Του Παναγιώτη Νούτσου*
«Σύριγμα», ήχος αυλού, ή «συριγμός», ήχος φιδιών; Η «Ε(λάχιστη) Β(άση) Ε(ισαγωγής) τι προϋποθέτει, όπως διαγράφεται η σημερινή τροχιά των πανεπιστημίων της χώρας; Το “Universitas” διατηρεί ακόμη το όνομά του και τη φήμη του; Πέρασε βέβαια όλες τις αναταράξεις του “postmodern University”, με επίκεντρο τις αγγλοσαξονικές χώρες. Έτσι, αντιμετωπίζει δραστικότερα το δίλημμα: «επιστημονική εξειδίκευση» ή «επαγγελματική κατάρτιση», σε συνδυασμό με τον αριθμό των εισακτέων και την επαγγελματική τους αποκατάσταση. Ό,τι δηλαδή εκτιμούμε ως ιστορικά διαμορφωμένο τρόπο εργασίας. Ταυτόχρονα, διακρίνει τις ευκαιρίες μιας επιπλέον χρηματοδότησης των λειτουργιών του, αλλά και τον κίνδυνο να μετατραπεί σε ετεροχρηματοδοτούμενο κέντρο «μελετών». Και τούτο σε μια εδραιωμένη κυβερνητική εκπαιδευτική πολιτική, που εξωθεί τα ιδρύματα της τριτοβάθμιας σε ανταγωνισμό μεταξύ τους. Με την επιβολή, δηλαδή, «πακέτων αξιολόγησης», που αφήνουν απέξω τις υποχρεώσεις του κράτους προς τα δημόσια Πανεπιστήμια, μέσω της δημιουργίας «εταιρειών - τεχνοβλαστών» (“spin - off”).
Από την άλλη πλευρά, η θέσπιση μεταπτυχιακών σπουδών συνεπέφερε τη μεγιστοποίηση της ερευνητικής παρουσίας, γεγονός που διαφοροποίησε σημαντικά τη λειτουργία των πανεπιστημίων, ως φυτωρίων των εκπαιδευτικών και των μεσαίων στελεχών της παραγωγής. Έχω κάποια χρόνια που είμαι «συνταξιούχος», χωρίς πάντως να υποστείλω το ενδιαφέρον μου για το παρόν και το μέλλον του πανεπιστημίου. Έτσι παρατηρώ ορισμένες αλλαγές στη γνωστή, έως λίγο νωρίτερα, καθηγεσία. Δηλαδή, μια αύξουσα συντηρηκοποίηση των φορέων της και μια υποβάθμιση των κοινωνικών και πολιτικών επιστημών, προς όφελος των «θετικών» και της πληροφορικής. Έστω κι έτσι, ενθαρρύνονται πρωτοβουλίες αμφισβήτησης των γιγαντιαίων ομοιόμορφων σχημάτων συμπεριφοράς, με παραδείγματα την ενίσχυση της χειραφετητικής οικολογικής σκευής και την εκ νέου ανάξεση του προβλήματος των σχέσεων ανάμεσα στα δύο φύλα (και τις εσωτερικές τους «ιδιαιτερότητες»). Κυρίως με την ανανεωμένη υπεράσπιση της «ηθικής της αντικειμενικότητας», τόσο για τις ανάγκες του εργάσιμου όσο και του διαθέσιμου χρόνου. Ή, τόσο για την κατανόηση της υπάρχουσας κοινωνίας όσο και για την ψηλάφηση και τον σχεδιασμό μιας διαφορετικής απ’ αυτήν. Για τούτο, ο πανεπιστημιακός θεσμός είναι ό,τι κάθε φορά σφυρηλατεί την ιδιοσυστασία του μέσα από τις αντιστάσεις στις κρατικές πιέσεις και διεμβολές. Όταν, δηλαδή, μεριμνά για την προστασία της ακαδημαϊκής ελευθερίας και φροντίζει για τη θεματολογική και μεθοδολογική ανανέωση των επιστημών. Επιπλέον, τώρα αναζητά τον ομφάλιο λώρο με τον αναδιατασσόμενο κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας και επαυξάνει τη συμβολή του στην ανασύνθεση συνιστωσών των νοοτροπιών.
Δεν μπορώ όμως παρά να υπομνήσω ότι, σε πολλούς από εμάς, θέση αιχμής (και όχι στάση οπισθοφυλακής) είναι ότι η πανεπιστημιακή παιδεία αποτελεί αδιαπραγμάτευτο δημόσιο αγαθό που προσφέρεται, σύμφωνα με την επιταγή των ισχυόντων Συνταγμάτων, δωρεάν. Συνακόλουθα, η αυτοτέλεια του πανεπιστημίου κατανοείται ως λειτουργική, εκπαιδευτική και ερευνητική αυτονομία, που αποκρούει τόσο τις κρατικές πιέσεις όσο και τις διεμβολές που πολλαπλασιάζει ο κρατερός κερδώος Ερμής της αγοράς, με όσους «κεράμους» κι αν επιστρατεύει. Είναι επίσης αναγκαίο το πανεπιστήμιο να διατηρήσει και να διευρύνει την ιδιοσυστασία του ως πνευματικό ίδρυμα, στους κόλπους του οποίου θα (ανα)παράγεται η γνώση με τρόπο (αυτο)κριτικό, χωρίς να εξαντλείται στο στενό ορίζοντα της επαγγελματικής κατάρτισης, έτσι ώστε να συντείνει στη διαμόρφωση υπεύθυνων όντων, με επιστημονική, κοινωνική, πολιτιστική και πολιτική συνείδηση.
Και τούτο επαναλαμβάνεται κάθε φορά που επιπίπτουν «χρηματοπιστωτικές κρίσεις», ως μορφή αντεπίθεσης στις «επιχειρήσεις εκπαίδευσης», με βάση τις συμφωνίες «δικαιόχρησης». Όσο υποχωρούσε η παρουσία της κρατικής πολιτικής, από τη στέγαση, την υγεία, την ασφάλιση και την εκπαίδευση, τόσο προχωρούσε η διόγκωση του πιστωτικού τομέα. Ειδικότερα, όσο μειωνόταν η κρατική χρηματοδότηση στην ενοποιούμενη τριτοβάθμια εκπαίδευση, τόσο ήταν μονόδρομος η επιχείρηση εξαγωγής «ακαδημαϊκών υπηρεσιών» και οι συμπράξεις με τα κατά τόπους εγχώρια «Εργαστήρια» ή «Κέντρα Ελευθέρων Σπουδών» που ήδη έχουν εξισωθεί με τα δημόσια ΑΕΙ.
Πρόλαβα ήδη να υπομνήσω ότι οι “postgraduate studies” επιφέρουν αλλαγές εντός των πανεπιστημίων. Επομένως, δεν είναι μια αυτοτελής «βαθμίδα» σπουδών. Επίσης, δεν ταυτίζονται με την «επιμόρφωση». Σε κάποιες περιπτώσεις, όταν δηλαδή υποβαθμίστηκαν οι σπουδές λήψης πρώτου πτυχίου, ακόμη και με τη μείωση του χρόνου τους, οργανώθηκαν και ξεχωριστές «Μεταπτυχιακές Σχολές», κι αυτές όμως εντός του “campus”. Κυβερνήσεις που απέβλεπαν στον περιορισμό της κρατικής (επι)χορήγησης των πανεπιστημίων, με την πίεση καθιέρωσης διδάκτρων και με τη διευκόλυνση μορφών ιδιωτικοποίησης λειτουργιών του ιδρύματος, βάφτισαν, ανεπιτυχώς, βέβαια, τις μεταπτυχιακές σπουδές «τέταρτη βαθμίδα» της εκπαίδευσης.
*Ο Π. Νούτσος είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνικής και Πολιτικής φιλοσοφίας του Παν/μίου Ιωαννίνων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου