφημερίδας (ενημέρωση για φλέγοντα ζητήματα), αλλά κυρίως οι διεφθαρμένοι πολιτικοί.
Τέλος, η περιγραφή μιας άγνωστης πραγματικότητας (της Ηπείρου) παραπέμπει στο φανταστικό ή το εξωτικό, αλλά στην ουσία δεν είναι τέτοια, όπως ο ίδιος παρατηρεί. Όπως ήδη τονίστηκε, η αναμφισβήτητη λογοτεχνικότητα των κειμένων σε μεγάλα μέρη τους λειτουργεί ως όχημα του σκοπού, αλλά υπάρχει και ανεξάρτητη σε άλλα. Όπως θα έλεγε και ο Ροΐδης, το λογοτεχνικό ντύμα λειτουργεί ως "ψηλαφητή εικόνα" που περιέχει την απεικόνιση της εποχής. Ταυτόχρονα, το κείμενο θέτει την προβληματική της αναπαράστασης της πραγματικότητας σε διάφορα είδη λόγου με τρόπο που επιβεβαιώνει την συνειδητή προσπάθεια για δημιουργική γραφή (βλ. την παρατήρηση: "δεν δύνασαι να εμποδίσεις τη φαντασία σου να αναπαραστήσει σκηνάς"). Με άλλα λόγια, η Ιστορία αναμειγνύεται με την εν μέρει μυθοπλαστική αναπαράσταση και σχολιάζεται ο τρόπος με τον οποίο, στη δεύτερη, η φαντασία είναι ο καταλύτης που θα οδηγήσει όχι σε ξερή περιγραφή, αλλά στη δραματοποιημένη ιστορική αφήγηση.
Κλείνοντας, πρέπει να σημειώσω ότι στην εισαγωγή θα ήταν καλό να είχαν αναφερθεί και άλλα ταξιδιωτικά κείμενα της εποχής για ευρωπαϊκές χώρες (π.χ. του Ροΐδης, του Επισκοπόπουλου), τα οποία λειτουργούν ως οχήματα γνώσεων για τους 'πολιτισμένους' λαούς. Τέτοιους είδους κείμενα, με τον χαρακτηρισμό "ταξιδιωτικαί σημειώσεις" ή "εντυπώσεις", "εικόνες" και "σκηναί", είναι πάρα πολύ συχνά στις εφημερίδες τότε. Κάποιες φορές μάλιστα καταλάμβαναν μεγάλο χώρο. Στην περίπτωση που μας απασχολεί, αυτά τα φαινομενικά αντικειμενικά είδη, μαζί με το αντικειμενικότερο είδος της Ιστορίας, ολισθαίνουν από την αντικειμενική αναπαράσταση στην υποκειμενικότερη και μπολιάζουν τον λογοτεχνίζοντα δημοσιογραφικό λόγο του Μητσάκη.
Σε κάθε περίπτωση, οι δύο αυτές εκδόσεις μας γνωρίζουν ένα άγνωστο ως τώρα μέρος του έργου του Μητσάκη, το οποίο δεν ενδιαφέρει μόνο τους φιλολόγους αλλά και τους ιστορικούς ή τους κοινωνιολόγους, κάτι που θα έπρεπε ίσως να έχει θιχθεί. Για τον λόγο αυτόν, θα ήταν χρηστικότερο να είχε συμπεριλάβει ο Γ. Παπακώστας όλα τα κείμενα σε έναν τόμο (παρότι είναι για άλλη περιοχή το καθένα), ώστε να αναδειχθεί καλύτερα η προαναφερθείσα αντιπαράθεση των δύο πόλων, εκτός από το παιχνίδι με τα λογοτεχνικά είδη.
|Ο Νίκος Μαυρέλος διδάσκει νεοελληνική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Θράκης|
Χρονολόγιο
Γιος του Αριστείδη και της Μαριγώς Μητσάκη. Γεννήθηκε στα Μέγαρα (Σεπτέμβριος του 1865), όπου ο πατέρας του υπηρετούσε ως υπάλληλος. Τα παιδικά χρόνια τα πέρασε στη Σπάρτη, όπου και έκανε τις γυμνασιακές του σπουδές.
1880: Εγκαθίσταται στην Αθήνα και εγγράφεται στη Νομική Σχολή.
1881-82: Αρχίζει τη συνεργασία του με τα πολιτικο-σατιρικά φύλλα |Ασμοδαίος| και |Μη χάνεσαι|.
1883: Μετέχει στον διαγωνισμό του περιοδικού |Εστία| για τη συγγραφή ελληνικού διηγήματος και λαβαίνει έπαινο. Ο τίτλος του διηγήματος, το οποίο παραμένει αθησαύριστο, είναι "Το βάπτισμα". Την κριτική επιτροπή αποτελούσαν οι: Εμ. Ροΐδης, Ν. Γ. Πολίτης, Σπ. Λάμπρος.
1884-85: Διευρύνει τη συνεργασία του και σε άλλα έντυπα, όπως στο περιοδικό |Εστία|, στη |Νέα Εφημερίδα| και κυρίως στο γελοιογραφικό φύλλο |Το Άστυ|, όπως μετονομάστηκε ο |Ασμοδαίος|.
1886: Αρχίζει τη συνεργασία του με την εφημερίδα |Ακρόπολις| του Βλάση Γαβριηλίδη, όπου δημοσιεύει τις εντυπώσεις του από ένα ταξίδι στη Θεσσαλία. Κάθε άρθρο του, έλεγε ο Γαβριηλίδης, "ήτο ένα μνημείον".
1887: Είναι μία από τις πιο δημιουργικές χρονιές του Μητσάκη. Ταξιδεύει στην Κέρκυρα και στα Γιάννενα. Από το ταξίδι του στην Κέρκυρα σε μια σειρά από πέντε δημοσιεύματά του εκθέτει τις εντυπώσεις του από την πόλη αυτή (εφ. |Εστία|, 1887) και από τα Γιάννενα μια εκτεταμένη ανταπόκριση σε πέντε συνέχειες, το "Παρά τοις δούλοις" (εφ. |Ακρόπολις|)
1888: Εκδίδει τη δισεβδομαδιαία πολιτικο-σατιρική εφημερίδα |Θόρυβος|. Κυκλοφόρησαν εν όλω επτά φύλλα.
1889: Πραγματοποιεί νέο ταξίδι στα Γιάννενα, οπότε γνωρίζεται και με τον Δημήτριο Κρυστάλλη, πατέρα του ποιητή Κώστα Κρυστάλλη, ο οποίος τότε, για το φόβο των Τούρκων, είχε φύγει λάθρα από τα Γιάννενα.
1890: Εκδίδεται το μυθιστόρημα |Εις Αθηναίος χρυσοθήρας. Αθηναϊκαί σελίδες|. Συνεχίζει τη συνεργασία του με το περ. |Εστία| και το |Αττικόν Μουσείον|.
1891: Μετέχει στον "Φιλαδέλφειο Ποιητικό Διαγωνισμό" με τη συλλογή |Στίχοι Ελεύθεροι|.
1892-1893: Δημοσιεύει τα πεζά "Η θλίψις του μαρμάρου", "Το φίλημα", ενώ από τα "Καταστήματα Ακροπόλεως" κυκλοφορεί σε ξεχωριστή έκδοση |Το Γιατί. Διήγημα ηθογραφικόν|.
1894: Ταξιδεύει εκ νέου στην Κέρκυρα, οπότε και για λίγες μέρες νοσηλεύεται στο εκεί ψυχιατρείο. Στέλνει τηλεγραφικώς στο |Ημερολόγιον Σκριπ-Ρωμιού |το διήγημα "Παναγία Μεγαλομάτα" με μεγάλο κόστος για το |Ημερολόγιο|.
1895: Στην |Ακρόπολι| αρχίζει η δημοσίευση των ταξιδιωτικών του εντυπώσεων από την Πάτρα και την Κέρκυρα, οι οποίες είχαν μεγάλη απήχηση. Ανάμεσά τους τα ταξιδιωτικά διηγήματα "Αυτόχειρ", "Στο βαπόρι" κ.ά.
1896: Εισάγεται στο Δρομοκαΐτειο, λόγω σχιζοφρένειας "παρανοϊκής μορφής", όπου παραμένει για θεραπεία επί πέντε, περίπου, μήνες. Έκτοτε η ζωή του αλλάζει αισθητά. Το στίγμα του τρελού τον συνοδεύει. Η συγγραφική του δραστηριότητα αραιώνει και η οικονομική του κατάσταση δυσχεραίνεται. Από τον γνωστό εκδότη Γεώργιο Φέξη λάβαινε κάθε μέρα μια δραχμή ως βοήθημα.
Το Σεπτέμβριο του 1911 εγκλείεται εκ νέου στο Δρομοκαΐτειο. Εξέρχεται ύστερα από μερικούς μήνες. Πέθανε στο ίδιο θεραπευτήριο στις 6 Ιουνίου 1916.
[Σημ.: Το χρονολόγιο στηρίχτηκε κυρίως στα κείμενα των Μιχ. Περάνθη, |Μιχ. Μητσάκης, Το έργο του|, εκδ. Εστία, 1956, και Δ. Δρακοπούλου - Μ. Σαββίδη, Μιχαήλ Μητσάκης, "Αυτόχειρ", εκδ. Ιστός].
Γ.Π.
Από τις αναπαραστάσεις του Μιχαήλ Μητσάκη
Του Σπύρου ΑΣΔΡΑΧΑ
[Το κείμενο που ακολουθεί είναι μια επιλεκτική απόδοση, καταστρωμένη από τη Μάρθα Πύλια, σεμιναριακής παράδοσης του Σπ. Ασδραχά (Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών, 1/2/2000), επικεντρωμένη στο κείμενο του Μητσάκη "Το θέρος", το οποίο δημοσιεύθηκε στην |Εστία|, το 1887).
Τα παραθέματα αντλούνται από την έκδοση "Μιχαήλ Μητσάκη, |Εις Αθηναίος Χρυσοθήρας|", Γαλαξίας, Αθήνα 1971, σελ. 55-68.]
Ο Μιχαήλ Μητσάκης δεν προσφέρεται ιδιαίτερα στην υπόδειξη οικονομικών νοοτροπιών. Παρά το γεγονός ότι είναι οξύτατος παρατηρητής, επικεντρώνει το ενδιαφέρον του στο πολιτισμικό και ψυχολογικό βάθρο των προσώπων τα οποία παρατηρεί, εν όψει της διατύπωσης κάποιων κρίσεων, κατά κανόνα αρνητικών, οφειλόμενων σε μεγάλο βαθμό στην περιφρόνηση που αισθάνεται για την ατελή, ημιτελή, μιμητική διαμόρφωση της ελληνικής αστικής τάξης. Από την άλλη τη μεριά, όντας καλλιεργητής ενός λόγου με αξιώσεις, κάνει να υποτάσσεται το παρατηρούμενο στην έκφρασή του: οι προθέσεις του είναι εκείνες ενός δημιουργικού λογοτέχνη.
Ο Μητσάκης έχει μία και μόνο κατάφαση, κατάφαση για έναν κόσμο που έφυγε, και του οποίου κάποια τελευταία λείψανα περιφέρονται μέσα στον καινούργιο, τον κόσμο των αστών και των μικροαστών. Όμως και οι δυο τελευταίοι, παρά την κινητοποίηση ενός μηχανισμού προσαρμογής στο πρότυπό τους, που είναι η πολιτισμένη Δύση, για τον Μητσάκη εξακολουθούν να αποτελούν έναν κόσμο σχεδόν γελοίο.
Υπάρχει και μια τρίτη κατηγορία ανθρώπων, οι λαϊκοί άνθρωποι όπως τους ονομάζει, ο λαός, για τους οποίους έχει περισσότερη συμπάθεια. Την ίδια ακριβώς συμπάθεια που αισθάνεται για τον χαμένο κόσμο, που χαρακτηρίζεται από "αυθορμησία", τον αντίποδα του μιμητισμού. Πρόκειται για μια κριτική κατάφαση προς τις αξίες του λαϊκού πολιτισμού, ιδίως προς την αξία που συζητιέται στην εποχή του και εντοπίζεται στο δημοτικό τραγούδι.
Η Αθήνα αποτελείται από τρεις κοινωνικές τάξεις. Η ανώτερη, η μεσαία --μικροαστική θα λέγαμε σήμερα-- και ο λαός. Το οικονομικό υπεισέρχεται, χωρίς όμως να τονίζεται η ιδιότητά του ως προϋπόθεσης στην ένταξη σε μία από τις τρεις αυτές τάξεις. Παρουσιάζεται ως δεδομένο και δεν γίνεται καμία αναφορά σε αυτό ως διαφοροποιητικής δύναμης. Με το ιδιότυπο χιούμορ του καταγράφει τα κριτήρια ταξινόμησης των παρατηρουμένων κοινωνικών τάξεων ή κατηγοριών:
|Από του διασήμου κριτικού Sainte-Beuve, αποφανθέντος τον γνωστόν αφορισμόν "Ειπέ μου ποίον θαυμάζεις δια να σου είπω ποίος είσαι", μέχρι του περιφήμου Brillat-Savarin ανακηρύξαντος αξίωμα, ότι μόνον εκ του είδους της συνήθους αυτώ τροφής και του τρόπου καθ' ον τρώγει θα ηδύνατο να ορισθή ασφαλώς ο χαρακτήρ παντός ανθρώπου, μυρίαι προτάθησαν και υπεδείχθησαν θεωρίαι προς καθορισμόν ή εξήγησιν των γενικωτέρων ψυχικών διαθέσεων εκ των εξωτερικών φαινομένων του καθ' ημέραν βίου.|
Και μόνο αυτή η φράση δείχνει ποια είναι η ματιά του: οι συμπεριφορές και οι εξωτερικές εκφάνσεις, πράγματα που μας παραπέμπουν σε μια μεγάλη ιστορική ενδοχώρα, σε αυτό που, μαζί με άλλους, ονόμαζε ο Κάντιος ανθρωπολογία, που τελικώς έχει να κάμει με καθορισμούς, γενικούς καθορισμούς, κάποτε υπερκαθορισμούς, που διαμορφώνουν τα εξωτερικά σχήματα της συμπεριφοράς και έχουν, ως συνδήλωση, το πολυσυζητημένο πρόβλημα του εθνικού χαρακτήρα.
Η ιστορικότητα των ανθρωπολογικών συμπεριφορών: ο κόσμος της ανώτερης αστικής τάξης έχει ως πρότυπο τον δυτικό κόσμο, τον οποίο μιμείται. Αυτό συμβαίνει από μια στιγμή και ύστερα. Ο ίδιος ο Μητσάκης γεννιέται το 1865, την προηγούμενη εποχή την γνωρίζει κυρίως από αφηγήσεις. Είναι ενδιαφέρουσα η ματιά του --δεν θα 'λεγα η μαρτυρία του-- όταν αναφέρεται στην οθωνική περίοδο:
|Καθ' ην εποχή αι Αθήναι δεν απετέλουν έτι συνοικισμόν άξιον να ονομασθή πόλις, καθ' ην η σήμερος καλλιμέγαρος και θορυβώδης οδός Σταδίου δεν ήτο ή βαθύς κρημνός και θολόν ρεύμα, καθ' ην η εν τω τόπω ξένοι ηριθμούντο επί των δακτύλων, καθ' ην η προς τον επίλοιπον κόσμον συγκοινωνία εχρειάζετο εβδομάδας, επόμενον ήτον τα τε ήθη και τα έθιμα να εξακολουθώσιν όντα ό,τι εννοείται κοινώς δια του επιθέτου πατριαρχικά. Μ' όλας είτε τας πολιτικάς είτε τας οιουδήποτε άλλου είδους διαμάχας η καθόλου όψις του έθνους θα ήτο περίπου οποία πολυμελούς οικογενείας. Η υπό πάσαν έποψιν μετριότης της ζωής ήτο φυσική και επεβάλλετο μάλιστα. Υπό βασιλέαν φουστανελλοφόρον και ηγεμονίδα φεσοφορούσαν, ευεξήγητον είναι αν ετηρείτο των εθνικών παραδόσεων η τε απλότης και η αγνότης. Των επισήμων εορτών, των ιδιωτικών συναθροίσεων και αυτών των δημοσίων περιπάτων το θέαμα, θα εφαίνετο ημίν τοις σημερινοίς παραδοξότατον|.
Θεωρώ τη σύνδεση της αμφίεσης του Όθωνος και της Αμαλίας με μια ζωή που την ξέρει κυρίως από τις διηγήσεις των γεροντότερων, ως μια από τις διεισδυτικότερες ερμηνείες για τον ρομαντισμό του Όθωνα. Ένας ρομαντισμός που έρχεται βεβαίως από τη γερμανική παράδοση και είναι ο ρομαντισμός του έθνους. Η αναφορά στη φουστανέλα αλλά και στο φέσι είναι χαρακτηριστικές, ενώ σε κάποιο άλλο σημείο θα πει, ότι κάτω από τους θόλους του παλατιού αντηχούσαν τα λαϊκά άσματα της εποχής.
Αυτή η πρόσληψη είναι πρόσληψη ρομαντική της πρόσφατης ιστορίας, που έρχεται πλέον σε αντίθεση με τη ζωή, όπως έχει διαμορφωθεί τη δεκαετία του 1880, και της οποίας τα οντολογικά στοιχεία συνεχίζονται, μέσα από τα λείψανα των ανθρώπων που φεύγουν ή μέσα από τις λαϊκές τάξεις. Έχει την εντύπωση κανείς, ότι ακούει, σε άλλο τόνο, τον Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο.
Μια διαδικασία εκπολιτισμού (acculturation) που χρειάζεται εξήγηση.
Δεν θεωρώ ότι ο Μητσάκης ή σε άλλη περίπτωση ο Παπαδιαμάντης ή ο Χρηστοβασίλης είναι οι πρώτοι που κάνουν αυτές τις παρατηρήσεις. Αλλά ο Μητσάκης εντάσσει μια παρατήρηση σημαντική, σε ένα συνεκτικό και αποδεικτικό λόγο. Είναι η ακόλουθη:
|Σύμβολον πίστεως και φιλοπατρίας εθεωρείτο |[μιλάμε ακόμα για την Οθωνική περίοδο]| η εμμονή εις τα πάτρια, και οι τολμηροί νεωτερισμοί είχον εξησφαλισμένην εκ των προτέρων την αποτυχίαν. Κι αν βραδέως και δια του χρόνου κατωρθούτο να εισαχθή τις, αναποφεύκτως υφίστατο αμέσως του εθνικού χαρακτήρος την επίδρασιν. Αυτοί οι ξενικοί χοροί, εγκλιματιζόμενοι, προσελάμβανον ιδιαίτερον τινά τύπον, ημιαρχαϊκόν, ημιδημοτικόν, ελληνοπρεπή, όμως πάντοτε εξόχως, κατά την εν χρήσει χαρακτηριστικωτάτην έκφρασιν|.
Η φράση "ελληνοπρεπής", που απαντάται και σήμερα, δείχνει εδώ ένα τρόπο αρμονικού εκπολιτισμού, δηλαδή αυτό που δέχεσαι έχεις υποδοχές για να το εντάξεις, ώστε ο εκπολιτισμός να μην είναι αποδιαρθρωτικός. Ο Μητσάκης θεωρεί ότι ο πολιτισμός των ημερών του, ο εκπολιτισμός, η acculturation, είναι αποδιαρθρωτικός. Ο ίδιος δεν λέει τη λέξη αποδιαρθρωτικός, δεν φθάνει στην έννοια της αποδιάρθρωσης. Χαρακτηρίζει τον εκπολιτισμό γελοίο, μόνο που κάθε τι γελοίο είναι στην ουσία του αποδιαρθωτικό. Και βεβαίως τον καθιστά γελοίο, με τον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζει τα καινούρια ήθη και με τη γλώσσα που χρησιμοποιεί:
|Η οικοδέσποινα έχει τας ωρισμένας καθ' εβδομάδας ημέρας καθ' ας δέχεται, και τας ωρισμένας καθ' ας δεν δέχεται. Εις την διακόσμησιν των ιδιαιτέρων του οίκου δωμάτων, εν οις εισάγει τους ξένους της, καταβάλλει όλως εξαιρετικήν προσοχήν --όπως φροντίζει περί της αισθήτος της να είνε πάντοτε σύμφωνος προς τον τελευταίον συρμόν. Είνε και τούτο είδος τι γυναικείου σπορτ, καθ' ον νικά η πεπροικισμένη διά μείζονος φιλοκαλίας και νοημοσύνης.|
Και τώρα αρχίζει η γελοιοποίηση:
|Εκτός των σουαρέ, εν μεγίστη ενεργεία και ακμή είναι και αι ματινέ και αι απρέ μιντί και τα φάιβ-ο-κλοκ, αι ημερίδες, αι απογευματιναί, τα δειλινά ή όπως άλλως εξελληνίζονται. Ο κύριος, θέλων να σας δηλώσει ότι επιθυμεί να διέλθητε παρ' αυτώ την εσπέραν, σας καλεί διά να πάρετε, ως λέγει, το τσάι. Επί του κλειδοκύμβαλου παίζονται τεμάχια του νεωτάτου μελοδράματος του Βέρδη ή του Βάγνερ, του Οθέλου της εν Μιλάνω Σκάλας, ή της Βαλκυρίας των Βρυξελλών.|
Δεν είναι τυχαία η χρήση των ξένων όρων που έχουν μπει στην ζωή. Κάπου λέει ότι το κάθε σπίτι έχει το πιάνο του. Και τα μικροαστικά το ίδιο.
Ο Μητσάκης δεν επιχειρεί να δείξει την υφή του ελληνικού κεφαλαίου, αλλά η πινελιά του είναι σημαντική. Καθώς είναι ένας άνθρωπος που παρατηρεί γύρω του, θέλει να δείξει τον κόσμο της ανώτερης τάξης. Δεν του περνάει βέβαια από το νου να βάλει μέσα σ' αυτήν τους εμπόρους και τους βιομηχάνους, τους χρηματιστές και τους τραπεζίτες. Εκείνο που αξίζει να συγκρατήσει κανείς, είναι το γεγονός πως δεν σκέφτεται αυτές τις κατ' εξοχήν κατηγορίες που εκφράζουν την οικονομική κινητικότητα.
Η μεσαία τάξη, "η μάλλον πασών άμορφος και στερουμένη ιδίας προσωπικότητος", μιμείται την ανωτέρα, η οποία με τη σειρά της μιμείται την δυτική, την προηγμένη, και ως εκ τούτου προκύπτει "η μίμησις της μιμήσεως".
Τη μεσαία τάξη αποτελούν "κατώτεροι υπάλληλοι, επαγγελματίαι, συνταξιούχοι, μικροεισοδηματίαι, φοιτηταί". Απουσιάζει δηλαδή και από εδώ ο κόσμος του εμπορίου και της οιασδήποτε βιομηχανίας.
|Το θέαμα τριακοσιοδράχμου οικογενειάρχου, προσπαθούντως εν πάση δυνάμει να αναπαραστήση εν τω κύκλω του εις μικρόν την εικόνα του βίου μυριοταλάντου πλουσίου, δεν είνε εκ των μάλλον σπανίων και ήττον αξιοθρηνήτων φαινομένων και συμπτωμάτων|.
Αυτή η εργώδης μικροαστική τάξη, η "μπουρζουαζί" --την άλλη θα την έλεγε αριστοκρατία-- είναι η τάξη με τις μεγάλες θυσίες.
|Αι δεσποινίδες της οικογενείας ομιλούσιν απαραιτήτως και αυταί την γαλλικήν… Το κλειδοκύμβαλον δεν λείπει από της αιθούσης, ήτις στολίζεται επίσης καταλλήλως --έστω και αν προς τούτο τα λοιπά δωμάτια πρέπει να απομείνωσι γυμνά ... Η εις παν δημόσιον θέαμα, εις πάσαν πλήθους συνάθροισιν, εις πάσαν εορτήν προσέλευσις, είνε εκ των ων ουκ άνευ… Εις τας ανακτορικάς πανηγύρεις ή τελετάς, ο σύζυγος ή ο πατήρ προσκαλείται συνήθως μετά της κυρίας ή των θυγατέρων του|.
Στις μεγάλες γιορτές του παλατιού, μπαίνει κι αυτός ο κόσμος μέσα. Και καμιά φορά, κατά τα γραφόμενα του, τα ονόματά των δεσποινίδων και των κυριών περνάνε στην εφημερίδα, ως διακριθείσες στις δεξιώσεις του παλατιού.
Ο Μητσάκης έχει μια μισανθρωπία, είναι γεγονός. Αλλά αυτή η μισανθρωπία του βρίσκει πεδίο εφαρμογής τις κοινωνικές τάξεις και τις ατομικές, βάρβαρες, απάνθρωπες ιδιότητες όλων των ανθρώπων. Δεν στρέφεται όμως απέναντι στα κοινωνικά σύνολα, τα οποία τα αποκαλεί "ο λαός":
|Ο δε λαός; ο λαός υφίσταται --διότι δεν είνε άλλως δυνατόν-- την επίδρασιν των ηθών τούτων. Συνείθισεν ήδη να πίνη ζύθον αντί του ρητινίτου του... Έχει τα ιδιαίτερα καφφενεία του, τα ιδιαίτερα καπηλεία του, τα ιδιαίτερα θεάματά του... Πολυπληθή ζυθοπωλεία παρέχουσιν αυτώ αντί ευτελούς τιμής μπίρραν υπόξινον προς πόσιν και ρυπαράν Ιταλίδα ή Ελληνίδα υπηρετούσαν προς θέαν|.
Υπάρχει λοιπόν ο μιμητισμός, ο κοινωνικός μιμητισμός, που είναι κάθετος και φτάνει στα λαϊκά στρώματα~ όμως υπάρχει ένα είδος χωρικών διακρίσεων: δεν μετέχουν σε κοινούς χώρους οι άνθρωποι των τριών διαφορετικών τάξεων.
Έχουν τα δικά τους θεάματα: Καραγκιόζης, παντομίμες, ακροβατικά, που παίζονται το θέρος και είναι υπαίθρια. Όλα αυτά είναι πραγματικότητες, υποδεικνύουν, πέραν των ιθαγενών προϊόντων, τον τύπο των ιταλικών θιάσων, που δεν ήταν στην πλειοψηφία τους θεατρικοί θίασοι αλλά ήταν συνδυασμός σαλτιμπάγκων και τραγουδιού, θίασοι που είχαν κατακλύσει την Αθήνα.
Είδαμε με πόση ειρωνεία μιλά για την καρδιοκαψίλα που είχαν να ακούσουν το τελευταίο μελόδραμα του Βέρντι ή του Βάγκνερ. Αναφέρεται στη μουσική, στη διασκέδαση του κόσμου των λαϊκών τάξεων. Είναι σημαντικές επίσης και εδώ οι παρατηρήσεις του. Πρέπει να παρακολουθεί κανείς τον κόσμο, γράφει, στην ευθυμία του:
|παρά τους σταθμούς των σιδηρόδρομων, παρά το Θησείον, εις τα απομεμακρυσμένα ολίγον κέντρα του εργατικού πληθυσμού, όπου ιδρύονται ιδιόρρυθμα ωδικά καφενεία και εγκαθίστανται πλάνητες θίασοι ανατολιτών οργανοπαιχτών ή αοιδών, και σμυρναίος βιολιστής μαγεύει δια του ευκινήτου τόξου του τους παρακαθημένους και καλλίφωνος αρμενία ή εβραία βάλλει περιπαθούς αμανέ στόνους|.
Το ίδιο μοτίβο, σχετικό με την υλική, μουσική, πνευματική καλλιέργεια της παράδοσης, το βλέπουμε και σε άλλα του γραπτά. Εδώ επισημαίνει το γεγονός ότι δημιουργείται ένα καινούριο αστικό φολκλόρ, από τους ανθρώπους που έρχονται έξω από την Ελλάδα, από την Ανατολή. Είναι αυτοί που φέρουν ένα αστικό επίσης φολκλόρ, γηγενές, γεμάτο προσμίξεις --γιατί φαινόμενα εκπολιτισμού είχαν ήδη συμβεί-- ένα μουσικό φολκλόρ το οποίο είχε υποστεί κάτι αντίστοιχο με εκείνο που ονομάζει "ελληνοπρέπεια" κατά την προσαρμογή των χορών: γίνεται ανατολίτικο, ανεξαρτήτως των προσκτήσεων. Αυτό το φολκλόρ μεταφέρεται, γίνεται καθολικό, συνδέεται, κατά το Μητσάκη, με το αγροτικό φολκλόρ που ονομάζουμε δημοτικό και είναι παλαιότερο.
Για να δει τι συμβαίνει σε αυτά τα καφωδεία πηγαίνει στον Πειραιά:
|Εντός καφενείου τινός, ενός των κοινών παρά την προκυμαίαν καφφενείων, ανακυκάται πλήθος πολύ σωρός κεφαλών και σωμάτων παρακαθημένων. Ναύται, εργάται, εμποροϋπάλληλοι, αμαξηλάται, αληθής λαός|.
Αυτός είναι ο λαός των πόλεων. Εδώ οι εργάτες υπάρχουν. Και υπάρχει μία φράση που νομίζω πως είναι από τις πιο ωραίες φράσεις της λογοτεχνία μας:
|Βαρεία ομίχλη καπνού σκοτίζει την όρασιν και ως υπό πυκνόν πέπλον μόνοι διακρίνονται από της εισόδου χειρονομούσαι εν φανταστικοίς κινήμασιν αόριστοι όψεις... Προς το βάθος κείται ο υψηλός μπάγκος του διευθυντού, εφ' ου αποτίθενται κύπελλα, κύαθοι, φιάλαι, ρίπτονται δε εν κρότω τα χαλκά κέρματα, άτινα συνάζουν οι υπηρέται.|
Τα χαλκά κέρματα: με χαλκά κέρματα πληρώνει κανείς σε αυτά τα καφωδεία. Το ίδιο συμβαίνει και στα λαϊκά εστιατόρια, στα οποία επίσης αναφέρεται σε άλλο του διήγημα, όπου επίσης επικρατεί ο μπάγκος, με τον διευθυντή σε περίοπτο θέση.
|Προς την άλλη δε γωνίαν, αριστερά, εγείρεται είδος τις εξέδρας, εφ' ής κάθηνται τρεις μουσικοί, παρ' αυτούς δε τρεις γυναίκες. Ο πρώτος των μουσικών, ο πρεσβύτερος εγείρει βραδέως το βιολίον του και άρχεται παίζων επ' αυτού χρόνον τινά ... Αμέσως δε πας θόρυβος παύει... Και το παράδοξον άσμα προβαίνει, πάντοτε νυσταλέον, πάντοτε αβίαστον, επί του αυτού πάντοτε ήχου και επί των αυτών ή μάλλον της αυτής λέξεως, ως επίμονος επίκλησις, ως απηλπισμένη κραυγή, ως μυχίου πόνου και πόθου έκφρασις, άλλοτε μαλθακώς ολισθαίνον, άλλοτε αιρόμενον εις θλιβεράν οιμωγή και άλλοτε καταπίπτον και τελευτόν εις βαθύν στόνον|.
Με λόγια δεν νομίζω ότι μπορεί κανείς καλύτερα να περιγράψει, να αποδώσει τον αμανέ.
Τελειώνει έτσι με αυτήν την αναφορά στη διασκέδαση του καφωδείου, όπου συναντιόνται δύο πολιτισμοί με τρόπο αρμονικό, όπου μεταλλάσσεται ο παραδοσιακός πολιτισμός στον καινούριο αστικό πολιτισμό που φέρουν οι άνθρωποι της Ανατολής. Στο ανατολικό είδος η λογία μουσική και η λαϊκή μουσική αποτελούν εκφάνσεις της ίδιας μουσικής~ δεν υπάρχει η διχοτομία που συμβαίνει με την δυτική μουσική, η οποία λαϊκοποιείται και αποτελεί διαφορετικό μουσικό είδος από εκείνο που αποτελούσε την εθνική λεγομένη μουσική.
Οι μουσικοί αυτοί είναι κάτοχοι μια υψηλής καλλιεργημένης μουσικής γνώσης και παιδείας και μιλάνε στην ψυχή αυτών των ανθρώπων, των αμαξηλατών, των εργατών, των ναυτών, των μικρών δημοσιοϋπαλλήλων που συναντάει στο καφέ αμάν του Πειραιά, και τους οποίους θα περιγράψει και σε άλλα του πεζογραφήματα επικεντρωμένα στα λαϊκά εστιατόρια και στα λαϊκά καφενεία.
Αντίρροπα με την τρέλα
Του Θανάση ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ
Είναι μάλλον γνωστή, εξ αιτίας κυρίως της ποιητικής διαπίστωσης της απορρυθμιστικής δράσης της τρέλας από τον Γεώργιο Βιζυηνό ("μετεβλήθη εντός μου ο ρυθμός του κόσμου"), η εκ νέου καταφυγή του συγγραφέα στην ποίηση μετά τα πεζογραφικά του άλματα που τον έθεσαν σε τροχιά μείζονος και από την οποία βγήκε για να βρεθεί στον αύλειο χώρο της τρέλας. Η οποία υπήρξε εντέλει το τελευταίο του οντολογικό καταφύγιο, αφού η εποχή του, η κοινωνία της, και η ιστορία του δεν μπόρεσαν να τον κρατήσουν ως το φυσικό του τέλος στους κόλπους τους. Είναι ίσως εξίσου γνωστή η σποραδική προσφυγή σε ποιητικές απορυθμίσεις, του συνομηλίκου του ποιητή Ρώμου Φιλύρα, έξω από τα αισθητικά και μορφολογικά όρια της ποίησής της εποχής του, που ενίοτε αποκτά --θα λέγαμε σήμερα-- υπερρεαλιστικούς τόνους, χάνοντας τον έλεγχο της επαφής της με τη λογική ή συνειδητή ακολουθία, γεγονός το οποίο στις μέρες μας δεν είναι πλέον εκ προοιμίου καταδικαστέο. Προχώρησε άλλωστε ο καιρός κατά έναν αιώνα. Άδηλο βέβαια αν προχωρήσαμε πράγματι κι εμείς μαζί του.
Μάλλον όμως παραμένει παντελώς άγνωστη, αν εξαιρεθούν κάποιοι, μετρημένοι στα δάχτυλα, από τους παροικούντες τη λογοτεχνική Ιερουσαλήμ, η αντίστοιχη περίπτωση του Μιχαήλ Μητσάκη, ακόμα πιο ιδιόρρυθμη από εκείνη των δύο συνοδοιπόρων κατά την εποχή συγγραφέων. Δεν είναι γνωστό, αλλά μάλλον ο Μητσάκης όσο κυκλοφορούσε ως εχέφρων πολίτης, δεν δημοσίευσε ποιήματα. Τα κείμενά του παρά την κρούστα της λόγιας ειρωνείας τους δεν κρύβουν εντελώς το σπαραγμό, την έγνοια του για τα ανθρώπινα, και μια κριτική ματιά για τα τεκταινόμενα της εποχής του, η οποία παρά το κομψό ύφος δεν υπολείπεται σε αιχμηρότητα. Ωστόσο, αυτός ο μηδέποτε γράψας ποιήματα, γνωρίζουμε σήμερα, χάρη σ' ένα ξάφνιασμα της καλοτυχίας από κείνα που επιβεβαιώνουν την σπανιότητά τους και χάρη στον εκπρόσωπό της, τον Άγγελο Καράκαλο, ότι χαρτογράφησε έναν ολόκληρο κόσμο πάνω σ' ένα αντίτυπο της Ιλιάδας του Ομήρου, γράφοντας πυρετικά ποιήματα. Ο γραφικός τους χαρακτήρας ταυτίστηκε από τον ευρόντα το βιβλίο Άγγελο Καράκαλο, που με υπομονή ιστοριοδίφη και λεπτότητα νευροφυσιολόγου τα μετέγραψε και το 1958 τα τύπωσε σε ένα τομίδιο. Μια λεπτομέρεια, από κείνες που μπορεί να βγάζουν μάτι ως αυτονόητες, τα ποιήματα είναι γραμμένα στα γαλλικά (και το βιβλίο περιμένει ακόμα την ελληνική του απόδοση μαζί με τους έλληνες μελετητές και αναγνώστες του).
Το ερώτημα που τίθεται είναι διπλό. Τι παρακίνησε τον Μιχαήλ Μητσάκη κατά τη διάρκεια της ψυχιατρικής νοσηλείας του αφενός να γράψει ποιήματα (ποιήματα που μέχρι τότε δεν έγραφε) και αφετέρου γιατί στα γαλλικά. (Το ερώτημα, γιατί πάνω σ' ένα αντίτυπο της Ομηρικής Ιλιάδας ας παραμένει εδώ σε σιωπή, ως κρυφή αντιπαλότητα με τον αιώνιο πρόγονο, τον γενάρχη, τον απόρθητο, τον απρόσιτο.) Γιατί η έξοδος από τη μητρική γλώσσα, γιατί το καταφύγιο της ποίησης εν μέσω της τρέλας; Θα πει κανείς αφελώς γι' αυτό, για το εν μέσω της τρέλας. Μόνο που πριν λίγο η τρέλα ονομάστηκε --παραδόξως ίσως για κάποιους-- έσχατο οντολογικό καταφύγιο, και ως τέτοιο θα συνεχίζει να χαρακτηρίζεται από τον υπογράφοντα, αφού αυτό το καταφύγιο δηλώνει την εξάντληση των πλέον λησμονημένων εφεδρειών του ανθρώπινου πλάσματος και την εν απογνώσει χρήση τους σαν ένα ύστατο κράτημα από τη ζωή. Έτσι και η ξένη γλώσσα, όταν βρίσκεσαι διωγμένος και προπηλακισμένος από τη δική σου και τους δικούς σου (ή τουλάχιστον αυτήν και αυτούς που ως τότε θεωρούσες σαν τέτοια). Έτσι και η ποίηση, υπερασπίζεται τις εσχατιές της εγγραφής ενός υποκειμένου, μιας τελευταίας αντανάκλασής του έστω, μιας ανάσας του ίσως που δεν μπορεί αλλού να καθρεφτιστεί ή να ανασάνει.
Σ' αυτές τις ποιητικές δοκιμασίες του ο Μητσάκης, με τις πολύ έντονες εικόνες του, χαρτογραφεί με ζήλο το ζέον περιεχόμενο ενός αποσταθεροποιημένου ψυχισμού, ενός ψυχισμού σε ταραχή (με την κυριολεκτική έννοια της καιρικής ταραχής ή της θαλασσοταραχής). Και αποτυπώνοντας την ταραχή διασώζει για λίγο, πρόσκαιρα, τη λέμβο του ανθρώπινου πλάσματος που υπήρξε, την ξαναεγγράφει στον κόσμο των πολλών, των λογικών και των ζωντανών, την ξαναγράφει αιτώντας αποδέκτη (όπου πρώτος τη τάξει βρέθηκε ο Άγγελος Καράκαλος), την ξαναγράφει αφού τη βάζει να επιπλέει στον ωκεανό της Ιλιάδας, στους κόλπους και όχι απέναντι αυτή τη φορά από έναν γενάρχη από τον οποίο ζητά στέγη, καταφύγιο, άσυλο στη θερμή ανάσα των στίχων ενός άλλου. Έστω και σε ξένη γλώσσα, αυτός ο απόκληρος της κοφτερής ελληνικής του, αφού καταφεύγει στην ορθοφροσύνη των γαλλικών, καθώς τα ελληνικά του δεν χωρούν ή δεν δέχονται την αλήθεια του. |Και βεβαίως αυτό δεν αρκεί, αυτό από μόνο του δεν σώζει|. Δείχνει μόνο την οδό, το μονοπάτι μιας σωτήριας διαδρομής. Μόνο που για την Ελλάδα, για την εποχή του Μητσάκη, για τον Μητσάκη υπήρξε εφεξής κλειστή. Εξ ου και το περπάτησε όσο μπόρεσε |μόνος|. Απελπιστικά μόνος, μπορούμε νόμιμα να φανταστούμε και χωρίς να έχει τύχη.
Εκείνη που δεν είχε ο ίδιος, τη συνάντησαν οι απόπειρες επανεγγραφής του --ποιητικής και όχι πεζογραφικής, αφού η ποίηση αγγίζει τον πυρήνα τού είναι ενώ η πεζογραφία ακολουθεί (ας θυμηθούμε ακόμα και τα νανουρίσματα και τα τραγουδιστά ψελλίσματα του νήπιου που προηγούνται των παραμυθιών του)-- στον κόσμο των άλλων, των άλλων που έλειψαν απελπιστικά για κείνον. Ας μπούμε στη θέση τους, με έναν αιώνα καθυστέρηση και ας δεξιωθούμε όχι τον ίδιο (το ανέφικτο), αλλά τα ίχνη της προσωπικής απελπισίας σ' αυτή την ανάκαμψη και την μέχρις εσχάτων πάλη να σωθεί. Και ας σκεφτούμε εξ αφορμής, μήπως η απελπισία και η μηχανή που περισσεύουν στο σημερινό τρόπο ζωής είναι εκείνες που κρατούν σε απόσταση από την ποίηση, εκείνες που κρατούν τον πυρήνα τού είναι του σημερινού ανθρώπου αποκλεισμένο από τον ίδιο του τον εαυτό, περιχαρακωμένο σε έξωθεν και άνωθεν εντολές, απορφανισμένο και ερημωμένο από ό,τι πιο ζωντανό, ό,τι πιο ουσιώδες μπορεί να διαθέτει ο ίδιος μέσα του. Αυτό άλλωστε ουρλιάζει και κλωτσάει και κρούεται στα γαλλικά ποιήματα που χάραξε ο Μιχαήλ Μητσάκης πάνω στις σελίδες της Ιλιάδας.
|Ο Θανάσης Χατζόπουλος είναι ποιητής και ψυχαναλυτής|
ΑΠΟ ΤΑ
"OEUVRES INEDITES DE MICHEL MITSAKIS"
Publiees par Anghelos Karakalos
Athenes 1957
Σαν τις βαλανιδιές πάνω στα όρη
Που ούτε άνεμο, ούτε το χτύπημα του κεραυνού
Μήτε τον πέλεκυ του δαίμονα φοβούνται
Θα σε προσμένω με στέρεο πόδι, πάνω στο χώμα
Ακλόνητο,
Πνεύμα ταραχώδες, αρμονικό και τρελό!
..............
Αναγγελίες περήφανα θα κάνω
Και ηχηρούς χρησμούς θα δώσω
Από το φως και τον αέρα θαμπωμένος
Και φλογισμένο το αίμα μου θα νιώσω
Κάτω από τους ατμούς του δάσους,
Τους παλιούς μύθους βοσκότοπων βουβών
Θα ομολογήσω να ξαναγεννηθούν καινούργιοι
Ευκίνητη και λεπτοκαμωμένη η χάρη τους
Από μια λαμπερή αχτίδα χρυσωμένοι.
Μέσα από πεύκα και οξιές,
Θα με ακούς για χάρη σου να μεταφράζω
Την τόσο απλή και τραχιά γλώσσα
Χωρικών και στρατοκόπων
Με αγνές προθέσεις και ανυστερόβουλα εντελώς
Αυτή θα ρυακίσει, θα γελάσει, θα βοήσει,
Χωρίς ίχνος σόδας καυστικής.
M'HIRE MIE DONC (Μυρμιδών)
(μτφρ. Θανάσης Χατζόπουλος)
Το κριτικό του έργο
Της Γεωργίας ΓΚΟΤΣΗ
Δημοσιογραφία - λογοτεχνία - κριτική: η πολυμέρεια που παρουσιάζει η συγγραφική δραστηριότητα του Μιχαήλ Μητσάκη είναι μάλλον τυπική στην εποχή του. Ωστόσο, και καθώς εκκρεμεί μια έκδοση των απάντων του, ο Μητσάκης είναι στις μέρες μας περισσότερο γνωστός χάρη στα ιδιότυπα πεζογραφήματά του. Ο κριτικός του λόγος, μολονότι φωτίζει το αφηγηματικό του έργο, παραμένει λιγότερο προσιτός.
Στην κριτικογραφία του Μητσάκη θα μπορούσαμε να περιλάβουμε εκτενείς αναλύσεις ή συντομότερα σημειώματα για συγκεκριμένα λογοτεχνήματα και συγγραφείς, λήμματά του στο |Λεξικόν εγκυκλοπαιδικόν| των Μπαρτ και Χιρστ (όπου, πέρα από εργοβιογραφικές πληροφορίες, διατυπώνονται κρίσεις για το έργο των παρουσιαζόμενων συγγραφέων) καθώς και τοποθετήσεις του για το γλωσσικό ζήτημα ή την πνευματική κατάσταση της χώρας. Τα κείμενά του αφορούν Έλληνες και ξένους λογοτέχνες, παλαιότερους και νεότερους, Επτανησίους και Αθηναίους, ποιητές, πεζογράφους και θεατρικούς συγγραφείς. Ενίοτε περιορίζονται στην επισκόπηση του βίου και της δημιουργικής παραγωγής ενός συγγραφέα ενώ, συχνότερα, συνδυάζουν την αποτίμηση ενός ή περισσοτέρων έργων με κοινωνιολογικά σχόλια και αναφορές σε αισθητικά ή ειδολογικά ζητήματα.
Ο ίδιος ο Μητσάκης δεν φαίνεται να προασπίζεται μια συγκεκριμένη κριτική μέθοδο. Με βάση την πεποίθηση ότι στην αδιαμόρφωτη ελληνική κοινωνία είναι δύσκολο να υπάρξει αξιόλογη πνευματική κίνηση, θεωρεί τον κριτικό καταδικασμένο "να καταστήση αυτόν ή δήμιον ή γελοίον". Τείνει, πάντως, να προτιμά τον ρόλο του δημίου, ενώ το ευφυολόγο ύφος του μετατρέπεται συχνά σε σαρκαστικό θυμίζοντας στοιχεία της ροΐδειας ρητορικής, την οποία εκθειάζει ("Ο κ. Κορομηλάς άγει ισοβίως την εορτήν της εβραϊκής |σκηνοπηγίας|. Υπό τας |σκηνάς| όσας έχει κάμη μέχρι τούδε, θα ηδύνατο να κατασκηνώση ολόκληρον στράτευμα"^1^). Τις κρίσεις του τις εμφανίζει ως προϊόντα "απλής μόνον επιθυμίας προς εκδήλωσιν ατομικών εντυπώσεων παραχθεισών εκ της αναγνώσεως διανοητικού τινός προϊόντος", οι οποίες υπακούουν στον κανόνα της "ειλικρίνειας"^2^. Στην πραγματικότητα, οι κριτικές του, αν και δεν συνθέτουν μια συνολική εικόνα των σύγχρονών του λογοτεχνικών εξελίξεων, υπερακοντίζουν την ιμπρεσιονιστική αποτίμηση συγκεκριμένων κειμένων.
Θα περιοριστώ σε τρεις περιπτώσεις. Ένα από τα πρώτα θέματα που απασχόλησαν τον κριτικό Μητσάκη ήταν ο χαρακτήρας των έργων της "πραγματικής σχολής". Σε βιβλιοκρισία του 1888 καθώς και στα κείμενα που δημοσίευσε το 1890 και το 1891, στο πλαίσιο διαμάχης του με τον Ξενόπουλο, ο Μητσάκης στοιχειοθετεί την εικόνα του "ηθογραφικού" έργου το οποίο συναρτά με το μυθιστόρημα και το διήγημα "ρεαλιστικού ή νατουραλιστικού είδους". Ο ορισμός του συγκροτείται με βάση τη μετάβαση από το φανταστικό και το ονειρώδες στην κοινωνική μελέτη, την ψυχολογική ανάλυση και την έρευνα ηθών, και με αναφορά στις κριτικές αρχές του Ζολά και το παράδειγμα των "Παρισινών ηθών" του Ντωντέ. Η όλη θεώρηση δείχνει την προσπάθεια του κριτικού να θέσει ως προϋπόθεση των σχέσεων της ελληνικής με την ευρωπαϊκή λογοτεχνία την εις βάθος εξοικείωση της πρώτης με τις θεωρητικές αρχές και πρακτικές της δεύτερης. Αν η πεζογραφία του Ξενόπουλου συνιστά τον άμεσο στόχο του, ο νεαρός Ζακυνθινός "χαρακτηριστικόν σημείον της συγχρόνου εποχής και της συγχρόνου νεολαίας", του δίνει την αφορμή να καυτηριάσει γενικότερες τάσεις, στρεβλωτικές για τη "γεννωμένη νεοελληνική φιλολογία"^3^. Μια τέτοια τάση ήταν η άκριτη μίμηση των ξένων παραδειγμάτων. Την καταγγελία της θα πρέπει να τη δούμε ως μέρος της έντονης αποδοκιμασίας που επανειλημμένα εξέφραζε ο συγγραφέας για την υπανάπτυξη της νεοελληνικής κοινωνίας~ απηχώντας τον Ροΐδη, ο Μητσάκης διαπίστωνε ότι οι σύγχρονοί του έμεναν καθηλωμένοι σε μια ημιβάρβαρη κατάσταση, καθώς ούτε τις προγονικές παραδόσεις τους είχαν διατηρήσει ούτε το ευρωπαϊκό παράδειγμα είχαν αφομοιώσει^4^. Μία άλλη τάση αφορούσε "την εμετικήν ομαλότητα και ομοιομορφίαν" του ύφους, η οποία σε συνδυασμό με την αφύσικη "καθαρογλωσσίαν" και την "έλλειψιν ιδεών"^5^ στερούσε από τα νεοελληνικά έργα κάθε στοιχείο πρωτοτυπίας ή εσωτερικής δύναμης. Ουσιαστικά, μέσω της κριτικής του, ο Μητσάκης περιγράφει τα ελαττώματα που θα έπρεπε να αποφύγει και τις κατευθύνσεις που θα έπρεπε να ακολουθήσει η νεοελληνική πεζογραφία (στη συγκεκριμένη περίπτωση την κατεύθυνση της ρεαλιστικής/νατουραλιστικής τεχνοτροπίας) για την παραγωγή αξιόλογων έργων.
Το γεγονός ότι ο κριτικός λόγος του Μητσάκη στόχευε στη διαμόρφωση των αισθητικών αξιών του παρόντος γίνεται εμφανές και από τη συμμετοχή του στη διαδικασία εγκλιματισμού της Επτανησιακής παράδοσης στον αθηναϊκό χώρο. Η επιδοκιμασία του για τους Επτανήσιους ποιητές και κριτικούς είναι σαφής. Στο λήμμα του για τον Κάλβο, όπου διακρίνεται ο αντίκτυπος της παλαμικής διάλεξης του 1889 για τον Ζακύνθιο ποιητή, ο Μητσάκης δικαιώνει το καινοφανές των μέτρων και των ρυθμών, του ύφους και της γλώσσας του Κάλβου βάσει του συντονισμού τους προς την έμπνευση --"εκ της ψυχής αυτού καταφανώς αυτομάτως απορρεύσαντα"-- και της συναρμογής τους με το περιεχόμενο των στίχων του^6^. Προχωρώντας όμως, και αναμετρώμενος έμμεσα με τον Παλαμά, συνδέει την πολύμορφη γλώσσα του Κάλβου με τις εξελίξεις στη γλώσσα της εποχής του. Η σχέση του Μητσάκη με τον Παλαμά παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον~ όσον αφορά πάντως την επτανησιακή ποίηση αξίζει να επιμείνουμε σε μια δεύτερη σύμπτωση: το 1890 ο Μητσάκης χαιρετίζει, λίγο πριν από τον Παλαμά, την έκδοση των |Ποιητικών έργων| του Μαρκορά. Ο έπαινος για τον |αφανή| Επτανήσιο εξυπηρετεί έναν ευρύτερο στόχο: την αντιδιαστολή της επτανησιακής ποίησης, έμπλεης εθνικής συγκίνησης, προς την αθηναϊκή, προϊόν είτε "νηπιώδους εμπνεύσεως" είτε μιμητισμού. Το σχήμα της αντιπαράθεσης χρησιμοποιούσε ήδη ο Παλαμάς στην προσπάθεια δημιουργίας μιας λογοτεχνικής ιεραρχίας και ενός γραμματολογικού μοντέλου που θα συνέδεε την ποίηση της γενιάς του με τους Επτανήσιους προδρόμους. Η καίρια διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι ο Μητσάκης ενεργοποιεί την αντιπαράθεση αυτή προκειμένου να καταδικάσει όχι μόνο τον αθηναϊκό ρομαντισμό αλλά και εκπροσώπους της αναδυόμενης γενιάς που αναζητούσε έμπνευση στον γαλλικό Παρνασσό και τον Heine. Ο "νεογέρων" Μαρκοράς προτείνεται ως οδηγός στους "κατίσχνους αντιγραφείς του Κοππέ, τους ωχρούς παππαγάλους του Μπαμβίλ, τους αναιμικούς συλητάς του Συλλύ-Πρυδώμ, τους ανόστους και αναλάτους πιθήκους του Χάϊνε --τους στιχουργούς των πλατειών και των Φαλήρων..."^7^. Από την άποψη αυτή, ο Μητσάκης τονίζει μάλλον την απόσταση παρά τους συνδετικούς αρμούς μεταξύ Επτανησίων και γενιάς του '80.
Η κριτική για την ποίηση του Μαρκορά μας φέρνει σε ένα τρίτο ζήτημα. Μολονότι ο Μητσάκης θεωρούσε τις σύγχρονές του γλωσσικές διενέξεις άγονες, οι παρατηρήσεις του τόσο σε δημοσιευμένα όσο και σε ανέκδοτα κείμενά του^8^ πιστοποιούν το έντονο ενδιαφέρον του για γλωσσικά θέματα. Τις αντιλήψεις του για το γλωσσικό ζήτημα, οι οποίες εμφανίζονται πλήρως διαμορφωμένες μέσα στη δεκαετία του 1890, χαρακτηρίζει αξιοσημείωτη ανεκτικότητα. Όσον αφορά τη λογοτεχνία, ο Μητσάκης αποσυνδέει την αισθητική αποτίμηση από τον παράγοντα της γλωσσικής μορφής και αναγνωρίζει στον λογοτέχνη πλήρη αυτονομία κατά την επιλογή του γλωσσικού του οργάνου. Έτσι, στο κείμενό του για τον Μαρκορά δηλώνει: "Γλώσσα είνε και πρέπει να είνε μία διά τον ποιητήν, μία διά τον συγγραφέα: Εκείνη διά της οποίας αισθάνεται εαυτόν δυνάμενον να εκφράση τα διανοήματα και τα συναισθήματα αυτού, ακριβώς, εναργώς, ζωντανώς και ισχυρώς ως τα εσκέφθη, τα ησθάνθη, και να μεταδώση αυτά απαράλλακτα και εις άλλους, να κάμη και άλλοι να τα αισθανούν όπως αυτός"^9^. Το 1891, συναρτώντας τη γοητευτική αφέλεια των στίχων του Κρυστάλλη με την αυθόρμητη δημοτική του, ο Μητσάκης υπερασπίζεται, επιπλέον, την ενστικτώδη ικανότητα του ποιητή "να μεταχειρισθή εκάστοτε την γλώσσαν η οποία του χρειάζεται κατά τας περιστάσεις, αναλόγως εκείνων τα οποία έχει ανάγκην να εικονίσ' ή να εκφράση"^10^. Στις τοποθετήσεις αυτές διακρίνεται η διττή πεποίθηση ότι η γλώσσα πρέπει να εναρμονίζεται αφενός με την ιδέα και το αίσθημα του ποιητή και αφετέρου με το εκάστοτε περιεχόμενο του λογοτεχνικού έργου. Ωστόσο, την ορθότητα της δεύτερης άποψης θέλησε να ελέγξει ο Μητσάκης όταν |μετέφρασε| το διήγημα "Η θλίψις του μαρμάρου" από την "αρμόζουσαν εις το θέμα" καθαρεύουσα σε δημοτική.
Το ζήτημα της αυτονομίας της ποιητικής έκφρασης, τόσο ως προς τις επιταγές των καθαρολόγων όσο και ως προς τις δεσμεύσεις που συνεπαγόταν η ψυχαρική εξίσωση του ποιητή με τη φωνή του λαού, απασχολούσε την ελληνική σκέψη την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα. Στο πλαίσιο κριτικών τους παρατηρήσεων, ο Καλοσγούρος, ο Πολυλάς και ο Παλαμάς πρόβαλαν τη γλωσσοπλαστική δύναμη του ποιητή και τη συμβολή του στον εξευγενισμό της ομιλούμενης εθνικής γλώσσας. Το σημείο που χρήζει προσοχής στην περίπτωση του Μητσάκη είναι ότι κηρύσσει "το δικαίωμα της εν ελευθερία εκλογής της μορφής" "|μεταξύ| και |εξ όλων| των γλωσσικών στοιχείων τα οποία υπάρχουν σήμερον εν χρήσει", το οποίο, θεωρητικά τουλάχιστον, επιτρέπει τη συγγραφή έργων σε οποιοδήποτε γλωσσικό ιδίωμα. Η πρόκριση της δημιουργικής ελευθερίας απεξαρτά τον συγγραφέα από γλωσσοπλαστικούς σκοπούς --μολονότι ο Μητσάκης δεν αποκλείει πως η αληθινή ποίηση μπορεί να συντελέσει στη διαμόρφωση της γλώσσας. Φαίνεται, εντέλει, ότι ο Μητσάκης υπερβαίνει τα διλήμματα της εποχής του, συνδέοντας τη λογοτεχνικότητα όχι με μία ορισμένη μορφή γλώσσας αλλά με την αποτελεσματικότητα της γλώσσας ενός έργου. Κριτήρια επιτυχούς χρήσης της λογοτεχνικής γλώσσας αποτελούν "η περιπόθητος συνταύτισις περιεχομένου και μορφής"^11^ --βασικός κανόνας των αισθητικών κρίσεων του συγγραφέα-- και η επικοινωνιακή αξία, η ικανότητα της να μεταδώσει τις ιδέες και τα αισθήματα του δημιουργού.
Η αποστροφή του προς κάθε είδους περιορισμό, η οποία διέπει τη σκέψη του Μητσάκη, εξηγεί την εναντίωσή του σε κάθε ρυθμιστική παρέμβαση στη φυσική εξέλιξη της εθνικής γλώσσας. Συντονισμένος με το κλίμα της εποχής του, όπου η μικτή νομιμοποιούνταν σε μεγάλο βαθμό στον προφορικό λόγο και κέρδιζε την εύνοια αρκετών συγγραφέων, θεωρούσε ότι ο δρόμος για τη δημιουργία ενός καθολικού και ενιαίου γλωσσικού οργάνου ξεκινούσε ακριβώς από την ελεύθερη χρήση της μικτής που διαμορφωνόταν στα αστικά κέντρα. Όπως εύστοχα υποστήριζε το 1892, "το ευκταίον γλωσσικόν μέλλον έγκειται μόνον εις την όσον το δυνατόν ευρυτέραν κ' ελευθεριωτέραν συγχώνευσιν των δύο κυρίως διαμαχομένων ιδιωμάτων και όλων ανεξαιρέτως των άλλων γλωσσικών στοιχείων, οθενδήποτε και αν προέρχωνται, τα οποία ημπορούν να χρησιμεύσουν εις την βαθμιαίαν παραγωγήν, ούτε |δημοτικής|, ούτε |καθαρευούσης|, αλλά |Νεοελληνικής Γλώσσης|, πολυμορφωτάτης μεν και πολυσυνθετωτάτης πιθανώς,...."^12^.
Με το κριτικό του έργο, το οποίο διακρίνει η ευρυμάθεια, η οξύνοια και η ελεγκτική διάθεση, ο Μητσάκης συμμετέχει στο συνολικότερο εγχείρημα διαμόρφωσης του αισθητικού κώδικα της γενιάς του '80. Η κριτικογραφία του, μολονότι δε διαθέτει την έκταση, την ποικιλία ή τη συστηματικότητα της γραφής του Ροΐδη, του Παλαμά και του Ξενόπουλου --ο Μητσάκης έζησε άλλωστε λιγότερο από όλους τους-- συνιστά αξιοπρόσεκτη μαρτυρία για το σύγχρονό του πολιτιστικό τοπίο, ιδίως καθώς ο συγγραφέας συνδυάζει τη λογοτεχνική ανάλυση με την κοινωνιολογική θεώρηση.
|Η Γεωργία Γκότση διδάσκει νεοελληνική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Πατρών|
*Το κείμενο αποτελεί μέρος ευρύτερης έρευνας για το κριτικό έργο του Μιχ. Μητσάκη.
1. "Φιλολογική επιθεώρησις", |Ακρόπολις Φιλολογική, |τόμ. Α΄| | (1888-1889), σ. 57.
2. "Φιλολογική επιθεώρησις", |ό.π.|, σ. 55-56.
3. Βλ. "Η φιλολογική κίνησις παρ' ημίν - Εν αθηναϊκόν μυθιστόρημα", |Αττικόν Μουσείον, |αριθ. 18 (1.12. 1890) και αριθ.19-20 (Χριστούγεννα 1890) 184-185 και 212-214.
4. Βλ., μεταξύ άλλων, "Ποιήσις και πραγματικότης", |Ακρόπολις| (15.1.1888).
5. "Η φιλολογική κίνησις παρ' ημίν - Εν αθηναϊκόν μυθιστόρημα", |ό.π.|, σσ. 213-214.
6. "Κάλβος Ανδρέας", |Λεξικόν Εγκυκλοπαιδικόν|, τόμ. 4 (Μπαρτ και Χιρστ, Απρ.1893 - Σεπτ. 1894), σ. 472. Πβ. τα όσα γράφει ο Παλαμάς για τα καλβικά μέτρα "ως μάλλον ανταποκρινόμενα προς τα βίαια κινήματα της ψυχής" ("Κάλβος ο Ζακύνθιος", |Άπαντα|, τόμ. 2 , Μπίρης, χ.χ., σ. 28-59, σ. 47).
7. "Η φιλολογική κίνησις παρ' ημίν - Γεράσιμος Μαρκοράς", |Αττικόν Μουσείον, |αριθ. 8 (20.8.1890), σ. 72. Σημειώνω ότι ο Μητσάκης έχει υπόψη του τη μελέτη του Θ. Βελλιανίτη για τον Μαρκορά (όπως και ο Παλαμάς) καθώς και τις περί νέας ποιητικής σχολής απόψεις του Ροΐδη.
8. Βλ. τα χωρία από το |Γλωσσικαί Παρατηρήσεις| του Μητσάκη που δημοσίευσε ο Γ.Π. Σαββίδης στον τόμο |Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας, |Επιστημονική επιμέλεια Μ.Ζ. Κοπιδάκης (Ε.Λ.Ι.Α., 1999), σ. 270. Επίσης Δέσποινα Δρακοπούλου, "Μιχαήλ Μητσάκη: "Ο Αόρατος"", |Μολυβδοκονδυλοπελεκητής| 1 (1989), σ. 96-105, σ. 97, για σχετικό χειρόγραφο σημείωμα που βρίσκεται στα κατάλοιπα του συγγραφέα.
9. "Γεράσιμος Μαρκοράς" |ό.π.,| σ. 72.
10. "Κρυστάλλη |Αγροτικά|" (1891) στον τόμο Μιχ. Μητσάκης| Το έργο του|, Εισαγωγή - Σχόλια - Επιμέλεια Μιχ. Περάνθη (Εστία, 1956), σσ. 347-356, σ. 354.
11. Για τα παραθέματα βλ. "Ένα γράμμα και μία "μετάφρασις"" (1892), |Εικονογραφημένον Ημερολόγιον του έτους 1893 |εκδιδόμενον υπό Μιλτιάδου Α. Φωτιάδου, σ. 125 και σ. 126.
12. "Ένα γράμμα και μία 'μετάφρασις'", |ό.π.,| σ. 126.
Ένας (μη)ιδανικός αυτόχειρ
Του Γιώργου ΚΑΡΥΠΙΔΗ
Τι μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος όταν καταλάβει ότι έπεσε, κατά λάθος, σ' έναν κόσμο όπου δεν ανήκει; κι όταν, κάθε που βγαίνει απ' το σπίτι του, τούρχονται σκάγια στα μούτρα; Ή πολεμάει τον κόσμο (όσο αντέχει), ή φεύγει (αν μπορεί). Ο Μιχαήλ Μητσάκης όμως δεν φεύγει. Πηγαίνει, το πολύ, ως την Κέρκυρα, όπου παίρνει βαθιές εισπνοές: "τις δεν επόθησεν άραγε άπαξ τουλάχιστον επί της ζωής του τοιούτον εν κρησφύγετον, όπου να ζήση και να τελευτήση άγνωστος εις αδρανούς υπάρξεως και κεκρυμμένης ευτυχίας όνειρον;" (Mon Repos). Δεν του μένει λοιπόν παρά να πολεμήσει. Γι' αυτό στρατεύεται, όχι σε κάποια, εθνική ή όποια, ιδεολογία (που μάλλον απεχθάνεται), αλλά στην υπηρεσία του δικού του αισθητικού και πολιτικού λόγου, της δικής αλήθειας. Όχι μόνον εναντίον μιας "πεζής, χαμαιζήλου και οικτράς" εποχής, αλλά εναντίον ενός "Κράτους (Έθνους - Κοινωνίας) φαντάσματος", μιας Ιστορίας που δεν είναι παρά η κεκαλυμμένη μυθοποίησή της: το αλχημικό εφεύρημα της ιστορικής συνέχειας του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού, του Επίλεκτου Λαού και του --ανωτέρου των υπολοίπων-- Έθνους, σόφισμα στο οποίο βασίστηκε η ετερογενής νεοελληνική συνομάδωση. Όταν όμως ο (εθνικός) Μύθος μεταμφιέζεται σε (εθνική) ιστορία, η (κοινωνική) αυτογνωσία και η (κοινή) λογική παν' περίπατο. Και μαζί τους η νεοκλασική L' age d' or του Τρικούπη: "Δυστυχώς επτωχεύσαμεν".
Ο Μητσάκης ανήκει στους ελάχιστους λόγιους της εποχής του (π.χ. Ροΐδης) που διέγνωσαν την κυρίαρχη αντίφαση της αθεμελίωτης, μωροφιλόδοξης και μεγαλοϊδεατικής νεοελληνικής κοινωνίας: "Η ζωή των αστών μας είνε αντιγραφή της αντιγραφής, απομίμησις της απομιμήσεως... Ο λαός υφίσταται --διότι δεν είνε άλλως δυνατόν-- την επίδρασιν των ηθών τούτων" ("Η ζωή εις την πρωτεύουσαν"). Και συνεχίζει: "Οφειλαί μέχρι λαιμού, χρεωκοπία επικειμένη ... δαπάναι ασυλλόγιστοι ... όρεξις να φάγωμεν όλοι εκ του προϋπολογισμού ... χρηματιστικόν έρεβος και κερδοσκοπία αχαλίνωτος ... (κυβέρνησις) βανδαλική εν τω εσωτερικώ, αξιοδάκρυτος εν τω εξωτερικώ ... μουσικόν αίσθημα άγνωστον, γνώσεως του ωραίου και εκτιμήσεως αυτού ούτε ίχνος... Λημέρι υπό μορφήν κράτους και κράτος - λημέρι. Ούτε δούλοι ακριβώς, ούτε ελεύθεροι αληθώς. Ούτε ανατολίται πλέον, ούτε ευρωπαίοι ακόμα... περιβληθέντες την ρεδιγκόταν του φραγγισμού απεμείναμεν υπ' αυτής ακραιφνείς τσαρουχοφόροι και βρακάδες ... Υπό προσωπίδα πολιτισμένην πτωχοί, πτωχοί ημιβάρβαροι". ("Η σύγχρονος εθνική κατάστασις").
Το κινηματογραφικό βλέμμα του πεζογράφου συλλαμβάνει την εικόνα του ορατού εμμένοντας με τέτοιο τρόπο (στυλ) στη λεπτομέρεια, ώστε αυτή γίνεται πύλη προς το ουσιώδες. Είναι μόνο κατ' επίφασιν περιγραφικός "ντοκυμαντερίστας". Το έργο του διατρέχει η πνοή του "αοράτου": Η νοηματοδότηση που αυτός καλείται να προσδώσει. Ένας ερειπωμένος τοίχος μεταφράζεται σε ψηφιδωτό ιστορικού και αισθητικού στοχασμού: "... Ο χρόνος, ο τελευταίος των κατακτητών..." ("Εις τοίχος"). Το ταξίδι γίνεται συχνά "εσωτερικό". Στο τοπίο της φύσης συναντάει το τοπίο της ψυχής (του). "Φύσις η οποία δεν είχεν μεν ίσως γόητρα δια το όμμα του τυχόντος παρατηρητού, αλλ' έχει παν ό,τι χρειάζεται δια να ελκύση ένα καλλιτέχνην ή ένα ποιητήν... (των βουνών) φανταστική σχεδόν είναι η προ της φωτογραφικής του οφθαλμού πλακός παρέλασίς των, την νύκτα ιδίως, ως υπερμεγέθων σιωπηλών συμβολικών τεράτων..." ("Ήπειρος"). Είναι σκηνοθέτης, δραματουργός. Είναι ο "εικονίζων και την εσωτερικήν υπόστασιν" του πράγματος. Διότι πρέπει να "εισδύσεις στην ψυχήν της σκηνής ή της εικόνας". Ο ποιητής "πρέπει να γράφη κυρίως υπακούων εις ενδόμυχον |ανάγκην |όλου του όντος..." π.χ. το σύντομο, πυκνό διήγημά του "Το φίλημα", ή ο, προδρομικής νεωτερικής αφαιρετικότητας και θαυμαστής αφηγηματικής οικονομίας, "Αυτόχειρ". Η φαινομενικά αποστασιοποιημένη γραφή του κρύβει τη συναισθηματική και ηθική του μετοχή στο δράμα των ταπεινών και καταφρονεμένων: "Ζώσιν ο εις επί του άλλου, έχοντες ως στρώμα το έδαφος, ως θέρμανσιν των βδελυρών σαρκίων των την επαφήν, ως ορίζοντα τον απέναντί των τοίχου. Ζώσιν εις τας οπάς των, εις ας σύρονται και εισχωρούσιν έρποντες ως αγρίμαια... εις τον Αράπην, το φοβερόν υποχθόνιον σπήλαιον, όπου ουδέποτε εισήλθε φως..." ("Παλαμήδι"). Στα δίποδα θύματα περιλαμβάνονται, άνευ διακρίσεων, και πλάσματα τετράποδα. Ύστερα από φοβερά βασανιστήρια, τα οποία υπέστη υπό διπόδων, το σκυλί "εκύτταζε τα σπλάχνα του χυμένα, παρίστατο θα έλεγες ως και το ίδιον εις την αγωνίαν του, ωσάν ν' ανέμενε να ίδη εαυτό να ξεψυχά..." ("Θεάματα του Ψυρρή"). Μετά από αντίστοιχη "παιγνιώδη" μεταχείριση ένα μικρό γατί ξεψυχά με βλέμμα εσταυρωμένου μάρτυρος: "Και τα γαλανά ματάκια του έξω των κογχών προβάλλοντα εκ της αγωνίας, συνηντήθησαν ούτω προς τας τελευταίας ακτίνας του δύοντος ηλίου, ... εκαρφώθησαν επ' αυτού μίαν στιγμήν, με έκφρασιν αρρήτου λύπης και εκπλήξεως και τρόμου, ωσάν το επιθάνατον μικρόν ζώον να ερωτούσε το παμμέγεθες θνήσκον άστρον διατί έμελλε και αυτό να αποθάνη..." ("Το γατί"). Ενός λεπτού σιγή.
Ίσως ο Μητσάκης έχει αρχίσει να αισθάνεται ότι το πραγματικό δεν μπορεί να αναχθεί σε αισθητικό. Παραείναι ευτελές, χυδαίο και κτηνώδες. Οι πραγματολογικές προϋποθέσεις της αισθητικής πράξης δεν επαρκούν, ή ακόμα χειρότερα, ανθίστανται, "κλωτσάνε". Το αισθητικό "νόημα" διαφεύγει. Η διάσταση ανάμεσα στην τραυματισμένη συνείδηση και τον κόσμο γίνεται μοίρα του Μητσάκη. Η μη αναγνώριση του έργου του επιτείνει την αίσθηση της απώλειας. Έχει ήδη εντοπίσει στον Εθνάρχη Παλαμά "σωβινισμό", και θεωρεί τον έτερο Εθνάρχη Ψυχάρη, ανίκανο να κατανοήσει "το εν πολλοίς βάρβαρον και ξενικόν της καταχρηστικής δημώδους". Ο Εθνάρχης θα ενοχληθεί όταν ο Μητσάκης θα συγγράψει κείμενο σε δύο εκδοχές: σε καθαρεύουσα ("Η θλίψις του μαρμάρου") και σε δημοτική ("Το παράπονο του μαρμάρου"), καταθέτοντας έτσι το πραγματικό του αίτημα: "...βαθμιαίαν παραγωγήν ούτε δημοτικής, ούτε καθαρευούσης, αλλά Νεοελληνικής Γλώσσης, πολυμορφωτάτης μεν και πολυσυνθετωτάτης πιθανώς...". Σημειώνει ακόμα: "Δεν ηξεύρω τι εννοείται κοινώς δια της λέξεως 'εθνικός ποιητής', διότι εν Ελλάδι αι λέξεις έχουν συνήθως πολύ διάφορον σημασίαν εκείνης οπού φαίνονται. Αλλά αν είνε τυχόν όπως την αντιλαμβάνομαι εγώ... η δάφνη των πλείστων εκ των σφετερισθέντων μέχρι τούδε τον τίτλον τούτον πρέπει να αφαιρεθή από το κεφάλι των...". Και πότε αρχίζει ο καυγάς; "Ο καυγάς αρχίζει όταν λες ότι η γλώσσα είναι 'όργανον'...". Θα βιώσει την (νοτιοβαλκανικής υφής) "ανεδαφικότητα" πριν το Σεστώφ, την "ξενότητα" πριν τον Καμύ. Γράφει στίχους στα γαλλικά. Γιατί; Διότι -υποθέτουμε-- "οι ουλεμάδες του Τύπου, εκδίδοντες καθεκάστην φετφάδες περί φιλολογίας, περί γλώσσης, περί επιστήμης και περί παντός άλλου, ως να μην τους έφθανεν η πολιτική..." έχουν "υποκλέψει" το μοναδικό του όπλο, το μοναδικό του "τόπο" : Τη γλώσσα την ελληνική. Μόνος (γνώρισε άραγε γυναίκα;), πλάνης, άστεγος, αδικαίωτος: Ο λόγος του γίνεται κραυγή. Θα αφήσει την τελευταία του πνοή σε ψυχιατρείο. Οι, εθνικώς υπερήφανοι, εχθροί του επέζησαν (εκτός ψυχιατρείου). Σήμερα θριαμβεύουν (εκτός φυλακής). Ο κατάλογος των θυμάτων μεγαλώνει, εμπλουτίζεται. "Το Όνειρον, μήπως τυχόν δεν είναι παρά η πραγματικότης εν εμβρύω;" Ναι, είναι. Ακριβώς όπως κι ο Εφιάλτης.
|Ο Γιώργος Καρυπίδης είναι κινηματογραφιστής και πεζογράφος|
Καταργώντας τα όρια των ειδών
Του Γιάννη ΔΑΛΛΑ
Ο Μητσάκης πλούτη ιδεών πρωτότυπων, μέταλλα δικά του, ορυκτά ή ευγενή δεν είχε. Είχε όμως ετοιμότητα αντανακλαστικών μοναδική, ώστε να ανταποκρίνεται αυτόματα στα ερεθίσματα που του παρείχε άφθονα η κοινωνία των καιρών του. Ήταν με άλλα λόγια ένας δραστικός πομπός ή μάλλον αγωγός επιφανείας και άρα άμεσης βολής. Και παρ' όλα αυτά, αφού μιλάμε για αλληλοδιάδοχους καιρούς, ένας πομπός μεγάλης διάρκειας, που μπορούσε, δίχως να παλιώνει, και να συνεχίζει τον Ροϊδη και να φτάνει να επενεργεί ως την εποχή ακόμη του Φιλύρα. Είναι τα δύο όριά του, με μια ενδιάμεση διάστασή του, κεντρική, το χρονογράφημα και οι δημοσιογραφικές παραφυάδες του (οι ταξιδιωτικές ανταποκρίσεις και τα τεχνοκριτικά πορτρέτα). Από τις τρεις αυτές πηγές κατάγεται αντιστοίχως η θεματική και η ποιητική του: ο στόχος, το είδος και το ύφος του.
Ο |στόχος| του κατάγεται από τη φαρέτρα του Ροϊδη. Βάλλει με ανάλογη οξύτητα εναντίον του ερμαφρόδιτου κοινωνικού ιστού της εποχής του: "δομινοφορούντα μασκαράν, επιχρυσωμένον τενεκέν, βρακάν με ψηλό καπέλο", αποκαλεί τον Έλληνα και εν γένει τους συγχρόνους του: "Ούτε δούλοι ακριβώς", γράφει, "ούτε ελεύθεροι αληθώς, ούτε ανατολίται πλέον, ούτε Ευρωπαίοι ακόμη. Περιβληθέντες την ρεδιγκόταν του φραγκισμού απεμείναμεν υπ' αυτήν ακραιφνείς τσαρουχοφόροι και βρακάδες. Υπό προσωπίδα πολιτισμένην, πτωχοί πτωχοί ημιβάρβαροι". Συν τω χρόνω ο στόχος του απλώνεται και επιμερίζεται. Η επιτιμητική ματιά του απευθύνεται με την ίδια άνεση μεταξύ των ανακτόρων ή των αστικών εντευκτηρίων και των γραφικών νταήδων του Ψυρρή ή του επινείου, στα κοινωφελή ιδρύματα και στα χαμώγια, στα φιλολογικά σαλόνια και στους χειρώνακτες, στους χρυσοθήρες και στους φουστανελοφόρους. Επιμένοντας στους τύπους πιο πολύ παρά στους χαρακτήρες, και αυτή αποτελεί τη διαφοροποίησή του και από τον Ροϊδη και απ' τους ηθογράφους της γενιάς του. Με τη σάτιρά του βέβαια, όπως ο Ροϊδης, δεν περιορίζεται καθόλου στη διακωμώδηση. Από Μώμος γίνεται και αυτός στηλιτευτής της κοινωνίας. Γίνεται ένας ελεγκτής και δικαστής του δημοσίου βίου, κάτι σαν δημόσιος κατήγορος της εξουσίας και όλων των κοινωνικώς κακώς κειμένων. Και από αυτήν την άποψη, είναι κάτω απ' τον στηλιτευτή και αυτός ένας μοραλιστής. Από όπου όμως απορρέει μια ακόμη διαφοροποίησή του: Δεν απέχει από τα γεγονότα που ελέγχει, αλλά συμπαρίσταται, συμπάσχει και πονεί. Η συμπόνια, η συμπάθεια, η έγνοια, η αφοσίωση, η ευγνωμοσύνη είναι μοιρασμένος πόνος που διακατέχει τα γραπτά του και που διαχέεται σε όλους τους χώρους και τους τύπους του: οι παιδικοί σταθμοί, τα θέατρα, οι στάσεις και τα μικρομάγαζα και οι βιοπαλαιστές οι ταπεινοί και καταφρονημένοι διαγράφονται μετέωροι στους κύκλους της παροδικής τους χαρμονής και της φθοράς τους. Έτσι ο πόνος για τα έμψυχα και τα άψυχα της κοινωνίας δείχνει τον Μητσάκη να φιλοδοξεί να γίνει εν δυνάμει ένας ταπεινός παρακαθήμενος στην τράπεζα ενός συγγραφέα που υπερεκτιμούσε, του Παπαδιαμάντη.
Για το |είδος| που καλλιεργούσε ξέρουμε, και το ήξερε και ο ίδιος, πως ανάβλυζε από την επαγγελματική του ενασχόληση: απ' το χρονογράφημα (και τις παραφυάδες του). Το ήξερε, αλλά απέφυγε να το ταυτοποιήσει. "Το διήγημα ή η εικών ή το πεζόν ποίημα ή η φανταζί ή η Αθηναϊκή σελίς ή όπως θέλετε ονομάσατέ τα", γράφει στον εκδότη αποστέλλοντας συνεργασία του. Διήγημα δεν έγραψε βεβαίως, γιατί του έλειπε η ικανότητα για σύνθεση, πλοκή, διαγραφή -πέρα απ' τους τύπους- χαρακτήρων, σύμφωνα με τους κανόνες της παλαιάς πεζογραφίας. Και το |Εις Αθηναίος Χρυσοθήρας| που υποδείχτηκε ως εξαίρεση, μάλλον εκ του θέματος σχηματίστηκε αυτομάτως ως διήγημα. Και όμως γνώριζε καλά τη συνταγή σχετικά με "τα απαραίτητα προσόντα παντός θέλοντος να γράψει διηγήματα ή μυθιστορήματα ρεαλιστικού ή νατουραλιστικού είδους", κατά τον Ζολά. Τι συμβαίνει, συνεπώς, με το είδος των κειμένων του, που αδυνατεί, όπως είδαμε, και ο ίδιος να ορίσει; Σύμφωνα με τα νεότερα κριτήρια, είναι δυνατόν να θεωρούνται ως κείμενα αυτοδύναμα. Όχι απλώς γιατί ορισμένα τους ως "εικόνες" ή "πεζά ποιήματα" (όπως έγραψε και ο ίδιος) έχουν την παράδοσή τους στις αρχαίες ελληνιστικές |εικόνες| ή |εκφράσεις| ή στα πεζοτράγουδα των νεοτέρων χρόνων αντιστοίχως, αλλά γιατί όλα τους, καταργώντας τα όρια των ειδών, επιτηδεύονται -και με την επίδραση της ποίησης- μια νέα εκδοχή πεζογραφήματος. Μια επίδραση και εκδοχή που τα εντάσσει πέραν της ηθογραφίας και του νατουραλισμού, στην επόμενη τεχνοτροπία του συμβολισμού. Και μια πιο προχωρημένη αντίληψη και τεχνική, που αργότερα θα την εκφράσει ο υπερρεαλισμός, ακούγεται στη φράση που εφαρμόζει σε ορισμένα κείμενά του: "Το όνειρον μήπως δεν είναι παρά η πραγματικότης εν εμβρύω", γράφει~ "και αλλού, προαναγγέλλοντας θα έλεγα την αυτόματη γραφή: "Απόφασις μετά σκέψιν - ένστικτον βραδυπορούν".
Ο συμβολισμός είναι αυτός που υπαγορεύει και το |ύφος| του. Ο ίδιος πρόσβευε εξάλλου σχετικά: "Αν υπάρχει τίποτε εις παν άξιον λόγου έργον, εις ο κατ' εξοχήν να εμφαίνεται η προσωπικότης του συγγραφέως, έστω και όσον αν ηθέλησε τυχόν ούτως να την αποκρύψει, τούτο είναι κυρίως και πρωτίστως το ύφος". Στον Μητσάκη το ύφος έχει μια υψηλού βαθμού ιδιομορφία, που τη συγκροτεί η γλώσσα, η σύνταξη, ο τόνος και ο ρυθμός του λόγου. Ανεξιγλωσσία, υπερβατά στη σύνταξη, επιτονισμός και μουσική με εναλλαγές συχνότητας, αυτά είναι τα δεσπόζοντα γνωρίσματα του ύφους του. Με μετάθεση του κέντρου βάρους στα επίθετα, που ο καταιγισμός τους με τη συνοδεία του ρυθμού συντελεί στη σπαστικότητα ενός ύφους όχι άσχετου με την ψυχοπαθολογία του, που εν τέλει τον έριξε στην αφασία του Δρομοκαϊτειου. Γράφει: "νυκτοβάτης η Πόλυ", "του εδάφους τα εντόσθια", "μετά μεγάλου δρου ράσων", "ω σκιερόν Βυζάντιον", "κρύον Αμερικής όνειρον", "το τρομαλέον φέγγος", "άργυρος των άστρων", "η κουβέντα εκρεουργήθη", "η πλατεία νεκροζεί", "παμμεγέθης κρατήρ εκχέει, κρεμάμενος άνωθεν την ζέουσαν των ακτίνων του λαύραν ο ήλιος". Ύλη γλωσσική από ποικίλα μεταλλεία, ορεσίβια αγκωνάρια και ναυτικοί όροι, διαλεκτικά στοιχεία και λεξιθηρεύματα λόγια, φρασεολογία διπλωματική και καραγωγέων υβρεολόγια, αυτός είναι "ο φθονητός λεκτικός όλβος" του. Χτυπά το σώμα του λόγου στα κρυφά ή "απόκρυφα" - σημεία του και τα ηδονίζει με τις συμπλοκές των πιο ευαίσθητων μελών του. Παράγοντας έτσι στιγμιότυπα και συγχορδίες: κείμενα εμπρεσιονιστικής ζωγραφικής και συγχρόνως μουσικής υποβολής.
Έτσι έδρασε και αντέδρασε στην εποχή του και επενήργησε στους άλλους ο Μητσάκης. Έδρασε ως εμπρεσιονιστής, από την επιφάνεια του καιρού του όπου τάχτηκε. Γιατί πάντα εκεί στην επιφάνεια γίνεται η αλλαγή φωτοσκιάσεων, αλληλοδιαδέχονται τα στιγμιότυπα, γίνεται αντιληπτή οποιαδήποτε άμεση ανατροπή προς την οποία ανταποκρίνεται, λόγω εποχής και χαρακτήρος του, και η σπασμωδικότητα του ύφους του. Και έτσι επενήργησε σε κάποιους ομοτέχνους με το ύφος του, όμοια ή διαφορετικά αιρετικούς και ιδιόμορφους, λ.χ. τον Σκαρίμπα ή τον Πεντζίκη. Και βεβαίως τον Φιλύρα, συναινούσης και της ψυχικής του ομοιοπάθειας. Βάσει της οποίας, πριν οδηγηθεί στη σχιζοφρένεια, θα ακουστεί μια τελευταία του κραυγή:
Άνθρωποι, χριστιανοί, αδελφοί, δεν γνωρίζετε να μου υποδείξετε κανέναν θηριοδαμαστήν δι' αυτά τα δύο αγρίμια, αυτόν τον Πάνθηρα και αυτήν την Τίγριν, άτινα φέρω εντός μου κατασπαράσσοντα τη σάρκα μου: τον εγκέφαλόν μου και την καρδίαν μου;
Μητσάκης εναντίον Παλαμά
Του Δημήτρη ΔΗΜΗΡΟΥΛΗ
*
Σ' αυτό που ονομάζουμε "τύχη του κειμένου" περιέχεται και η έννοια της επιστροφής, μετά από μεγάλα ή μικρά διαστήματα αφάνειας. Θεωρητικά κανένα κείμενο δεν πάει χαμένο, στην πράξη όμως πολλά κείμενα έχουν ξεχαστεί, σχεδόν μόνιμα, στα σκοτάδια της ιστορίας. Η τύχη επομένως δεν ευνοεί όλα τα κείμενα με τον ίδιο τρόπο και η ιστορία δεν διαθέτει μηχανισμούς ισότιμης μεταχείρισης. Είναι μεγάλη υπόθεση να δοθεί, σ' ένα κείμενο παλαιό, η δυνατότητα να συναντήσει την ανάγνωση στον ορίζοντα που είχε εγγράψει μέσα του (στο σώμα της γραφής του) ως "μέλλον". Κανείς ποτέ δεν ξέρει τι μπορεί να προκύψει από μια τέτοια συνεύρεση. Με λίγα λόγια, και από αυτή την προοπτική, το ανανεωμένο ενδιαφέρον, ιδιαίτερα τα τελευταία είκοσι χρόνια, για την επανέκδοση κειμένων του ελληνικού 19ου αιώνα, δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί, αυτονοήτως, θετικό.
Προσωπικά δεν συμφωνώ πάντα με την αιτιολόγηση της επανέκδοσης ούτε με τις ιδεολογικές επενδύσεις του κειμένου σε αλλότριες επιδιώξεις ή αξιώσεις. Βρίσκω συχνά υπερβολικούς τους ισχυρισμούς ότι με την επανέκδοση ξεχασμένων ή παραμελημένων έργων ανατρέπεται ο κανόνας της ελληνικής λογοτεχνίας, ότι ξαναγράφεται η ιστορία της και ότι κείμενα, τα οποία στην εποχή τους θεωρήθηκαν ασήμαντα ή δεν έτυχαν της δέουσας προσοχής, αιφνιδίως πρέπει να θεωρηθούν "αριστουργήματα" και μάλιστα με τα σημερινά κριτήρια. Έβρισκα πάντα ότι αυτές οι φιλολογικές φαντασιώσεις εξυπηρετούσαν περισσότερο τις φιλοδοξίες του εκδότη, που ήθελε να εντυπωσιάσει τη συντεχνία του, και λιγότερο την αναγνωστική τύχη του έργου. Ένα κείμενο ζει στην εποχή του~ για να ξαναζήσει σε άλλες εποχές δεν αρκεί η φιλολογική τεκμηρίωση και υποστήριξη~ χρειάζεται αναγνώστες~ πρέπει ο λόγος του να ξαναβρεί ζωτικό χώρο για να ακουστεί.
Πέρα ωστόσο από τις αντιρρήσεις, εξακολουθώ να θεωρώ σημαντικές τις επανεκδόσεις παλαιότερων κειμένων, συνεχίζω να πιστεύω στην αξία που έχει για το παρόν η "διαθεσιμότητα" των κειμένων, η δυνατότητα δηλαδή που δίνεται στον σημερινό αναγνώστη να αναμετρηθεί μαζί τους, αν το φέρει η περίσταση. Έχω τους δικούς μου λόγους γι' αυτό. Δεν μ' ενδιαφέρει ούτε η αναμόχλευση της γραμματολογίας ούτε η αναδρομική αξιολογία ούτε η φιλολογική σπουδαιολογία. Ένα κείμενο, που δεν μπορεί να εμπνεύσει ξανά και να δώσει κίνητρα στην ανάγνωση, υπάγεται στη δικαιοδοσία του γραμματολόγου, του ιστορικού της λογοτεχνίας. Έχει αξία ως τεκμήριο και όχι ως δημιουργική αναμέτρηση. Προτιμώ τα κείμενα που λειτουργούν ακόμη με τη γλώσσα και το ύφος τους μέσα από το παρελθόν. Μου χρειάζονται σαν "φρένο" στην ταχύτητα του παρόντος, σαν "εξισορρόπηση" στον επικοινωνιακό ίλιγγο που δυναστεύει το χρόνο μου. Η συνάντηση μαζί τους, όταν κατορθώνεται, προσφέρει ταυτόχρονα γνώση και απόλαυση. Η πατίνα του χρόνου δεν βαραίνει πια στον λόγο τους αλλά γίνεται πολύτιμο γνώρισμα της αξίας τους.
Με γενικότερους όρους, κάτι τέτοιο ανταποκρίνεται σε ανάγκες αναθεωρητικής αυτογνωσίας και, κατ' επέκταση, στην αναζήτηση μιας πολιτισμικής νηφαλιότητας. Τα κείμενα όταν επανέρχονται μπορεί να έχουν ή να μην έχουν τα καλά τους διαπιστευτήρια, στην πραγματικότητα όμως η υπόστασή τους, το νόημά τους, θα κριθεί εκ νέου. Υπάρχουν ως "δυνατότητα" μέσα στις ανάγκες και τις επιθυμίες του παρόντος. Η δυνατότητα δεν νοείται ως παραχώρηση του παρόντος αλλά ως ανάγκη του, ανάγκη να σταθεί και να ξαναπιάσει το νήμα του χρόνου, να τροφοδοτήσει τη γραφή και την ανάγνωση με γόνιμη ύλη.
* * *
Δεν ξέρω τι μπορεί να κερδίσει κανείς διαβάζοντας τα πεζογραφήματα του Ξένου, του Πιτζιπιού και του Παλαιολόγου, για τα οποία τόσα πολλά και υπερβολικά γράφτηκαν τα τελευταία χρόνια. Τα αντιμετωπίζω περισσότερο σαν υποχρεωτική άσκηση στην ιστορία της λογοτεχνίας. Η σημασία τους ως προς αυτό δεν πρέπει να υποτιμηθεί. Κάτι τέτοιο όμως απέχει πολύ από την ανακήρυξή τους σε μείζονα έργα της ελληνικής λογοτεχνίας. Αντίθετα, πιστεύω ότι έχει πολλά να κερδίσει ο σημερινός αναγνώστης, από το καμίνι της γραφής που συντηρεί τη φλόγα του με κείμενα του Σπυρίδωνος Ζαμπελίου, του Εμμανουήλ Ροΐδη, του Βλάση Γαβριηλίδη και του Μιχαήλ Μητσάκη για να αναφέρω κάποια ξεχωριστά ονόματα. Το στοίχημα εδώ είναι διαφορετικό. Και η διαφορά αναδύεται στην ίδια τη γραφή. Όποιος περιπλανηθεί σε όσα έγραψαν ετούτοι οι ανοικονόμητοι εραστές του λόγου δεν θα βρει ποτέ την άκρη. Από την εμπειρία όμως της περιπλάνησης θα έχει μεγάλο κέρδος.
Οι άνθρωποι αυτοί, από τους οποίους μας χωρίζει ένας αιώνας και κάτι, κατάφεραν να αφήσουν το δικό τους μοναδικό ίχνος στη γραφή. Αυτό είναι το κύριο και σημαντικό. Διαβάζοντάς τους σήμερα νιώθουμε ότι, παρά την απόσταση από την εποχή, τα κείμενά τους προκαλούν και ερεθίζουν το ενδιαφέρον και την περιέργεια. Η ασυγκράτητη γλωσσοπλασία και το εκρηκτικό ύφος του Ζαμπέλιου, η ρητορική πανουργία και το διακειμενικό κέντημα της γραφής του Ροϊδη, το μαχητικό πάθος στον λόγο του Γαβριηλίδη, ο σαρκαστικός οίστρος και ο υφολογικός μετεωρισμός του Μητσάκη, είναι λίγα μόνο από τα δώρα του 19ου αιώνα στους βιαστικούς και αγχωμένους αναγνώστες της εποχής μας.
Στις περιπτώσεις αυτές το διακύβευμα δεν είναι η αποκατάσταση των κειμένων στην κλίματα των αξιών που συνέχουν την ιστορία της λογοτεχνίας αλλά η ζωντανή και ζωτική συμπερίληψή τους στον διάλογο με το παρελθόν. Με αυτές τις επεξηγήσεις θα ήθελα συνεπώς να ξεκαθαρίσω ότι, ενώ κάθε επανέκδοση κειμένου είναι από μόνη της βαρύνουσα για την πορεία μιας λογοτεχνίας, δεν διασφαλίζει αυτόματα και την αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος στο παρόν, δεν καταλήγει υποχρεωτικά στο διάλογο, πράγμα που ανανεώνει τη δυναμική της προγενέστερης γραφής. |Κάθε έκδοση ωστόσο παρέχει πάλι το κείμενο στην ιστορία ως δυνατότητα η οποία δεν γνωρίζουμε πότε θα ενεργοποιηθεί|.
Είναι ευτύχημα που ο Μητσάκης επιστρέφει. Τα περισσότερα κείμενά του, κατεσπαρμένα σε περιοδικά και εφημερίδες, είναι δυσπρόσιτα έως απρόσιτα στον σημερινό αναγνώστη. Σε αυτά πρέπει να προστεθούν τα αθησαύριστα και τα ανέκδοτα. Η βιβλιογραφία Κατσίμπαλη (1942, και συμπλήρωμα 1944) είναι καλός οδηγός αλλά όχι πλήρης. Ο Μητσάκης, όπως και πολύ άλλοι λόγιοι της εποχής του, δεν υπέγραφε πάντα τα κείμενά του ή, όταν τα υπέγραφε, χρησιμοποιούσε συχνά διάφορα ψευδώνυμα. Η φιλολογική αναζήτηση έχει μεγάλο και δύσκολο έργο μπροστά της. Πιστεύω ότι μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οι περισσότεροι γνώρισαν τον Μητσάκη από την έκδοση Περάνθη (1956). Χρήσιμη έκδοση αλλά ελλιπής και με αρκετές αβλεψίες. Στις αρχές του 21ου αιώνα ο Μητσάκης ήταν ουσιαστικά υπόθεση του μακρινού παρελθόντος. Ένας ήσσων συγγραφέας που ενδιέφερε τους ειδικούς. Μόνο τελευταία, με τις επανεκδόσεις ορισμένων κειμένων από τον Γιάννη Παπακώστα, φαίνεται ότι αφυπνίστηκε το ενδιαφέρον φιλομαθών λογίων και εκδοτών. Αναμφίβολα εκκρεμεί μια αντιπροσωπευτική συλλογική έκδοση του έργου του και μια συστηματική κριτική αποτίμηση της προσφοράς του στη λογοτεχνία, στην κριτική και στην επιφυλλιδογραφία.
Δεν μπορεί παρά να ελπίζει κανείς ότι, αφού η αρχή έγινε, δεν θα αργήσει η ώρα που ο Μητσάκης θα είναι επαρκώς διαθέσιμος στους σημερινούς αναγνώστες ως "κείμενο". Τα υπόλοιπα (κυρίως: η δυναμική επανάκαμψη) απομένει να φανούν στην πραγματικότητα του καιρού. Πρέπει, στο σημείο αυτό, να σημειώσω ότι ο Μητσάκης, στις περισσότερες εν κυκλοφορία ιστορίες της λογοτεχνίας, ή μνημονεύεται εμπαρόδως ή δεν αναφέρεται καν. Από τον κανόνα εξαιρείται ο Κ.Θ. Δημαράς, ο οποίος του αφιερώνει στην |Ιστορία| του περίπου μία σελίδα, πυκνή σε πληροφορίες και μεστή από ιστορική κρίση.
* * *
Πάντα μου άρεσε ο Μητσάκης. Η σφοδρότητα της γραφής και η βιαιότητα της κρίσης του. Οι απρόσμενες συστροφές του ύφους και οι εξάρσεις της ρητορικής του. Είχε κάτι ξεχωριστό στο ξετύλιγμα της γνώμης, στο ρυθμό του λόγου, στον αιφνιδιασμό της αναγνωστικής προσδοκίας. Δεν σε άφηνε να πλήττεις, αφού παράβαινε διαρκώς τους κανόνες και αγνοούσε τις συμβάσεις. Ήταν ταυτόχρονα υπερβολικός και γοητευτικός, θυελλώδης και οξυδερκής, ειρωνικός και τρυφερός. Όταν στα φοιτητικά μου χρόνια περνούσα ώρες στην Εθνική Βιβλιοθήκη, ψάχνοντας τον Ροΐδη, έπεσα επάνω του και άρχισα να τον διαβάζω φανατικά. Παράλληλα, με μπούσουλα τη βιβλιογραφία του Κατσίμπαλη, συγκέντρωνα κείμενά του από ξεχασμένα περιοδικά και εφημερίδες. Έχω ακόμη το φάκελο, με τις φωτοτυπίες και τις φωτογραφίες εκείνης της απόπειρας, να μου θυμίζει την επίμονη συναναστροφή με το έργο του.
Από το μικρό αυτό αρχείο αποφάσισα να ανασύρω, και να εκδώσω σε λίγο καιρό, ένα από τα πιο ενδιαφέροντα κείμενά του, το οποίο φέρει τον τίτλο "Ολίγα λόγια". Πρόκειται για κριτική με στόχο τον Παλαμά, που γράφτηκε στην Κέρκυρα το 1894 και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα |Το Άστυ| σε πέντε συνέχειες, από 29 Ιανουαρίου έως 2 Φεβρουαρίου 1895. Το κείμενο εντάσσεται στις επιφυλλίδες του |Άστεως| με το γενικό προσδιορισμό "Η πνευματική κίνησις εν Ελλάδι", έχει τη μορφή εισαγωγής (αφού όλα τα μέρη φαίνεται να ανήκουν σε κάτι ευρύτερο που έχει την ένδειξη Α') και σε κάθε συνέχεια επαναλαμβάνεται ως μότο το μανιάτικο μοιρολόϊ "Αν είσ' οπίσω φτάσε με, / Κι αν είσ' ομπρός καρτέρα". Η αφορμή είναι, όπως συμβαίνει συχνά, ασήμαντη. Τον Σεπτέμβριο του 1894 ο Παλαμάς δημοσιεύει στην |Εστία| την μετάφραση του ποιήματος "Υπατία" του Γάλλου παρνασσικού ποιητή Leconte de Lisle. Τον Οκτώβριο εμφανίζεται σύντομη και ανώνυμη επίκριση της μετάφρασης στο |Άστυ|.
Ο Παλαμάς αντιδρά έντονα και δημοσιεύει μακροσκελή απάντηση τον ίδιο μήνα στην |Εστία|. Η παρέμβαση του Μητσάκη γίνεται λίγους μήνες αργότερα, χωρίς ο ίδιος να έχει άμεση σχέση με τη διαφωνία και χωρίς να τον προκαλέσει ο Παλαμάς. Κατά τη διάρκειά της δημοσίευσης ο Παλαμάς ανακοινώνει στην Εστία: "Εις όσα, εν πλήρει επιγνώσει του ατόπου, ήρχισε να δημοσιεύη το |Άστυ|, δηλώ ότι δεν θα απαντήσω". Επί της ουσίας ο Παλαμάς δεν θα απαντήσει ποτέ, σχολίασε όμως το γεγονός πολλά χρόνια αργότερα το 1916 (περ. |Νουμάς|), λίγο μετά το θάνατο του επικριτή του, αντιμετωπίζοντας το κείμενο σαν παραλήρημα αρρωστημένου νου.
Αυτά με την αφορμή και τα γραμματολογικά δεδομένα. Δεν είναι εδώ ο χώρος για περισσότερα. Είναι προτιμότερο να ρίξουμε μια ματιά στο ίδιο το κείμενο, το οποίο κατά τη γνώμη μου πρέπει να ενταχθεί στην ιστορία της ελληνικής κριτικής και εκεί να πάρει τη θέση που του αξίζει. Για τον κριτικό Μητσάκη λίγα έχουν ειπωθεί. Τα περισσότερα γραπτά του παραμένουν απρόσιτα. Η συγκεκριμένη επίθεση εναντίον του Παλαμά είναι νομίζω από τα πιο αντιπροσωπευτικά δείγματα της κριτικής του "τρέλας" που δεν έχει τίποτα να κάνει με τον "αρρωστημένο νου" του Παλαμά.
Δύο πράγματα πρέπει να επισημανθούν εξαρχής. Το πρώτο αναφέρεται στη χειμαρρώδη γραφή του, η οποία συχνά ξεστρατίζει για να σταθεί και να κρίνει φαινόμενα του κοινωνικού ή του πνευματικού βίου, και το δεύτερο αναφέρεται στην ακραία ταλάντευση της κρίσης ανάμεσα στην προσωπική επίθεση και στην εξημμένη αλλά τεκμηριωμένη αντίρρηση. Με αφορμή τα μεταφραστικά ολισθήματα του ποιητή, φτάνει στην καθολική απόρριψη του παλαμικού έργου. Είτε πρόκειται για τη μεταφραστική μέθοδο, είτε για τη μορφή και τη γλώσσα των ποιημάτων, είτε για το αισθητικό και φιλοσοφικό υπόβαθρο της ποιητικής είτε για το γλωσσικό ζήτημα, ο Μητσάκης αντιτίθεται με πάθος στην παλαμική άποψη και προσέγγιση. Δίνεται από την αρχή η εντύπωση ότι αυτό που επιχειρείται είναι η αποκαθήλωση του Παλαμά από την κυρίαρχη θέση του στην ελληνική λογοτεχνία και κοινωνία. Ο επικριτής δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα για να υποβαθμίσει την αξία του έργου του και, κατά συνέπεια, να κλονίσει την τεράστια επιρροή του στο κοινωνικό σώμα.
Το πρώτο πράγμα που αμφισβητεί είναι η πρωτοτυπία του Παλαμά. Επιμένει ότι μεγάλο μέρος του μη ποιητικού έργου του είναι δάνειο, αποτέλεσμα ασύστολου ερανισμού. Το επιχείρημα ωστόσο αντιστρέφεται αμέσως για να χρησιμοποιηθεί στην αναίρεση της ποιητικής του αξίας: καλύτερα να συνθέτει κείμενα με δανεισμένα υλικά παρά να κατασκευάζει άθλια ποιήματα :
"|Το καταγίνεσθαι είτε εις την συγγραφήν ερανισμάτων ή από βιβλίων μετά φιλομαθείας και επιμελείας συλλεγομένων ή και εξ ακουσμάτων καταλλήλως κατά το ενόν συσκευαζομένων είτε εις την φιλοπόνησιν έστων και μετρίων μεταφράσεων, αποτελεί ενασχόλησιν λίαν κοινωφελή και αξιέπαινον, πάντοτε δε προτιμοτέραν της κατασκευής αθλίων ποιημάτων|".
Στη συνέχεια θα αναφερθεί και άλλες φορές στο "μελισσώδες ανθολόγημα", στη ροπή δηλαδή του Παλαμά να οικειοποιείται ξένα κείμενα. Βέβαια είναι αρκετά ευφυής ώστε να αναγνωρίσει, πολύ πριν τον Σεφέρη, ότι στην τέχνη δεν υπάρχει παρθενογένεση και ότι δεν έχει σημασία τι παίρνει κανείς και από πού αλλά τι δημιουργεί με όσα πορίζεται από άλλους:
"|Το δανείζεσθαι και μέτρα και ρυθμούς και λέξεις και φράσεις και ιδέας ακόμη από οπουδήποτε δεν είναι ποσώς επίμεμπτον, υπάρχουν δε και πάρα πολύ μεγάλοι συγγραφείς, οι οποίοι ισχυρίζονται ότι η ανθρωπότης δεν ζη παρά δια πνευματικής αλληλοβοηθείας, αρκεί μόνον η νέα πνοή της ζωής, την οποίαν θα εμφυσήσης εις αυτό ...να είναι τόσον ισχυρά, ώστε να προσδίδη όλως νέαν εφεξής μορφήν εις το πράγμα|...".
Με την ίδια οξύτητα θα διευρύνει την επίκριση και στο πεδίο της μορφής, υποστηρίζοντας ότι ο Παλαμάς καταγίνεται με καθαρά τεχνικές λεπτομέρειες, αδιαφορώντας για τη σύνδεση της μορφής με το ζωτικό περιεχόμενο του ποιήματος:
"|Άνθρωπος δε ο οποίος κάνει συνιζήσεις ή τομάς ή ποικιλίας ή σοφά αλλάγματα ή γνωστικά χαλάσματα ή σοφογνωστικά υπερβατά, μόνον και μόνον για να φανή κάνων συνιζήσεις και τομάς κι αλλάγματα και υπερβατά, όχι μόνον ποιητής δεν είναι αλλά είναι απλώς μόνον ο παμμέγιστος των επί της επιφανείας του γλόμπου υπαρχόντων τενεκέδων|".
Το σκηνικό της αμφισβήτησης περιλαμβάνει όμως ακόμη πιο βαριές επικρίσεις. Όπως για παράδειγμα η αμφισβήτηση της ικανότητας του Παλαμά να αφομοιώσει τις φιλοσοφικές ιδέες και να τις μετατρέψει σε ποιητικό νόημα.
"|Κατά μίμησιν ... της συγχρόνου εν Ευρώπη πνευματικής κινήσεως προβάλλωνται κ' εν Ελλάδι ως υποδείγματα φιλοσοφικής ποιήσεως στιχουργήματα των οποίων το κυριώτερον γνώρισμα είναι ακριβώς η εντελής ερημία από πάσης φιλοσοφικής ιδέας αληθώς πρωτοτύπου και αληθώς νεοελληνικής|".
Για τον Μητσάκη, η περίφημη "δυσκολία" ή "σκοτεινότητα" του Παλαμά δεν οφείλεται στη βαθύτητα της σκέψης και στην αντίστοιχη πυκνότητα του ποιητικού λόγου του αλλά στην ανυπαρξία τους. Υποστηρίζει ότι η φιλοσοφική "στάση" του Παλαμά απέναντι στην ίδια την ποίησή του δεν είναι παρά ξεδιάντροπη πόζα. Το χάσμα αυτό ανάμεσα στη σκέψη και την έκφραση είναι μοιραίο για την ποιητική ολοκλήρωση:
"|Όταν δεν είσαι τελείως κύριος της σκέψεως, δεν ημπορεί ποτέ να είσαι τελείως κύριος και της εκφράσεως|".
Από τη στιγμή που η γραφή δεν έχει το στήριγμα του στοχασμού γίνεται διεκπεραιωτική, αρκείται να διατρέχει την επιφάνεια των πραγμάτων, μεταβάλλεται σε υπηρέτη της συγκυρίας. Ο Παλαμάς ήταν για τον Μητσάκη ένας μανδαρίνος της γραφής:
"|Ο τρόπος καθ' ον γράφει, είτε τα ποιήματά του, είτε τ' άρθρα του, είτε τα διηγήματά του, είτε τας κριτικάς του διατριβάς είναι δημοσιογραφικός [...] τουτέστι μ' άλλους λόγους υπηρεσιακός, τουτέστι μ' άλλους λόγους γραφειοκρατικός|".
Όσο όμως ξεδιπλώνεται το κείμενο, οι κριτικές παρατηρήσεις συρρικνώνονται έως ότου μετατρέπονται σε καθαρή και καθολική απόρριψη:
"[Ο Παλαμάς] |ούτε ύφος ίδιον έχει, ούτε μορφήν, ούτε λεξιλόγιον, ούτε κανόνας, ούτ' αρχάς πραγματικάς, θορυβεί δε μόνον εις το βρόντο [...] δεν ηξεύρει απλούστατα να γράψει|".
Η απόρριψη ολοκληρώνεται στο τέλος του κειμένου, όταν ο Μητσάκης συνδέει το έργο του ποιητή με το πάθος του για εξουσία στον χώρο των γραμμάτων, με τη διαρκή αγωνία να διασφαλίσει την κυριαρχία του στο χρηματιστήριο των ιδεών:
"|Χάριν ατομικών λόγων και σκοπών, μη έχων ... ούτε ιδίας γνώσεις ούτε ιδίας αρχάς, κυττάζει τι κάνουν και τι θα ειπούν οι άλλοι, και περί ενός μόνον κυρίως φροντίζει διακαώς, ν' αντιληφθή παντοιοτρόπως προς τα πού είναι πιθανόν να κλίνη η επιτυχία και να οικειοποιηθή μια ώρ' αρχήτερα τα εξ αυτής κέρδη|".
Ο Παλαμάς είναι αναμφισβήτητα ο κύριος στόχος της επίθεσης. Θα ήταν ωστόσο λάθος να αντιμετωπίσουμε το "Ολίγα λόγια" σαν καθαρό λίβελο κι έτσι να υποτιμήσουμε τη σημασία του για την ελληνική κριτική. Εκτός από την αμφισβήτηση ενός καθιερωμένου ποιητή, το κείμενο του Μητσάκη περιέχει εν σμικρώ σημαντικές απόψεις για την κοινωνία και την παιδεία, για το ύφος και τη γλώσσα, για την κριτική και την ποίηση, για τη μορφή και το περιεχόμενο. Γι' αυτό άλλωστε έχει νόημα να το διαβάσουμε πάλι από την προοπτική του σήμερα.
Θα έλεγα μάλιστα ότι λίγη σημασία έχει αν ο Μητσάκης είναι δίκαιος ή άδικος. Ή έκδοση του κειμένου δικαιώνεται από το ίδιο το κείμενο, από τη γραφή του. Παρά τον οιστρηλατημένο ρυθμό, την ακατάστατη επιχειρηματολογία και το προσωπικό πάθος συγκροτεί το δικό του ύφος, φανερώνει τις κριτικές αρχές και τη δημόσια στάση του συγγραφέα κατά τρόπο που μάλλον μας ενδιαφέρει ακόμη.
Ο Μητσάκης είναι ένα είδος "κοινωνικού διανοουμένου" --μορφή οικεία στον ελληνικό 19ο αιώνα. Σε ό,τι γράφει κυριαρχεί η κριτική προσέγγιση. Δεν ακολουθεί συγκεκριμένο δρόμο. Χρησιμοποιεί τα λογοτεχνικά είδη ανάλογα με τις περιστάσεις. Είναι άνθρωπος πολυμερής, πολυμαθής, αντιφατικός και παρορμητικός. Σίγουρα δεν θα επιβίωνε εύκολα στις μέρες μας, στο περιβάλλον της ισοπέδωσης που έχει επιφέρει η απολυταρχία των δημοσίων σχέσεων στο λογοτεχνικό θεσμό.
Περισσότερο όμως από κάθε άλλη φορά έχουμε ανάγκη από |δράστες| και όχι από |διαχειριστές|, από ανθρώπους με ύφος και όχι από ανθρώπους χωρίς ιδιότητες. Μια συνάντηση με τον Μητσάκη δεν μπορεί παρά να μας θυμίσει ποιο ήταν σε άλλες εποχές το δημόσιο πρόσωπο της κριτικής, τι σήμαινε να μην ακολουθεί κανείς τον κανόνα αλλά να ταράζει συνεχώς τα λιμνάζοντα ύδατα με το θάρρος της γνώμης και την πρωτοτυπία του ύφους.
|Ο Δημήτρης Δημηρούλης διδάσκει Θεωρία και Ιστορία της λογοτεχνίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο|
Ένας μετεωρίτης των ελληνικών γραμμάτων
Του Ζιλ ΟΡΤΛΙΕΜΠ
Όπως φανερώνει και ο τίτλος, στην περίπτωση του Μιχαήλ Μητσάκη έχουμε να κάνουμε με μια ειδική περίπτωση. Δεν θα έλεγα με μια εξαίρεση --γιατί μερικές φορές μπαίνει το ερώτημα κατά πόσο η (αληθινή) λογοτεχνία γίνεται, κατά κύριο λόγο, από εξαιρέσεις-- αλλά με ένα πρόσωπο που, έναν αιώνα περίπου μετά το θάνατό του, παραμένει σε μεγάλο βαθμό, ανεξερεύνητο. Ακόμα και στην Ελλάδα, όπου έμεινε επί μακρόν άγνωστος για τον πολύ κόσμο, δεν είναι μακρινή η εποχή που το έργο του αφύπνιζε, στην καλύτερη περίπτωση, μερικές αμυδρές σχολικές αναμνήσεις στους ανθρώπους κάποιας ηλικίας, από εκείνο ή το άλλο απόσπασμα που περιλάμβανε το αναγνωστικό τους (π.χ. "Η δεξιά του Κριεζώτου", "Το Φίλημα").
Η γενικευμένη λήθη, ήταν αντιστρόφως ανάλογη με την θερμή υποστήριξη όσων τον γνώριζαν και τον εκτιμούσαν -γεγονός που άλλωστε αποτελεί μια πολύ σίγουρη ένδειξη για την επιβίωση ενός συγγραφέα. Και το πιο εκπληκτικό απ' όλα, είναι ότι το έργο του κατ' ουσία συγκροτήθηκε ως μεταθανάτια συλλογή. Όσο βρισκόταν εν ζωή, δεν κατάφερε να εκδώσει παρά μερικά ισχνά φυλλάδια και το πιο μεγάλο αφήγημά του, |Εις Αθηναίος Χρυσοθήρας|, δεν αξιώθηκε να δημοσιευθεί με την δική του υπογραφή και μόνο: επειδή δεν κάλυπτε την απαραίτητη σελιδοποίηση, ο εκδότης θεώρησε καλό να προσθέσει μερικές σελίδες του Γρηγορίου Ξενόπουλου... Όλο το υπόλοιπο, που θα αρκούσε άνετα για δύο ή τρεις τόμους, βρίσκεται κατά ένα μέρος ακόμη διασκορπισμένο σε περιοδικά και εφημερίδες, σε εφήμερες δηλαδή καταχωρήσεις, ή καταδικασμένο σε βιβλιογραφικές ανασκαφές. Και θα έπρεπε να περιμένουμε μισό αιώνα μετά το θάνατό του για να δούμε επιτέλους δημοσιευμένη, χάρη στον Μιχαήλ Περάνθη, μια πρώτη, όσο και αν παραμένει ελλειπτική, ανθολογία των γραπτών του. Έκτοτε, παρότι επιλογές κειμένων του κυκλοφορούν κανονικά, παρότι Ο |Αυτόχειρας| βρίσκεται στην τέταρτη ή πέμπτη έκδοση, ο Μητσάκης εξακολουθεί να ανήκει στην οικογένεια των συγγραφέων που απευθύνονται στους μυημένους.
Ωστόσο, κατά τα τέλη του 19ου αιώνα, δεν γινόταν να ξεφυλλίσει κανείς τον αθηναϊκό τύπο, χωρίς να συναντήσει τα αρχικά του, την υπογραφή του, ή τα αναρίθμητα ψευδώνυμά του. "Είναι ένας παμφάγος --μας προειδοποιεί ένας από τους σύγχρονούς του-- διαβάζει ό,τι τυπώνεται, κατασπαράζει ότι εμφανίζεται στα γαλλικά γράμματα. Μιλάει άψογα γαλλικά, γεγονός που του επιτρέπει να παρακολουθεί την πνευματική κίνηση του καιρού του. Είναι εξίσου εξοικειωμένος με την ιστορία και τη φιλοσοφία, όσο με την φιλολογία και την ποίηση. Είναι ένας μανιακός αναγνώστης, ένας τυφλοπόντικας του τυπωμένου χαρτιού. Και ό,τι διαβάζει το αφομοιώνει, το κάνει δικό του για πάντα...". Αυτός ο σπουδαίος αναγνώστης ήταν επίσης και προπαντός ένας οδοιπόρος, ένας συγγραφέας του εξωτερικού χώρου, ένας ακαταπόνητος διαβάτης που έβρισκε διαρκώς αφορμές για σύντομες αποδράσεις στην επαρχία και τα λαϊκά προάστια της Αθήνας, απ' όπου σπανίως επέστρεφε άπρακτος. Δεν είναι παράξενο που ο Μητσάκης ήταν ένας από τους πρώτους περιπατητές της ελληνικής λογοτεχνίας, για τους οποίους η περιπλάνηση αποτελούσε αυτοσκοπό και είναι αυτό ακριβώς που συνθέτει τον αφηγηματικό ιστό του |Αυτόχειρα|: ένας ταξιδιώτης που, κατά πως συνήθιζε, κατέβηκε σε ένα ξενοδοχείο στην Πάτρα, μαθαίνει πως κάποιος αυτοκτόνησε σε γειτονικό σπίτι. Βγαίνει, περιπλανιέται μπροστά από το σπίτι, συναντά μερικούς ανθρώπους, περπατά το μεγαλύτερο μέρος της νύχτας έχοντας κατά νου τον νεκρό, και το ξημέρωμα επιστρέφει στο δωμάτιό του απ' όπου αγναντεύει την ανατολή. Αυτό είναι όλο, αλλά αυτό είναι αρκετό για να δώσει στην αφήγηση, παρά την καθαρευουσιάνικη γλώσσα, τα χαρακτηριστικά ενός μικρού θαύματος απόλυτα σύγχρονου, ενός διαχρονικού αντικειμένου.
Το μεγαλύτερο μέρος και των άλλων διηγημάτων του έχουν την ίδια κατασκευή: είτε πρόκειται για μια οικογενειακή σκηνή που συνέλαβε ζωντανή στο δρόμο, είτε για δυο εμπόρους που συζητούν στο καράβι, είτε για ταξίδι με τραίνο στην Πελοπόννησο, όπου υποκλέπτει τις συζητήσεις των συνταξιδευτών στο βαγόνι, οι αφηγήσεις του χαρακτηρίζονται από μια περισσότερο διερευνητική παρά φανταστική ματιά, από μια μορφή υπερευαισθησίας σε λεπτομέρειες που πολλοί θεωρούν ασήμαντες, κοντολογίς από μια αναμφισβήτητη ικανότητα παρατήρησης, σε σημείο που ορισμένοι κριτικοί δεν θα διστάσουν να τον κατηγορήσουν ως "αλκοολικό της περιγραφής". Μικρή ή καθόλου πλοκή και στιγμιότυπα σχεδόν φωτογραφικά, μικρά κομμάτια ύπαρξης που μεταφέρονται ατόφια, χωρίς σχόλια, και πίσω τους ο αφηγητής διαγράφεται. Αν προσθέσουμε τα λεπτά παιχνίδια με τη γλώσσα και επάνω στη γλώσσα, στα οποία επιδίδεται δεξιοτεχνικά, θα είχαμε ίσως συλλάβει κατά προσέγγιση, όχι ακριβώς, εκείνο που συνθέτει την ιδιαιτερότητα και την πρωτοπορία του Μητσάκη. Αναδρομικά είναι από κάθε άποψη βέβαιο, ότι αυτά τα κείμενα δεν μοιάζουν σε τίποτα με εκείνα που γράφονταν τότε στην Ελλάδα. Και είναι συναρπαστική η διαπίστωση, πως η τροχιά της γλώσσας αυτής μοιάζει να περιφέρεται ανάμεσα σε δύο πόλους, εξίσου μαγνητικούς:
Από τη μια μεριά μια φράση στροβιλοειδής, ελικοειδής, θα λέγαμε με το ύφος του Προυστ. Για παράδειγμα, το ψυχικό πορτραίτο του τρελού του χωριού που στιγμάτισε την παιδική του ηλικία: "|Έκτοτε, ... εν διαρκεί αφαιρέσει διατελών, ... εβίου απαθής προς πάσαν έξωθεν αίσθησιν και επήρειαν, ... ως να εταξείδευε μακράν, εις σφαίρας άλλας, και μόνον τυχαίως να επανήρχετο δι' ολίγον κάποτε,... υπνοβατών εν τη ζωή...|" (Μιχαήλ Μητσάκη, |Εις τον οίκον των τρελών|, επιμ. Γιάννη Παπακώστα, Αθήνα 2004, σελ. 83)
Από την άλλη, πολύ πριν τον Louis-Ferdinant Celine, η εισαγωγή του προφορικού ιδιώματος στο γραπτό, των μονόλογων που εκπυρσοκροτούν ανάμεσα στα αποσιωπητικά: "|Τι να σου ειπώ βρ' αδερφέ... Κλέψαν' ένα κορίτσι χθες βράδυ... Την ώρα που έπεφτ' ο ήλιος... ήταν κρυμμένοι όλη-νύχτα... Ας είνε λοιπόν, σήμερα τους ηύρε η Αστυνομία... τους πήρανε, τους πήγανε, τους έχουνε μέσα... κει, στη Διεύθυνσι... Τους φυλάνε σε μια κάμαρα ... Αλλά το κορίτσι ακούς λέει τον θέλει αυτόν...
Μοναχή της λέει έφυγε... θέλει λέει να τον πάρη... θα πνιγή, θα φαρμακωθή... Κάθεται και κλαίει... τι να κάνεις τόρα... Ας είνε λοιπόν...|" (διήγημα "Η Ζωή", Μιχαήλ Μητσάκη, |Το έργο του|, επιμ. Μιχαήλ Περάνθη, Αθήνα 1956, σελ. 284)
Στην εποχή του δεν ήταν ο μόνος που εφάρμοζε το μικτό γλωσσικό ύφος. Ο Παπαδιαμάντης επίσης χρησιμοποιούσε διαδοχικά τη καθομιλούμενη για τους διάλογους και την λόγια γλώσσα για τις περιγραφές, αλλά νομίζω πως δεν εκτιθόταν τόσο βαθιά και με τόση ελευθερία, στο ένα ή το άλλο είδος. Σχετικά με το γλωσσικό, που τότε είχε διαιρέσει τον πνευματικό κόσμο, ο Μητσάκης αποδείχτηκε πιο ανεκτικός από πολλούς, υιοθετώντας μια απόλυτη ελευθερία επιλογής ανάμεσα στα δύο ιδιώματα και, ακολουθώντας την έμπνευση της στιγμής και τις ανάγκες του θέματος, έφθασε μάλιστα να ξαναγράψει διαδοχικά το ίδιο κείμενο στη δημοτική και την καθαρεύουσα ("Το παράπονο του μαρμάρου" - "Η θλίψις του μαρμάρου"). Η ευφυής θέση του, όταν η γλωσσική κρίση υποχώρησε, αποδείχτηκε εξαιρετικά ευάλωτη, επέσυρε επάνω του την εχθρότητα και των δύο στρατοπέδων και συντέλεσε σε έναν ολοένα και σκληρότερο εξοστρακισμό.
Πρέπει να εξηγήσουμε ότι, από την εποχή που ακόμη είχε σώας τας φρένας, συνέβαλε αρκούντως στο να μην αναγνωριστεί λογοτεχνικά, επιδεικνύοντας μια παροξυσμική υπερευαισθησία, μία σταθερή κλίση στην παρεξήγηση και, όπως ο Ελβετός συγγραφέας Robert Walser, μια έμμονη ροπή στην αποτυχία: "|Έχω την αποτυχία στο αίμα μου, σε ό,τι επιχειρώ και ό,τι ονειρεύομαι|", είχε επισημάνει, χωρίς αυταπάτες, για τον εαυτό του. Όλα αυτά προφανώς και επιβάρυναν την εύθραυστη ψυχοσύνθεσή του, αναζωπυρώνοντας ένα αίσθημα αποκλεισμού, που η ιδιαιτερότητά του και η συνειδητοποίησή της δεν αποτολμούσαν να εξομαλύνουν. Και ακόμη χειρότερα: η αναγνώριση που του είχαν αρνηθεί όσο ήταν υγιής, δεν υπήρχε καμία περίπτωση να αποδοθεί τώρα, που οι παλιές γνωριμίες πάσχιζαν να τον αποφύγουν όταν περνούσε από τις αίθουσες σύνταξης όπου άλλοτε σύχναζε, για να αφήσει δελτία ακατάληπτα και οπωσδήποτε μη δημοσιεύσιμα, σε γαλλικά, ελληνικά ή και τα δύο ταυτόχρονα. Τα ιατρικά δελτία, με την αντικειμενική τους στεγνότητα, αποτελούν την τελευταία και μοναδική πηγή πληροφοριών για τα έξι χρόνια που πέρασε στο άσυλο πριν υποκύψει σε ηλικία 51 ετών.
Κάποια άρθρα που έκαναν λόγο για το θάνατό του, τον αποχαιρέτισαν σαν ένα είδος Έλληνα Maupassant και στο σύνολό τους έσπευσαν να τον χαρακτηρίσουν συγγραφέα πρωτότυπο και υποσχόμενο, που καταβροχθίστηκε από την τρέλα, πριν καλά καλά προλάβει να αξιοποιήσει το μέγεθος του ταλέντου του. Χωρίς αμφιβολία τα πράγματα είναι λίγο πιο σύνθετα.
Όταν τη δεκαετία του '40 ο Γιώργος Κατσίμπαλης επιχείρησε να συγκροτήσει τη βιβλιογραφία του, κατέγραψε περί τα 350 κείμενα του Μητσάκη: δελτία ψυχικής διάθεσης, "γεγονότα που είδε", κριτικά δοκίμια, διηγήματα, ταξιδιωτικά και δημοσιογραφικές έρευνες, εκ των οποίων ένας αριθμός δεν καταχωρήθηκε ποτέ σε βιβλίο. Και δεν είναι μόνο αυτό. Γιατί, με την ευκαιρία του Μητσάκη, πρέπει να αναφερθούμε σε μια ιστορία που φαίνεται να ξεπηδάει είτε από τις φαντασία του Μπόρχες είτε από περιπετειώδεις σειρές: το 1943 ένας Έλληνας γιατρός, ο Άγγελος Καράκαλος, αγόρασε από έναν παλαιοβιβλιοπώλη μία έκδοση της |Ιλιάδας|, της οποίας τα περιθώρια είχαν καλυφθεί με φράσεις, ποιήματα και παραθέματα, γραμμένα, απευθείας στα γαλλικά, με μολύβι. Πριν αποδώσει την πατρότητα στον Μιχαήλ Μητσάκη που, κατά τη συνήθειά του, κρυβόταν πίσω από μια αλυσίδα ψευδωνύμων, χρειάστηκε αρκετά χρόνια για να τα αποκρυπτογραφήσει.
Η ανάγνωση των ποιημάτων που συνέθεσε την εποχή της τρέλας του, φανερώνει ένα συγγραφέα πρόδρομο της αυτόματης γραφής ή έναν σουρεαλιστή ποιητή προ του καιρού του. Και ακόμη πιο εκπληκτικό είναι το γεγονός, ότι τα κείμενα αποδεικνύουν μια εξαιρετικά λεπτεπίλεπτη γνώση της γαλλικής λογοτεχνίας, καθώς αναφέρονται στον Αρθούρο Ρεμπώ ή σε ελάσσονα πρόσωπα της γαλλικής λογοτεχνικής σκηνής. Καταλαβαίνει κανείς τον Andre Pieyre de Mandiargues, έναν από τους σπάνιους γνώστες στη Γαλλία αυτής της απαράμιλλης ποίησης, που έγραφε ότι "|όπως τα ποιήματα της τρέλας του Ηolderlin, είναι υπογεγραμμένα με ονόματα που επινόησε με διάφορους τρόπους, και αυτά μαρτυρούν τη συντριβή και τη διάλυση της προσωπικότητας. Το χιούμορ δεν εμφανίζεται εδώ λιγότερο από τον ερωτισμό ή την σεξουαλική εμμονή, η εξέγερση εξισορροπείται από την τρυφερότητα και την εύθυμη ειρωνεία, και σε κάθε σελίδα ή σχεδόν, συναντά κανείς αυτό το είδος της περιπαιχτικής συνενοχής που οι καλλιτέχνες ή οι τρελοί ποιητές ευαρεστούνται να απευθύνουν στον έξω κόσμο...|"
Ακόμα και αν εγείρονται μερικές αμφιβολίες για την υποτιθέμενη "εύθυμη ειρωνεία" που αυτά τα ποιήματα ιδιοποιούνται (όσο με αφορά, εγώ εκεί θα διέκρινα, περισσότερο, τα ταραγμένα ίχνη ενός διανοητικού ναυαγίου, τα τμήματα της εξάρτυσης που δεν αρκούν να τον συγκρατήσουν για πολύ), τίθεται επίσης το θέμα της σχέσης γοητείας και επιμονής που ο συγγραφέας δεν έπαψε να διατηρεί με τη γλώσσα μιας χώρας στην οποία δεν πήγε ποτέ, και όμως εκεί, αδιάλειπτα, είχε στραμμένη την προσοχή του. Ας προτείνουμε, εν είδει εξήγησης, αυτή τη φράση από ένα σημειωματάριο του Μητσάκη, που χωρίς αμφιβολία, είναι λιγότερο ανώδυνη απ' όσο φαίνεται:
"|Πιθανόν η κυριώτερη διαφορά μεταξύ ενός μεγάλου αριθμού τρελών και ενός μεγάλου αριθμού των λεγομένων πνευματικά υγιών δεν είναι ίσως παρά η αδυναμία του τρελλού να χρησιμοποιήση τα λόγια που ταιριάζουν για να μεταδώση σε άλλους την τρέλα του|".
Αναμφισβήτητα, τα ποιήματα της τελευταίας περιόδου οφείλουν να διαβαστούν σαν απόπειρα να βρει αυτά ακριβώς τα λόγια, μέσα από τριγμούς και απορρίψεις.
Και για να τελειώσω, καταθέτω ως επίλογο μια λιγότερο πικρή παρατήρηση. Ενώ αρχικά είχα το προαίσθημα, τώρα έχω πια την πεποίθηση (και δια του συγκεκριμένου αφιερώματος των "Αναγνώσεων" την απόδειξη), ότι εδώ και μερικά χρόνια αρχίσαμε να συμμετέχουμε στην διαδικασία αναγνώρισης αυτού του στυλίστα χωρίς ταίρι, αυτού του κρυφού συγγραφέα, αυτού του χρυσοθήρα χωρίς συντρόφους. Το όνομά του αρχίζει να διαδίδεται έξω από τους κύκλους που ήταν παραδοσιακά περιορισμένο~ το έργο του διαβάζεται από νέους~ μερικοί εκδότες σκέφτονται να μαζέψουν το έργο του. Ενθαρρυντικά σημάδια.
Μτφρ. Μάρθα Πύλια
Ζιλ Ορτλιέμπ
συνέντευξη στη Μάρθα Πύλια
O Gilles Ortlieb, ποιητής και πεζογράφος, γεννήθηκε το 1953 στο Μαρόκο, σπούδασε Κλασική Φιλολογία στη Σορβόννη και Νέα Ελληνικά στο Ινστιτούτο Ανατολικών Γλωσσών του Παρισιού (INALCO). Από το 1986 ζει στο Λουξεμβούργο και εργάζεται ως μεταφραστής στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Έχει δημοσιεύσει τέσσερις ποιητικές συλλογές, έξι πεζά, κριτικά κείμενα και μεταφράσεις από τα ελληνικά και τα γερμανικά.
Από τα ελληνικά έχει μεταφράσει:
-Κωνσταντίνου Καβάφη, |Poemes anciens ou retrouves|, (Seghers, 1978, 1987).
-|L'arbre-serpent|, (ελληνικά λαϊκά παραμύθια), (Bordas, 1980).
-Γιώργου Σεφέρη, |Six nuits sur l'Acropole|, (Maren Sell-Calmann-Levy, 1994, Livre de poche, 1996).
-Μιχαήλ Μητσάκη, |Le suicidé et autres textes|, (Le Temps qu'il fait, 1996).
-Μιχαήλ Μητσάκη, |Un chercheur d'or athénien|, (Finitude, 2003).
Τον Μάιο 2005, κυκλοφόρησαν περίπου ταυτόχρονα δύο νέα βιβλία του: το |Meuse, Metal etc.|, από τις εκδόσεις Le Temps qu'il fait, και |Au grand miroir|, από τις εκδόσεις Gallimard.
\* Κύριε Ορτλιέμπ, ποια χαρακτηριστικά συνθέτουν, κατά τη γνώμη σας, τη λογοτεχνική ιδιομορφία του Μιχαήλ Μητσάκη;\
Ένα ύφος σχεδόν μοναδικό στο είδος του. Κατ' αρχήν το πλουσιότατο λεξιλόγιο, που διατρέχει όλο το φάσμα της ελληνικής γλώσσας, συνοδευόμενο από μια σπάνια προσοχή στα πράγματα και στους ανθρώπους, πάνω στους οποίους ρίχνει σαν δίχτυα επίθετα και χαρακτηρισμούς... Αν και ριψοκινδυνεύει κάποτε να καταλήξει σε υπερβολική συσσώρευση. Δεύτερον, η επιλογή των θεμάτων του, που τα διαλέγει κατά προτίμηση ανάμεσα σ' αυτούς που ο Charles Baudelaire αποκαλούσε οι "κουτσοί της ζωής": οι τρελοί, οι λαϊκοί, οι ονειροπόλοι, οι αποτυχημένοι, οι νικημένοι της Ιστορίας η των περιστάσεων. Αυτά τα στοιχεία δίνουν στα πεζογραφήματα του μια πονεμένη απόχρωση, που δεν λέει όμως ποτέ το όνομα της. Έτσι αποκαλύπτεται στο αναγνώστη μια αλήθεια που θα την έλεγα υπόκωφη ή "σκαμμένη", όχι τόσο θεαματική αλλά σίγουρα αποτελεσματική.
\* Θα μπορούσαμε να βρούμε κάποιες σχέσεις ανάμεσα στο έργο του Μητσάκη και αυτό των Ευρωπαίων συγγραφέων της εποχής του;\
Όσο έμπαινα πιο βαθιά στη μεταφραστική δουλειά, προσπαθώντας να αποδώσω κάτι από τη συχνά "στροβιλοειδή" ροή του λόγου του Μητσάκη, διάφορα ονόματα περνούσαν απ' το μυαλό μου. Από τον Gerard de Nerval, ο οποίος ήξερε να περιγράφει με την ίδια οξύτητα δήθεν ακίνητες καταστάσεις, μέχρι τον μεταγενέστερο Emmanuel Bove, περνώντας από τον Ελβετό Robert Walser, που η μοίρα του (κλείστηκε επίσης σε φρενοκομείο μέχρι το τέλος της ζωής του) και το έργο του παρουσιάζουν κάμποσα κοινά στοιχεία με εκείνα του Μητσάκη: ίδια έλλειψη πλοκής, ιδιόρρυθμο βλέμμα στα πράγματα, μεταξώδης γλώσσα. Αλλά το πιο εκπληκτικό παραμένει το "εύρημα" του προφορικού λόγου μέσα στο γραπτό. Στη Γαλλία περιμέναμε μέχρι το |Voyage au bout de la nuit| του Celine, που δημοσιεύτηκε το 1932, για να διαβάσουμε κάτι παρόμοιο. Δίπλα στο ελικοειδές ύφος των λοιπών προτάσεων του, η αντίθεση με τη πιο καθημερινή γλώσσα προκαλεί μια ταλάντωση σχεδόν μαγνητική και, οπωσδήποτε, καινοτόμα.
\* Τι σας οδήγησε στο έργο του Μητσάκη;\
Η πρώτη επαφή έγινε συμπτωματικά, χάρη στη πρώτη (και πολύτιμη) συλλογή του Ε.Χ. Γονατά, |Ασυνήθιστες Ιστορίες| (Αθήνα, εκδόσεις Στιγμή 1990). Και η έκπληξη μπροστά σε ένα κείμενο που έμοιαζε ότι γράφτηκε προχθές, μεταμορφώθηκε σύντομα σε "κεραυνοβόλημα". Έτσι ξύπνησε μια περιέργεια για τον συγγραφέα, τη ιδιότροπη ζωή του, τις απίθανες για την εποχή γνώσεις του σχετικά με τη Γαλλία και τα γράμματα της, και, τέλος και κυρίως, για τον "τρόπο του γράφειν" που ανακάλυπτα εκεί. Κοντολογίς, όσο τον διάβαζα τόσο λιγότερο καταλάβαινα γιατί ήταν τόσο παραμελημένος στις ανθολογίες και τις γραμματολογίες. Ύστερα, έτυχε να γνωρίσω στην Ελλάδα μερικούς από τους "πιστούς" του Μιχαήλ Μητσάκη (όπως ο Άγγελος Καράκαλος και η Δέσποινα Δρακοπούλου), που βοήθησαν πολύ τις χρυσοθηρικές τάσεις μου... Επίσης, χάρηκα που βρέθηκαν στη Γαλλία δυο εκδοτικοί οίκοι με "τυχοδιωκτικές ροπές" και τόλμησαν να προτείνουν στο γαλλικό κοινό έναν μάλλον ξεχασμένο έλληνα πεζογράφο του περασμένου αιώνα...
Σε αναζήτηση του πλούτου στη μικροαστική Αθήνα
Του Γιώργου ΣΤΑΘΑΚΗ
Το εκτενές αυτό διήγημα του Μητσάκη είναι ίσως ένα από τα πρώτα και πιο σημαντικά λογοτεχνικά έργα που επικεντρώνονται στην οικονομία. Θέμα του είναι η οικονομική νοοτροπία του γρήγορου πλουτισμού, σύμπτωμα μιας κοινωνίας με προαστική σκέψη, που επιβιώνει ασθμαίνοντας σε μια καθ' όλα αστική Αθήνα.
Όλα ξεκινούν στου Ψυρρή, έξω από ένα μπακάλικο, όπου έχουν βάλει δυο σκαμνιά και πίνουν ρετσίνα δύο φίλοι, ο Παναγιώτης και ο βασικός χαρακτήρας του διηγήματος, ο Μεγγλίδης. Ο Παναγιώτης είναι φίλος του άλλου ήρωα του διηγήματος, του Γεωργιάδη, δικηγόρου, απόγονου ηρωϊκής οικογένειας του 1821 από την Τρίπολη.
Προς έκπληξη του Παναγιώτη, ο νεαρός δικηγόρος Γεωργιάδης κυκλοφορεί σε μια συνοικία όπως του Ψυρρή. Τον καλεί επίμονα στην παρέα και μόλις γίνονται οι συστάσεις ο Μεγγλίδης δηλώνει ότι τον έχει βαπτίσει η μάνα του Γεωργιάδη και ότι οι δύο οικογένειες συνδέονταν στενά στα χρόνια πριν και κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1821. Προφανώς η οικογένεια Μεγγλίδη υπηρετούσε (και ήταν προστατευόμενη) την ισχυρή οικογένεια Γεωργιάδη, η οποία ήταν οικογένεια κοτζαμπάσηδων και καπεταναίων.
Αφού ο Μεγγλίδης ανατρέχει στις αναμνήσεις και τα αστεία περιστατικά των δύο οικογενειών, καθώς και στον κατάλογο των κοινών γνωστών, αρχίζει την εξιστόρηση της δικής του ζωής. Δηλώνει γεωμέτρης (είναι απόφοιτος μόνο της στοιχειώδους εκπαιδεύσεως) και δημόσιος υπάλληλος, ο οποίος προσλαμβάνεται και απολύεται ανάλογα με την πολιτική συγκυρία. Έτσι, θήτευσε σε πάρα πολλές πόλεις και σε διαφορετικές θέσεις. Υπάλληλος στα δημόσια έργα στη Χαλκίδα, στο Ναύπλιο, στην Άμφισσα, γραμματέας ειρηνοδικείου στη Μήλο και στην Τήνο, απαριθμητής για τη φορολογία των οίνων στη Λιβαδειά. Ενδιάμεσα υπήρξε αποτυχημένος επιχειρηματίας επεξεργασίας μεταξιού στην Σπάρτη και εμπορίας σταφίδας τον Πύργο. Κατά διαστήματα ήταν άεργος.
Καθώς βραδιάζει πλέον, οι τρεις άνδρες κατευθύνονται προς την πλατεία του Ψυρρή. Ο Μεγγλίδης, ενήμερος τώρα για την δικηγορική ιδιότητα του Γεωργιάδη, αρχίζει πάλι να εκθειάζει την οικογένειά του και τον ίδιο: "Ο άνθρωπος που αξίζει φαίνεται! Έπειτα... Η οικογένεια τους! Αρχαία οικογένεια πλέον! Τι Κολοκοτρωναίοι και Μαυρομιχαλαίοι και κολοκύθια στο πάτερο! Πρώτη του Μωριά!". Και συνεχίζει: "Αμ' φρόντισε λοιπόν, αφού είσαι δικηγόρος, και έχεις και σχέσεις, και γνωρίζεσαι, και για τον κακομοίρη το Μεγγλίδη, που αναστήθηκε μεσ' στο σπήτι σας! Να, μίλησε ντε τόρα, σε κανένα βουλευτή, όπου γνωρίζεις, να ξαναδιοριστώ".
Σε λίγο θα ακυρώσει την πρόταση του, καθώς θεωρεί πως ο Γεωργιάδης είναι για πιο σημαντικές υποθέσεις. Έτσι, αφού τον βάλει να ορκιστεί ότι θα είναι εχέμυθος, του αποκαλύπτει ότι έχει ένα μεταλλείο στον Ωρωπό: "Λαύριο αληθινό! Εκατομμύρια των εκατομμυρίων! Μα ... πού λεφτά! Τι να σου κάνω; Τώχω και κάθεται! Μπορείς εσύ που γνωρίζεσαι, να βρης τίποτα παράδες, ν' αρχίσουμε τη δουλειά, να βγάλουμε πράμμα... ή να βρης καμμιά εταιρεία, ναν της το δώσουμε, να πάρουμε καμμία πεντακοσαριά χιλιάδες και ας λείψουν πια τα εκατομμύρια!".
Αντιμέτωπος με τη δυσπιστία του Γεωργιάδη, εξιστορεί τα συμβάντα της συγκεκριμένης έκτασης, όπως έγιναν από τον "καιρό των Λαυριακών". Ένας κουμπάρος του από τον Μαραθώνα, του αποκάλυψε ότι σε αυτή την έκταση εντόπισε περίεργες πέτρες. Τις προσκόμισαν στο Χημείο, μάλιστα στον ίδιο τον Χρηστομάνο, (λόγω της μανίας με τα ορυχεία, ο επικεφαλής του Χημείου του Κράτους ήταν τότε διάσημος), και αυτός εντόπισε χρώμιο στη σύνθεση του. Στην εύλογη απορία του Γεωργιάδη, εάν παρ' όλα αυτά η ποσότητα είναι αρκετή προκειμένου να αξιοποιηθεί, και εάν ο Χρηστομάνος το βεβαίωσε, ο Μεγγλίδης απαντά: "Αξίαν; Σπανίαν αξίαν! Και έπειτα, έχω ανάγκη εγώ να μου ειπή ο Χρηστομάνος; Δεν ηξέρω εγώ; Δεν το βλέπω το πράγμα; Αυτό φαίνεται, φως φανερόν! Μην τα σκέπτεσαι καθόλου αυτά! Είναι δική μου δουλειά!". Και επανέρχεται στο σενάριο περί ξένης εταιρείας: "Τα θέλουν αυτά οι ξένοι. Γιατί... βλέπεις... αυτοί έχουν τα μέσα! Να μας δώση καμμιά πεντακοσαριά χιλιάδες, να της το δώσουμε. Έτσι κ' έτσι, πέτραις είναι εκεί πέρα! Τι θα χάσουμε; Παίρνουμε τον παρά, τον κάνουμε τρία μερίδια, (συμπεριέλαβε φαίνεται γενναιοφρόνως και τον Παναγιώτην), και... αντίο Ψυρρή, σου λέει ο άλλος! Γλυτώνουμε και από τις σκοτούρες. Που να κάθεσαι τώρα να σκάβεις, δεν είμαστε μεις γι' αυτά! Εταιρεία να βρης! Άκουσε που σου λέω εγώ!... Το κάτου της γραφής, τι έχουμε να χάσουμε;... Βουνά του Θεού θα δώσουμε, πέτραις του Θεού θα δώσουμε, λίραις στερλίνες θα πάρουμε!"
Η εξέλιξη της ιστορίας από εδώ και πέρα είναι η αναμενόμενη. Ο Μεγγλίδης γίνεται μόνιμος θαμώνας του γραφείου του Γεωργιάδη. Ο Γεωργιάδης, έχοντας ενημερωθεί από τη μητέρα του ότι ο Μεγγλίδης είναι γενικά συμπαθής και ταλαιπωρημένος άνθρωπος, δεν θέλει να φανεί αγενής και απλά αναβάλλει το θέμα. Μετά από επιμονή του Μεγγλίδη επισκέπτονται την περιοχή, παίρνουν δείγμα του εδάφους και ο Γεωργιάδης το προσκομίζει στον Χρηστομάνο στο Χημείο. Οι θησαυροί είναι φυσικά άνθρακες και τελικά μια μέρα που ο Γεωργιάδης ξεκόβει το θέμα, ο Μεγγλίδης φεύγει θυμωμένος, οριστικά πλέον από το γραφείο του.
Στο αφήγημα του Μητσάκη το κύριο μέλημα του Μεγγλίδη είναι ο πλουτισμός, η οικονομική ανέλιξη, η αξιοποίηση ευκαιριών. Οι δύο πηγές του γρήγορου πλουτισμού ονοματίζονται: είναι τα ορυχεία και το χρηματιστήριο. Πρόκειται για τις απόλυτες εμμονές των κοινωνικών ομάδων που επιζητούν τον γρήγορο πλουτισμό. Μέχρι να γίνει όμως αυτό, οι στρατηγικές κοινωνικής ανόδου είναι πιο συμβατικές: δημόσιο και δικηγορία.
Ο Μεγγλίδης κινείται γύρω από τους πολιτικούς, προκειμένου να εξασφαλίζει κάποια δημόσια θέση. Θεωρεί εαυτόν "διωκόμενο" από "πολιτικούς αντιπάλους" και από μικροσυμφεροντολόγους ανταγωνιστές. Δηλώνει γεωμέτρης και θεωρεί αυτονόητο ότι του αξίζει μια θέση στο δημόσιο, που θα του διασφαλίζει την αξιοπρεπή επιβίωση του.
O Γεωργιάδης πατάει σε μια άλλη στρατηγική ανόδου: την επαγγελματική μόρφωση. Ο δικηγόρος (όπως και ο γιατρός) θεωρούνται επαγγέλματα που διασφαλίζουν την κοινωνική άνοδο. Πατάει καλύτερα στα πόδια του και είναι πιο δεκτικός στην ορθολογική σκέψη.
Οι ιδέες περί πλούτου επηρεάζοται από τις κρατούσες απόψεις και τις εξελίξεις στον ευρύτερο διεθνή χώρο. Στις ΗΠΑ η οικονομική άνοδος για γρήγορο πλουτισμό έχει όνομα: τα ορυχεία. Η Καλιφόρνια ζούσε τότε τον πυρετό του χρυσού: το "lets go west" ήταν η ιδεολογία του οικονομικού καιροσκοπισμού. Παράλληλα, η Αφρική αποτέλεσε το νέο πεδίο συγκρούσεων, όπου οι παλιές αποικιοκρατικές δυνάμεις και οι νέες βιομηχανικές χώρες συγκρούονταν για τον έλεγχο περιοχών. Το επίμαχο θέμα είναι φυσικά η απόκτηση πρώτων υλών για τη βιομηχανία. Τα ορυχεία και οι σιδηρόδρομοι αποτέλεσαν προσφιλή πεδία για την ενεργοποίηση του θεσμού των μετοχών και του χρηματιστηρίου, προκειμένου να χρηματοδοτηθούν οι τεράστιες επενδύσεις που τα έργα αυτά απαιτούσαν. Οι περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες, όπως και οι ΗΠΑ, ενεπλάκησαν στην διαδικασία αυτή. Στην Ελλάδα το θέμα ήταν διαφορετικό.
Η οικονομική ιδεολογία του ορυχείου είναι απόλυτα συμβατή με τις προαστικές οικονομικές νοοτροπίες των μικροαστικών στρωμάτων, που κινούνται ανάμεσα στο αγροτικό παρελθόν και το αστικό μέλλον: υπάρχουν, εκεί έξω στη φύση, πόροι κρυμμένοι, που η ανακάλυψη τους δημιουργεί, όπως στην προαστική εποχή, πλούτο. Χρυσός ή άλλα ορυκτά, δεν έχει σημασία: μια πρόσληψη του πλουτισμού χωρίς προαπαιτούμενα. Σκάβεις, το βρίσκεις και τελείωσες. Προσομοιάζει με τον κρυμμένο θησαυρό κάποιου παλιού πειρατή, κάποιου πλοίου που προσάραξε, ή με το κρυμμένο απόθεμα ενός πολέμου ή μιας ληστείας. Όπως διεξοδικά αναλύει ο Μητσάκης, την εποχή των Λαυριακών δημιουργήθηκε, πολύ εύκολα και σε πολύ μεγάλες μερίδες του πληθυσμού, η εντύπωση ότι η Ελλάδα κάθεται πάνω σ' ένα απέραντο υπόγειο ορυχείο χρυσού.
Εντούτοις, ο νέος χρυσός της βιομηχανικής εποχής είναι διαφορετικός. Τα ορυχεία σήμαιναν εργασία και κεφάλαιο. Και φυσικά επιστήμη και τεχνικές προόδους. Αυτές που μόλις είχαν επιτρέψει την βιομηχανική οργάνωση του ορυχείου.
Όμως ο Αθηναίος Χρυσοθήρας δεν έχει τέτοιες φιλοδοξίες. Ο πλουτισμός που αναζητά είναι διαμεσολαβητικός και αρπακτικός, όχι βιομηχανικός, συστηματικός και κεφαλαιοκεντρικός. Ο πλούτος, ως προϊόν είτε του κεφαλαίου είτε της εργασίας, φαντάζει εξωπραγματικός, σε κοινωνικές ομάδες εν μέρει κρατοδίαιτες, εν μέρει μικροεμπορευματικές και μικροεπαγγελματικές. Η βιομηχανία, ως οργανωμένη δράση του κεφαλαίου, είναι ξένη προς τον Μεγγλίδη. Η προσδοκία του είναι, αμέσως μετά την ανακάλυψη να πουλήσει την άδεια σε μια ξένη εταιρεία του είδους, η οποία θα αναλάβει την καθαυτή οργάνωση της εξόρυξης.
Το ελληνικό κράτος παρείχε τότε αφειδώς άδειες για έρευνες προς αναζήτηση ορυχείων. Ο Μεγγλίδης απέκτησε μια άδεια και με την ανακάλυψη του ορυχείου προσέβλεπε να εκποιήσει τα δικαιώματα εκμετάλλευσής του σε "αυτούς που ήξεραν", σε αυτούς που θα οργάνωναν την πραγματική εκμετάλλευση του ορυχείου. Ο μεσολαβητικός ρόλος του θα τελείωνε εκεί. Ο πλουτισμός του θα ήταν προϊόν αυτής της μεσολαβητικής πράξης.
Μα και αυτή η μεσολαβητική πράξη προσέκρουε σε κάποιες προϋποθέσεις, αν μη τι άλλο τεχνικές και επιστημονικές. Ούτε εδώ όμως υπάρχει κάποιος σεβασμός στις διαδικασίες αυτές. Τα τεκμήρια αποτελούν στοιχεία μιας κοινωνίας που στηρίζεται στις κατεξοχήν ορθολογικές δραστηριότητες, δηλαδή τη βιομηχανία. Ο Μεγγλίδης έχει μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στην οπτική επαφή και στις βεβαιότητες με τις οποίες μιλά για θέματα που αγνοεί παντελώς. Η επιστημονική τεκμηρίωση αντιμετωπίζεται ως υποδεέστερη και βαρετή δραστηριότητα απέναντι στο "εγώ που λέω" ή "εγώ ξέρω, το είδα". Πρόκειται για την ισχυρογνωμοσύνη της άγνοιας, της ημιμάθειας και της αρπαχτής. Ταυτόχρονα, παραμένει καχύπτοπτη απέναντι στην επιστημονική γνώση. Η αρνητική απάντηση του Χημείου προσλαμβάνεται με καχυποψία, Φαντάζεται ότι μπορεί να είναι ένα τέχνασμα του Χρηστομάνου, προκειμένου να ωφεληθεί ο ίδιος ή οι δικοί του. Χωρίς τις παραπάνω προϋποθέσεις, η βεβαιότητα του Χρυσοθήρα εδράζεται σε μια αδιαφιλονίκητη και μοναδική εκδοχή: την επιτυχία των άλλων. Πρόκειται για τον τυπικό μιμητισμό των στρωμάτων αυτών και τον πληθωριστικό τρόπο με τον οποίο εισβάλλουν κατά καιρούς σε κάθε νέα οικονομική δραστηριότητα. Εάν άλλοι πέτυχαν με αυτά, γιατί όχι κι εμείς. Μόνο που η μετεγγραφή της εμπειρίας των άλλων είναι στις περισσότερες περιπτώσεις ανεφάρμοστη.
Στο διήγημα αυτό, το κράτος εμφανίζεται φτωχό, χωρίς πόρους, εξαθλιωμένο και καιροσκοπικό. Έχει συγκυριακή και μόνο εμπλοκή με τα θέματα, αντιγράφοντας ιδέες από το εξωτερικό, σε κάθε περίπτωση οικειοποιώντας ό,τι είναι πιο πρόσφορο σε κάθε περίοδο και προωθώντας το όμως με τρόπο ανοργάνωτο και απρογραμμάτιστο. Αυτό έγινε με τα ορυχεία, το ίδιο έγινε και με το χρηματιστήριο.
Εδώ ο Μητσάκης μας παραπέμπει στον πρώτο ιστορικά χρηματιστηριακό πανικό που κατέλαβε τους Αθηναίους. Αν και δεν το γνώριζαν τα εκατομμύρια των ελλήνων παικτών του χρηματιστηρίου το 1999, ένα αιώνα πριν το ελληνικό χρηματιστήριο ζούσε επίσης ένα αντίστοιχο πυρετό. Οι Αθηναίοι χρυσοθήρες της εποχής έπαιζαν μανιωδώς τις μετοχές του Λαυρίου. Ο Μητσάκης ανατρέχει στην ανεπίσημη εμφάνιση του χρηματιστηρίου στο καφενείο η "Ωραία Ελλάς" το 1869 και με συστηματικότητα μας περιγράφει τα επαγγέλματα που συνέθεταν το σώμα των χρηματιστηριαζομένων: "Έμποροι, χειρώνακτες, καθηγηταί, λόγιοι, φοιτηταί, υπάλληλοι, εργάται, αστοί, πολιτευόμενοι, πάσαι της κοινωνίας αι τάξεις και πάσαι αι αρχαί και πάντα σχεδόν τα μέλη, συνωθούντο εκεί, υπό της αυτής επιθυμίας ελαυνόμενοι και εις αυτήν δόνησι υπείκοντες. Και έφερον τας οικονομίας αυτών, ετών πολλάκις ολοκλήρων, ζωής όλης, περιουσίας εν μόχθω και βραδέως κατά λεπτόν αποκτειθείσας, παν ει τι πολύτιμον, τον μισθόν του ο υπάλληλος, τα κέρδη του ταμείου του ο έμπορος, το ημεροδούλι ο εργάτης, το μηνιαίον εκαντόδραχμον όπερ υπό του πατρός του τω εστάλη ο φοιτητής, τους αδάμαντας της μητρός του ο άσωτος κομψευόμενος, τα όπλα του ο αγωνιστής, και τα έρριπτον εκεί, μέσα εις το μεγάλον χωνευτήριον, εις το καζάνι του χρυσού, όπερ διεδίδετο ακαταπαύστως ότι έβραζε, παράγον το παμπόθητον το μέταλλον, που αν πλουτήση την Ελλάδα έμελλε και να αναδείξει Ρότσχιλδ όλους εν στιγμή. Κ' ηγόραζον, ηγόραζον, αντί του χρήματός των του πολλού αυτού, του αληθούς, ηγόραζον οι άνθρωποι χαρτί, μετοχών χαρτί με το καντάρι, ψεύτικον χαρτί, όπερ όπως τοις έλεγαν, εντός της τσέπης των, μετά μικρόν, δια μυστηριώδους αλχημείας, θε να μετουσιούτο αυτομάτως εις χρυσόν. Αλλά από την πρωτεύουσαν η νόσος μετεδόθη κ' εις τας επαρχίας τάχιστα, κ' η φαντασία του μεσημβρινού λαού εξήφθη, και όλοι να πλουτήσουν επεθύμησαν, κ' επείνασαν ως υπ' ακαριαίας βουλιμίας προσβληθέντες χρήματος, επείνασαν οι τέως ευτελείς κι' ολιγαρκείς και λιτοδίαιτοι κ' ευχαριστούμενοι εις όσα έτυχε να εύρουν επί γης του όλβου την θερίζουσα πείναν."
Οι Ρότσχιλδ δεν δημιουργήθηκαν από τις τάξεις των πολιτικών, των εμπόρων, των εργατών, των καθηγητών, των φοιτητών, των κομψευόμενων, των αγωνιστών και του μεσημβρινού λαού. Το χρηματιστήριο εδράζεται σε μια εξαιρετικά απλή αρχή: το κουδουνιστό χρήμα, όπως λέει και ο Μαρξ. Η γνώμη σου, σε αντίθεση με άλλες πτυχές του κοινωνικού και πολιτικού βίου, πρέπει να επικυρωθεί με μια απλή οικονομική πράξη. Πρέπει να βγεί χρήμα από την τσέπη και να επικυρώσει την εκτίμηση ανόδου μιας μετοχής. Η άνοδος αυτή εδράζεται συνήθως σε πραγματικά γεγονότα. Κάποιες εταιρείες τα πάνε καλύτερα από άλλες και ο χρηματιστηριακός θεσμός είναι καθοριστικός στη ροή κεφαλαίων ανάμεσα σε κλάδους ή εταιρείες. Όμως αυτό, μικρές αλλαγές επιφέρει στο γενικό δείκτη ή στις χρηματιστηριακές αξίες. Οι περίοδοι γρήγορης ανόδου στηρίζονται σε μαζικά φαινόμενα. Πολλοί και αδαείς καταθέτουν φρέσκο χρήμα στην χρηματιστηριακή αγορά. Κάθε πτώση, ανέκαθεν ξεκινούσε με μια μεταστροφή των τεχνητών προσδοκιών των πολλών και αδαών και τη συγκράτηση του χρήματος από τους πραγματικούς κατόχους μετοχών. Η αναδιανομή ήταν πάντα παρούσα.
Το καφενείο η "Ωραία Ελλάς" παραμένει μία από τις καλύτερες περιγραφές ενός οικονομικού φαινομένου που εδράζεται σε προαστικές οικονομικές νοοτροπίες. Ο Μητσάκης μας χάρισε μερικές από τις πιο εύστοχες παρατηρήσεις για το θέμα αυτό. Θα αρκούσε να τον διάβαζαν τόσο οι σύγχρονοι οικονομολόγοι όσο και οι νεόκοποι αθηναίοι χρυσοθήρες. Οι πρώτοι θα στρέφονταν με μεγαλύτερη προσοχή στις ιστορικές ιδιαιτερότητες της ελληνικής οικονομίας και οι τελευταίοι θα είχαν γλυτώσει αρκετά χρήματα.
|Ο Γιώργος Σταθάκης διδάσκει Πολιτική Οικονομία στο Πανεπιστήμιο Κρήτης|
Μια ανάγνωση
Φαντασιακή επιθυμία, ο πλούτος~ φαντασιακό αντικείμενο, ο χρυσός. Ο ήρωας του Μητσάκη φανερώνεται ως κρίκος στην αλυσίδα των παραισθησιακών ηρώων της μυθοπλασίας, των οποίων η τραγικότητα παράγεται από την εμμονική προσκόλληση στο φαντασιακό τους αντικείμενο έναντι του οποίου το πραγματικό ακυρούται διά της πραγματικότητάς του και το γεγονός εξαφανίζεται διά της γεγονικότητάς του. Οπότε, η διερώτηση της ανάγνωσης αφορά προ πάντων την πραγματικότητα της φαντασιακής επιθυμίας σε αντιδιαστολή προς τα σημεία του πραγματικού τα οποία "εις την πεποίθησιν" του τραγικού ήρωα δεν είναι παρά σημεία ενός κόσμου, ο οποίος στερείται το σθένος (ψυχικό και συναισθηματικό) να υπερβεί τα σημεία και να θεμελιώσει την ύπαρξή του στο πάθος της εμμονικότητας.
Ο |Χρυσός Σκαραβαίος| του Edgar Allan Poe διερευνά την ίδια προς τον "χρυσοθήρα" του Μητσάκη συμπτωματικότητα της παραίσθησης μέσω του ίδιου φαντασιακού αντικειμένου, του χρυσού. Με τη διαφορά ότι ο ήρωας του Μητσάκη δεν οδηγείται στην πραγμάτωση της παραίσθησης, όπως ο ήρωας του Poe, και δεν εφευρίσκει ή επινοεί ένα κρυπτογράφημα που θα του εδραιώσει και θα επαληθεύσει την παραίσθηση, αλλά θα εντυλίξει την παραίσθηση στο πάθος της βεβαίωσης του φαντασιακού του αντικειμένου, οπότε το κρυπτογράφημα, το οποίο μόνον αυτός είναι σε θέση να "διαβάσει", εις πείσμα των σημείων του πραγματικού, είναι το κρυπτογράφημα της φαντασιακής του επιθυμίας και διόλου δεν έχει ανάγκη επαλήθευσης διά της πραγματικότητας αφού η πραγματικότητα είναι ήδη ακυρωμένη και μόνη πραγματικότητα είναι η ταύτιση της πραγματικότητας με τη φαντασιακή του επιθυμία.
Η ψευδαισθησιακή επένδυση του τραγικού ήρωα του Μητσάκη διανοίγει τον κόσμο και τον διαρρηγνύει, κατά τρόπον ώστε η εγκυρότητα των σημείων να χάνεται μέσα στην απόλυτη αβεβαιότητα του πεπρωμένου του, όταν αυτό το πεπρωμένο έρχεται αντιμέτωπο με τη σκηνή της ομαδικής παράκρουσης των Λαυριακών. Τα Λαυριακά είναι μια απλή σκηνή η οποία προκαλεί την έξοδο της φαντασιακής επιθυμίας, ένα σκηνικό του οποίου ωστόσο η πραγματικότητα διόλου δεν αφορά την ίδια την φαντασιακή επιθυμία του ήρωα (δρα μόνον ως υποκινητής της), η οποία, αυτοποίητη και αυτοδύναμη στην εμμονικότητά της, αρνείται εν τέλει την πραγματικότητα της σκηνής, την αγνοεί και τη χλευάζει: "Τα Λαυριακά!... Αυτό δεν είναι σαν τα Λαυριακά, βρε αδελφέ!... Κυττάζεις τον καυτόν κόσμο τότε!... Εγώ βλέπεις, είμαι άνθρωπος της δουλειάς, έκαμα γεωμέτρης, ξέρω... Έπειτα τα Λαυριακά που λες, τι νομίζεις, και πολλά από κείνα δεν είχαν τα μέσα οι άνθρωποι καν να δουλέψουν και γ' αυτό έμειναν έτσι".
Όπως ο ήρωας των αφορισμών και των παραβολών του Κάφκα ο ήρωας του Μητσάκη κερδίζει στην πραγματικότητα διότι χάνει στην αλληγορία. Διότι χάνει μεν στον αγώνα ανάμεσα σε εκείνο και τον κόσμο, κερδίζει όμως στον αγώνα ανάμεσα σε εκείνον και τη φαντασιακή του επιθυμία, αφού ούτε στιγμή αποδέχεται ο κόσμος να είναι η αλληγορία της επιθυμίας του, όπως οι άλλοι, οι συνηθισμένοι, άνθρωποι που τον περιβάλλουν. Γι' αυτόν, τίποτε άλλο δεν υπάρχει πραγματικό παρά η εμμονικότητα της ψευδαισιακής του επένδυσης και διόλου δεν ενδιαφέρεται για έναν κόσμο πάνω στον οποίο μπορεί να προβάλλει, σημαινόμενα του φαντασιακού του αντικειμένου. Το φαντασιακό του αντικείμενο ίσταται όχι αντί του κόσμου αλλά ως κόσμος, ως μοναδικός κόσμος, υπάρχων και ενεργητικός, αυτοποιητικός και αυθύπαρκτος.
Κατά συνέπεια, η αγωνία του ήρωα δεν είναι η αγωνία της λύσης του κρυπτογραφήματος της πραγματικότητας: "οι λίθοι [που] διετέμνοντο εσωτερικώς, και υπό γραμμών τινών", αλλά η προστασία του κρυπτογραφήματος της πραγματικότητας από την ίδια την πραγματικότητα. Με αυτό θέλω να πω ότι ο ήρωας της μυθοπλασίας του Μητσάκη δεν είναι παρανοϊκός~ είναι βαθύτατα τραγικός, με την έννοια την οποία η τραγικότητα προσλαμβάνει όταν η φαντασιακή επιθυμία, αντί να έρχεται σε σύγκρουση με το πραγματικό, εγκαθίσταται ως καθαρή πραγματικότητα, αγνοώντας πλήρως τα σημεία του πραγματικού. Διότι το τραγικό δεν είναι η σύγκρουση επιθυμίας και πραγματικότητας, αλλά η ανεπιβεβαίωτη φαντασιακή επιθυμία εναντίον της βεβαίωσης και της επαλήθευσης.
Η γλώσσα του ήρωα, χασματική και διακεκομμένη, αυτοβεβαιώνεται χωρίς την ανάγκη της βεβαίωσης του αποδέκτη της. Κατ' ουσίαν μάλιστα, δεν αποζητά αποδέκτη και τον υποτιθέμενο αποδέκτη του ο ήρωας τον επινοεί εξίσου φαντασιακά ανασύροντας από την αρχαιολογία της συναισθηματικής του ζωής, η οποία στοιχειώνεται από τον τάχα φορέα ενός "μεγάλου ονόματος" -πατρογονιώς- και της λαμπρότητας το όνομα αυτό εκπροσωπεί στην παιδική αθωότητα και στη μύθευση της παιδικής - φαντασιακής ηλικίας: "Τι λες αδελφέ!... ανεκραύγασε τότε εν εκρήξει οικειότητος και γηθοσύνης ο Μεγγλίδης. Αμ' εγώ μωρέ αναστήθηκα μέσ' στο σπίτι σας!... Εμένα μ' έχει κουνήσει στα γόνατά της η μητέρα σου!... Αμ' εγώ τον Γεωργιάδη γνώρισα πρώτα στον κόσμο και έπειτα τον πατέρα μου!... Αμ' εμένα αυτοί μ' εκάμανε άνθρωπο [...] Μωρέ εμάς ο παππούλης σου ο γερο-Αρχηγός μας είχε πάππων προς πάππων, γονέων προς γονέων μέσα στο σπίτι του!"
Η φαντασιακή επιθυμία λάμπει με μια λάμψη που το πραγματικό στερείται παντελώς. Αυτή είναι η δωρεά του φαντασιακού αντικειμένου στο πραγματικό αντικείμενο. Και η τραγικότητα αναδύεται από αυτή τη δωρεά και τη γενναιοδωρία της συγχυσμένης γλώσσας του ήρωα: "Πέτρες του Θεού θα δώσουμε, βουνά του Θεού θα δώσουμε, λίρες στερλίνες θα πάρουμε!".
Αν οι πέτρες του Θεού μεταφράζονται σε λίρες, στερλίνες, δεν είναι για να υποστηρίξουν την ανταλλαγή μεταξύ πραγματικότητας και φαντασιακής επιθυμίας, αλλά για να χαρίσουν τη λάμψη του φαντασιακού στην πραγματικότητα.
Ο Στέφανης Ροζάνης διδάσκει φιλοσοφία των Μέσων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Η μελέτη ηθών, ο Μητσάκης και ο Ξενόπουλος
Του Αλέξη ΖΗΡΑ
|Είναι γνωστό ότι ο Μιχ. Μητσάκης υποδέχθηκε τελείως αρνητικά τα πρώτα μυθιστορήματα του Γρηγ. Ξενόπουλου, |Ο άνθρωπος του κόσμου| (1888) και |Νικόλας Σιγαλός| (1890), θεωρώντας ότι ο συγγραφέας τους δεν μπορούσε να συνθέσει "αθηναϊκές μυθιστορίες" χωρίς να έχει βαθύτερη γνώση της ζωής στην πρωτεύουσα. Οι εκατέρωθεν αντιδράσεις και ο διάλογος που ακολούθησε είχαν τη σημασία τους, όχι μόνο για την εξέλιξη του Ξενόπουλου αλλά και για τη διευκρίνηση των όρων νατουραλισμός, ρεαλισμός, ηθογραφία. Το ακόλουθο κείμενο είναι απόσπασμα μιας ευρύτερης μελέτης, που αναφέρεται στη διαμόρφωση της έννοιας του ρεαλισμού στην πεζογραφία του Ξενόπουλου.|
Σε αντίθεση με την αφθονία των "επαρχιακών διηγημάτων" ή των "ζακυθινών ηθογραφιών", τα "αθηναϊκά διηγήματα" του Ξενόπουλου είναι ελάχιστα. Ως το 1903 ο Μαρκάκης εντόπισε μόνον ένα, "Το μαρμαράδικο", δημοσιευμένο στο |Εθνικόν Ημερολόγιον| του Κωνσταντίνου Σκόκου. Πράγμα που σημαίνει -αν περιοριστούμε μόνο στα γνωστά δεδομένα του έργου του- ότι ο συγγραφέας της |Φωτεινής Σάντρη| ανέπτυξε, μετά τη συγκρατημένη ή την αρνητική πρόσληψη των δύο πρώτων |αθηναϊκών μυθιστοριών| του |(Ο άνθρωπος του κόσμου| και |Νικόλας Σιγαλός)|, με τις ήδη γνωστές κριτικές του Μιχαήλ Μητσάκη, μια διπλής όψεως στρατηγική που εντοπίζεται αρκετά καθαρά στην εργογραφία του. Ενώ λοιπόν ο μυθιστοριογράφος σιγεί μετά τη δημοσίευση των "επαρχιακών ηθών" της Μαργαρίτας Στέφα στην |Εικονογραφημένη Εστία| (1893) ως το 1913, όταν επανακάμπτει με ένα άλλο "αθηναϊκόν μυθιστόρημα", τον |Ολέθριο έρωτα|, η παραγωγή του ως διηγηματογράφου σε όλο αυτό το χρονικό διάστημα είναι αδιάλλειπτη, με ένα πλήθος "επαρχιακών" ή ζακυθινών" ηθογραφιών. Αλλά και αρκετά μετά το 1913 η καθαυτό μυθιστορηματική του παραγωγή εξακολουθεί κατά βάση να αντλεί τα θέματά της από την αθηναϊκή ζωή. Πράγμα που σημαίνει ότι δεν "φρονιματίστηκε" καθόλου, όπως πολλοί έκριναν μεταγενέστερα, από τις νουθεσίες που συνόδευσαν την αρνητική υποδοχή του Μητσάκη. Και αν εκείνος υποστήριζε ότι οι μεγάλες συνθέσεις του Ξενόπουλου διαπνέονταν από |"αδιαφορία ως προς την κριτικήν εξέτασιν, περιφρόνισι(ν) ή αδυναμία ως προς την ακριβή αντίληψιν ή έρευναν της αληθείας και της πραγματικότητος"|, αυτός αντέστρεψε με προσφυή τρόπο την εικόνα, αλλά στην ουσία, από δομικής απόψεως, δεν άλλαξε και πολλά στα μυθιστορήματά του. Μετέτρεψε τη σκηνογραφία τους, τόνισε το τοπικό χρώμα και επομένως "ικανοποίησε" το ιδεολόγημα της μελέτης των ηθών, οπως παρερμήνευαν τον γνωστό μπαλζακικό όρο πολλοί από τους λογίους και τους συγγραφείς μας στο γύρισμα του 19ου προς τον 20ό αιώνα. Πλούτισε, ακόμα, τις περιγραφές που δημιουργούν με την τεκμηρίωσή τους την αίσθηση της νησιωτικής πόλης και, ιδίως, ενσωμάτωσε στα διαλογικά μέρη των μυθιστορημάτων, και των μεγάλων αφηγημάτων του, γλωσσικούς ιδιωματισμούς που ενισχύουν την αίσθηση της τοπικότητας. Όμως, η ραχοκοκκαλιά των μυθοπλασιών του έχει την ίδια ρεαλιστική στιβαρότητα, στα επαρχιακά και στα αθηναϊκά του πεζά. Οι κοινωνικές αντιθέσεις βασίζονται πάνω στον ίδιο τυπολογικό άξονα που, ασφαλώς, κινείται σ' ένα προσχηματικό στάδιο, από τη θητεία του συγγραφέα στον ρομαντικό σοσιαλισμό της εποχής. Και επιπλέον, διοχέτευσε προς τη διηγηματογραφική και προπάντων προς τη δραματουργική ανάπλαση τις ιστορίες του από τον ταξικά διαρθρωμένο κόσμο της ζακυνθινής κοινωνίας του 19ου αιώνα, τον κόσμο με τον οποίο, όπως του είχε διαμηνύσει ο Μιχαήλ Μητσάκης, |έπρεπε να ασχοληθεί,| αφού |αυτόν γνώριζε καλύτερα...| Μα και μετά το 1913, όταν όπως είπαμε επέστρεψε στις αθηναϊκές μυθιστορίες, ο επτανησιακός κόσμος συνέχισε για πολύ ακόμη να αποτελεί για τον Ξενόπουλο την αναχρονιστική μεταμφίεση του αθηναϊκού, μέσα στον οποίο ζούσε και τις εκδηλώσεις του οποίου σχολίαζε καθημερινά ως χρονογράφος των εφημερίδων.
Ανεξάρτητα από το αν είχε ή όχι δίκιο ο Μιχαήλ Μητσάκης, στην παράφορη και σχεδόν εξοντωτικό κριτική του -και νομίζω πως σήμερα πια είναι πολύ δύσκολο να αρνηθούμε την υπερβολή και τη μηχανιστική άρθρωση του όλου συλλογισμού του- ο όρος ηθογραφία, έτσι όπως τον εννοούσαν αυτός και ο Ξενόπουλος, σήμαινε διαφορετικά πράγματα για τον καθένα. Η πρόσφατη συγκέντρωση και έκδοση μιας επιλογής δοκιμίων και κριτικών άρθρων του Ξενόπουλου από τη Γεωργία Φαρίνου - Μαλαματάρη |Επιλογή κριτικών κειμένων,| 2000), όπου και τρία όψιμα άρθρα του περί ηθογραφίας, μας δείχνει την ενότητα και την καθαρότητα της σκέψης του γι' αυτό το θέμα που ταλάνισε επί σειρά ετών γραμματολόγους, ιστορικούς και κριτικούς. Στοιχεία που ενισχύονται ακόμα περισσότερο με τη μελέτη της Γεωργίας Γκότση |Η ζωή εν τη πρωτευούση| (2004), όπου αναπτύσσεται σε πολλά της σημεία το ανοιχτό για πολλούς ιστορικούς της λογοτεχνίας θέμα της ηθογραφίας. Γιατί, εφόσον ο Ξενόπουλος, για τους δικούς του λόγους, θεωρούσε ορισμένα πεζά του επαρχιακά, όπως τη "Νανότα" και μερικά διηγήματά του, μας ενδιαφέρει υποθέτω να δούμε τι εκείνος έκρινε ως ηθογραφία. Άλλωστε, στα χρόνια της διαμάχης του με τον Μητσάκη ούτε αναπτυγμένη ήταν η συζήτηση περί του τι σημαίνει εντόπιο και κοσμοπολιτικό, ούτε ήταν ιδιαίτερα ξεκαθαρισμένη, ακόμα και στους λογιότερους των πεζογράφων, η διάκριση μεταξύ των ηθών της επαρχίας και των ηθών της πόλης.
Ο Μητσάκης, λόγου χάριν, βάσει των θέσεών του για τον |Νικόλα Σιγαλό,| εφάρμοζε τη θεωρία του Ιππολύτου Ταιν για την επίδραση που ασκεί το περιβάλλον στο έργο τέχνης, θεωρία που είχε ευρύτατη απήχηση τόσο στη Γαλλία όσο και στην Αγγλία και που υπήρξε κινητήρια βάση για ορισμένα από τα πιο γνωστά αξιώματα του Ζολά: π.χ. η προοιμιακή φράση στο μυθιστόρημά του, |Τερέζ Ρακέν|: "η κακή συνήθεια και η αρετή είναι παράγωγα~ όπως το βιτριόλι και η ζάχαρη" προέρχεται από τη φημισμένη εισαγωγή του Ταιν στην |Ιστορία της αγγλικής λογοτεχνίας| (1836). Έτσι, προεκτείνοντας τη μηχανιστική λογική της θεωρίας της αντανάκλασης στα πρώτα μυθιστορήματα του Ξενόπουλου, ο Μητσάκης υποστήριζε στις πολεμικές του, λίγο πολύ, ότι δεν μπορεί να υπάρξει νατουραλιστικό ή και ρεαλιστικό μυθιστόρημα που να διαδραματίζεται σε ελληνικό αστικό κέντρο! Και τούτο διότι η κοινωνική σύνθεση των πόλεων στο νεόκοπο κράτος δεν ήταν ακόμα |"συμπαγής και προηγμένη"|. Η ηθογραφική αποτύπωση σε μια μυθοπλασία σήμαινε οπωσδήποτε την "κατά γράμμα" μετεγγραφή των τοπικών ηθών και την εκ του σύνεγγυς εξεικόνισή τους, που αδήριτα πρέπει να προέρχεται από την εμπειρική συστηματική παρακολούθηση του ίδιου του συγγραφέα! Συνεπώς, συμπέραινε ο Μητσάκης, για να έχει ο συγγραφέας την αξίωση να μας |"προβάλη ηθογραφικάς εικόνας της εποχής και της κοινωνίας αυτής πρέπει εξάπαντος να ελκύη όλων μας την σύντονον προσοχήν, διότι τίποτε ολιγώτερον δεν είναι ο σκοπός του, έστω και ασυνειδήτως, ή να μας παραστήση διά της εικονίσεως του παρόντος, λεληθότως και σιωπηλώς, και του παρελθόντος άμα την εργασίαν και την ζωήν, και του μέλλοντος το κρυπτόμενον μυστήριον να μας υποδείξη"|.
Στην ουσία ο Μητσάκης, ακυρώνοντας την λογοτεχνική αξία των αθηναϊκών μυθιστοριών του Ξενόπουλου, υπονοεί, εμμέσως πλην σαφώς, κάτι που μάλλον θα πρέπει να το έχουμε κατά νου όταν προσεγγίζουμε τα πεζά του ίδιου: τη σημασία της άμεσης παρατήρησης. Οι επισημάνσεις του για τις μυθιστορίες του |Σιγαλού| και του |Ανθρώπου του κόσμου| δείχνουν ότι έχει κάποιες κατασταλαγμένες αλλά ίσως και αμετακίνητες απόψεις για τη σχέση συγγραφέα και λογοτεχνικής αναπαράστασης. Μπορεί σήμερα ο αφορισμός που ακολουθεί να μοιάζει ακατανόητος, όμως ο θεωρητικός ορίζοντας του Μητσάκη δεν του επέτρεπε αποκλίσεις, αφού, σύμφωνα με τα ίδια τα λεγόμενά του, ένας συγγραφέας "νομιμοποιείται" να γράφει μόνο για πράγματα που γνωρίζει απευθείας, από την άμεση παρατήρησή του!
|"Ημπορεί να περιγράφη ήθη της Ζακύνθου, της Κεφαλληνίας, της Κερκύρας [...] αλλά της πρωτευούσης της Ελλάδος, βέβαια ποτέ!"|
Αν λοιπόν συνέβαλε πράγματι σε κάτι με την κριτική του, ασφαλώς αυτό δεν ήταν η επιστροφή του συγγραφέα Ξενόπουλου στη Ζάκυνθο και στο απόμακρο, για εκείνα τα χρόνια, γραφικό της σύμπαν, όσο ο προσεκτικότερος χειρισμός από τον τελευταίο της ρεαλιστικής τεχνικής στα επόμενα μυθιστορήματά του. Είναι βέβαιο ότι, ενώ στον |Νικόλα Σιγαλό| εμφανίζεται συχνά η περσόνα του συγγραφέα-δημοσιογράφου η οποία και έχει προικιστεί με ορισμένα χαρακτηριστικά του ίδιου του Ξενόπουλου, στη |Μαργαρίτα Στέφα| έχει διαφοροποιηθεί αρκετά η ενδοκειμενική θέση του συγγραφέα. Δεν υπάρχει αυτό το συνεχές μέσα-έξω που του επέτρεπε άλλοτε να μπαίνει και άλλοτε να βγαίνει από την πλοκή. Όπως στα μεγάλα πρότυπα του ρεαλιστικού μυθιστορήματος του 19ου αιώνα, ο συγγραφέας σταθεροποιείται στο ρόλο του παντεπόπτη, αθέατου και φαινομενικά ουδέτερου αφηγητή, ο οποίος σύμφωνα με τις ανάλογες αρχές του ρεαλισμού καταγράφει έτσι με τη μεγαλύτερη δυνατή αληθοφάνεια την προσφερόμενη στον αναγνώστη "πραγματικότητα". Αν προσέξουμε καλύτερα τον διάλογο μεταξύ Μητσάκη και Ξενόπουλου, στο περ. |Αττικόν Μουσείον| όσο και στις εφημ. |Άστυ| και |Εφημερίδα|, το ουσιώδες θέμα τύποις μόνο είναι η ηθογραφία. Απέναντι στον πιο απόλυτο ως προς τις αρχές του Μιχαήλ Μητσάκη, ο "αμυνόμενος" Ξενόπουλος υπερασπίζεται, και μάλιστα με εξαιρετική καθαρότητα για την εποχή εκείνη, την αυτοτέλεια του έργου τέχνης. Στην απάντησή του, στην εφ. |Άστυ|, αναφέρει μεταξύ άλλων ότι ως συγγραφέας
|"Ειμπορείς να ζωγραφίζης όσον τέλεια πραγματικά γεγονότα και εντυπώσεις και πρόσωπα υπαρκτά. Αλλά δεν έπεται δια τούτο, ούτε ότι ανήκεις και καλά εις την πραγματικήν σχολήν, ούτε ότι γράφεις ηθογραφίαν [...] Φρονώ ότι και χωρίς να είναι εν μυθιστόρημα η Αθηναϊκή ηθογραφία, όπως την εννοώ, αυστηράν και επιβλητικήν, ειμπορεί κάλλιστα να είναι έργον φιλολογικόν".
|Ο Αλέξης Ζήρας είναι κριτικός λογοτεχνίας|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου