Γιώργος Διβάρης, Δυνάμει/Ενέργεια, 2022, λαμαρίνα, ψηφιακή εκτύπωση, κατεστραμμένο ψυγείο κινητήρα, 45 x 90 εκ. |
Της Αριστέα Παπαλεξάνδρου*
ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ από τον Β΄ τόμο του βιβλίου της: Δρέποντας
τα όστρακα των διθυράμβων τους, 1974-2000: Μνείες, κρίσεις κι επικρίσεις για
την ποίηση των Ελληνίδων, εκδόσεις Ενύπνιο, που κυκλοφορεί αυτές τις μέρες
Εάν η δεκαετία του ’80 είναι χαρακτηριστική της αύξησης των βιβλίων γυναικών και της πληθώρας των κριτικών σημειωμάτων γι’ αυτά, η δεκαετία του ’90, σηματοδοτεί την έκρηξη των ονομάτων ποιητριών, που γίνονται ποικιλοτρόπως θέμα συζήτησης. Για να συνοψίσουμε με αριθμητικά στοιχεία, κατά την περίοδο 1991-2000 εντοπίστηκαν πάνω από εννιακόσια κείμενα για ποιήτριες. [...]
Η δεκαετία αποπνέει έναν οργασμό ωσμώσεων στον καλλιτεχνικό κόσμο, ευρύτερα, και αυτό δεν μπορεί να αφήσει αδιάφορη τη γυναικεία ποίηση, που δείχνει πρόθυμη να συναντήσει τις άλλες τέχνες, όταν λ.χ., είτε μελοποιείται (Δημουλά), είτε δραματοποιείται (Δημουλά, Λαϊνά, Χριστοδούλου) […]. Βασικές οπτικές προσέγγισης, οικείες από την προηγούμενη δεκαετία, εξακολουθούν να εφαρμόζονται, αλλά προσαρμοζόμενες, όπως είναι φυσικό, στα εκάστοτε καινούργια δεδομένα. Έτσι, και σε αυτήν τη δεκαετία, είναι —και με το παραπάνω— ανιχνεύσιμη η ταυτότητα φύλου στη σύγχρονη γυναικεία ποίηση, που τοποθετείται οργανικά «στο κέντρο του ποιητικού συμβάντος» (Ζήρας, για τις Μυρτιώτισσα, Πολυδούρη, Καρέλλη, Λαϊνά, Παπαδάκη, Φραντζή και Δρούζα). Ενίοτε, μάλιστα, η γυναικεία αρχετυπική οντότητα που πηγάζει από το έργο κάποιων συμβολοποιείται ως «γυναίκα-θεά» (Κουβαράς, για Παπαδάκη και Παμπούδη)∙ άλλοτε, η θεματική γύρω από την έκτρωση συνιστά «αδιάψευστα τεκμήρια γνησιότητας», που αναγνωρίζονται ενθουσιωδώς, ακόμα και από τους πλέον αυστηρούς κριτικούς (Λάζαρης, για Στέλλα Αλεξοπούλου). Ενώ η θηλυκή ιδιοσυστασία δεν προβάλλει πάντοτε ως μαχόμενη, «στρατευμένη», όπως στην Kristeva, αλλά μετριάζεται, ρεαλιστικότερα ως «γυναικεία διαφορά» (Χατζηβασιλείου, για Μαρωνίτη).
Παρεμπιπτόντως, εξακολουθεί να υφίσταται μία κάποια αμηχανία της κριτικής απέναντι στον γυναικείο φιλοσοφικό στοχασμό και γενικά στην ποίηση των ύψιστων οραμάτων (Αρανίτσης, για Παμπούδη), η οποία αμηχανία είναι εμφανέστερη ειδικά όταν πρόκειται για ποιήτριες, που με τη δεσπόζουσα σωματικότητά τους και τον προφανή τους ερωτισμό, έχει εξοικειωθεί σχεδόν σύμπασα η κριτική (Χατζηβασιλείου. για Αγγελάκη-Ρουκ). Εντούτοις, οι αναγωγές στην —υπαρξιακή κυρίως— φιλοσοφία δεν θα ήταν δυνατόν να εκλείπουν από τον κριτικό λόγο, στη δεκαετία αυτήν που ταυτίζεται με τη στροφή της χιλιετίας, και πράγματι εντοπίζονται, ειδικά αναφορικά με ποιήτριες που, καθώς είδαμε ήδη από προηγούμενες δεκαετίες, διακρίθηκαν για την διανοητικότητά τους, όπως η Βακαλό, της οποίας η ποίηση εκλαμβάνεται από τον Χατζηβασιλείου ως «μία συνεχής αυτοαναφορά». Κάποτε οι φιλοσοφικοί στοχασμοί συσχετίζονται και με άλλες επιστήμες, όπως με την ψυχανάλυση, όταν ηρωίδες αντικατοπτρίζουν την «οριακή συμπύκνωση της γυναικείας οντολογίας» και προβάλλουν ως φροϋδικό «γλωσσικό νεόπλασμα» (Μαρκίδης, για Σερβάκη). Άλλοτε, είναι κυρίαρχο το «ηθικό μήνυμα», ως ορμέμφυτη αντίδραση ενάντια στην «αναπόφευκτη εκφυλιστική πτώση της ανθρώπινης υπόστασης εν γένει» (Βέης, για Αλαβέρα).
Παράλληλα, η κριτική είτε μπολιάζεται με νέους όρους ή/και έννοιες, ακόμη και με νεολογισμούς, όταν εντοπίζει, λ.χ., στη γυναικεία ποίηση «το ερώτημά της ανθρώπινης εγχρονίας», επικαλούμενη τη μνήμη, όπου συγκλίνουν οι εμπειρίες «εν χρόνω» (Καραλής, για Δημουλά)∙ ή ανιχνεύει «αλλεπάλληλο σεχραζαντισμό», σε μια σειρά ποιημάτων των Δημουλά, Αγγελάκη-Ρουκ, Γαλανάκη, Λαϊνά, Μαστοράκη, Παμπούδη και Βακαλό (Van Dyck).
Στον αντίποδα των παραπάνω, δεν λείπουν, εντούτοις, κείμενα πλείστα διδακτισμού, όχι μόνον για νέες (Βέης, για Κοτίνη), αλλά ακόμη και για καταξιωμένες ποιήτριες (Αρανίτσης, για Αγγελάκη-Ρουκ, Δαράκη και Δημουλά), ενώ ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, παρουσιάζονται όλο και πιο έντονα δείγματα αρνητικής κριτικής, αρχικά για λιγότερο γνωστές ποιήτριες, και από το 1993 κ.εξ., για τις πλέον αναγνωρισμένες. Παρότι τα επικριτικά κείμενα για την Δημουλά είναι τα πιο γνωστά, ίσως γιατί αγγίζουν κάποτε τα όρια της γκόσιπ δημοσιογραφίας, εντούτοις δεν είναι και τα πρώτα, καθώς προηγούνται τα όσα αφορούν στην Αγγελάκη-Ρουκ, που ψέγεται για την, έξω από τα νερά της, φιλοσοφική μεταστροφή της […]∙ και στην Λαϊνά, που —σχεδόν αμέσως μετά τη βράβευσή της με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης 1994, το οποίο είχε αφιερώσει στις συναδέλφους της τής γενιάς του ’70— μέμφεται για κρυπτικότητα (Λάζαρης, και Ηλιόπουλος εν μέρει).
Οι αρνητικές κριτικές για την Δημουλά, που παρεμβάλλονται ανάμεσα στα πάνω από σαράντα επιδοκιμαστικά —ενίοτε κι ενθουσιώδη— κείμενα γι’ αυτήν, ξεκινούν στα μέσα της δεκαετίας του ’90 […]. Το σίγουρο είναι πως η περίπτωσή της αποτελεί, από μόνη της, μία ιδιαίτερη κατηγορία. [...]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου