Του Μάσσιμο
Κατσούλο*
LUCIANO CANFORA, La grande guerra del Peloponneso: 447-394, (Ο μέγας Πόλεμος της Πελοποννήσου:
447-394), εκδόσεις Laterza, 2024, σελ. 280
Ο Θουκυδίδης παρακολούθησε όλο τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, ως αφηγητής και πρωταγωνιστής, γνώριζε τη νοοτροπία των εσωτερικών εχθρών της Αθήνας (εξάλλου από το ίδιο κοινωνικό περιβάλλον προερχόταν και αυτός), ενώ με τον ηγέτη της δημοκρατίας, τον Περικλή, τον συνέδεε στενή φιλία, Μάλιστα ο μεγάλος θαυμασμός προς τον “πρώτο άνδρα” της Αθήνας δεν θα πάψει ούτε μετά την εκκωφαντική ήττα του 404 π. Χ.. Ιστορικός και πολιτικός στοχαστής, φιλόσοφος της ιστορίας και ψυχολόγος των μαζών, ο Θουκυδίδης θεμελιώνει την ιδέα ότι οι πόλεμοι γεννιούνται από το φόβο, την οικονομία, την αποικιοκρατία και υποστηρίζονται πάνω στο ισχυρό μηχάνημα της προπαγάνδας. Είναι το “κτήμα ες αιεί” που μας άφησε.
Από το προοίμιο το έργου του ο Θουκουδίδης το δηλώνει ξεκάθαρα: ο Πελοποννησιακός Πόλεμος είναι ο μεγαλύτερος από όλους όσοι διεξήχθησαν μέχρι τότε. “Θουκυδίδης Ἀθηναῖος ξυνέγραψε τὸν πόλεμον τῶν Πελοποννησίων καὶ Ἀθηναίων, ὡς ἐπολέμησαν πρὸς ἀλλήλους, ἀρξάμενος εὐθὺς καθισταμένου καὶ ἐλπίσας μέγαν τε ἔσεσθαι καὶ ἀξιολογώτατον τῶν προγεγενημένων τεκμαιρόμενος ὅτι ἀκμάζοντές τε ᾖσαν ἐς αὐτὸν ἀμφότεροι παρασκευῇ τῇ πάσῃ καὶ τὸ ἄλλο Ἑλληνικὸν ὁρῶν ξυνιστάμενον πρὸς ἑκατέρους, τὸ μὲν εὐθύς, τὸ δὲ καὶ διανοούμενον. Κίνησις γὰρ αὕτη μεγίστη δὴ τοῖς Ἕλλησιν ἐγένετο καὶ μέρει τινὶ τῶν βαρβάρων, ὡς δὲ εἰπεῖν καὶ ἐπὶ πλεῖστον ἀνθρώπων”.
Η διαπίστωση αυτή στηρίζεται σε μια εύστοχη διάγνωση. Ο ιστοριογράφος καταγράφει εξαρχής τέσσερα βασικά στοιχεία, τα οποία έκτοτε θεωρήθηκαν αδιαπραγμάτευτα: 1) ο πόλεμος έχει οικονομικές αιτίες, 2) ο Πελοποννησιακός πόλεμος ήταν ένας παγκόσμιος πόλεμος, 3) η Περσία (“οι βάρβαροι”) έπαιξε καθοριστικό ρόλο, έστω κι αν δεν έλαβε εξ αρχής μέρος στη σύγκρουση, 4) άρχισε να γράφει (δηλαδή να μαζεύει το υλικό) ακόμα πριν να ξεσπάσει ο πόλεμος, επειδή κατάλαβε το μέγεθος της σύγκρουσης από τα “συμπτώματα”.
Οι εστίες του πολέμου περιελάμβαναν ολόκληρη τη Μεσόγειο: από την Καρχηδόνα έως τη Μικρά Ασία (μέσω της Σικελίας), από τη Θράκη-Μακεδονία έως την Αίγυπτο. Στη σκακιέρα αυτή η Αθήνα και η Σπάρτη κινούσαν τα πιόνια τους (τους αντίστοιχους συμμάχους τους), αλλά με τη σειρά τους προσπαθούσαν να εξασφαλίσουν την υποστήριξη των Περσών. Ο Θουκυδίδης ακολουθεί τις διαρκείς μεταβάσεις των αντιπροσωπειών προς την αυλή του Μεγάλου Βασιλέως. Ήταν ξεκάθαρο ότι όποιος θα κατακτούσε την υστερόβουλη εύνοια του βασιλέως θα κέρδιζε τελικά.
Οι αιτίες: μεταξύ των σημαντικότερων και διαχρονικότερων θεωρητικών καινοτομιών που εισήγαγε ο Θουκουδίδης στη μελέτη του ιστορικού γίγνεσθαι είναι η διάκριση μεταξύ της “αληθεστάτης αιτίας” και της “πρόφασης”. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκει ο αποκλεισμός των Μεγάρων από τα λιμάνια που ήσαν υπό τον αθηναϊκό έλεγχο. Στην πρώτη κατηγορία ανήκει ο φόβος της Σπάρτης για τη συνεχώς αυξημένη αθηναϊκή δύναμη. Εξίσου σημαντική είναι η προθυμία του Περικλή “να μην υποκύψει στους Πελοποννήσιους”.
Γι' αυτό τον λόγο, το μεγαλύτερο μέρος του μεγάλου πρώτου βιβλίου αφιερώνεται στην αφήγηση των πενήντα ετών (η “πεντηκονταετία”) από τα “Περσικά” (480-78) έως το 431. Είναι η αφήγηση της ακαταμάχητης πορείας της Αθήνας προς την ηγεμονία, μια επίθεση -όπως τον προειδοποιούσαν η Σπάρτη, η Θήβα, η Κόρινθος- στην καθιερωμένη τάξη, στην ισορροπία που δημιουργήθηκε μετά τους Περσικούς Πολέμους μέσω της οριοθέτησης των σφαιρών επιρροής. Ο ιστορικός Θεόπομπος -συνεχιστής του έργου του Θουκυδίδη- δεν έχει καμία αμφιβολία: η Σπάρτη φταίει για τον πόλεμο. Ο Θουκυδίδης εξισορροπεί τις ευθύνες: είναι η λεγόμενη “παγίδα του Θουκυδίδη” που ακόμα προβληματίζει και ανησυχεί τον Κινέζο ηγέτη Σι Τζινπίνγκ: η υπερδύναμη που βρίσκεται σε παρακμή (Σπάρτη), πρέπει να ξεκαθαρίσει, πριν να είναι πλέον αργά, τους λογαριασμούς της με την ανερχόμενη υπερδύναμη. Η Αθήνα προκαλεί (Μέγαρα, Επίδαμνος, ναυμαχία στην Κέρκυρα με τα πλοία από την Κόρινθο), η Σπάρτη αντιδρά με άλλες προκλήσεις μέχρι που φτάνουμε στη μεγαλύτερη: το διάταγμα κατά των Μεγάρων, ένα σαφές casus belli, ένα επεισόδιο σε άλλη εποχή αμελητέο, γίνεται η θρυαλλίδα της φωτιάς.
Ο Θουκυδίδης γνωρίζει πώς τελείωσε ο πόλεμος. Το γεγονός ότι το έργο του διακόπτεται απρόοπτα στη μέση μιας πρότασης στο όγδοο βιβλίο (σύμφωνα με την τρέχουσα διαίρεση) είναι μόνο ένα ατύχημα της παράδοσης του κειμένου ή υποδηλώνει μια ημιτελική επεξεργασία του έργου; Στην πραγματικότητα, η συνέχεια βρίσκεται στα δύο πρώτα βιβλία των Ελληνικών του Ξενοφώντα. Άραγε, ο Θουκυδίδης έζησε αρκετά για να δει τους τελευταίους σπασμούς της πόλης του, για να γίνει μάρτυρας της κατεδάφισης των Μακρών Τειχών, για να βιώσει τον ολιγαρχικό καθεστώς των Τριάκοντα; Πιθανότατα δεν απεβίωσε πριν από το 394. Ο διάλογος των Αθηναίων και των Μηλίων (θεωρητικοποίηση του εγκληματικού κυνισμού της Real-Politik: Ε, 89-116) και ο πολύ διάσημος “Επιτάφιος Λόγος” (B, 34-47) του Περικλή (δύο θεμελιώδη κείμενα για την κατανόηση της πολιτικής σκέψης και φιλοσοφίας του Θουκυδίδη) συντάχθηκαν μετά το τέλος του πολέμου, ως μέρος ενός απολογισμού μισού αιώνα αθηναϊκής πολιτιστικής και πολιτικής ηγεμονίας, αλλά και (κυρίως ο διάλογος των Μηλίων) ως αδιαμφισβήτητη απόδειξη της διαπίστωσης που διατύπωσε ο Περικλής, ότι η δημοκρατία θα άφηνε μνημεία καλού και κακού: “πανταχοῦ δὲ μνημεῖα κακῶν τε κἀγαθῶν ἀίδια ξυγκατοικίσαντες”.
Το τελευταίο πόνημα του Luciano Canfora -αναμφισβήτητα ο σημαντικότερος μελετητής του Θουκυδίδη- ζωντανεύει τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, χρησιμοποιώντας τόσο τις Ιστορίες όσο τις άλλες σύγχρονες πηγές: τον Αριστοφάνη, τον Κτησία, τον Θεόπομπο, τον Διόδωρο, τις επιγραφές. Το έργο δείχνει την πρωτοτυπία του ήδη από τον τίτλο: Ο μέγας Πελοποννησιακός πόλεμος: 447-394. Το επίθετο "μεγάλος" παραπέμπει στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Και όντως, ο Πελοποννησιακός ήταν ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος. Ο Θουκυδίδης είναι σαφής: “ κίνησις γὰρ αὕτη μεγίστη δὴ τοῖς Ἕλλησιν ἐγένετο καὶ μέρει τινὶ τῶν βαρβάρων, ὡς δὲ εἰπεῖν καὶ ἐπὶ πλεῖστον ἀνθρώπων”. Αλλά πάνω απ' όλα είναι η χρονολογία που προσελκύει την προσοχή μας. Ο συγγραφέας διευρύνει τις ημερομηνίες. Οι απαρχές και τα αποτελέσματα ενός πολέμου πρέπει να αναζητηθούν πριν και μετά το εν λόγω γεγονός. Η σύγκρουση από το 431 έως το 404 είναι ένα μακροχρόνιο επεισόδιο στο πλαίσιο της σύγκρουσης μεταξύ της Αθήνας και ενός μέρους του ελληνικού κόσμου, από τη μια πλευρά, και μεταξύ της Αθήνας και των Περσών από την άλλη. Το είχε συνειδητοποιήσει άψογα ο Κτησίας, ο ιστοριογράφος, συνομήλικος του Θουκυδίδη, βαθύς γνώστης της Περσίας. Ο Canfora προσδιορίζει το 447 -με την ήττα των Αθηναίων στην Κορώνεια κατά των Βοιωτών, ως εναρκτήρια ημερομηνία- και το 394 (αθηναϊκή νίκη στην Κνίδο και ανοικοδόμηση των Μακρών Τειχών) ως το τέλος του Πολέμου. Άλλωστε, όπως ο ίδιος ο συγγραφέας λέει την αρχή του έργου του, η εν λόγω περίοδος μπορεί εύλογα να επεκταθεί από το 478 έως το 378, από τα πρώτα Μακρά Τείχη, του Θεμιστοκλέους, έως τα δεύτερα, του Κόνωνος. Ακριβώς ένας αιώνας.
Την ίδια ιστορία την συναντάμε στην Ευρώπης του 20ού αιώνα: δύο παγκόσμιοι πόλεμοι, ο ένας συνέπεια του άλλου. Σε κάθε περίπτωση όλα τελείωσαν με μία αυτοκτονία, της Αθήνας μεν, της Ευρώπης δε, που έχασαν τον κεντρικό τους ρόλο και τη στρατιωτική και πολιτική τους κυριαρχία.
Ο Massimo Cazzulo είναι κλασικός φιλόλογος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου