21/7/24

στάχυς ο ένδακρυς

Βλέποντας πάλι ερωτευμένους χωροφύλακες να μάς βαράνε
πολιτικούς και διανοούμενους να θριαμβεύουν
κι εσύ να εκρήγνυσαι εκ νέου
άγριος, πρωτόγονος κι ωραίος *
 
πλησάμενος δ᾽ οἴνοιο δέπας
σ’ εχάρηκα Γιώργιε
την πρώτη εκείνη Παρασκευή φέτος του Θεριστή
εσπέρας
και την ερχόμενη Δευτέρα μιλήσαμε λίγο
ότι είν’ η συντροφία κριτήριο φιλίας μακράς
 
μειράκιο εν μέσω υμών τότε εγώ
και ρωτούσα για του πρώτου εκείνου Ερουρέμ το κάλλος
και μ' εγνώρισες πυρ-Άγγελον τον εκ Πατησίων ποιητή
καθώς το ζητούσα επίμονα
έρχεται, μού είπες, τον κάλεσα έρχεται
θα τον γνωρίσεις...
πόσες δεκαετίες από τότε...
πλάι στον Λάγιο
έφυγε, μού ’λεγες, για τα Παρίσια αυτός
το παιδί με τα κόκκινα μάγουλα, θα πώ εγώ
 το ζεστό βλέμμα και το χαμόγελο πάντα
 
κι ήσουν κεφάτος προχτές και ρωτούσες λεπτομέρειες
πώς με άφησες σε άφησα την Παρασκευή γευσάμενος
συντροφίαν εσπέρας
κι έδειχνες ενδιαφέρον για τα λίγα και φρόνιμα
της τετριμμένης βιωτής μου
χαρίεις ήσουνα
κάτι σα νά ξερες συ! -όχι όμως κι εγώ
μέχρι και για τον Μήτσο είπαμε
έφυγε άδικα κι αυτός, είπες, τί κρίμα!
και μείναμε ξανά στο ανοικτό ραντεβού για τ' ανάπαλιν το ύστερα
ένα ανοικτό ραντεβού εκεί στον πάγκο σου για τ' αείποτε
 
και να τώρα καθώς τ’ αστάχυα γύρω είν’ έτοιμα
του Θεριστή ηγουμένου μηνός βαδίζω προς θερισμόν
όπως ακριβώς ο θείος Όμηρος μάς εμύει απ' άλλοτε
με τον τρόπον απλούν με βιά
να πώς θερίζαν οι βροτοί
θεριζόμενοι
ὀξείας δρεπάνας ἐν χερσὶν ἔχοντες
ἐπί τ᾽ ἠμύει ἀσταχύεσσιν
 
γυρνώ απ' τα χωράφια και λαμβάνω σήματα λυγρά
ο από τεσσαρακονταετίας φίλος μου ο ηγαπημένος
 
το μήνυμα
ένα αίσθημα χρεοκοπίας
η παρουσία
και ἐπί φίλῳ δάκρυα ράνας
εννόησε· ἴδε πῶς ἐφίλει αὐτόν
ναυτίλος
φημόσοφος πανκ αριστούργημα αναρχοαυτόνομος
χριστιανοσοσιαλιστής ψαγμένος στις φράξιες
ροκάροντας έντεχνο πηδούσε τα κάγκελα για τον θρύλο
αγέρωχος
 
                           *
 
γνωρίσαμε τόσα χρόνια επί της γής την συγκίνηση
να ραγίζει εις βάθος την καρδιά
να σπάει στα δύο το ρόδι
συντρίμμια να πέφτουν να χύνουνται από δώ κι από κεί
το σώμα να χάνει κάτω απ' τα πόδια το στήριγμα
να ίπταται
μάλλον να μένει μετέωρο
κρεμάμενο
να στροβιλίζεται σε κυκλοτερή σάμπως δερβίσικο χορό
στην δύνη του απώτερου
απ' όπου επιστρέφοντας συνθέτει τους όρους
μιάς ειρήνης μοιραίας
μιάς ειρήνης νικίειου
σαν την από την άνοιξη του τέσσερα δύο και ένα προ Χριστού
 
το ξέρω
ούτε κι αυτή θα κρατήσει για πολύ
ακόμη κι αν ορίσουμε να διαρκέσει για πενήντα τόσα χρόνια
ακόμη κι αν ορίσουμε τις διαφορές που κάποτε κάποτε
παρουσιάζονται να λύνουμε με κοινές συζητήσεις
και συμφωνίες ξυνές
 
κι όμως· για ιδές
ανάσκελα στο μαύρο σκοτάδι θυμάσαι
μία συγκίνηση
έστω ίχνη
τίποτα σημάδια απελπισίας
 
η φωνή από μόνη της είναι συντροφιά
όχι όμως αρκετή
ὡς ἄνθος μαραίνεται
κλείνει η γραμμή
το ακουστικό στο κλείστρο επιστρέφει
ύστερα τίποτα
αυτό ήταν
πάει
καλό ταξίδι, φίλε
ένδακρυς στάχυς
ο ίδιος
 
στον αείποτε φίλο Γιώργο Τσάκαλο
σπάνιο βιβλιοδίφη
 
Θοδωρής Σαμαρᾶς
 
Σάββατο των ψυχών
Δευτέρα του Θεριστή
22-24.6.024
 
-----
* στίχος από το ποίημα «Η αφή του φωτός» του Άγγελου Καλογερόπουλου (από τη συλλογή Λύσις της συνεχείας του δέρματος (έκδ. Πλανόδιον, 1990). Παραθέτω και τους τρεις πρώτους του στίχους: «Προχωρούσα κι ο δρόμος στένευε / Οι βράχοι πλησίαζαν / ώσπου με τύλιξε μια πέτρα.»

Δεν υπάρχουν σχόλια: