2/10/22

Με τον λόγο της λογοτεχνίας

Του Κώστα Βούλγαρη

Επί δύο αιώνες νεοελληνικού βίου, η ποίηση δίνει το στίγμα κάθε σημαντικής ιστορικής στιγμής. Σολωμός και Κάλβος, νοηματοδότηση της Επανάστασης∙ Παλαμάς, έκφραση της κορύφωσης της Μεγάλης Ιδέας∙ Βάρναλης, Καρυωτάκης, και βεβαίως Καβάφης, το οριστικό πέρασμα της νεοελληνικής κοινωνίας στην αστική εποχή, μετά την κατάρρευση του μεγαλοϊδεατισμού και του συνακόλουθου παλαμισμού, όταν πια το έθνος-κράτος αποκτά την οριστική εδαφική του ταυτότητα∙ «Μπολιβάρ» του Εγγονόπουλου, Β΄ παγκόσμιος πόλεμος (και άλλα πολλά)∙ ενώ τη μεταβατική στιγμή που ζούμε, μετά το 1989, την έχουν τραγωδήσει επαρκώς οι σύγχρονοι ποιητές (Λάγιος, Μπλάνας, Αρανίτσης, Κούρση, Βρεττός, Μάινας...).
Η ποίηση δεν περίμενε βέβαια την ήττα στον Σαγγάριο για να αποστασιοποιηθεί από τον μεγαλοϊδεατισμό, τον παλαμισμό, αλλά και τον βενιζελισμό. Δίπλα στην αριστερά της εποχής, που έκανε τα πρώτα της βήματα καταγγέλλοντας την εκστρατεία στην Μικρά Ασία, ανθούσε η άρνηση όλων των παραπάνω ταυτίσεων, με μια πλειάδα ποιητών να εκφράζονται με το ύφος και τα προτάγματα του αισθητισμού. Αισθητιστής είναι ο Βάρναλης, μέχρι που περνά στην αριστερά με τη σύνθεση «Το φως που καίει» (1922), όπου καταγγέλλει την «πόρνη» τέχνη της «Φλογέρας του βασιλιά» του Παλαμά και το «Πάσχα των Ελλήνων» του Σικελιανού. Αισθητιστής και ο Καρυωτάκης των δύο πρώτων συλλογών του, μέχρι που, με τα ποιήματά που γράφει μετά το 1922, και θα περιληφούν στα «Ελεγεία και σάτιρες», ασκεί σκληρή κριτική στις μεγαλοϊδεατικές και πολεμοχαρείς φαντασιώσεις, αλλά και στα υποκατάστατά τους (Δελφικές εορτές του εθνοφυλετιστή Σικελιανού), κυρίως συμπληρώνοντας την πολιτική και ιδεολογική κριτική του Βάρναλη με τη διάσταση της κοινωνικής κριτικής. Αισθητιστής βεβαίως και ο Καβάφης, νοηματοδοτώντας αλλιώς «το ελληνικό», ως μια μακρά πολιτισμική διάρκεια στον χώρο της ανατολικής Μεσογείου, αλλά και το «προσωπικό», ως πεδίο πραγμάτωσης και αντιφάσεων του ανθρώπου της αστικής εποχής. Αισθητιστής και ο πεζογράφος Πέτρος Πικρός, που στη συνέχεια θα ανατάμει την ταξική συνθήκη και θα δημιουργήσει το περιοδικό «Πρωτοπόροι». Η είσοδος λοιπόν του νεοελληνικού μοντερνισμού μας δίνει ένα τελείως διαφορετικό κοσμοείδωλο, το προσφέρει σε μια παραζαλισμένη κοινωνία με εκρηκτικά προβλήματα πάσης φύσεως − για αυτά άλλωστε μιλά, και μιλά επιθετικά.
Αντιβενιζελικοί δεν ήσαν λοιπόν μόνο οι βασιλόφρονες. Όλοι οι προηγούμενοι, στο δίλημμα του «εθνικού διχασμού» ήσαν, προφανώς και αδιαπραγμάτευτα, κατά του θεσμού της βασιλείας, όμως, ακόμα και μερικοί αισθητιστές ποιητές που ξεκίνησαν ως τυπικοί βενιζελικοί, στην πορεία διαχωρίστηκαν και εντάχθηκαν στην αριστερά, όπως ο Λαπαθιώτης. Ο αισθητισμός της δεκαετίας του 1910 εκφράζει την άρνηση σε μια ποίηση υπηρέτρια του «εθνικού συμφέροντος», και είναι ο δρόμος για την αριστερά στην επόμενη δεκαετία Γι’ αυτό και, μετά το 1922, αυτοί είναι που κατάφεραν να μιλήσουν με τον πλέον έγκυρο τρόπο.
Η δεκαετία του 1920, λοιπόν, η κατασυκοφαντημένη ως παρακμιακή και αδιέξοδη, εξέφρασε «οργανικά» τη μετάβαση από τη μεγαλοϊδεατική φαντασίωση στην αστική κοινωνική συνθήκη. Το 1922 κλείνει οριστικά ο κύκλος που άνοιξε με την ανάδυση της Μεγάλης Ιδέας, και τη συνακόλουθη ένταξη του Βυζαντίου στην εθνική αφήγηση, ώστε να προκύπτει η αδιάσπαστη και αδιάλειπτη εθνική συνέχεια, κύκλος που σήμαινε την απόπαυση της επαναστατικής δυναμικής. Γιατί το νεοελληνικό έθνος-κράτος φτιάχτηκε, στα πρώτα του σύνορα, διά της Επανάστασης των κατοίκων της «Παλαιάς Ελλάδος», ενώ η εδαφική διεύρυνση του εθνικού χώρου, υπό την Μεγάλη Ιδέα, έγινε διά του πολέμου και της προσάρτησης «νέων χωρών». Τώρα, μετά το 1922, το νήμα πιάνεται πάλι απ’ την αρχή.
Τα διλήμματα είναι ανάλογα με εκείνα του πρώτου αιώνα της νεοελληνικής διαδρομής, είναι τα διλήμματα της επανάστασης και της αστικής κοινωνικής συνθήκης. Στον αντίποδα αυτών των ποιητών, η «γενιά του ’30» (Θεοτοκάς, Σεφέρης, Ελύτης...) θα επαναδιατυπώσει και θα υποκαταστήσει το ηττηθέν πρόταγμα της Μεγάλης Ιδέας, προσαρμοζόμενη βέβαια στις νέες συνθήκες, με όρους πάντως συνέχειας. Επιχειρεί να διασώσει και να δικαιώσει την ¨εθνική ποίηση» του Παλαμά, και του Σικελιανού, τον βενιζελισμό, αλλά και τον Περικλή Γιαννόπουλο, φροντίζοντας πάνω απ’ όλα να διασφαλίσει την απρόσκοπτη καθεστωτική συνέχεια και την κοινωνική ειρήνη, προτάσσοντας την «ελληνικότητα».
Αυτές οι δύο στάσεις και στρατηγικές στοιχειώνουν μέχρι σήμερα τις αφηγήσεις για το 1922, τις αφηγήσεις για την όλη εθνική διαδρομή. Γνωρίζουμε βέβαια ποια αφήγηση κυριάρχησε και ποια ηττήθηκε, αν και υφίσταται και επιμένει μέχρι σήμερα. Εν συνόλω, ηττήθηκε ό,τι συγκροτήθηκε ως ιδεολογικό, πολιτικό και αισθητικό πρόταγμα κατά τη δεκαετία του 1920, όχι μόνο στον χώρο της λογοτεχνίας αλλά και σε αυτόν της αριστεράς, όπως μας έχει δείξει ο Άγγελος Ελεφάντης, στο κορυφαίο έργο του, «Η επαγγελία της αδύνατης επανάστασης». Η διαδρομή μέχρι το 1989, όπου κλείνει ο κύκλος της «χαρούμενης νεωτερικότητας», εξηγείται εν πολλοίς από την ήττα της δεκαετίας του 1920 και τα απολύτως συγκεκριμένα παρεπόμενά της.
Μετά δε το 1989, είναι χαρακτηριστικό πως οι σημαντικότεροι από τους νεότερους ποιητές αφίστανται από το πρόταγμα της ελληνικότητας της νικήτριας αφήγησης, διασώζοντας όμως, μέσα στα απόνερα της εθνικής μεγαληγορίας, περιοχές καθαρής ποίησης, όπως ο λυρικός Παλαμάς (Λάγιος, Βαρθαλίτης...), και πιάνουν το νήμα εκείνης της ηττημένης αφήγησης, αξιοποιώντας ως εφαλτήριο το εμβληματικό έργο του Εγγονόπουλου, που στάθηκε ένας άξιος συνεχιστής της, μετερχόμενος βέβαια, στη θέση της περιχαράκωσης του αισθητισμού, την ανοικείωση του υπερρεαλισμού.

Άποψη της έκθεσης «Μικρά Ασία» στο Μουσείο Μπενάκη. Φωτ. Μενέλαος Μυρίλλας. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: