11/9/22

Ασματική μυθολογία

Του Γιώργου Βαρθαλίτη*

Αν αναρωτιόμασταν πόσοι απ’ αυτούς που γράφουν σήμερα ποιήματα και τα παρουσιάζουν ως τέτοια είναι αυθεντικοί ποιητές, φοβούμαι πως θα βρισκόμασταν στην ίδια δύσκολη θέση με τον σολωμικό ιερομόναχο, όταν πάσχιζε να καταμετρήσει τους δικαίους. Βέβαια, ο παραλληλισμός δεν είναι απόλυτα επιτυχής, γιατί στον χώρο της τέχνης προπάντων οι εξαιρέσεις μετράνε. Πάντως, η δυσκολία μου να εντοπίσω τέτοιες εξαιρέσεις, με έχει κάνει να πάρω μια «εφεκτική» στάση απέναντι στη σύγχρονη δημιουργία.
Ωστόσο, αυτές οι γραμμές γράφονται για να επισημανθεί μια τέτοια εξαίρεση. Η εξαίρεση είναι ο Σταμάτης Πολενάκης, ιδίως όπως μου αποκαλύφθηκε με το τελευταίο του βιβλίο, τα Νυχτερινά Πουλιά του (ή όπως τα θέλει ο ίδιος: Birds in the Night – εκδόσεις Ενύπνιο). Δεν θα αποτολμήσω μια διεξοδική επισκόπηση. Θέλω απλώς να καταθέσω λίγες μου εντυπώσεις κι επισημάνσεις, με την ελπίδα πως ίσως στρέψουν κάποιους αναγνώστες και κριτικούς σ’ αυτή την ποίηση.
Η πρώτη μου εντύπωση είναι πως, μολονότι όλα τα κομμάτια που απαρτίζουν το βιβλίο έχουν μορφή σύντομων πεζών –πεζοτράγουδα θα τα έλεγαν παλιότερα-, αυτή η φαινομενικά πεζή ποίηση δεν είναι διόλου πεζή, αλλά έχει έντονα ασματικό χαρακτήρα. Θυμάμαι, με αυτή την αφορμή, κι εκείνον τον μυστηριώδη κόμητα Λωτρεαμόν, που επέγραφε τα δικά του πεζόμορφα ποιήματα Άσματα του Μαλντορόρ. Ο Πολενάκης –συνειδητά ή ανεπίγνωστα- εμφυσά στη σημερινή ποίηση την ασματική πνοή (και εμπνοή ασφαλώς!) που τόσο της λείπει. Θα έλεγα καλύτερα πως η όλη η σύνθεση είναι ένα υποβλητικό noturno, όπου ύπατος μουσικός μυσταγωγός είναι η ίδια η νύχτα. Αναμφίβολα, ο Πολενάκης είναι ένας απ’ τους τελευταίους απογόνους του Ρομαντισμού.
Όσο ασματική και μουσική είναι ετούτη η ποίηση, άλλο τόσο είναι εμποτισμένη από μια προσωπική μυθολογία. Είναι μια μυθολογία κατά βάσιν ερωτική, που την πλαισιώνει και εμφιλοχωρεί μέσα της η ιστορία του εικοστού αιώνα, μυθοποιημένη κι αυτή. Ίσως σ’ αυτή την πλαισίωση να οφείλεται και μια διάχυτη αίσθηση τραγικότητας. Διακρίνεις παντού ανθρώπινα δράματα, καταστροφές, ερημώσεις. Τίποτε όμως δεν δηλώνεται ξεκάθαρα. Όλα υποσημαίνονται. Τέλος, διάχυτος είναι κι ένας προφητικός, χρησμωδικός τόνος, μια προσπάθεια ανανέωσης του poeta vates ή του οραματιστή ποιητή των Ρομαντικών.
Ας προχωρήσω σε κάποιες γενικότερες επισημάνσεις. Η τέχνη των Νυχτερινών οιωνών είναι η ίδια η τέχνη της ποιητικής γοητείας. Ποίηση κρυπτική, ερμητική, εσωτερική με μια πρώτη ματιά. Μα τίποτε πιο εύληπτο απ’ αυτή τη σκοτεινή διαύγεια. Δεν χρειάζεται να παραβιαστεί καμιά πόρτα: η πόρτα είναι ανοιχτή. Τα ερμηνευτικά κλειδιά αυτόχρημα αχρηστεύονται. Υπαινιγμοί σε παλιότερους ποιητές και ερωτικά ζεύγη υπάρχουν (π.χ. Χαίλντερλιν και Διοτίμα), αλλά είτε τους αντιλαμβάνεται είτε όχι ο αναγνώστης, η μαγγανεία παραμένει αδιάπτωτη. Θα προσέθετα γενικεύοντας πως η ποίηση χρειάζεται αθώο κι όχι προϊδεασμένο αναγνώστη. Καλύτερα: η ποίηση χρειάζεται προϊδεασμένο αναγνώστη, αρκεί να ξαναποκτήσει τη χαμένη του αθωότητα.
Είπα: η πόρτα είναι ανοιχτή. Δεν μένει παρά να τη διαβεί κανείς και να περιπλανηθεί στα τοπία, στα οποία τον οδηγεί ο Πολενάκης – τοπία μυστικά και ενορατικά. Θα έλεγες πως σ’ αυτά τα τοπία αποσπάται η πεμπτουσία του κόσμου από τα απειράριθμα συμβεβηκότα που συνθέτουν την καθημερινή του έκφανση. Υπάρχει κάτι το στοιχειακό και το αρχετυπικό: δάση, νύχτα, πουλιά, σκοτεινές θάλασσες, ερειπιώνες. Το ίδιο και στον έρωτα: αναδιφάται το μυστικό του αρχέτυπο, αυτό που λανθάνει πίσω απ’ τις επιμέρους πραγματώσεις.
Του κόσμου όχι το είδωλο, του κόσμου την ιδέα, νουθετούσε ο Παλαμάς στον Ασκραίο του, εννοώντας πως η ποίηση είναι μια διαρκής προσπάθεια αναγωγής στα αρχέτυπα: στον αρχέτυπον έρωτα, στην αρχετυπική γυναίκα. Εδώ σ’ αυτή που τα πορφυρά μαλλιά της κυματίζουν. Κάτι οπωσδήποτε που βρίσκεται στους αντίποδες των χρονογραφικών αποτυπώσεων του μυθιστορήματος ή του κινηματογράφου. Ο Πολενάκης πραγματώνει μια μορφή καθαρής ή μάλλον απόλυτης ποίησης. Θα θυμόμουνα την πορεία από τον Ερωτικό Λόγο στα Τρία κρυφά Ποιήματα. Το πιο άμεσο προηγούμενο είναι τα Τρία Κρυφά Ποιήματα, που η κρυπτικότητά τους δεν είναι παρά η άλλη όψη της διαφάνειας.
Αυτά τα πεζά ποιήματα, όπως έχουμε υπαινιχθεί, βρίσκονται στους αντίποδες της πεζολογίας, που κυριαρχεί και στο ποιητικό τοπίο σήμερα. Αποκαθιστούν την ποιητική θέαση του κόσμου, όπως την θεμελιώσε ο πιο ρηξικέλευθος μοντερνισμός: αυτός που αρχίζει με τον Ρεμπώ και τον Χαίλντερλιν. Η καταστρατήγηση της ομοιοκατάληκτης προσωδίας από τον Ρεμπώ κι η επιστράτευση αρχαίων μέτρων από τον Χαίλντερλιν άφηνε να πνεύσουν ανεμπόδιστα οι άνεμοι των οραμάτων. Ακόμα κι η μουσικότητα οπτικοποιείται. Τα πορφυρά μαλλιά κι άλλες φράσεις και παραλλαγές φράσεων που συνδέουν τα επιμέρους κομμάτια και τους δίνουν μιαν υπόκρουση επωδής θυμίζουν εκείνη την οπτική μουσικότητα ορισμένων πρωτοπόρων του κινηματογράφου, όπως του Αϊζενστάιν.
Σταματάω εδώ. Η μαγγανεία δεν αναλύεται. Αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε την ποίηση όταν πάψουμε να προσπαθούμε να την καταλάβουμε. Όταν την υφιστάμεθα και αφηνόμαστε σε μιαν επήρεια σχεδόν υπνωτιστική. Αλλιώς: όταν ο μάγος των ποιημάτων καταφέρνει να κατασιγάσει μέσα μας τον δαίμονα που ενίσταται. Αυτό θα συνιστούσα και στον αναγνώστη: να αφεθεί.

*Ο Γιώργος Βαρθαλίτης είναι δρ Φιλολογίας και ποιητής

John Craxton, Alderholt Mill, 1943-1944, λάδι σε χαρτόνι, 51 x 64 εκ., Craxton Estate

Δεν υπάρχουν σχόλια: