11/9/22

Σύγχρονη και αρχαιοελληνική τέχνη

Από τον Βίνκελμαν στον Μάρντεν, τον Κράξτον και τον Κουνς (ή, ιεροποίηση και αποϊεροποίηση του λευκού)

John Craxton, Δύο φιγούρες και ανατέλλων ήλιος, 1952-1967, τέμπερα σε χαρτόνι, 122 x 244 εκ., Craxton Estate

Του Δημήτρη Τρίκα*

Λίγο πριν την αρχή και λίγο μετά το τέλος του φετινού ελληνικού καλοκαιριού, γίναμε μάρτυρες και θεατές σε ένα, ή μάλλον τέσσερα, παλαιότερα και νεότερα, επεισόδια του μεγάλου έρωτα του λευκού δυτικού ανθρώπου με την αρχαιότητα, μέσα από τη σύγχρονη τέχνη και τη σχέση της με την αντίστοιχη αρχαιοελληνική. Τέσσερεις εκθέσεις –η κάθε μία με τη σημασία και την βαρύτητα της– συνυπάρχουν ή συνυπήρξαν κατά την περίοδο αυτή και ανέδειξαν, γοητευτικά, πτυχές και ερωτήματα αυτής της διαχρονικής σχέσης: o Brice Marden στο Κυκλαδικής, σε επιμέλεια Δημήτρη Αντωνίτση, ο John Craxton στο Μπενάκη, σε επιμέλεια Ίαν Κόλινς, ο Γιώργος Λαζόγκας στο Εθνικό Αρχαιολογικό, σε επιμέλεια Μπίας Παπαδοπούλου και ο Τζεφ Κουνς στα παλιά σφαγεία της Ύδρας.
Ο Μάρντεν και ο Λαζόγκας επιστρέφουν στην επικράτεια των Σημείων. Στις στίξεις και τα στίγματα. Στην γεωμετρία και στην πρωταρχικότητα της γραμμής, του σχεδίου και της εγχάραξης. Ο Κράξτον, μέσα από τις δικές του ανάγκες και σε ευθεία γραμμή με τα ιδεολογήματα της γενιάς του τριάντα, καταφεύγει στον ερωτισμό του ελληνικού καλοκαιριού, στη δύναμη του μεσογειακού φωτός, στον ζωοδότη ήλιο, στην αυθεντικότητα του σύγχρονου λαϊκού πολιτισμού και στην αρχαϊκότητα του τοπίου. Ο Κουνς σαν πονηρή αλεπού παζαρεύει και διαλαλεί την έγχρωμη πραμάτεια του στις αγορές του κόσμου, μακριά από την αγορά του Δήμου…
Η αλήθεια είναι ότι οι συζητήσεις που αφορούν τη σχέση της σύγχρονης τέχνης με την αρχαιότητα στην Ελλάδα δεν έχουν σταματήσει ποτέ, ενώ επικεντρώνονται συνήθως στους τρόπους με τους οποίους η σύγχρονη τέχνη προσλαμβάνει την αρχαιότητα ή εμπνέεται απ΄αυτήν ή συνομιλεί μαζί της. Ωστόσο, πέραν αυτών μπαίνουν και άλλα ερωτήματα, ακόμη πιο ενδιαφέροντα για την εποχή μας και σίγουρα ευρύτερης σημασίας.
Μπορεί άραγε η σύγχρονη τέχνη να παίξει έναν πιο ενεργό ρόλο, στη δύσκολη σχέση ανάμεσα στο ελληνικό παρόν και την αρχαία ελληνική κληρονομιά του; Πώς σχετίζεται η σύγχρονη τέχνη με άλλα πεδία γνώσης που ασχολούνται με υλικούς πολιτισμούς του παρελθόντος ή του παρόντος, όπως η αρχαιολογία και η ανθρωπολογία; Πώς διαμορφώνεται η έως τώρα συνομιλία ή και συνεργασία μεταξύ αρχαιολόγων, ανθρωπολόγων και καλλιτεχνών και τι προοπτικές ανοίγονται στη μεταξύ τους σχέση; Είναι καταδικασμένη η τέχνη να παίζει ρόλο περιορισμένο, δευτερεύοντα, εικονογραφικό ή έμμεσο, ή μπορεί να συμβάλει δυναμικά σε μια συνομιλία που θα διαρρήξει στερεότυπα, θα υπονομεύσει βεβαιότητες και θα συντελέσει στην εξέλιξη και τη σύνθεση θεωριών, αντιλήψεων και πρακτικών στο σήμερα;
Στο σημείο αυτό θα πρότεινα να επιστρέψουμε, έστω για λίγο, και μετά να την επιστρέψουμε στη βιβλιοθήκη όπου φυλάσσεται, σε μια πραγματεία που έχει επηρεάσει καθοριστικά καλλιτέχνες και διανοητές, απ' όταν εκδόθηκε το 1764 μέχρι τις μέρες μας, την «Ιστορία της αρχαίας τέχνης» του Γιόχαν Βίνκελμαν. Ο Γερμανός αρχαιολόγος κατόρθωσε να επιβάλει το ιδεώδες του ελληνικού κόσμου, σε μια Ευρώπη που αναγνώριζε μέχρι τότε ως κορύφωση του κλασικού πολιτισμού μόνο τη ρωμαϊκή τέχνη και το ρωμαϊκό πνεύμα.
«Οι λόγοι και οι αιτίες της υπεροχής που απέκτησε η τέχνη των Ελλήνων πρέπει να αναζητηθούν εν μέρει στην επιρροή του ουρανού, εν μέρει στο πολίτευμα και τη διακυβέρνηση και στον τρόπο σκέψης ως απόρροια της πολιτικής πραγματικότητας, και όχι λιγότερο στον σεβασμό απέναντι στον καλλιτέχνη, καθώς και στη χρήση και εφαρμογή της τέχνης των Ελλήνων» γράφει ο Βίνκελμαν χτίζοντας ευφυώς το τρίπτυχο, κάλλος - πνεύμα - ελευθερία.
Ήδη από το προηγούμενο έργο του, «Σκέψεις για τη μίμηση των ελληνικών έργων στη ζωγραφική και στη γλυπτική», που ήταν και το προσωπικό του μανιφέστο και το οποίο έγραψε λίγο πριν εγκαταλείψει την πατρίδα του για την Ιταλία και το Βατικανό, είχε διακηρύξει ευθαρσώς ότι για εκείνον μόνο οι αρχαίοι Έλληνες είχαν πετύχει την απόλυτη αρμονία και συμμετρία, κατακτώντας το κάλλος, την τέλεια ομορφιά και τη Δημοκρατία. Πίστευε μάλιστα ότι «ο μόνος δρόμος για τους σύγχρονους καλλιτέχνες, για να γίνουν μεγάλοι, είναι να μιμηθούν τους αρχαίους».
Από την άλλη, ο Βίνκελμαν διαψεύστηκε παταγωδώς και ακυρώθηκε από τις νεότερες ανακαλύψεις της επιστήμης, ως προς την αντίληψη της ιερότητας του λευκού των ελληνικών αγαλμάτων και κτηρίων και την εξ αυτού βεβαιότητα της πνευματικής υπεροχής του αρχαιοελληνικού πολιτισμού.
Ο κόσμος ήταν και θα παραμείνει ελπίζουμε πολύχρωμος, ανοιχτός και χωρίς ιερές εμμονές χωρίς να κινδυνεύει για τους λόγους αυτούς, η αξία και η πνευματικότητα του…

*Ο Δημήτρης Τρίκας είναι μουσειολόγος, δημοσιογράφος

Δεν υπάρχουν σχόλια: