Η ζωή της πόλης τις δεκαετίες
1950-1970. Μια έκθεση στην Εθνική Πινακοθήκη
Παναγιώτης Τέτσης, Οικοδομή, 1964, λιθογραφία σε χαρτί, 44 x 50 εκ. |
Όποιος/α επιλέξει- πράγμα βεβαίως καθ΄ όλα αποδεκτό και νόμιμο- να αναμετρηθεί με το πεδίο «Πόλη» και συγκεκριμένα «την πόλη της Αθήνας», προφανώς αναλαμβάνει τα ρίσκα της συγκέντρωσης, έρευνας και διαχείρισης των υλικών που θα αποτελέσουν τα στοιχεία που θα συγκροτήσουν την πρόταση του/της, και θα συμβάλουν στην ερμηνεία στην οποία θα καταλήξει με βάση τα ερωτήματα που φυσικά θα έχει θέσει απ’ αρχής. Τα πράγματα μάλιστα γίνονται ακόμα πιο σύνθετα και η όλη συνθήκη ιδιαιτέρως ολισθηρή όταν η διερεύνηση αφορά στις τρεις ενδεχομένως πιο δύσκολες δεκαετίες στην πολιτική, κοινωνική και οικονομική ζωή της Ελλάδας. Οι δεκαετίες 1950, 1960 και 1970 είναι για ιστορικούς και πολιτικούς λόγους οι πλέον δύσκολες και δεόντως συγκρουσιακές αφού αναφερόμαστε σε μια χώρα που βγαίνει καθημαγμένη και διχασμένη από τη μεγαλύτερη εθνική αντίσταση στο ναζισμό και την σφοδρότερη διπλή εμφύλια σύγκρουση στην Ευρώπη. Στη δεκαετία του ΄50 οικοδομείται το κράτος των νικητών του εμφυλίου με αποτέλεσμα την «καχεκτική δημοκρατία» με τις γνωστές συνέπειες εις βάρος των ηττημένων της Αριστεράς και των λαϊκών στρωμάτων μέχρι την μεταπολίτευση του ’74 και όσων αφορά στην δομή, λειτουργία και ταξική διαστρωμάτωση της Πρωτεύουσας η Αθήνα, ιδιαίτερα, αλλάζει ραγδαία και βίαια προς την κατεύθυνση του αστικού εξευγενισμού όχι βέβαια με τον αρχιτέκτονα και τον οραματιστή πολεοδόμο αλλά με τον εργολάβο, το ρουσφέτι και τη διεφθαρμένη γραφειοκρατία και πολιτική. Όλα αυτά είναι γνωστά ακόμη κι αν δεν είναι αποδεκτά (για παράδειγμα ως προς τον χρωματισμό της διατύπωσης ή τα αίτια κλπ), από όλους και πως θα μπορούσε άλλωστε. Δεν τα αναφέρουμε λοιπόν εκ του περισσού αλλά για να αναρωτηθούμε που βρίσκονται όλα αυτά ή έστω κάποια από αυτά στην έκθεση «Αστυγραφία. Η ζωή της πόλης τις δεκαετίες 1950-1970» την σύλληψη της ιδέας και την επιμέλεια της οποίας έχει η νέα καλλιτεχνική διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης, Συραγώ Τσιάρα.
Θα πω προκαταβολικά και ευθέως ότι πρόκειται για μια έκθεση που δεν επρόκειτο να πραγματοποιηθεί στην Εθνική Πινακοθήκη τα προηγούμενα τριάντα χρόνια και μάλλον δεν έχει προηγούμενο στην ιστορία του εικαστικού θεσμού. Η Σ. Τσιάρα φέρνει τη σύγχρονη αντίληψη περί επιμέλειας σε έναν χώρο που υπηρετούσε τη ζωγραφική με τρόπο παλαιό, ακαδημαϊκό, στεγνό και ανέγγιχτο από τη σύγχρονη ζωή και σκέψη.
Από κει και πέρα όμως τίθενται κάποια ζητήματα που χρήζουν προβληματισμού και απαντήσεων. Πρώτον, η επιλογή της Επιμέλειας στην ενική Αστυγραφία αντί της πληθυντικής των πολλών γραφών όπως είναι άλλωστε η πραγματικότητα. Οι εικαστικές γραφές είναι τόσες όσες και τα βλέμματα των δημιουργών που ασχολήθηκαν με το πεδίο.
Δεύτερον, η Τσιάρα επέλεξε τη δομή της έκθεσης, την επιμέρους θεματογραφία και ασφαλώς τα συγκεκριμένα έργα των συγκεκριμένων καλλιτεχνών που θεώρησε ότι ανταποκρίνονται και συμμετέχουν στους προβληματισμούς και τα ερωτήματα που η ίδια έθεσε και θέλησε να ερευνήσει. Αρχίζει την διαδρομή και χτίζει το οικοδόμημα της με σφρίγος και ένταση. Στην πρώτη αίθουσα τοποθετεί διαγώνια το ουσιώδες, εύστοχο και αιχμηρό έργο του Βλάσση Κανιάρη που μιλά για την πληγή της μετανάστευσης εκείνης της περιόδου του κατά τ΄ άλλα Ελληνικού οικονομικού θαύματος. Στον απέναντι τοίχο τοποθετεί τις γιγαντοαφίσες του θρυλικού Βακιρτζή ο οποίος αποτυπώνει εικαστικά με τον πιο γοητευτικό τρόπο την μαγεία του κινηματογράφου ως βιομηχανίας ονείρων για τους λίγους αλλά και για τους πολλούς και μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους η ισότιμη και πλέον, θέση που δίνεται στον τόσο παραγνωρισμένο αυτόν καλλιτέχνη που στην εποχή του θεωρήθηκε τεχνίτης επαγγελματίας περισσότερο παρά ζωγράφος. Ο τίτλος της ενότητας αυτής είναι όμως «Σκηνογραφία» αλλά ο Κανιάρης δεν κάνει σκηνογραφία, ούτε καν ο Βακιρτζής και βέβαια ούτε ο Κοντόπουλος που φέρνει στην Ελλάδα μαζί με τον Σπυρόπουλο την αφαίρεση εισάγοντας μια δύσκολη πρωτοπορία σε ένα καλλιτεχνικό σώμα που ακόμα κοιμάται σε ξερές δάφνες του παρελθόντος ή λειαίνει το καινούργιο για να παραμένει κατανοητό σε μια ατροφική πνευματικά αστική- με ή χωρίς εισαγωγικά- τάξη. Σκηνογραφία μπορεί να κάνει ο Αγήνορας Αστεριάδης ή ο Φασιανός και σίγουρα ο Σπύρος Βασιλείου αλλά αυτοί κατά τη δική μας ερμηνεία είναι ελάσσονες μπροστά στους προαναφερθέντες, τουλάχιστον ως προς την θεματολογία της έκθεσης. Κι όμως δίνουν τον τίτλο-τόνο στην πρώτη ενότητα.
Στη συνέχεια έχουμε τις ενότητες κατά σειρά προτεραιότητας: Νοσταλγία, με έργα καλλιτεχνών που νοσταλγούν ρομαντικά μια πόλη που χάνεται από τον σαρωτικό εκσυγχρονισμό και την μπουλντόζα του εργολάβου αλλά χωρίς αυτή να μπαίνει ποτέ στο κάδρο. Τρίτη ενότητα το Γιαπί, κι εδώ θα σημειώσουμε το καίριο πολιτικό σχόλιο της Επιμέλειας ότι η εργασία και το σώμα- φορέας και εκφραστής της- είναι πρωταγωνιστές και όχι κομπάρσοι της εποχής των μεγάλων αλλαγών. Εξαιρετική η επιλογή του Διαμαντόπουλου ο οποίος αποδίδει συγκλονιστικά το εργατικό σώμα με τη δύναμη, τις εντάσεις και την παραμόρφωση από την υπερπροσπάθεια. Θα σημειώσουμε όμως με την ευκαιρία και ότι η συνεύρεση με τον ωραιοποιημένο και εξιδανικευμένο εργάτη του Χρόνη Μπότσογλου είναι καταλυτική εις βάρος του δεύτερου.
Στην ίδια ενότητα η μεγάλη ευχάριστη έκπληξη είναι τα έξι μικρά μελάνια του Παναγιώτη Τέτση που αποδίδουν εξαιρετικά το θέμα «Γιαπί» και ουδέποτε είχαν εκτεθεί αφού βρίσκονται αισθητικά και ιδεολογικά στον αντίποδα των λαϊκών αγορών του, που πρωταγωνιστούσαν (και παραμένουν στη θέση τους ακόμα) στην Πινακοθήκη του παρελθόντος.
Ακολουθούν η μάλλον διακοσμητική ενότητα «Κοντινό πλάνο» που φέρνει σε πρώτο επίπεδο τον μικρόκοσμο της καθημερινότητας και η ενδιαφέρουσα αλλά κάπως άτολμη ενότητα «Θέαμα» με την ανεπαρκή, μάλλον, εισβολή ωστόσο, του λαϊκού χορού και του ποδοσφαίρου στο χώρο της καλής τέχνης. Η έκτη ενότητα «Όνειρα και συγκρούσεις» συγκροτεί χωρικά τον άξονα που ενώνει την εντυπωσιακή εκκίνηση της «Αστυγραφίας» με τις «Υλικότητες» όπου βρίσκουμε κάποια από τα δυνατότερα έργα της έκθεσης όπως οι φωτοτυπίες και οι αποτοιχίσεις της Παπασπύρου. Στα «Όνειρα και συγκρούσεις» η κ. Τσιάρα προσπαθεί να χωρέσει τη νέα τέχνη της εποχής πριν και μετά την χούντα των συνταγματαρχών δίνοντας έναν δυναμικό τόνο στην όλη αφήγηση της για τις δεκαετίες που ερευνά πλην όμως κινείται στην πεπατημένη με κάποια χαλαρής κριτικής έργα του Ψυχοπαίδη και τα έντονα αλλά πολύ γνωστά πολιτικά κολάζ της άδικα παραγνωρισμένης Χρύσας Ρωμανού.
Απουσιάζουν πολλά από αυτήν την κρίσιμη ενότητα. Απουσιάζει η πολιτική σύγκρουση της μακράς αυτής περιόδου, τα διαμαρτυρόμενα σώματα που με την πυκνότητα της παρουσίας τους στους δρόμους, συνιστούσαν συστατικό στοιχείο της πόλης. Απουσιάζουν οι τοίχοι που κραύγαζαν συνθήματα. Απουσιάζουν οι καλλιτέχνες που έφεραν πραγματικά τη νέα γλώσσα της τότε σύγχρονης τέχνης και ερμήνευσαν μέσα από αυτήν την πόλη τους. Απουσιάζει ο Τύπος της εποχής που είναι κρίσιμο στοιχείο της περιόδου.
Η εξήγηση ότι επίκειται την επόμενη χρονιά η μεγάλη έκθεση για τη Δημοκρατία δεν κρίνεται επαρκής και έχει ρίσκο. Πρώτον γιατί δεν δικαιολογεί την παντελή σχεδόν απουσία της πολιτικής έντασης από την τρέχουσα έκθεση και δεύτερον γιατί καλλιεργεί προσδοκίες που μπορεί να μην ικανοποιήσει. Για παράδειγμα ρωτάμε προκαταβολικά: ποιο θα είναι το χρονικό σημείο έναρξης της νέας έκθεσης; Η λήξη του Εμφυλίου το ’49 ή η μεταπολίτευση; Και ο νοών νοείτω!...
Στα «συν» της έκθεσης τέλος θα σημειώσουμε την κεντρική θέση που έχουν καταλάβει οι εκπληκτικές νεορεαλιστικού ύφους φωτογραφίες του Κασιμάτη που για πρώτη φορά εκτίθενται και την ουσιώδη συμπερίληψη του Ελληνικού κινηματογράφου της εποχής εκείνης ως κεντρικό στοιχείο της αφήγησης της Επιμέλειας- πράγματα επίσης καινοτόμα για τον συγκεκριμένο εικαστικό θεσμό.
Η Αστυγραφία περιλαμβάνει 202 εικαστικά έργα, τα μισά από τις συλλογές της Πινακοθήκης και τα υπόλοιπα ως δάνεια από ιδιωτικές συλλογές ή συλλογές άλλων μουσείων και προβάλλονται αποσπάσματα από 18 ταινίες μεγάλου μήκους και ολόκληρες οι 4 σπάνιες μικρού μήκους που έχουν επιλεγεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου