Της Έφης Γαζή*
ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΜΗΛΑΚΗΣ - ΡΑΦΑΕΛ ΓΚΡΗΝΜΠΕΡΓΚ, Αρχαιολογία, έθνος και φυλή. Αναμέτρηση με το παρελθόν, αποαποικιοποίηση του μέλλοντος στην Ελλάδα και το Ισραήλ, μτφρ. Μ. Λαλιώτης, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, σελ. 240
Το βιβλίο των Γ. Χαμηλάκη και Ράφαελ Γκρήνμπεργκ αποτελεί προϊόν ενός πυκνού διαλόγου που ξεκίνησε στο πλαίσιο ενός σεμιναρίου στο Πανεπιστήμιο Brown (ΗΠΑ). Αυτός ο διάλογος, ο οποίος στη συνέχεια έλαβε ευρύτερη επεξεργασία, αποτελεί μια πολύ ενδιαφέρουσα και πρωτότυπη σύνθεση διερωτήσεων, προβληματισμών, κριτικών ερωτημάτων και θεωρήσεων γύρω από την αρχαιολογία, το έθνος και τη φυλή, στο πλαίσιο της αποικιακής συνθήκης αλλά και της μετα-αποικιακής σκέψης.
Το βιβλίο ξεκινά από τη θέσμιση και τις πρακτικές της αρχαιολογίας, αλλά εξετάζει ευρύτερα ζητήματα εθνικισμού, εθνικών παραδόσεων, της κληρονομιάς της αρχαιότητας και των πολιτικών γύρω από το παρελθόν στην Ελλάδα και το Ισραήλ. Οι δύο χώρες κατέχουν ξεχωριστή θέση στο δυτικό κόσμο και διεθνώς, καθώς συνδέονται με δύο εμβληματικούς χρονότοπους: η Ελλάδα με την κλασική αρχαιότητα και το Ισραήλ με τους Αγίους Τόπους.
Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία αυτού του πλούσιου επιστημονικού διαλόγου είναι ότι φέρνει στο κέντρο της συζήτησης το θέμα της φυλής, της σχέσης των φυλετικών θεωριών, αλλά και του αποικιακού φαντασιακού, με τον εθνικισμό. Πρόκειται για ένα θέμα που χρήζει ευρύτερης διερεύνησης και το βιβλίο συμβάλλει προς αυτή την κατεύθυνση, μέσα από τη χαρτογράφηση αλληλένδετων θεματικών.
Η πρώτη θεματική του βιβλίου αφορά τη θέση της κλασικής κυρίως αρχαιότητας στα εθνικά προγράμματα. Οι δύο συνομιλητές και συν-συγγραφείς του έργου επικεντρώνουν στην αρχαιολογία, στα υλικά κατάλοιπα, στα τοπόσημα, στα μνημεία και στις πολιτικές των ανασκαφών, στις πολιτικές της μνήμης και του χώρου, για να δείξουν πώς τα αρχαιολογικά προγράμματα του 19ου αι. αλλά και του 20ού συνδέθηκαν με την ανάδειξη των γραμμικών εθνικών ιστοριών. Αυτό το θέμα έχει απασχολήσει και άλλες επιστήμες, π.χ. την ιστορία, τη λαογραφία, την κοινωνική ανθρωπολογία. Επιτρέπει λοιπόν έναν ευρύ και ευρύχωρο διεπιστημονικό και διακλαδικό διάλογο, στον οποίο η αρχαιολογική οπτική, όπως την αναπτύσσουν οι δύο συγγραφείς, έχει πολλά να προσφέρει. Άλλωστε, το έργο του Γ. Χαμηλάκη κατέχει ήδη μια σημαντική θέση στο πεδίο της μελέτης του ρόλου του παρελθόντος στην εθνική ιδεολογία - ενδεικτικά αναφέρω εδώ το πολυδιαβασμένο βιβλίο του Το έθνος και τα ερείπιά του. Αρχαιότητα, αρχαιολογία και εθνικό φαντασιακό στην Ελλάδα (ελλ. έκδ. Εκδόσεις του 21ου, μτφρ. Ν. Καλαϊτζής, 2012). Σ’ αυτό το πλαίσιο, διερευνάται η σύνδεση των αρχαιολογικών και ευρύτερα των εθνικών προγραμμάτων με τη δυτική αποικιοκρατική συνθήκη. Ο διάλογος των δύο επιστημόνων αναδεικνύει αυτή τη διάσταση, ενώ την παρακολουθεί μέσα από την παράλληλη ανάδειξη των «Αγίων Τόπων» της νεωτερικότητας και της δυτικότητας. Το «δυτικό βλέμμα» κατέχει μια κεντρική θέση, αφού προσδιορίζει, οριοθετεί, ταξινομεί την αρχαιότητα στον χώρο της καταγωγικής αφετηρίας, με αποτέλεσμα να υποβαθμίζεται συχνά η θέση των σύγχρονων, τόσο στην νεότερη Ελλάδα όσο και στο Ισραήλ. Οι συγγραφείς αναδεικνύουν τη δυναμική της μνημειοποίησης του χώρου, το δίπολο των τοπόσημων, δηλαδή την Αθήνα και την Ιερουσαλήμ, με τις ποικίλες συνδηλώσεις τους, το σχήμα της ιουδαιο-χριστιανικής παράδοσης, αλλά και τα πολλά οριενταλιστικά στοιχεία στη δημιουργία μιας «οριενταλοποιημένης» Ανατολής. Πέρα από την ελληνική διάσταση, ο Γκρήνμπεργκ δείχνει πώς η στροφή προς την Ιερουσαλήμ περιθωριοποίησε τη σημαντική παλαιότερη θέση του Τελ Αβίβ στην ισραηλινή αλλά και ευρύτερη εβραϊκή ιστορία.
Η διαδικασία της οριενταλοποίησης μελετάται από τους δύο συνομιλητές στο πλαίσιο της αναλυτικής έννοιας της «κρυπτοαποικίας». Αυτή είναι μια δεύτερη θεματική του βιβλίου. Συνδεδεμένη με το έργο του ανθρωπολόγου Μ. Χέρτζφελντ, η έννοια της κρυπτοαποικίας αναφέρεται σε περιοχές ή χώρες που δεν υπήρξαν αποικίες με την «κυριολεκτική» σημασία του όρου αλλά είναι εξαρτημένες, ενώ λειτούργησαν ως ενδιάμεσες ζώνες (buffer zones) ή ως αναχώματα μεταξύ των κυρίαρχων αποικιακών δυνάμεων και των ποικίλλων «άλλων». Έχουν διατυπωθεί εύλογες ενστάσεις για την αδιάκριτη και πληθωριστική χρήση του όρου «κρυπτοαποικία», τόσο στην επιστημονική όσο και στην ευρύτερη δημόσια συζήτηση. Νομίζω όμως ότι οι δύο συνομιλητές επιδιώκουν εντοπισμένες χρήσεις, πέρα από γενικεύσεις ή και απλουστεύσεις. Ο Χαμηλάκης επισημαίνει, ορθά κατά τη γνώμη μου, ότι αποφεύγει τον στατικό, μορφολογικό και τυπολογικό τρόπο χρήσης του όρου (σ. 63) ενώ αποστασιοποιείται από ουσιοκρατικές αλλά και εθνικιστικές χρήσεις του. Επανέρχεται στο θέμα στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου, για να τοποθετηθεί κριτικά απέναντι και στη διεκδίκηση του συμβολικού κεφαλαίου της κλασικής αρχαιότητας μέσα από τον αντι-ιμπεριαλιστικό ή αντι-παγκοσμιοποιητικό λόγο ως όπλο (σ. 185). Σε αυτό το πλαίσιο, οι δύο συνομιλητές εξερευνούν προσεκτικά εκδοχές τόσο της αρχαιότητας όσο και των εθνικών παραδόσεων και του παρελθόντος στις δύο χώρες, με στόχο την ανάδειξη της ποικιλομορφίας του παρελθόντος πέρα από τις εθνοτικές, τις έμφυλες, τις κοινωνικές/ταξικές αλλά και τις φυλετικές ιεραρχίες.
Η τρίτη θεματική του βιβλίου αφορά την παραγωγή και εδραίωση των ιεραρχιών αλλά και των φυλετικών ιδεών. Η διάρθρωση των εθνικών παρελθόντων, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο Ισραήλ, όπως παρουσιάζεται στο βιβλίο, αφορά και μια διαδικασία «αποκάθαρσης», όπου στοιχεία του αραβικού ή του οθωμανικού παρελθόντος σταδιακά περιθωριοποιούνται ή και ολοκληρωτικά απομακρύνονται ή εκκαθαρίζονται. Μέσα από αυτή τη διαδρομή, το βιβλίο φτάνει στη φυλή και στις φυλετικές διαστάσεις των εθνικισμών. Αυτό είναι ένα πολύ σύνθετο πεδίο, ιδιαιτέρως για την ιστορία του Ισραήλ. Πρέπει να λάβει κανείς υπόψη τις καταστροφικές συνέπειες του αντισημιτισμού στην ιστορία τόσο των Εβραίων όσο και συνολικά της ανθρωπότητας. Ο Γκρήνμπεργκ τονίζει αυτή τη βαριά κληρονομιά του αντισημιτισμού στις φυλετικές θεωρίες και στους ρατσισμούς, ενώ δείχνει πώς η πολύσημη έννοια της φυλής αποκτά ιδιαίτερες σημάνσεις στην πορεία της ένταξης στην «ευρωπαϊκότητα», στην «προσπάθεια να περάσεις για Ευρωπαίος» (σ. 134). Σε αυτή τη διαδικασία, αντιλήψεις του αυτοχθονισμού στο Ισραήλ, σε συνδυασμό με τη σύνδεση με την ευρωπαϊκότητα, περιπλέκουν τη θέση αλλά και την ιστορική εμπειρία Εβραίων ασιατικής ή αφρικανικής καταγωγής. Ο Χαμηλάκης υιοθετεί την πολυσημία της φυλής και εξετάζει τις ποικίλες διαστάσεις της στην ελληνική εθνική ιστορία, π.χ. την έννοια του Γένους ή τη σχέση του έθνους με τη θρησκεία. Δείχνει πώς συνδυάστηκε η έννοια της «ελληνικής ομορφιάς» με την έννοια της «λευκότητας» (των σωμάτων, των γλυπτών, των μαρμάρων κ.λπ. ) στη ροή του ιστορικού χρόνου, παράγοντας, τελικά, ένα «φυλετικοποιημένο» «λευκό, ελληνικό κάλλος». Δείχνει επίσης πώς σύγχρονες συζητήσεις για τη γενετική των λαών, το «εθνικό DNA», αντλούν από παλαιότερες θεωρήσεις για τη φυλετική συνέχεια αλλά και από σύγχρονες βιοτεχνολογικές εξελίξεις. Αυτές μας στρέφουν όχι μόνο στην αρχαιο-γενετική αλλά ευρύτερα σε μια νέα ουσιοκρατία της φυλής, της συνέχειας και της «καθαρότητας». Οι επιστημολογικές αλλά και οι πολιτικές συνέπειες αυτού του βιολογισμού αλλά και, εντέλει, αυτού του νέου ρατσισμού μόνο σοβαρό προβληματισμό μπορεί να προκαλούν...
Το βιβλίο προτείνει «να αποαποικιοποιήσουμε το φαντασιακό μας». Αυτή η διαδικασία όμως δεν εξαντλείται στην αντικατάσταση ενός εθνικισμού από έναν άλλο (αντι-αποικιακό ή αντι-ιμπεριαλιστικό). Αντίθετα, το βιβλίο προτείνει τον κριτικό αναστοχασμό γύρω από τις κατηγορίες με τις οποίες διαμορφώθηκε η εθνική φαντασία μας. Προς αυτή την κατεύθυνση, οι συγγραφείς μάς προσκαλούν να επισκεφθούμε το παρελθόν έχοντας κατά νου την πολυχρονικότητα της ιστορίας, τις διασταυρώσεις των διαφορετικών εποχών της, αλλά και των διαφορετικών ανθρώπων που την κατοίκησαν. Αυτό το παρελθόν μπορεί να μας κινητοποιήσει διανοητικά ώστε να ξανασκεφτούμε τόσο το παρόν όσο και το μέλλον με τρόπους κριτικούς και, ενδεχομένως, περισσότερο συμπεριληπτικούς και δίκαιους. Αυτή είναι ίσως η σημαντικότερη συμβολή αυτού του ωραίου βιβλίου.
* Η Έφη Γαζή είναι ιστορικός (Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου