Άποψη της έκθεσης Μυθιστορίες ΙΙ στην γκαλερί Citronne (έργα της Νάνας Σαχίνη). Φωτ. Αλεξάνδρα Μασμανίδη |
Του Κωνσταντίνου Μπούρα*
ΜΙΧΑΗΛ ΛΙΦΣΙΤΣ, Μια μαρξιστική ματιά στον
Μπαλζάκ. Η καλλιτεχνική μέθοδος του Μπαλζάκ, μετάφραση: Γιώργος Βαβίτσας,
εκδόσεις ατέχνως, σελ. 118
Γόνιμη και συνδημιουργική ανάγνωση τού ρεαλιστικού πεζογραφικού έργου ενός ρηξικέλευθου δημιουργού τής ίδιας «Ανθρώπινης Κωμωδίας» που εξελίσσεται ακόμη με δυσοίωνες προοπτικές. Η δυστοπία που διαπραγματεύεται ο Μπαλζάκ μπορεί να ερμηνευτεί και με μαρξιστικούς όρους, αφού εξακολουθεί να καλλιεργείται κλιμακούμενη η σύγκρουση τού παλαιού ρομαντικού-ιπποτικού ιδεώδους με την χρηματοθηρία και τον στυγνό πραγματισμό μιας μικροαστικής τάξης εγκλωβισμένης σε βιομηχανικά κέντρα και καπιταλιστικές μητροπόλεις, χωρίς αξίες, χωρίς διαφυγές και με μόνη (επίσημη) υπεκφυγή την διαρκή τροφοδότηση με «άρτον και θεάματα» που πολλαπλασιάζουν τις όποιες φοβίες, ανασφάλειες, εθελοτυφλίες τού κοινωνικού ανθρώπου, πολιτιστικά καταναλωτικά υποπροϊόντα μιας (αμέσου κι αμασήτου) χρήσεως, βρίθοντα ακραίων (διογκωμένων υπερβολικά) παραδειγμάτων ειδεχθών εγκληματιών καθ’ έξιν, κατά συρροή και κατ’ επάγγελμα.
Το αστικό δράμα είναι κατ’ ανάγκην, εξαρχής και εξ ορισμού τραγικωμικό. «Κωμωδίες» χαρακτηρίζει τα ζοφερά του δράματα ο Τσέχωφ. Ο Γκόρκι, ακολουθώντας την παράδοση που χάραξε ο Μπαλζάκ, στον νατουραλιστικό «Βυθό» του και στους σατιριζόμενους «Μικροαστούς» του διαπιστώνει τα ίδια αδιέξοδα που διείδε πρώτος διαισθητικά εκείνος.Ο Μπαλζάκ επηρέασε κυρίως τους κατοπινότερους, κι ελάχιστες συγγένειες είχε με τους συγχρόνους του, εκτός ίσως από τον Γουόλτερ Σκοτ (σελίδες 76, 104), αν και ο ίδιος παραδέχτηκε τους προηγούμενους, ήδη «κλασικούς».
Ας σταχυολογήσουμε μερικές εύστοχες παρατηρήσεις και θέσεις, από ένα ιδιαίτερα σημαντικό και άκρως ενδιαφέρον πόνημα, που ευτύχησε να βρει στα ελληνικά έναν μεταφραστή παθιασμένο, ομοϊδεάτη και συμβατό με την αρχική, πρωτότυπο συλλογιστική.
«Η διείσδυση στα άδυτα της ζωής και η τελειότητα στην τέχνη αποτελούν ένα αδιαίρετο όλο για τον Μπαλζάκ» (σελ. 108, από το Παράρτημα: «Τα άρθρα του Μπαλζάκ πάνω στη λογοτεχνία», του Γκέοργκ Λούκατς).
«Η γνήσια τέχνη έχει τη δύναμη της πρόβλεψης. Ο Μπαλζάκ απεικόνισε με προφητική δύναμη τη διαδικασία αποσύνθεσης των ανώτερων στρωμάτων, τον εκφυλισμό της αστικής πολιτικής που διέπει στη συνέχεια όλη την εξέλιξη της αστικής κοινωνίας και η οποία φτάνει στο απόγειό της μόνο στις μέρες μας» (σελ. 13).
«Τα μυθιστορήματα του Μπαλζάκ από καιρό έχουν γίνει πρότυπο του λογοτεχνικού ρεαλισμού. Στο μεταξύ οι αντιλήψεις του πάνω στη ζωή, τη φιλοσοφία και οι πολιτικές πεποιθήσεις του έχουν τουλάχιστον παλαιωθεί. Τι έμεινε; Έμεινε η μεγάλη τέχνη που οφείλουμε να τη διδαχτούμε» (σελ. 21).
«Όπως κάθε μεγαλοφυής συγγραφέας, έτσι και ο Μπαλζάκ ανήκει σε όλη την ανθρωπότητα. Ταυτόχρονα όμως το έργο του περιέχει και στοιχεία τού γαλλικού εθνικού χαρακτήρα» (σελ. 23).
Εδώ η διαχρονικότητα συνυφαίνεται αναπόφευκτα με την εντοπιότητα.
«Η σύνθεση της αμείλικτης ανάλυσης και της ασυνήθιστης δύναμης της απεικόνισης αποτελεί μία από τις χαρακτηριστικές ιδιαιτερότητας του Μπαλζάκ» (σελ. 28).
Η «υπόθεση εργασίας» όμως κάτω από αυτό το ιδιοφυές πόνημα αποκαλύπτεται στον πρόλογο που υπογράφει ο μεταφραστής Γιώργος Βαβίτσας, που βλέπει αντικειμενικότερα κι από χωροχρονικότερη απόσταση το όλον εγχείρημα. Γράφει: «Ίσως μοιάζει παράδοξο ότι ο Μπαλζάκ ανήκε στη συντηρητική πολιτική παράταξη με βάση τα κριτήρια της εποχής. Όμως ακριβώς η απόστασή του από τις ‘προοδευτικές’ πολιτικές δυνάμεις της εποχής τού επέτρεψε να δει και να απεικονίσει σε όλο της το βάθος τις αντιφάσεις τής αστικής κοινωνίας, προσφέροντας ένα πολυτιμότατο λογοτεχνικό και όχι μόνο υλικό στους Μαρξ και Ένγκελς για να σκιαγραφήσουν με μεγαλοφυή τρόπο στο Κομουνιστικό Μανιφέστο την αστική κοινωνία. Μ’ αυτή την έννοια δεν είναι καθόλου υπερβολή να πούμε ότι ο αληθινός κληρονόμος του Μπαλζάκ είναι το προλεταριάτο το ίδιο όπως και της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας. Η μελέτη του διάσημου θεωρητικού της τέχνης Μιχαήλ Λίφσιτς, γραμμένη τον 20ό αιώνα, τη δεκαετία τού ΄30, αποτελεί μία από τις πιο αξιόλογες προσπάθειες να αποτιμηθεί το έργο του Μπαλζάκ από τη σκοπιά της θεωρίας του Μαρξ.» (σελ. 9).
Τα έργα τών μεγαλοφυών πνευματικών δημιουργών είναι «ανοικτά» (με την κβαντική έννοια) κι επιδέχονται απειρία εναλλακτικών θεωρήσεων, ερμηνειών, αναλύσεων. Κάθε συγχρονική προβολή σε διαχρονικά έργα τού παρελθόντος είναι απολύτως νόμιμη, θεμιτή κι επιβεβλημένη, γιατί έτσι επιβεβαιώνεται η λογοτεχνική αποτύπωση μεγάλων ιστορικών και κοινωνικών μεταβολών ως αδιάψευστη, διϋποκειμενική μαρτυρία, από έντιμους, σοβαρούς, αμερόληπτους εργάτες τού Λόγου και της Τέχνης. Κι ο Μπαλζάκ επέτυχε να μιλήσει για τους αδυνάμους, τους φτωχούς, τους αδικημένους, τους παραμελημένους, τους μη προνομιούχους, με μια ειρωνική, βιτριολική, σαρκαστική οξύτητα, που παραμένει απολύτως επίκαιρη, επιδραστική, εύστοχη, ευθύβολη, καίρια.
Ας ξαναδιαβάσουμε την «Ανθρώπινη Κωμωδία» σε αντίστιξη τής «Θείας Κωμωδίας» τού Δάντη, με απελευθερωμένο πνεύμα από κάθε θεοκρατική, «μεταφυσική» αντίληψη, ως μυθοπλαστική ανατομία τού εξελισσόμενου κοινωνικού ιστού σε κρίσιμες μεταβάσεις από το ένα μεταίχμιο στο επόμενο.
*Ο Κωνσταντίνος Μπούρας είναι ποιητής και δρ θεατρολογίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου