Του Ιάσωνα Ζαρίκου*
ΚΩΣΤΗΣ ΓΚΟΤΣΙΝΑΣ, Επί της ουσίας: Ιστορία των ναρκωτικών στην Ελλάδα (1875-1950), Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης - Γαλλική Σχολή Αθηνών, σελ. 528
Αν θέλει η Ιστορία να είναι μια σπουδή απτή, πρέπει να μένει εύπλαστη. Να συντονίζεται με τους αντιφατικούς χρόνους, προτεραιότητες και ελπίδες των πρωταγωνιστών της, να μπορεί να συνδέει τις μεγάλες κοινωνικές τροχιές με τις οριακές στιγμές του προσωπικού βίου.
Η ιστορία που αφηγείται το Επί της ουσίας αρχίζει με μια στιγμή οριακή. Σε έναν εξώστη της οδού Σταδίου, αρχές του 1928, μια γυναίκα, η Υβόννη Δελλαπόρτα, κρατάει στην αγκαλιά της ένα κοριτσάκι και ετοιμάζεται να πηδήξει μαζί του στο κενό. Πλήθος κόσμου θα γίνει μάρτυρας της απελπισίας της και πλήθος αναλύσεων θα ακολουθήσει την αμφιταλάντευσή της. Η γυναίκα στο χείλος του γκρεμού είναι «κοκαϊνομανής» και η οριακή στιγμή της είναι ένα στιγμιότυπο του ελληνικού Μεσοπολέμου, ένα επεισόδιο στη μακρά (πλέον) ιστορία των παράνομων ψυχοδραστικών ουσιών στην Ελλάδα.
Στο βιβλίο του Κωστή Γκοτσίνα, ερευνητή στο Τμήμα Νεότερων και Σύγχρονων Σπουδών της Γαλλικής Σχολής Αθηνών, ιστορούνται οι λησμονημένες σήμερα πρώτες δεκαετίες του ελληνικού «πολέμου κατά των ναρκωτικών», απόρροιας της επιλογής της Ελλάδας να ευθυγραμμιστεί με τις διεθνείς τάσεις των αρχών του 20ού αιώνα για την απαγόρευση της παραγωγής, διακίνησης και χρήσης των ψυχοδραστικών ουσιών.
Η σχετικά περιορισμένη διάχυση των ναρκωτικών ουσιών στη χώρα (δημοφιλέστερες υπήρξαν το χασίς και η ηρωίνη) δεν περιόρισε την εμβέλειά τους ως δημόσιου ζητήματος. Αντιθέτως, τα ναρκωτικά απασχόλησαν πολλά και ετερόκλητα περιβάλλοντα, αποσταθεροποίησαν ή ενίσχυσαν εδραιωμένες νόρμες, επιγέννησαν στιγμές οριακές και συνδέθηκαν με μεγάλες κοινωνικές τροχιές.
Η αρετή του βιβλίου είναι ότι επιλέγει συνειδητά να παρουσιάσει σφαιρικά το φάσμα των λόγων, αντιλόγων και πολιτικών επί του ζητήματος. Στις σελίδες του φιλοξενείται λοιπόν μια απίθανη ποικιλία ανθρώπων, ιδιοτήτων και ιδεών.
Ο αναγνώστης συναντά τους Έλληνες λαθρεμπόρους της Μεσογείου και τα εργαστήριά τους, γνωστούς ρεμπέτες και τα ρεπορτόριά τους, ανήμπορους ή/και «διεφθαρμένους» τελωνειακούς, τα ψυχιατρικά ιδρύματα που ανέλαβαν την (ενίοτε καταστροφική) θεραπεία των χρηστών, αλλά και τους αστυνομικούς που ανέλαβαν το κατασταλτικό σκέλος της απαγόρευσης. Γνωρίζει τα ναρκωτικά ως καθρέφτη της (φερόμενης ως) πάσχουσας κοινωνίας και ως ψηφίδα της ιδεολογικής διαπάλης: ο λόγος περί ναρκωτικών συνδέθηκε με τις μεγάλες διαιρέσεις του 20ού αιώνα, γι’ αυτό στη μελέτη συναντάμε τους συνήθεις υπόπτους (βενιζελικούς, αντιβενιζελικούς, κομμουνιστές και αντικομμουνιστές) να σχολιάζουν αλλήλους από μια νέα οπτική.
Συναντάμε επίσης την ιστορία των γυναικών, αλλά και την ιστορία των νέων, ως ευεπίδεκτων στην απειλή των ναρκωτικών. Τεκμηριώνεται, τέλος, η συνύφανση του φόβου για τα ναρκωτικά με ποικίλες κοινωνικές διακρίσεις, κάτι που αποτυπώνεται στην ανισοβαρή στοχοποίηση των κατώτερων στρωμάτων.
Η ιστορία των ναρκωτικών ουσιών εφάπτεται, επομένως, με πολλές άλλες ιστορίες, μικρές και μεγάλες. Η ευρύτατη γκάμα πηγών που παρουσιάζει ο ερευνητής επιτρέπει να δούμε το βιβλίο όχι απλώς ως μια εξιστόρηση του πολέμου κατά των ναρκωτικών αλλά ως μια ιστορία της Ελλάδας υπό το πρίσμα της χρήσης, διαχείρισης και πρόσληψης των ναρκωτικών ουσιών.
Δεν είναι μόνον η ιστορία της Ελλάδας. Διαβάζοντας το βιβλίο, προκύπτουν ερωτήματα μεγαλύτερης ακόμα κλίμακας. Η επέκταση του σύγχρονου κράτους υποδαύλισε και υποδαυλίστηκε από την αισιοδοξία των νεότερων ιδεολογιών για τον μετασχηματισμό του κόσμου. Η ιστορία των τριών τελευταίων αιώνων μπορεί να γραφτεί και ως ιστορία των ιλιγγιωδών αιτημάτων που απέθεσαν οι ιδεολόγοι στο κράτος.
Υπάρχουν ωστόσο και παραιτημένοι ή ανόρεκτοι ουτοπισμοί: αψευδείς μάρτυρες οι ελάχιστοι πόροι που τελικώς αφιερώθηκαν στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό για τη δίωξη των ναρκωτικών. Η αποστολή των αρχών ήταν και είναι απίθανα δύσκολη, ενώ παρά τους παγίως υψηλούς τόνους στη δημόσια σφαίρα, οι κοινωνίες διέθεταν ανεπίσημες διαβαθμίσεις του κινδύνου που αντιπροσώπευε κάθε ουσία. Δεν εκπλήσσει, λοιπόν, πως οι αστυνομικοί μεταχειρίζονταν τους πασίγνωστους σε όλους τεκέδες ως τόπους αλιεύσεως πληροφοριών για άλλα «σοβαρότερα» αδικήματα ή ως εποπτεύσιμες επικράτειες που αποτρέπουν τη διάχυση των ουσιών. Δεν εκπλήσσει επίσης ότι οι τελωνειακοί απλώς αδυνατούσαν να ελέγξουν τη ροή των εισερχόμενων ναρκωτικών ουσιών. Τον ίδιο, εξάλλου, παραιτημένο ουτοπισμό μπορεί κανείς να διακρίνει σε πολλές εκθέσεις διωκτικών αρχών και σήμερα, έναν αιώνα μετά τη (μάλλον αποτυχούσα) διεθνή κινητοποίηση εναντίον των ψυχοδραστικών ουσιών.
Η περίπτωση των ναρκωτικών αποτελεί λοιπόν σημαντική εκδοχή της αποθέσεως στο κράτος μεγάλων, πολύ μεγάλων προσδοκιών εκ μέρους των σύγχρονων ιδεολογιών. Στη διαπίστωση αυτή βασίζεται η μόνη κριτική παραίνεσή μας προς τον συγγραφέα: στο πνεύμα και τη μέθοδο του βιβλίου προσιδιάζει, θεωρούμε, η πρόσληψη του κράτους ως αρμού των συνεκτικών ροών σκέψης που ονομάζουμε ιδεολογικές και όχι ως φορέα ίδιας «επεκτατικής» ορθολογικότητας, όπως διαφαίνεται σε κάποια σημεία του κειμένου: η δεύτερη ερμηνεία αφίσταται της καταγεγραμμένης εμπειρίας και ταιριάζει στη λογική εξήγησης της γενικευτικής νατουραλιστικής επιστήμης και όχι στην ιστορική μέθοδο.
Η διχοστασία μεταξύ του δεδηλωμένου ιδεώδους και των προϋποθέσεων της ευοδώσεώς του επιτρέπει να ανασυρθεί ο ουτοπισμός της πλειοψηφούσας ηθικής, η ανάδειξη του οποίου αποτελεί επίσης σημαντική αρετή του έργου.
Κατακλείοντας, πρόκειται για μια άκοπα γοητευτική αφήγηση, που αξίζει να διαβαστεί. Είναι έργο πλήρες αλλά και γενναιόδωρο, αφού δεν ανταγωνίζεται ούτε τους χρήστες ψυχροδραστικών ουσιών ούτε όσους τους φοβήθηκαν. Γραμμένο με χιούμορ, δεν αυτοστέφεται με τις τετριμμένες δάφνες των «κριτικών» διερωτήσεων αλλά ενσωματώνει την αγωνία των πρωταγωνιστών του, τα οριακά αδιέξοδα και τις μελαγχολικές ελπίδες τους σε μια ψύχραιμη αφήγηση που γνωρίζει τα όρια και την ελευθερία της Ιστορίας.
Γιατί, πράγματι, αν θέλει η Ιστορία να είναι μια σπουδή απτή, πρέπει να πάρει το ρίσκο της αβρής αποστασιοποίησης από το δράμα του κόσμου. Αναλαμβάνοντας την ευθύνη να πει μια ιστορία για πράγματα επίκαιρα και συγχρόνως περασμένα, το έργο του Κωστή Γκοτσίνα στέκεται στο χείλος του γκρεμού της Σταδίου, εισδύει στα αμήχανα βάθη του Δρομοκαϊτείου Ιδρύματος, περιπλανάται στην Αθήνα χιλίων ανθρώπων, επαγγελμάτων, τραγουδιών και ιδεών. Και επιτυγχάνει να συντονιστεί, επί της ουσίας, με τον παλμό ιστοριών που είναι πολύ δύσκολο να ιστορηθούν.
* Ο Ι. Ζαρίκος είναι ιστορικός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου