13/4/25

Το μυητικό σώμα

(στα έργα της Βάσως Κατράκη)

Άποψη της έκθεσης «Βάσω Κατράκη: Αλγεινά σώματα» στην γκαλερί ROMA


Του Κωνσταντίνου Θ. Σπυρόπουλου*

Μια ευχάριστη έκπληξη αποτέλεσε η έκθεση “Αλγεινά Σώματα” στην Roma Gallery, με επιλεγμένα έργα από την καλλιτεχνική παραγωγή της Βάσως Κατράκη (1914-1988). Η έκθεση ξεχώρισε για τη σημαντικότητά της και την καίρια επιμελητική προσέγγιση της Άλιας Τσαγκάρη.
Για την Κατράκη θα μπορούσαν να ειπωθούν πολλά, αλλά εδώ θα επικεντρωθώ στα μορφολογικά χαρακτηριστικά του εικαστικού της έργου, κυρίως στον τρόπο φιλοτέχνησης της φόρμας, καθώς και στη σημειολογία του. Ωστόσο, ο αναγνώστης θα όφειλε ν’ αναζητήσει πληροφορίες για τη ζωή αυτής της σπουδαίας κοινωνικής αγωνίστριας, τα έργα της οποίας μέχρι και σήμερα δεν έχουν μελετηθεί εις βάθος στον ελληνικό χώρο.
Κατ’ αρχάς θα έπρεπε να επισημανθεί ότι η χαράκτριά μας ασχολείται σ’ ένα πρωτογενές επίπεδο με το ανθρώπινο σώμα, χρησιμοποιώντας το ως εργαλείο έκφρασης που υπερβαίνει τις συμβατικές απεικονίσεις των μορφών και υποτάσσεται στην οριστικότητα. Η τέχνη της δίνει έμφαση στην πλαστικότητα, την αφαίρεση και τις μεταβολές των σωμάτων. Εμβαπτίζεται στα μορφοποιητικά υποστρώματα αυτού που θα ονόμαζα εγώ-σώμα (εγώσωμα), μιας έννοιας που δεν αντιμετωπίζει το σώμα ως μια στατική και καθορισμένη οντότητα, αλλά ως τόπο ροής, μια οργανική ύλη σε κίνηση, πάντοτε ανοιχτή στην αναδιαμόρφωση και τον μετασχηματισμό της. Ένα σώμα που αντιστέκεται στις σταθερές ταυτότητες και μεταμορφώνεται διαρκώς.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο το σώμα μετατρέπεται σ’ ένα πεδίο όπου πολλαπλές δυνάμεις συγκλίνουν και αλληλεπιδρούν, εκφράζοντας περισσότερο τον κοσμικό ρυθμό του γίγνεσθαι παρά την ενθυλακωμένη ύπαρξη. Αυτή η κατανόηση της σωματικότητας διαφαίνεται μέσα από τις σκληρές σκαλωσιές των μορφών, οι οποίες συχνά στερούνται περιγραφικής λεπτομέρειας και εμφανίζονται άκαμπτες, επιμηκυμένες ή κατακερματισμένες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το έργο “Επίσκεψη ΙΙΙ” του 1979. Σε αυτό, δύο ανθρωπόμορφες φιγούρες κάθονται, με τις υπερβάλλουσες στάσεις τους και τα απλοποιημένα –σχεδόν σκελετωμένα– χαρακτηριστικά τους να υποδηλώνουν σώματα που είναι ταυτόχρονα παρόντα και απόντα, επίγεια και αλλόκοσμα.
Μέσα από τα χαράγματα σε ψαμμίτη λίθο, η Κατράκη πλάθει αφαιρετικά περιχαρακωμένες φόρμες με σφιχτό σχέδιο και δυναμικές παράλληλα καμπύλες, που λειτουργούν ως δίοδος προς κάτι ασύλληπτο − προς έναν ανυπότακτο τόπο ελευθερίας. Δημιουργεί τραχιά σώματα που υπάρχουν πέρα από τους περιορισμούς του οργανωμένου, ανατομικού σώματος που επιβάλλει η κοινωνία. Ακρωτηριασμένοι, σταυρικοί κορμοί, παραμένουν απελευθερωμένοι από τις παραδοσιακές έννοιες της λειτουργικότητας και της οργάνωσης. Είναι αυτοαναφορικά σώματα που μέσω της εκφραστικής τους δεινότητας αναδεικνύουν ενίοτε την ασυνέχεια ή τη ρήξη της ενότητας. Σε έργα όπως το “Μοναξιά” (1979), η ανθρώπινη μορφή συστρέφεται με αγωνία και απεικονίζεται σε συμπιεσμένη και παραμορφωμένη κατάσταση. Αυτή η αφαίρεση αποκαλύπτει μια εξπρεσιονιστική γραφή που οικειοποιείται το σώμα ως κάτι περισσότερο από ένα παθητικό δοχείο ταυτότητας· είναι ένα σημείο πολλαπλότητας − φορέας μνήμης και πολιτικής ανατροπής.
Μένοντας σε μια απλή παρατήρηση θα λέγαμε ότι η παραμόρφωση στα έργα της δένει αισθητικά και εννοιολογικά με τα έργα τής Käthe Kollwitz (1867-1945), όμως στην πραγματικότητα αν ξετυλίξουμε το νήμα θα οδηγηθούμε πολύ πιο πίσω, και συγκεκριμένα στα έργα της εποχής της Γερμανικής Αναγέννησης, όπως είναι η Dieffler Pietà, και οι συνθέσεις του Matthias Grünewald (1470-1528). Ανακαλύπτουμε εδώ μια παραλληλία με τα έργα της Κατράκη σε σχέση με την απόδοση του σχήματος του σώματος, εφόσον σε αυτή την αποτύπωση εμπεριέχεται από κοινού η όντως έννοια του πόνου, η οποία διαπλάθεται αφενός στο συνειδητό και αφετέρου στο ασύνειδο. Αποτέλεσμα αυτής της οπτικής είναι το σώμα να γίνεται πιο αισθαντικό, πιο ψυχικό, στοχεύοντας στη μετάδοση της πολυπλοκότητας της εμπειρίας, είτε ως γέννημα της ενδοσκόπησης ή ακόμη και ως κατάδειξη της υπέρβασης της ανθρώπινης φύσης.
Προεκτείνοντας αυτή τη σκέψη, δεν γίνεται να μη σταθούμε και στην ανιμιστική διάθεση της καλλιτέχνιδας, η οποία βλέπουμε να εμψυχώνει τ’ αφηνιασμένα άλογα και τα συμπαγή σώματα σχεδόν με μια πριμιτιβιστική ενέργεια, σαν λατρευτικά τοτέμ. Είχα από παλιά την αίσθηση ότι οι λιγνές μορφές της είναι ριζωμένες στην αρχαία ελληνική παράδοση, αν και αποκρύπτουν απ’ τον αμύητο θεατή αυτή την υπόρρητη σχέση. Αν όμως αφεθούμε στην αποκαλυπτική αυτή θεώρηση, θα αντιληφθούμε ίσως ότι οι οντότητές της παραπέμπουν στα κυκλαδικά ειδώλια και στις γεωμετρικές σκηνές των μελανόμορφων αγγείων, αποκτώντας έτσι έναν οιονεί τελετουργικό χαρακτήρα και επιβεβαιώνοντας την προτεινόμενη θέση ότι το σώμα δεν είναι μόνο φυσικό και κοινωνικό, αλλά ενέχει και μυητική διάσταση. Η διάσταση αυτή, σ’ ένα βαθύτερο, «αρχαϊκό», επίπεδο ταυτίζεται με την αρχέγονη φυσικότητα.
Τα σώματα της Βάσως Κατράκη δεν ζητούν να γίνουν κατανοητά, αλλά να βιωθούν. Δεν διαθέτουν το βάρος της σάρκας. Αντίθετα, εμφανίζονται ως σώματα που έχουν αδειάσει και ξαναγεμίσει, σαν να έχουν περάσει από μια διαδικασία αποβολής —ίσως της ατομικότητας, ίσως του ίδιου του χρόνου. Επικοινωνούν μεταξύ τους με μια άηχη λαλιά πρωτόγονη, η οποία μυστηριακά υπερβαίνει τη σφαίρα της γλωσσικής αντίληψης. Υφίστανται σε έναν χώρο όπου η μορφή ακροβατεί ανάμεσα στο οικείο και το ανοίκειο, και από τον οποίο η προοπτική απουσιάζει, γιατί είναι μια υποταγή στο υπαρκτό, στο πραγματικό, επομένως αντιτίθεται στο υπερ-πραγματικό.
Αυτές οι μορφές, που σμιλεύονται με το βάρος της σιωπής και την οξύτητα της απουσίας, φαίνεται να τις ξεχωρίζει η άρνησή τους να παγιωθούν, η αντίστασή τους προς μια περίκλειστη κρυστάλλωση. Μας υποδεικνύουν ότι το σώμα δεν είναι ένα ορισμένο σημείο αλλά ένα πέρασμα· δεν είναι ένα κουκούλι, αλλά ένα φαινόμενο που ξεδιπλώνεται. Το έργο της όντως διακυρήττει πάντοτε όχι μόνο τη διαρκή ανάγκη για χειραφέτηση του σώματος, αλλά και την άφευκτη αναγκαιότητα να γίνει ο άνθρωπος κυρίαρχος της μοίρας του και της ζωής του μέσα από την αστείρευτη δύναμή του.

*Ο Κωνσταντίνος Θ. Σπυρόπουλος είναι ιστορικός της τέχνης

Δεν υπάρχουν σχόλια: