Της Μαρίας Μοίρα
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΡΑΠΤΟΠΟΥΛΟΣ, Ανέγγιχτη, εκδόσεις Κέδρος, σελ. 342
Το νέο μυθιστόρημα του Βαγγέλη Ραπτόπουλου είναι ένα ιδιότυπο εγχείρημα. Αφηγείται δια στόματος της πρώτης του συζύγου, Γαλάτειας Καζαντζάκη, πτυχές από τον βίο και την πολιτεία, τα έργα και τις ημέρες του Νίκου Καζαντζάκη, εστιάζοντας κατά κύριο λόγο στην ερωτική του ζωή. Παραλλάσσοντας τα ονόματα, με τρόπο όμως που να γίνεται απόλυτα αντιληπτή από τον αναγνώστη η ταυτότητα των ηρώων (εξάλλου αποσαφηνίζεται εξαρχής στο οπισθόφυλλο και στο επιλογικό σημείωμα του συγγραφέα η μυθοπλαστική στόχευση), τις πραγματικές χρονολογίες, τις τοποθεσίες, τα γεγονότα ή τους τίτλους των βιβλίων στα οποία αναφέρεται, εξιστορεί την ατυχή κατάληξη ενός έρωτα. Μιας σχέσης που ξεκίνησε στις αρχές του 20ού αιώνα, ανάμεσα σε δυο νέους με φιλελεύθερες ιδέες, που προσπαθούσαν να μιμηθούν την απολυτότητα και την πνευματικότητα των ιδανικών ερώτων, στην γενέθλια πόλη τους το Ηράκλειο, ενώ ακόμα και οι δύο φοιτούσαν στο γυμνάσιο. Μιας σχέσης που άνθισε στην αποπνικτική συντηρητική ατμόσφαιρα του περίκλειστου από τα τείχη οθωμανικού Μεγάλου Κάστρου, ανάμεσα στον φιλόδοξο, φέρελπι, εκκολαπτόμενο συγγραφέα με τον δύστροπο και αυταρχικό, μισογύνη και πατριαρχικών αντιλήψεων πατέρα (τον οποίο θαύμαζε και φοβόταν, αν και απέρριπτε τις απόψεις του) και την προοδευτική, όμορφη, ατίθαση κοπέλα με τις λογοτεχνικές ανησυχίες και τις ριζοσπαστικές απόψεις, την προερχόμενη από μια καλλιεργημένη οικογένεια διανοούμενων. Συνεχίστηκε ως ελεύθερη συμβίωση στην Αθήνα κάτω από δυσμενείς συνθήκες (αναγκαστική και σκανδαλώδης επιλογή για τα ήθη της Κρήτης και την νοοτροπία της εποχής, όχι τόσο για την Γαλάτεια, όσο για την οικογένειά της) για να μετεξελιχθεί στη συνέχεια σε απλή, άδοξη και βασανιστικά ατιμωτική συγκατοίκηση, μετά τον δυσοίωνο γάμο τους στο Ηράκλειο, που παρέμεινε λευκός μέχρι το διαζύγιό τους.
Ο Νίκος Καζαντζάκης παντρεύτηκε την Γαλάτεια, μετά από απαίτηση της ίδιας, ως ύστατη δικαίωση της οικογένειάς της, εκτελώντας τυπικά ένα χρέος. Το μυστήριο τελέσθηκε στην εκκλησία του Νεκροταφείου της πόλης, έξω από τα τείχη, κρυφά και χωρίς δημοσιότητα, αφού δεν είχε τη συναίνεση του πατέρα του, με μόνους παρόντες τον παπά, τον καντηλανάφτη και τον κουμπάρο. Ο παράξενος γάμος τους, που έμοιαζε σε συμβολικό επίπεδο περισσότερο με εξόδια ακολουθία, αποτέλεσε το έναυσμα για να ξετυλιχθεί ο μύθος του παρόντος μυθιστορήματος και ταυτόχρονα το «κύκνειο άσμα» του έρωτά τους, αφού ο Νίκος Καζαντζάκης, που στο βιβλίο ονομάζεται Αλέξανδρος Καστρινάκης, δεν πλησίασε ποτέ ξανά ερωτικά την Γαλάτεια-Μελίνα, αφήνοντας την «ανέγγιχτη» μέχρι το τέλος της σχέσης τους.
Η εξιστόρηση παρακολουθεί την πρόθεση της αφηγήτριας να ανατρέξει στα συμβάντα της ζωής της και να ανασκευάσει όσα πικρόχολα και αφοριστικά κατέθεσε στο πρώτο αυτοβιογραφικό της βιβλίο «Άνθρωποι και υπεράνθρωποι». Ή σωστότερα, με την απόσταση του χρόνου και τη σοφία της ηλικίας, να κατανοήσει όλα όσα διαδραματίσθηκαν τότε και παράλληλα να εμβαθύνει στη φιλοσοφία, την ψυχοσύνθεση και τις εγγενείς αντιφάσεις του πρώην συζύγου της. Να συγχωρήσει τα στοιχεία της ιδιοσυγκρασίας του που αποδιοργάνωναν εκείνη αλλά και ταλαιπωρούσαν ψυχικά και σωματικά τον ίδιο μέχρι το τέλος της ζωής του.
Το μυθιστόρημα, παρόλο που δεν αποτελεί βιογραφία του Νίκου Καζαντζάκη και ακριβές χρονικό της σχέσης του με την Γαλάτεια Καζαντζάκη, αποτυπώνει τον διαρκή αγώνα του να πλησιάσει το θείο, υπερβαίνοντας τις ανθρώπινες αδυναμίες, τιθασεύοντας τις ορμές και τιμωρώντας με την αποχή από τον έρωτα το σώμα του. Την επώδυνη παλινδρόμησή του ανάμεσα στο πνεύμα και τη σάρκα, ανάμεσα στην ατέρμονη αναζήτηση του ιερού και την απόλαυση της γυναίκας, ανάμεσα στον ασκητισμό και την λαγνεία. Το βιβλίο μιλά για τις γυναίκες με τις οποίες σχετίστηκε με μακροχρόνιους ή σύντομους δεσμούς ανάμεσα στον πρώτο γάμο του με την Γαλάτεια και τον δεύτερο με την Ελένη Καζαντζάκη, όπως διασώζονται σε επιστολές, αρχεία και αφηγήσεις. Για τις διάφορες πόλεις που ταξίδεψε και έζησε για μακρά χρονικά διαστήματα: στο Βερολίνο, την Βιέννη και αλλού. Αλλά κυρίως διαμεσολαβεί τα κείμενα του Καζαντζάκη, παραλλάσσοντας, μεταγράφοντας ή κυριολεκτικά αντιγράφοντας ολόκληρες σκηνές, εδάφια και αποσπάσματα από τον Καπετάν Μιχάλη κυρίως. Διευκολύνοντας κατά μία έννοια την επικοινωνία και το διάλογο του αναγνώστη με τον συγγραφέα.
Ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος, όπως ο ίδιος σημειώνει στον επίλογό του, με το έργο αυτό «έκαμε το χρέος του» προς τον στοχαστή της Ασκητικής, που στοίχειωσε την εφηβεία του. Θα προσέθετα ότι υπάκουσε στον πειρασμό να γευτεί την γλώσσα και το ιδίωμα, να εσωτερικεύσει την έξαψη και την έξαρση, να αισθανθεί την ζέση και τον παλμό στα ακροδάκτυλά του. Να νιώσει την μεταρσίωση των μοναχών, που διέσωζαν τα παλιά χειρόγραφα και τα κειμήλια της γνώσης αντιγράφοντάς τα. Καθώς πληκτρολογούσε σχεδόν ακέραιο τον αισθαντικό, έμφορτο πάθους και εικόνων, λόγο του παγκοσμίως γνωστού και πολυμεταφρασμένου Έλληνα μυθιστοριογράφου. Ή για να επιβεβαιώσει την επισήμανση του Benjamin στον Μονόδρομο πως «η κινεζική πρακτική της αντιγραφής υπήρξε απαράμιλλο εχέγγυο της λογοτεχνικής καλλιέργειας» και πως «μόνο το αντιγραμμένο κείμενο κυριαρχεί στην ψυχή αυτού που ασχολείται μαζί του, ενώ ο απλός αναγνώστης ποτέ δεν γνωρίζει τα νέα εσωτερικά τοπία όπως τα διανοίγει το κείμενο».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου