30/10/22

Νικολάς Γκιλιέν

Αντιγόνη Καββαθά, «Tapetum Lucidum», 2015, κάρβουνο σε χαρτί, 2 x 8.65 μ.

Της Βάσως Χρηστάκου*

Ο Νικολάς Γκιλιέν (1902 Καμαγουέι, Κούβα - 1989 Αβάνα, Κούβα) είναι ο πιο διάσημος κουβανός ποιητής διεθνώς. Γεννήθηκε και τελείωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευσή του στο Καμαγουέι και κατόπιν πήγε στην Αβάνα για να σπουδάσει νομικά. Μετά το πρώτο έτος των σπουδών του οικονομικοί λόγοι τον έστρεψαν στη δημοσιογραφία. Στην Αβάνα (1930), ο Γκιλιέν γνώρισε τον συγγραφέα και ποιητή Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, ο οποίος επηρέασε καθοριστικά το έργο του κουβανού ποιητή. Το 1937 ταξίδεψε στο Μεξικό και στη συνέχεια στην Ισπανία∙ εκεί συμμετείχε, μαζί με τους Ραφαέλ Αλμπέρτι, Πάμπλο Νερούδα, Θέσαρ Βαλιέχο και Οκτάβιο Παθ, στο Δεύτερο Παγκόσμιο Συνέδριο Συγγραφέων για την Υπεράσπιση της Κουλτούρας και το έργο του έτυχε ευρωπαϊκής αναγνώρισης. Όπως ο Βαλιέχο και ο Νερούδα, ο Γκιλιέν τάχθηκε στο πλευρό της Δεύτερης Ισπανικής Δημοκρατίας και, όπως αυτοί, έγραψε τότε μια συγκλονιστική συλλογή ποιημάτων, το Ισπανία (Ποίημα σε τέσσερις φόβους και μια ελπίδα (España, poemas en cuatro angustias y una esperanza) (1937), όπου μιλάει για τη δολοφονία του Γκαρθία Λόρκα, θλίβεται για τον αδελφοκτόνο πόλεμο και εκφράζει την πίστη του στο θρίαμβο των δημοκρατικών δυνάμεων. Την ίδια περίοδο ο ποιητής έγινε μέλος του κομμουνιστικού κόμματος. Αργότερα ο Γκιλιέν ταξίδεψε σε πολλές ευρωπαϊκές και ασιατικές πόλεις και επισκέφτηκε διάφορες ισπανοαμερικανικές πρωτεύουσες. Το 1953 εξορίστηκε από την πατρίδα του για πολιτικούς λόγους και εγκαταστάθηκε στο Παρίσι μέχρι το 1959, οπότε και επέστρεψε στην Κούβα μετά το θρίαμβο της Κουβανικής Επανάστασης. Έλαβε διάφορα αξιώματα (όπως την προεδρία της Ένωσης Συγγραφέων από το 1961) και ανέλαβε ιδιαίτερες διπλωματικές αποστολές.
Το έργο του εντάχθηκε στο λεγόμενο ρεαλιστικό ρεύμα (linea realista) των διάφορων κουβανέζικων πρωτοποριών (vanguardias). Έτσι προώθησε όσο κανείς άλλος ποιητής την λεγόμενη «νέγρικη ποίηση» («poesía negra»), που εμφανίστηκε στην Κούβα γύρω στο 1930, επηρεασμένη από ποιητές της ισπανικής και κουβανέζικης λυρικής ποίησης, καθώς και από στοιχεία της πρωτοπορίας, ενώ στο έργο του συναντάμε και την κοινωνική ποίηση, συνδεδεμένη με τη λαχτάρα του για τις διεκδικήσεις των αφροϊσπανοαμερικάνων και τη διαρκή έγνοια του για κάθε θύμα εκμετάλλευσης στον κόσμο.


Στο Μοτίβα του σον (Motivos de son)(1930), την πρώτη ποιητική συλλογή του Γκιλιέν, εμφανίζονται και οι δύο ποιητικές κατευθύνσεις. Εδώ ο ποιητής προσδιορίζει και αναδεικνύει λογοτεχνικά τους νέγρους και τους μιγάδες κουβανούς, τους φτωχούς κατοίκους της κουβανικής πρωτεύουσας. Με αυτόν τον τρόπο ο Γκιλιέν προσπάθησε να τιμήσει και να αναδείξει «εκ των έσω» της αφροκουβανέζικης κουλτούρας τη φιγούρα του νέγρου και του μιγά. Τα προσωπικά του πιστεύω, οι προβληματισμοί και οι αξίες του αποτυπώνονται σε αυτό του το έργο. Αυτά τα στοιχεία ενσωματώθηκαν ρυθμικά και μουσικά σε μια ποίηση μιγάδα («poesía mestiza») που αφηγείται την πορεία της διαπολιτισμικότητας και του συγκρητισμού του λαού της Κούβας. Εμβαθύνοντας στην κοινωνική διάσταση της ποίησής του, ο Γκιλιέν έγραψε το 1931 το Σόνγκορο κοσόνγκο: ποιήματα μιγάδες (Sóngoro cosongo: poemas mulatos), όπου εξαίρει την αφρικάνικη συμβολή στην κουβανέζικη κουλτούρα και γι’ αυτό χαρακτηρίζει τους στίχους του «μιγάδες». Λίγα χρόνια αργότερα και μετά την οικονομική κρίση του 1929, θα γράψει το Δυτικές Ινδίες, Ltd (West Indias, Ltd), στο οποίο αποτυπώνεται η κοινωνική του ευαισθησία σε μια θυελλώδη διαμαρτυρία ενάντια στην αδικία. Η «Μπαλάντα των δυο παππούδων» είναι το πιο γνωστό ποίημα αυτού του έργου και δείχνει την ώριμη πια αποδοχή του αφρικάνικου και ισπανικού στοιχείου σαν μέρη του ίδιου αίματος. Στο ποίημα επισημαίνεται επίσης το σκληρό πρόσωπο του δουλεμπόριου.
Στο έργο του Τραγούδια για στρατιώτες και σόνες για τουρίστες (Cantos para soldados y sones para turistas) (1937) κριτικάρει τη στρατικοποίηση και γελοιοποιεί τον τουρίστα που διασκεδάζει αδιάφορος για τη μιζέρια του λαού.
Ποιήματα από το «Το περιστέρι λαϊκής πτήσης» (La paloma de vuelo popular») (1958) και άλλες προηγούμενες συλλογές του δείχνουν την αλληλεγγύη του προς τους καταπιεσμένους όλου του κόσμου. Παράδειγμα είναι το «Μικρός Βράχος» («Little Rock»), όπου ο ποιητής θυμίζει ένα επεισόδιο από τις μάχες των πόλεων για ελευθερία των αφροαμερικάνων το 1957. Άλλες συλλογές όπως «Ο μεγάλος ζωολογικός κήπος» («El gran zoo») (1967) και «Ο οδοντωτός τροχός» («La rueda dentada») (1972), συνεχίζουν στη γραμμή των κοινωνικών ανησυχιών αλλά κοιτάζουν ταυτόχρονα και σε άλλες κατευθύνσεις όπως τη χιουμοριστική. Το 1975 εξέδωσε το βιβλίο «Βιαστική πεζογραφία» («Prosa de prisa»), μια συλλογή δημοσιογραφικών άρθρων του.
Επιπλέον, η ποίηση του Νικολάς Γκιλιέν απηχεί νεορομαντικές και μεταφυσικές ανησυχίες, όπως η σημασία της αγάπης και του θανάτου, έννοιες που καταλαμβάνουν μεγάλο μέρος στο έργο του. Έργα του σε αυτήν την κατεύθυνση είναι το «Έχω», 1964 («Tengo») όπου δείχνει τον ενθουσιασμό του ζώντας μέσα στην επαναστατημένη Κούβα και τα «Ποιήματα Αγάπης» («Poemas de Amor»), που εκδόθηκε την ίδια χρονιά.
Τις δεκαετίες εξήντα και εβδομήντα, περίοδος κρίσης των παραδοσιακών αξιών και μεγάλων κοινωνικοπολιτικών ζυμώσεων παγκοσμίως, ο Γκιλιέν βρέθηκε σε ένα πολύ ψηλό βάθρο από πλευράς κριτικής. Επανεκδόθηκε, ανθολογήθηκε, μεταφράστηκε και σχολιάστηκε κάτω από την οπτική νέων εννοιών, όπως «φυλή», «τάξη», «ταυτότητα» και «έθνος», ανάμεσα σε άλλες. Ο Γκιλιέν συμπεριλήφθηκε στον κουβανικό κανόνα και αναγνωρίστηκε ο ενεργός ρόλος του στη δημιουργία ενός ανεξάρτητου έθνους. Μετά τη δεκαετία του ’90, κατά την οποία το έργο του δημιουργού μελετήθηκε ελάχιστα, ο Γκιλιέν εμφανίζεται πάλι τον 20ό αιώνα και εορτάζονται τα 100 χρόνια από τη γέννησή του. Η κριτική ασχολείται με τα ίδια σχεδόν θέματα του περασμένου αιώνα, αλλά με θεωρητική προοπτική, όπως η γλωσσολογία και οι πολιτισμικές σπουδές. Επιπλέον, θα κάνουν την εμφάνισή τους και κάποιες μελέτες πάνω στο δημοσιογραφικό έργο του κουβανού ποιητή.
Τα βραβεία με τα οποία τιμήθηκε ο Νικολάς Γκιλιέν είναι:
. Διεθνές Βραβείο ποίησης Ασάν, 1938 (Premio internacional de Poesía Asan
. Βραβείο Κρίστο Μπότεφ της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας,1940 (Premio Jrísto Botev de la República de Bulgaria)
. Βραβείο Βιαρέτζιο,1951 (Premio Viareggio)
. Βραβείο Λένιν της Ειρήνης των Λαών, 1954 (Premio Lenin de la Paz entre los Pueblos)
. Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας στην Κούβα, 1976 (Premio nacional de literatura en Cuba)
. 15η επέτειος του Εθνικού Συμβουλίου Κουλτούρας, 1982, Κούβα (XV aniversario del Consejo Nacional de Cultura)

Μεταφράζουμε εδώ ένα δείγμα γραφής του.

*Η Βάσω Χρηστάκου είναι μεταφράστρια ισπανικής λογοτεχνίας

Νικολάς Γκιλιέν

Έξι ποιήματα


Μπαλάντα των δύο παππούδων (1934)

“El Desplazamiento” por Armando Mariño
«Ο ξεριζωμός» του Αρμάντο Μαρίνιο

Σκιές που μόνο εγώ βλέπω,
με συνοδεύουν οι δυο μου παππούδες.

Δόρυ με μύτη από κόκκαλο,
ταμπούρλο από δέρμα και από ξύλο
ο νέγρος παππούς μου.
Περιλαίμιο στο λαιμό πλατύ,
γκρίζα πανοπλία πολεμική
ο λευκός παππούς μου.

Πέλμα γυμνό, κορμός πέτρα
αυτά του νέγρου μου∙
κόρες παγωμένου γυαλιού
αυτές του λευκού μου.

Αφρική υγρών στεπών
και μεγάλων υπόκωφων γκονγκ…
—Πεθαίνω!
(Λέει ο νέγρος παππούς μου).
Νερό μαύρο από αλιγάτορες,
πράσινα πρωινά από κοκοφοίνικες…
—Κουράζομαι!
(Λέει ο λευκός παππούς μου).
Ω! πανιά πικρού ανέμου,
γαλέρα σε χρυσό να φλέγεται…
—Πεθαίνω!
(Λέει ο νέγρος παππούς μου).
Ω! ακτές παρθένου λαιμού
πλανεμένες από μπιχλιμπίδια!...
—Κουράζομαι!
(Λέει ο λευκός παππούς μου).
Ω! καθαρέ ήλιε σμιλεμένε,
φυλακισμένε στο δακτύλιο του τροπικού∙
ω! φεγγάρι στρογγυλό κι ανέφελο
πάνω από των ύπνο των πιθήκων.

Τι πλοία, τι πλοία!
Τι νέγροι, τι νέγροι!
Τι μεγάλη λάμψη από καλάμια!
Τι μαστίγιο αυτό του επιστάτη!
Πέτρα από θρήνο κι αίμα,
φλέβες και μάτια μισάνοιχτα
και άδειες αυγές
και δειλινά από μηχανές ζαχαροκάλαμου,
και μια φωνή μεγάλη, δυνατή φωνή
να κομματιάζει τη σιωπή.
Τι πλοία, τι πλοία,
τι νέγροι!

Σκιές που μόνο εγώ βλέπω,
με συνοδεύουν οι δυο μου παππούδες.

Ο δον Φεδερίκο με φωνάζει
και ο Ταΐτα Φακούντο σιωπά∙
οι δυο στη νύχτα αφήνονται
και πάνε, πάνε.
Εγώ κοντά τους φέρνω.
—Φεδερίκο!
—Φακούντο!
Οι δυο αγκαλιάζονται.
Οι δυο αναστενάζουν. Οι δυο
τα δυνατά κεφάλια υψώνουν∙
οι δυο στις ίδιες διαστάσεις,
κάτω απ’ τα ψηλά αστέρια∙
οι δυο στις ίδιες διαστάσεις
μαράζι νέγρικο, μαράζι λευκό,
οι δυο στις ίδιες διαστάσεις,
φωνάζουν, ονειρεύονται, κλαίνε, τραγουδούν.
Ονειρεύονται, κλαίνε, τραγουδούν.
Κλαίνε, τραγουδούν.
Τραγουδούν.


Νερό της θύμησης

Πότε ήταν;
Δεν το ξέρω.
Νερό της θύμησης
θα διασχίσω.

Πέρασε ένα χρυσαφί καβούρι
και ‘γω το κοίταξα περνώντας:
χαίτη μεταξένια στον αυχένα,
ποδιά από κρύσταλλο,
μωρό με ράχη πρόσφατη,
τακούνι φρεσκοπατημένο.

Ποδαράκι
(ανήσυχο είπα μέσα μου),
ποδαράκι
τρέμοντας πάνω στην άβυσσο,
ποιος θα σε σπρώξει;
Ποιος θεριστής με το δρεπάνι του
θα σε κόψει;
Ποιος επιτήδειος με το μύλο του
θα σε λιώσει;

Ο χρόνος κύλισε κατόπιν,
κύλισε ο χρόνος χωρίς παύση,
εγώ από κει, εγώ από δω,
εγώ από κει, εγώ από δω,
από κει, από δω,
από δω, από κει…

Δεν ξέρω τίποτα, τίποτα δεν ξέρει κανείς,
ούτε κάτι ποτέ θα ξέρω,
τίποτα δεν είπαν οι εφημερίδες,
τίποτα δεν μπόρεσα να εξακριβώσω,
για κείνο το χρυσαφί καβούρι
που κοίταξα κάποτε περνώντας,
ποδιά από κρύσταλλο,
μωρό με ράχη πρόσφατη,
τακούνι φρεσκοπατημένο.


Ρόζα εσύ θλιμμένη


Η ψυχή πετά και πετά
μακριά αναζητώντας σε,
Ρόζα εσύ, θλιμμέν
της αναπόλησής μου ρόδο.
Όταν η αυγή
αναχωρεί νοτίζοντας τον κάμπο,
και η μέρα είναι σαν ένα μωρό
που ξυπνά στον ουρανό,
Ρόζα εσύ, θλιμμένη
μάτια γεμάτα σκοτεινιά,
απ’ το στενό σεντόνι μου
αγγίζω το ασάλευτo κορμί σου.
Όταν πλέον ο τρανός ήλιος
φλόγισε με την τρανή φωτιά του,
όταν το βράδυ πέφτει
από το δείλι το σβησμένο,
εγώ στο μακρινό τραπέζι μου
το σκοτεινό σου κόλπο ατενίζω.
Και τη νύχτα φορτωμένη
με φλογερή σιωπή,
Ρόζα εσύ, θλιμμένη
της αναπόλησής μου ρόδο,
χρυσαφένιο, ζωντανό και νοτισμένο,
κατεβαίνοντας αφήνεις το ταβάνι,
παίρνεις το κρύο χέρι μου
και κάθεσαι και με κοιτάζεις.
Τότε κλείνω τα μάτια,
μα πάντοτε σε βλέπω,
εκεί καθηλωμένη, το βλέμμα
καθηλώνοντας στο στήθος μου,
Μακρύ βλέμμα άκαμπτο
σαν ένα ονειρόπλαστο στιλέτο.


Όμως να μπορώ να σε βλέπω

Εάν θελήσεις να με σκοτώσεις
μην περιμένεις να κοιμηθώ,
αφού να ξυπνήσω δεν θα μπορώ.
Νεκρός,
αχ, νεκρός και συνάμα κοιμισμένος,
δεν είναι ούτε να πεθαίνεις ούτε να ονειρεύεσαι,
δεν είναι ούτε θύμηση ούτε λήθη.
Νεκρός,
αχ, νεκρός και συνάμα κοιμισμένος.

Σκότωσέ με το ξημέρωμα
ή νύχτα, εάν εσύ θέλεις∙
όμως να μπορώ να σου βλέπω
το χέρι∙
όμως να μπορώ να σου βλέπω
τα νύχια∙
όμως να μπορώ να σου βλέπω
τα μάτια,
όμως να μπορώ να σε βλέπω.


Μια μακριά πράσινη σαύρα (1957)

Στη θάλασσα των Αντιλλών
(που και Καραϊβική τη λένε)
μιλκ σέικ από κύματα σκληρά
και γαρνίρισμα από αφρούς τρυφερούς,
κάτω απ’ τον ήλιο που την καταδιώκει
και τον άνεμο που την κοντράρει,
τραγουδώντας με μαύρο δάκρυ
ταξιδεύει η Κούβα στο χάρτη της:
μια μακριά πράσινη σαύρα,
με μάτια από πέτρα και νερό.

Ψηλό στεφάνι από ζάχαρη
της πλέκουν καλάμια αιχμηρά∙
όχι απ’ το στεφάνωμα λεύτερη
μα απ’ το στεφάνι της σκλάβα:
βασίλισσα απ’ το μανδύα προς τα έξω
από τα μέσα του μανδύα υποτελής,
θλιμμένη σαν την πιο θλιμμένη
ταξιδεύει η Κούβα στο χάρτη της:
μια μακριά πράσινη σαύρα,
με μάτια από πέτρα και νερό.

Δίπλα στην ακροθαλασσιά,
εσύ που είσαι σε επιφυλακή,
δώσε προσοχή, φύλακα των θαλασσών
στην αιχμή των δοράτων
και στο βρόντημα των κυμάτων
και στη ουρλιαχτό των φλογών
και στην ξύπνια σαύρα
που βγάζει τα νύχια απ’ το χάρτη:
μια μεγάλη πράσινη σαύρα
με μάτια από πέτρα και νερό.


Αυτή η αγγελική γυναίκα με μάτια βόρεια…

Αυτή η αγγελική γυναίκα με μάτια βόρεια,
που ζει προσηλωμένη στο ρυθμό του ευρωπαϊκού αίματός της,
αγνοεί ότι στο βάθος τούτου του ρυθμού χτυπά
ένας νέγρος το σκληρό ταμπούρλο από βραχνά τύμπανα.

Κάτω απ’ τη λιτή γραμμή της κομψής της μύτης,
το στόμα, σε φίνο περίγραμμα, σχεδιάζει μια μικρή γραμμή,
και δεν υπάρχει κοράκι να λεκιάσει το ολομόναχο χιόνι
της σάρκας της, που αστράφτει τρεμάμενη και γυμνή.

Αχ, κυρία μου! Κοίτα τις μυστηριώδεις φλέβες σου∙
κωπηλάτησε στο ζωντανό νερό που μέσα εκεί σου κυλάει,
και δες να περνάνε κρίνα, άνθη και καρποί λωτού, ρόδα∙

Και σύντομα θα ανακαλύψεις, δίπλα στη δροσερή ακτή
τη γλυκιά σκοτεινή σκιά του παππού που βιαστικά απομακρύνεται,
αυτού που κατσάρωσε για πάντα το κίτρινο κεφάλι σου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: