Του Παναγιώτη Βούζη*
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΠΟΥΡΑΣ, 137 Φάος. ΛΕΞΙΚΑΝΘΑΡΟΣ α-ΦΘΟΝΙΑ ΦΩΤΟΣ, εκδόσεις Νίκας, σελ. 1338
… Στο μηδέν και στο άπειρον/ Η ματιά σου ποιητή μου./ Μέτρον ιθυφαλλικόν και πριάπειον/ (όπου απαιτείται)/ Σαν περνάς κάτω από την αψίδα/ Του Θριάμβου/ Νικηφόρος/ Τροπαιούχος. /Κι οι μαλθακοί ας σε λέγουν/ Μαλακόν…/ Σκληρός ο θύρσος του Βάκχου/ Και η μανία του Διονύσου/ Αμίμητος. …
(«Ιθυφαλλικόν και πριάπειον μέτρον ποιητικόν…», σελ. 373)
Οι 1338 σελίδες καθιστούν το συγκεκριμένο ποιητικό βιβλίο κάθε άλλο παρά συνηθισμένο. Και δεν αποτελούν απλώς ένα αξιοσημείωτο εξωτερικό χαρακτηριστικό αλλά αντιπροσωπεύουν, πολύ περισσότερο από τις προηγηθείσες συλλογές, ένα καταστατικό στοιχείο αυτής της ποίησης, του οποίου την προέλευση θα προσπαθήσω παρακάτω να εξηγήσω.
Ορισμένοι προσάπτουν ενίοτε στον Κωνσταντίνο Μπούρα την πολυγραφία του ως ελάττωμα. Γιατί δεν κατανοείται ότι η γραφή συνδέεται με την ίδια του την ύπαρξη. Σε παλαιότερη κριτική, έχω ονομάσει τον Μπούρα –χρησιμοποιώντας την ορολογία του Tzvetan Todorov– “homme-récit”. Τον έχω δηλαδή ταυτίσει με κειμενικούς χαρακτήρες οι οποίοι χρειάζεται να αφηγούνται για να συνεχίσουν να ζουν. Η διακοπή της ομιλίας τους –η ενδεχόμενη διακοπή της αφήγησης της Σεχραζάντ για παράδειγμα– θα επιφέρει και το τέλος της ζωής τους. Έτσι ο Μπούρας οφείλει να γράφει συνεχώς. Είναι πεπεισμένος ότι η γραφή του τον διατηρεί στην ύπαρξη και επιπλέον συμβάλλει στη διόρθωση του κόσμου μας.
Αναλυτικότερα: Εδώ εφαρμόζεται μια ποιητική του προσώπου και της γυμνότητας. Οι τεχνικές, δηλαδή, και τα πολυάριθμα εγχειρήματα, στα οποία αντιστοιχούν τα ποιήματα, αποβλέπουν σε ένα παράδειγμα ζωής ανοιχτής σε όλους τους ανθρώπους, τα πλάσματα και σε όλα τα πράγματα. Η γυμνότητα όμως, η προβαλλόμενη μέσα στο καθαρότερο φως, επιβάλλει μια ακραία θυσία: το να αποποιηθείς τον εαυτό σου, για να εξομοιωθείς, όπως και στην περίπτωση του Ελύτη, με το ομιλούν υποκείμενο των ποιημάτων σου και εν συνεχεία να μετατραπείς, όπως και στον αισθητισμό του Καβάφη, σε μία persona πλαισιωμένη από τα σκηνικά ενός αποκλειστικά ποιητικού βίου. Έτσι ο άνθρωπος που γράφει και το ποιητικό υποκείμενο συναιρούνται σε ένα θεατρικό πρόσωπο. Σε έναν εξωκειμενικό homme-récit, ο οποίος οφείλει όχι μόνο να παράγει ποίηση αλλά να ζει μέσα της διαρκώς. Διαφορετικά, εκλείπει. Επιπλέον, τα ποιήματα πρέπει να διέπονται από τον ρυθμό. Ο τελευταίος, κατά τον Κωνσταντίνο Μπούρα, συνιστά τον αναγκαίο παράγοντα για να διορθώνεται διαρκώς η πραγματικότητα, η οποία υπόκειται εξακολουθητικά στην απορρυθμίζουσα αταξία. Επομένως, η ποίηση αποσκοπεί στο να θεραπεύει με το συνεχές του ρυθμού. Στο 137 Φάος… τα ποιήματα ξετυλίγονται βασισμένα σε μια ποικιλία μέτρων, τα οποία αντλούνται κυρίως από το Αρχαίο Δράμα. Και, προκειμένου να μην διαρραγεί το συνεχές, δεν κατανέμονται κατά σελίδα, ως είθισται, αλλά διαδέχονται άμεσα το ένα στο άλλο.
Την πολυγραφία άρα του Μπούρα την εξηγώ με βάση την ανάγκη του για έναν διηνεκή ρυθμικό λόγο, ο οποίος μάλιστα ενέχει την ακροαματική διάσταση. Προϋποθέτει την απαγγελία. Ώστε ο πρωτεύων ρόλος ανήκει στην προφορική και ειδικότερα στη σκηνική επενέργεια των λέξεων και των στίχων. Στη διαδικασία δηλαδή μίας δυνητικής επιτέλεσης (performance) ενώπιον θεατών, όπου οι λέξεις σημαίνουν και δεν σημαίνουν, καθώς το νόημα μεταδίδεται πρώτιστα μέσω του τόνου και του ρυθμού. Το συγκεκριμένο βιβλίο, ως προς το περιεχόμενό του, κυμαίνεται από τον επικαιρικό λυρισμό ή τον σκωπτικό ίαμβο μέχρι την ένταση του θεογονικού μύθου ή του θρησκευτικού ύμνου. Ωστόσο, σε όλες τις βαθμίδες του εγγράφει τη θεατρική ερμηνεία του από τον homme-récit.
Στο βιβλίο του Η τέχνη που αυτοκτονεί, ο Κώστας Κουτσουρέλης επισημαίνει την παγίδευση των σύγχρονων ποιητών στον υποκειμενισμό και την αυτοπάθεια («η επί πολλές δεκαετίες πλέον καθήλωση του ποιητικού λόγου στην εσωστρέφεια δείχνει ότι έχουμε να κάνουμε ποιοτικά μ’ ένα νέο φαινόμενο που δεν μπορεί να αναχθεί στην στροφή των ποιητών προς το ‘ιδιωτικό όραμα’ [κατά τον όρο που πρότεινε ο Ηλίας Κεφάλας]. Η σημερινή ιδιώτευση των ποιητών… ισοδυναμεί με αποτράβηγμα πλήρες από την δημόσια σφαίρα…», σελ. 85). Ώστε θέτει ως αίτημα την επανεμφάνιση του δημόσιου χαρακτήρα στα έργα των ομοτέχνων του. Το γεγονός λοιπόν ότι η θεατρική επιτέλεση, η απαγγελία δηλαδή με τη μορφή της performance, αποτελεί, όπως σημείωσα, ουσιαστικό στοιχείο τόσο του συγκεκριμένου βιβλίου όσο και των παλαιότερων συλλογών, αποδεικνύει ότι η ποίηση του Κωνσταντίνου Μπούρα βρίσκεται ένα βήμα μπροστά από τη σύγχρονη λογοτεχνική κατάσταση, αφού ικανοποιεί το αίτημα του Κουτσουρέλη: συνιστά μία ενιαία και αδιάκοπη τελετουργία, προορισμένη να διεξάγεται μπροστά στο κοινό.
*Ο Παναγιώτης Βούζης είναι δρ κλασικής φιλολογίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου