22/9/24

Οι δυνατότητες του αρχείου

Της Ευσταθίας Δήμου*
 
ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ, Η ποιητική του αρχείου: Τα κείμενα για τα βιβλία του αφηγούνται, τόμος Α΄ (2001-2015) & τόμος Β΄ (2016-2023), εκδόσεις Βιβλιόραμα, σελ. 1200
 
Ένα έργο μεταιχμιακό, που μοιράζεται σε διάφορες περιοχές του λογοτεχνικού γίγνεσθαι, έρχεται για να συστήσει στο κοινό η τελευταία εμφάνιση του κριτικού λογοτεχνίας και πεζογράφου Κώστα Βούλγαρη. Ο τίτλος που επιλέγει να δώσει στο έργο του είναι χαρακτηριστικός. Η φράση Ποιητική του αρχείου δηλώνει ακριβώς τον τρόπο και τη μέθοδο του συγγραφέα που κατάρτισε ουσιαστικά μια πλήρη και εξαντλητική περιήγηση στα κείμενα που γράφτηκαν για τα βιβλία που άρχισε να εκδίδει αρχής γενομένης από το έτος από το έτος 2001, οπότε εξέδωσε το πεζογράφημα, Στο όνειρο πάντα η Πελοπόννησο. Διαμορφώνεται έτσι μια πορεία με πολλούς επιμέρους σταθμούς, στο τέλος της οποίας ο αναγνώστης συνειδητοποιεί ότι έχει, πράγματι, αφήσει πίσω του ένα αρχείο, ένα σύνολο από καταθέσεις και οπτικές που ξεκινούν από τα βιβλία του Βούλγαρη, δείχνουν, όμως, και τις κατευθυντήριες γραμμές πάνω στις οποίες κινήθηκε η κριτική και ερμηνευτική προσέγγιση εν γένει.
Ως μότο του βιβλίου τίθεται ένα δίστιχο της ποιήτριας Μαρίας Κούρση –Τούτα τα μικρόσωμα κομμάτια/ με τον ηρωισμό της στιγμής–, απόλυτα ενδεικτικό του χαρακτήρα και της ποιότητας των κειμένων που συγκεντρώνονται εδώ και που συνυφαίνουν τη συντομία με τον δυναμισμό, τη συμπύκνωση με την ευστοχία, τη στιγμή με το διηνεκές. Και είναι, πράγματι, τέτοια η εμβέλειά τους, ώστε αυτή και μόνο η συμπαράθεση και συμπερίληψή τους να δίνει στο έργο αυτό μια καθαρά «δραματική» φυσιογνωμία, να το καθιστά ένα έργο «δραματικό» εν τη γενέσει και εν τη εξελίξει του. Η έννοια της δραματικότητας θα πρέπει να νοηθεί εδώ μέσα από μια τριπλή σημασία και προοπτική. Πρόκειται αφενός για τον πολυφωνικό χαρακτήρα του βιβλίου – πολυφωνικότητα που δεν διαμορφώνεται μονάχα από τη συνύπαρξη μιας σειράς από επιμέρους οπτικές πάνω στο ίδιο κάθε φορά βιβλίο, αλλά και από τους ίδιους τους πυρήνες-βιβλία γύρω από τους οποίους συγκεντρώνονται τα κριτικά και ερμηνευτικά κείμενα. Διαμορφώνεται έτσι ένα διασταυρούμενο πεδίο και σκηνικό, με την ποικιλία και την πολυμορφία να αυξάνονται στο μέγιστο, με το πολυδύναμο και πολυσύνθετο του εγχειρήματος να προβάλει και να εξέρχεται σε πρώτο πλάνο.
Περνώντας τώρα στη δεύτερη σημασία που προσλαμβάνει η έννοια της δραματικότητας –και που έχει μάλλον μεγαλύτερη αξία και σημασία– εκείνο που θα πρέπει να εκτιμηθεί είναι βέβαια η διάσταση του χρόνου που δεν βρίσκεται μόνο στο «υπέδαφος» αλλά και στην επιφάνεια του έργου. Η χρονολογική παράθεση και στάθμευση σε καθένα από τα βιβλία και στην αποτίμησή του διαμορφώνει μια εξέλιξη, μια πορεία και μια διαδρομή που έχει πάντοτε στη βάση της τον διάλογο της λογοτεχνίας με την ιστορία και, ακόμα περισσότερο, τον διάλογο της λογοτεχνίας με την ίδια τη λογοτεχνία. Στο σημείο αυτό ακριβώς προκύπτει μια τρίτη, δραματικής φύσεως και αυτή, πτυχή που σχετίζεται με τα λογοτεχνικά γένη και είδη και τον τρόπο με τον οποίο αυτά εισδύουν το ένα μέσα στο άλλο άλλοτε για να αμβλύνουν τα όρια και την ουσία τους και άλλοτε για να τη διατηρήσουν ανόθευτη και καθαρή. Ένας διάλογος, λοιπόν, διεξάγεται εδώ ή, καλύτερα, μια διαλεκτική – η διαλεκτική της ίδιας της λογοτεχνικής δημιουργίας όπως τη βλέπουμε να εξελίσσεται σαν μια άλλη μορφή ερωταπόκρισης.
Γιατί, πραγματικά, αυτό που διαμορφώνει κανείς ως αίσθηση είναι ότι το όλο εγχείρημα κινήθηκε από την επιθυμία και τη βούληση του συγγραφέα να ανοίξει μια συζήτηση στην οποία τα βιβλία του θέτουν τις ερωτήσεις και οι κριτικές που έπονται δίνουν τις απαντήσεις ή, έστω, κάποιες από τις απαντήσεις. Εδώ ανοίγει ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον και γόνιμο πεδίο έρευνας και μελέτης που μπορεί να οδηγήσει ακόμα και στην απαρχή της διαλεκτικής, τότε που ο Σωκράτης καθιέρωσε την ερώτηση ως την μοναδική οδό για την εύρεση της αλήθειας, για την κατάκτηση της γνώσης. Έτσι και στην Ποιητική του αρχείου, που έχει στόχο την αποθησαυρισμένη γνώση, τα βιβλία-ερεθίσματα του Βούλγαρη, σαν άλλα ερωτήματα, στρώνουν το έδαφος για την εκδίπλωση μιας σειράς προσεγγίσεων που διατυπώνουν, με τη σειρά τους, άλλοτε ρητά και άλλοτε υπόρρητα, έναν αριθμό από άλλα ερωτήματα τα οποία δίνουν το έναυσμα για νέες απαντήσεις, είτε από τα ίδια τα βιβλία είτε από τις κριτικές αποτιμήσεις τους.
Σε κάθε περίπτωση, εκείνο που έχει ιδιαίτερη αξία και σημασία είναι να παρακολουθήσει κανείς τον δρόμο που άνοιξε όλα αυτά τα χρόνια ο Βούλγαρης, έναν δρόμο που σφραγίστηκε από την προσωπική κρίση του συγγραφέα για τα έργα και τους δημιουργούς εκείνους που ξεχώρισαν μέσα στη διαχρονία, λόγω, κυρίως, της βαθιάς τους σύνδεσης με τη νεοελληνική ιστορία, από τη μία, και τη νεοελληνική γλώσσα, από την άλλη. Έναν δρόμο, όμως, που σφραγίστηκε επίσης από την επίδοση του συγγραφέα στην πρωτογενή γραφή, την οποία υπηρέτησε με ζήλο και με βαθιά προσήλωση στη μεταμυθοπλασία, την οποία άλλωστε προσέγγισε και θεωρητικά. Πρόκειται, δηλαδή, για μια πορεία ζωής και δημιουργικής δράσης που μοιράστηκε, κυριολεκτικά, ανάμεσα στη θεωρία και στην πράξη, με την αλληλοτροφοδοσία τους να προκρίνεται και να προεξάρχει.
Κεντρική, στην παρουσίαση του δίτομου αυτού έργου, είναι η έννοια της αφήγησης η οποία ανασημασιοδοτείται εδώ για να προσλάβει μια νέα διάσταση και να λειτουργήσει αναπλαστικά όχι μόνο της αποτίμησης που πραγματοποιούν οι κριτικοί, οι μελετητές και οι προσεγγίσεις τους, αλλά και των ίδιων των έργων που παρουσιάζονται τώρα μέσα από την πρόσληψή τους. Αυτό διαμορφώνει αυτομάτως μια ανάμεικτη συνθήκη, ένα κράμα φτιαγμένο από την απόλαυση που προσφέρει η πρωτογενής λογοτεχνία (ακόμα κι αν πρόκειται για μελέτη) και την κριτική ερμηνεία η οποία έρχεται για να λειτουργήσει συμπληρωματικά και ενισχυτικά της αναγνωστικής απόλαυσης. Η αφήγηση, λοιπόν, που αναλαμβάνουν εδώ τα κείμενα του έργου έρχεται για να ζευγαρώσει ή, καλύτερα, να γεφυρώσει δύο από τις πιο ξεχωριστές περιοχές του λογοτεχνικού γίγνεσθαι και, κυρίως, να χαρίσει στον κριτικό λόγο μια γενναία δόση και χροιά λογοτεχνικότητας, χωρίς να του στερεί το παραμικρό από την επιστημονικότητα, την εγκυρότητα, την αξιοπιστία του.

*Η Ευσταθία Δήμου είναι κριτικός λογοτεχνίας

Χρύσα Ρωμανού, Μεταξοτυπία από το folio Μερικές Σελίδες Ημερολογίου, 1973, 65 x 50 εκ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: