2/10/22

Αποτιμήσεις του «Βενιζελισμού»

Άποψη της έκθεσης «Μικρά Ασία» στο Μουσείο Μπενάκη. Φωτ. Μενέλαος Μυρίλλας. 

Του Παναγιώτη Νούτσου*

Τι θα προσκόμιζε μια, συνοπτική έστω, εξέταση της πορείας που διήνυσε η εγχώρια «Αριστερά» από την ίδρυση του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος της Ελλάδος (1918) ώς την ίδρυση του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ελλάδος (1924) σχετικά με τους τρόπους αποτίμησης του «Βενιζελισμού»; Θα σταθούμε σε ορισμένους απ’ αυτούς. Δηλαδή:
Ο Αβρ. Μπεναρόγιας παρατηρεί ότι η «ψευτοεπανάστασις» στο Γουδί πρόσφερε την ευκαιρία στη μεγαλοαστική τάξη να εξασφαλίσει την πολιτική της υπεροχή, αν και η ίδια η οικονομική «εξέλιξις» -που επιταχύνθηκε με τη βία και την ξένη βοήθεια– υπήρξε ο δημιουργός της εργατικής τάξης που απλώς ανδρώθηκε «υπό την αστικήν κηδεμονίαν» και με τα επιτεύγματα του «σοσιαλισμού του κράτους». Ο βενιζελισμός, που εκπροσωπούσε τη νεωτεριστική μερίδα της μεγαλοαστικής τάξης, με τη βουλευτοποίηση των «διαφόρων κοινωνιολόγων» μπόρεσε να ακινητοποιήσει το ισχνό επαγγελματικό και πολιτικό κίνημα της εργατικής τάξης. Τώρα όμως (1920) το ΣΕΚΕ(Κ) αποτελεί τον μοχλό για τον καταρτισμό της «επαναστατικής στρατιάς» του ελληνικού προλεταριάτου, με την έννοια της προετοιμασίας για τους μελλοντικούς αγώνες που «εκ της ιστορικής εξελίξεως» θα υποχρεωθεί να διεξαγάγει.
Ο Γ. Α. Γεωργιάδης, επιμένοντας με τη σειρά του στην ανάλυση δεδομένων της οικονομικής «εξελίξεως» της χώρας, συμπεραίνει ότι η κεφαλαιοκρατία της (που διαθέτει όλα τα «ιδιάζοντα» γνωρίσματα των μεγάλων κεφαλαιοκρατικών χωρών) δεν μπορεί πια να παρεμποδίσει την πολιτική συγκρότηση της εργατικής τάξης. Η «επανάστασις» στο Γουδί παραμέρισε τη «φαυλοκρατία» και έδωσε την ευκαιρία στη «νέαν αστικήν τάξιν» να καταστεί κυρίαρχη. Αφού όμως έχει επιλυθεί το εθνικό ζήτημα, με το οποίο η αστική τάξη κατόρθωνε να εκμεταλλεύεται τον εργατικό και αγροτικό πληθυσμό, τίθεται πιο επιτακτικά το κοινωνικό ζήτημα, γεγονός που υπονοεί ότι η ιστορική της διαδρομή συμπλήρωσε τον κύκλο της.
Με την ίδια σκόπευση εκδιπλώνεται η επιχειρηματολογία του Γ. Κορδάτου, που υποδεικνύει ότι με τη γέννηση του ΣΕΚΕ εξουδετερώθηκε ο «αστικός φιλεργατισμός», εφόσον η «εργατιά» (ως ξεχωριστή «κοινωνική ομάδα») προχωρεί κιόλας με σταθερό βήμα προς το «πολιτειακό καθεστώς» που σχεδιάζει η «Σοσιαλιστική Ιδεολογία». Η σημασία των θέσεων και των όρων της Διεθνούς έγκειται «εις την διαπαιδαγωγικήν και εμπειρικήν αυτών αξίαν», εφόσον έτσι επιτυγχάνεται η ομοιογένεια ως προς τις «μεθόδους της οργανώσεως και δράσεως του Κόμματος επί τη βάσει των τοπικών συνθηκών».
Την «υπερκομμουνιστική» πτέρυγα εκπροσωπεί ο Ευάγγελος Παπαναστασίου, υποστηρίζοντας ότι η αποχή από τις κοινοβουλευτικές εκλογές συμβάλλει στη διαμόρφωση της επαναστατικής φυσιογνωμίας του ΣΕΚΕ(Κ) και συναρτώντας την επερχόμενη οξύτητα των ταξικών αντιθέσεων με την «υπερένταση» του ιμπεριαλισμού και τον «θρίαμβο» της παγκόσμιας επανάστασης. Η πρόβλεψη αυτή βασίζεται κυρίως στην αντικοινοβουλευτική ανάγνωση των αποφάσεων του δευτέρου συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς, που εκτιμούσε ότι το προλεταριάτο των καθυστερημένων χωρών θα συμπαρασυρθεί από το εργατικό κίνημα των κεφαλαιοκρατικών χωρών και θα φτάσει στην εγκαθίδρυση της σοσιαλιστικής κοινωνίας, χωρίς ακριβώς να διανύσει τα επιμέρους στάδια της καπιταλιστικής εξέλιξης.
Βέβαια δεν είχαν κατατεθεί τα τεκμήρια μιας ανάλογης διεργασίας και στην Ελλάδα, σε συνδυασμό με τη διάκριση της «νέας» από την «παλαιά» αστική τάξη. Η μόνη αντιστοιχία προέρχεται από την ανάγκη να ισχυροποιηθεί το βενιζελικό μέτωπο εναντίον των κομμάτων της «φαυλοκρατίας», ακριβώς για να διευκολυνθεί η γρήγορη αποδέσμευση της εργατικής τάξης από τα «μικροαστικά» υπολείμματα που αναζωογονήθηκαν και απειλούν την πολιτική της έκφραση, το ΣΕΚΕ(Κ). Η πάγια όμως προσφυγή στο θεώρημα της νομοτελειακής ιστορικής εξέλιξης, σύμφωνα με το οποίο η πορεία του κεφαλαιοκρατικού συστήματος οδηγεί αναπότρεπτα στην κοινωνική επανάσταση, ήταν δυνατόν να εκληφθεί είτε ως έναυσμα για την άμεση κήρυξη της ανατρεπτικής διαδικασίας είτε ως κατάλληλη προετοιμασία για την υποδοχή της. Τη διττή αυτή εκδοχή προσπάθησε να υπερκεράσει η λενινιστικής καταγωγής διάγνωση των αντικειμενικών (παγκόσμιος πόλεμος, ανεργία, «δικτατορία» της αστικής τάξης) και υποκειμενικών όρων (επαναστατική ψυχολογία των «μαζών») που αρχικά επεξεργάσθηκε ο ανερχόμενος ηγετικός μηχανισμός του ΣΕΚΕ (Κ) με τη συνδρομή των πρώτων ντοκουμέντων της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Τούτο κατά τον Γεωργιάδη, που συγκεφαλαιώνει κι αυτός στην πολιτική του αρθρογραφία τις δύο προσφερόμενες στάσεις, επιτρέπει την κριτική απόσταση από τη σοσιαλδημοκρατική παράδοση της «μηχανικής και εντελώς αυτομάτου μεταβάσεως εις το σοσιαλιστικόν καθεστώς δια της συμπληρώσεως της κεφαλαιοκρατικής εξελίξεως». Ταυτόχρονα συνιστά πρόσθετο κριτήριο για την υπέρβαση της «ουτοπικής» περιόδου του ελληνικού σοσιαλισμού, όταν η νέα «Μεγάλη Ιδέα» επιτάσσει την άμεση απελευθέρωση των εργατών και των χωρικών από την εκμετάλλευση της «εντόπιας» και της διεθνούς κεφαλαιοκρατίας.
Οι διαδοχικές κρίσεις του ΣΕΚΕ και ιδίως του ΣΕΚΕ(Κ), που αφορούσαν σχεδόν πάντα τη βάσανο της στρατηγικής του στο πεδίο της εγχώριας πραγματικότητας, καθώς και οι περιπέτειες της Σοβιετικής Ένωσης και οι εσωτερικές διαφοροποιήσεις της Κομμουνιστικής Διεθνούς, όταν δηλαδή απεγνωσμένα έπρεπε να στοιχηθεί η υπάρχουσα κατάσταση με την επαναστατική σύλληψη της νέας κοινωνίας, δημιουργούσαν δύο κατηγορίες ανένταχτων: από τη μία πλευρά όσοι δεν ενδιαφέρονται πια για την πολιτική οργάνωση της εργατικής τάξης (και επομένως δεν πολιτεύονται με τα ταξικά κόμματα) και από την άλλη εκείνοι που δεν εγκρίνουν απλώς τη δεδομένη κομματική μορφή ως οργανωτικό σχήμα και ως ιδεολογικό περίγραμμα της Αριστεράς. Από μία τρίτη αφετηρία ξεκινούν όσοι κατανοούν ότι ο εκπαιδευτικός δημοτικισμός και ο Βενιζελισμός (με τις αποφύσεις του) έχουν εξαντλήσει την ιστορική τους δυναμική με αποτέλεσμα στις αναζητήσεις τους να μην θέτουν κανένα όριο προς τα αριστερά
Η νίκη του Κωνσταντινικού κόμματος, οφείλεται προ παντός «εις την δυσαρέσκειαν της γεωργικής τάξεως διά τα δεινά των μακρών πολέμων τα οποία προ παντός αυτή υπέστη και εις την έλλειψιν ενδιαφέροντος διά τας εθνικάς επιχειρήσεις της μεγάλης αστικής τάξεως την οποίαν αντιπροσωπεύει το βενιζελικόν κόμμα». Κρίνοντας την πολιτική και κοινωνική κατάσταση της Ελλάδος «δεν πρέπει να λησμονώμεν ότι η δράσις της αστικής τάξεως της Ελλάδος είναι περιορισμένη από τα συμφέροντα της μεγάλης πλουτοκρατίας των ευρωπαϊκών Δυνάμεων. Πρώτος ο Βενιζέλος έδειξε τον δρόμον του συμφέροντος της αστικής τάξεως της Ελλάδος, ο οποίος συνίστατο εις την μεγέθυνσιν της διά της συγχρόνου μεγεθύνσεως της ευρωπαϊκής πλουτοκρατίας». «Ιδού διατί η μεγάλη αστική τάξις της Ελλάδος είναι με την ανταντικήν κεφαλαιοκρατικήν πολιτικήν με τον Βενιζέλον. Η παλαιά αστική τάξις- κοτσαμπάσηδες, γαιοκτήμονες – καθώς είναι από αυτήν την οικονομικήν της σύστασιν τάξις δειλή και επομένως οπισθόβουλος και πονηρά, ηναγκάσθη να ακολουθήση την πολιτικήν της μεγάλης αστικής τάξεως, χωρίς να περιμένει μεγάλα ωφελήματα, αλλά μόνον και μόνον δια ν’ ανατιναχθή εις την ορμήν και την πλουτοκρατικήν βουλιμίαν της μεγάλης αστικής τάξεως. Ούτως η αστική Ελλάς ευρέθη ακολουθούσα διά διαφόρους λόγους την αυτήν εξωτερικήν πολιτικήν της εξυπηρετήσεως των ανταντικών κεφαλαιοκρατικών συμφερόντων δια της συνεχίσεως των πολεμικών επιχειρήσεων εν Μ. Ασία» (για την τεκμηρίωση του παρόντος κειμένου, βλ. Η σοσιαλιστική σκέψη στην Ελλάδα, τ. Β΄, Β΄ μέρος, Αθήνα 1992, 28-37, 188-189, passim).

*Ο Π. Νούτσος είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνικής και Πολιτικής φιλοσοφίας του Παν/μίου Ιωαννίνων

Δεν υπάρχουν σχόλια: