Της Κωστούλας Μάκη*
PAUL DICKERSON, Κοινωνική Ψυχολογία. Παραδοσιακές και κριτικές προσεγγίσεις, επιμέλεια: Θάλεια Δραγώνα, Νίκος Μποζατζής, Αντώνης Σαπουντζής, Ευαγγελία Φίγγου, μετάφραση: Τατιάνα Μιχαλά, εκδόσεις Κριτική, σελ. 642
«Πολλά εγχειρίδια μοιάζουν περισσότερο με τηλεφωνικούς καταλόγους παρά με επιστημονικά συγγράμματα: είναι γεμάτα πληροφορίες, χωρίς όμως να κατορθώνουν να φτάσουν τις προσωπικές και κοινωνικές τοποθετήσεις των ερευνητών, ούτε το πώς αυτές διαμορφώνουν την παραγωγή της κοινωνιοψυχολογικής έρευνας». (Δρ Nicholas Hopkins, από κριτικό του σχόλιο για το βιβλίο)
Οι κατηγοριοποιήσεις των βιβλίων σε θεματικές ενότητες ενδέχεται να είναι αναπόφευκτες, ενδέχεται όμως σε πολλές περιπτώσεις να είναι ελλειμματικές και περιορισμένες, επηρεάζοντας έτσι την αναγνωσιμότητα, την πρόσληψη, την αγοραστική αξία και την ευρύτερη κυκλοφορία του βιβλίου στο αναγνωστικό κοινό. Τα βιβλία που εμπίπτουν στην κατηγορία των ακαδημαϊκών συγγραμμάτων αντιμετωπίζονται συχνά ως κείμενα που εντάσσονται σε ένα εξειδικευμένο πεδίο γνώσης και αφορούν μόνο σε ένα «ειδικό» κοινό: συνήθως τους φοιτητές/τριες και τους καθηγητές/τριες πανεπιστημίου.
Το βιβλίο του Paul Dickerson: «Κοινωνική Ψυχολογία. Παραδοσιακές και κριτικές προσεγγίσεις», αποτελεί ένα καινοτόμο βιβλίο που ξεφεύγει από τις παραπάνω κατηγοριοποιήσεις. Η καινοτομία αυτή δεν είναι αοριστολογική με στόχο τη διατύπωση ενός γενικού θετικού κριτικού σχολίου. Είναι κυρίως πραγματολογική για λόγους που θα εξηγήσω στη συνέχεια.
Στο επιστημολογικό πεδίο συντελείται μια τομή, καθώς η ύλη του βιβλίου δεν καλύπτει μόνο ολόκληρο το πεδίο της κοινωνικής ψυχολογίας από τις απαρχές της μέχρι σήμερα (αναμενόμενο δεδομένο για ένα τέτοιο σύγγραμμα), αλλά ενσωματώνει με όρους κατανοητούς για κάθε διαφορετικό αναγνώστη/στρια κριτικές προσεγγίσεις για όλες τις μεθοδολογικές και θεματικές ενότητες. Έτσι: «οι παραδοσιακές προσεγγίσεις αντιπαραβάλλονται με τις κριτικές» με αποτέλεσμα τη δημιουργία διαρκών κριτικών διαλόγων και σε συνάφεια με τα ενδιαφέροντα των αναγνωστών/στριών. Ειδικότερα το βιβλίο παραθέτει και τις αντίστοιχες λογοκοινωνιοψυχολογικές προσεγγίσεις σε κάθε κεφάλαιο. Αυτό μάλιστα γίνεται με τρόπους ενδιαφέροντες και εύληπτους, καταρρίπτοντας την πολύ συχνή κατασκευή της λογοψυχολογίας ως μιας «ελιτίστικης», δυσνόητης σχολής στο πεδίο της κοινωνικής ψυχολογίας, και αναδεικνύοντας τις πρακτικές ερευνητικές συνεισφορές της στο πεδίο της κοινωνικής αλληλεπίδρασης.
Τα κύρια κεφάλαια του βιβλίου είναι εννιά: Εαυτός και ταυτότητα, Έλξεις και σχέσεις, Απόδοση, Εξηγητικός συνομιλιακός λόγος, Αλλαγή στάσεων και πειθώ, Στερεότυπα και προκατάληψη, Φιλοκοινωνική συμπεριφορά, Επιθετικότητα και διομαδική σύγκρουση, Κοινωνική επιρροή και ενδο-ομαδικές διαδικασίες, Επικοινωνία και αλληλεπίδραση.
Σε μια εποχή μεστή από την εγκαθίδρυση της βιοπολιτικής, την πανδημική κρίση, τις οικονομικές ανισότητες και πρόσφατα τον πόλεμο στην Ουκρανία, παρατηρούνται διάχυτα πολλαπλά απολιτικά και δογματικά συστήματα ανάλυσης του πραγματικού. Απέναντι σ’ αυτά τα «κλειστά αναγνωστικά συστήματα» του πραγματικού, το βιβλίο δημιουργεί πολυσυλλεκτικούς διαλογικούς και πολυφωνικούς χώρους, στους οποίους παρατίθενται και συντίθενται μέθοδοι ανάλυσης για τις ατομικές και κοινωνικές συμπεριφορές, τις πολλαπλές εκφάνσεις της υποκειμενικότητας, την επιτελεστικότητα των γλωσσικών αλληλεπιδράσεων, τα διλήμματα και τις συνέπειές τους, καθώς και τις αλληλεξαρτήσεις ιδιωτικού και δημόσιου στις ανθρώπινες συμπεριφορές.
Η πολυχρηστικότητα είναι χαρακτηριστικό τού συγκεκριμένου συγγράμματος, περιλαμβάνοντας πολλές πρακτικές εφαρμογές σε κάθε κεφάλαιο σε συνάρτηση με τις ανάγκες των αναγνωστών/στριών και μέσα σε ένα φιλικό, οικείο πλαίσιο. Πιο συγκεκριμένα νομίζω ότι το βιβλίο μπορεί να είναι ένα πλούσιο εργαλείο κριτικού αναστοχασμού για τους εκπαιδευτικούς, προσφέροντας νέους τρόπους κατανόησης για το σύγχρονο σχολείο την εποχή της κρίσης, τις ανάγκες των μαθητών, αλλά και νέους τρόπους προσέγγισης/επικοινωνίας στη σχολική τάξη. Αντίστοιχα, στην κοινότητα των ψυχολόγων υπάρχουν ανοίγματα που μπορούν να οδηγήσουν στην παραγωγή νέων εργαλείων και μεθοδολογικών συνθέσεων. Παράλληλα, το βιβλίο προσανατολίζεται και στη διαθεματικότητα και συνομιλεί με όλο το εύρος των ανθρωπιστικών και πολιτικών επιστημών, επισημαίνοντας τη ζεύξη του πολιτικού με το κοινωνικό και το ατομικό. Όπως αναφέρει η Martha Augoustinos στην κριτική της το βιβλίο φυλάει για το «αναγνωστικό του κοινό θέσεις στα πιο προνομιούχα θεωρεία, απ’ όπου θα δουν να παρελαύνει μπροστά τους τόσο η παραδοσιακή όσο και η νεότερη έρευνα».
Σε κάθε του κεφάλαιο, το βιβλίο εμπλέκει τους ίδιους τους αναγνώστες ώστε να εξετάσουν κριτικά όσα διαβάζουν, να τα συνδέσουν με τα εν εξελίξει κοινωνικά φαινόμενα, να αξιοποιήσουν την εξειδικευμένη βιβλιογραφία κάθε κεφαλαίου και να αμφισβητήσουν «ρητές ή υπόρρητες παραδοχές». Όπως δηλώνει ο συγγραφέας, οι κριτικές αναγνωστικές προσλήψεις αποτρέπουν τους αναγνώστες/στριες από το να γίνουν «παθητικοί καταναλωτές μιας “εμπειρικής” (η οποιασδήποτε άλλης μορφής) “αλήθειας”». Η κριτική αμφισβήτηση που υποστηρίζεται από τη σύγχρονη κοινωνιοψυχολογική βιβλιογραφία είναι κεντρικός στόχος του βιβλίου και αναδεικνύεται επίσης με βάση τρεις βασικές παραδοχές. Πρώτον, τα κοινωνικά φαινόμενα συνδέονται με κοινωνικές κατασκευές που τροποποιούνται διαρκώς. Ό,τι φαίνεται φυσιοκρατικό και αυτονόητο δεν είναι. Εντάσσεται στους τρόπους με τους οποίους αναπαράγονται μηχανισμοί γνώσης και εξουσίας, καθώς και στις διαρκείς διαπραγματεύσεις και διλήμματα των κοινωνικών υποκειμένων. Δεύτερον, οι διάφορες προνομιακές θεωρητικές παραδοχές τής ψυχολογίας περιλαμβάνουν πάντα το ιδεολογικό/εξουσιαστικό έργο των επεξηγήσεων που προωθούν συγκεκριμένες κατασκευές για τον κοινωνικό κόσμο και είναι πάντα επιτελεστικές, διλημματικές και υπό αναθεώρηση (σ. 37, Parker, 1999). Τρίτον, υπογραμμίζεται διαρκώς η σημασία των αλληλεπιδραστικών γλωσσικών πρακτικών στη διαμόρφωση της θεωρίας, αλλά και στις αλληλεπιδράσεις ατομικών και κοινωνικών συμπεριφορών.
Προκειμένου να ενισχύσει την κριτική εμπλοκή των αναγνωστών/στριων ο συγγραφέας παραθέτει ποικίλο υλικό και αναφορές. Κάθε κεφάλαιο απαρτίζεται από εισαγωγή και επισκόπηση, σύνοψη, ερωτήσεις κατανόησης, χρήσιμους διαδικτυακούς συνδέσμους, προτεινόμενη βιβλιογραφία και επικαιροποιημένες βιβλιογραφικές προτάσεις του συγγραφέα. Στο τέλος του βιβλίου υπάρχει επιπρόσθετα ένα γλωσσάρι με βασικές έννοιες που απαντήθηκαν στα κεφάλαια του βιβλίου.
Σε κάθε θεωρητική ενότητα το ατομικό συνομιλεί ισότιμα στην κριτική αναθεώρηση με το κοινωνικό, αφού «για πολλούς κριτικούς στοχαστές, όταν η κοινωνική ψυχολογία επικεντρώνεται στο άτομο αντί για τους κοινωνικούς παράγοντες, δεν αποκτά πολιτικά ουδέτερο ή απολιτικό χαρακτήρα αλλά απλώς έναν πολιτικά αφελή χαρακτήρα». Επομένως, αν δεν θίγονται τα ζητήματα εξουσίας και ανισότητας που επιδρούν στις ζωές των ανθρώπων, δε σημαίνει ότι αυτά δεν υπάρχουν. Αντιθέτως, μια προσέγγιση της κοινωνικής ψυχολογίας που υπερτονίζει το άτομο και τις ατομικές συμπεριφορές, χωρίς να υπολογίζει τις σχέσεις εξουσίας και τις επιδράσεις της στις ατομικές και κοινωνικές συμπεριφορές, εμμέσως καταλήγει να τις επικυρώνει.
Στις κριτικές αποτιμήσεις κάθε κεφαλαίου η γλώσσα αντιμετωπίζεται «ως μέσο κατασκευής της πραγματικότητας και επιτελεστικών πράξεων αλληλεπίδρασης», οι οποίες παράγουν πολλαπλά διλήμματα, παρά ως αντανάκλαση υποκειμενικών μετρήσιμων διανοητικών διεργασιών των ατόμων. Επιπρόσθετα, οι θεωρητικές συγκρούσεις και οι αντικρουόμενες μεθοδολογίες θεωρούνται προτέρημα και όχι μειονέκτημα, καθώς εξελίσσουν τους κοινωνικούς μετασχηματισμούς θεωρίας και πράξης και την ανέλιξη του κλάδου.
Σε αντίθεση με πολλά συγγράμματα του είδους το βιβλίο είναι συναρπαστικό, πολυσύνθετο και ανοιχτό σε πολλαπλές αναγνώσεις ανάλογα τα ερωτήματα και τα ενδιαφέροντα των αναγνωστών, χωρίς να τους κατευθύνει τους στα συμπεράσματα που επιλέγει ο συγγραφέας. Πάγια θέση του βιβλίου με βάση και το παράδειγμα του Kuhn είναι ότι «τα ίδια δεδομένα μπορούν να ερμηνευθούν με διαφορετικούς τρόπους, καθώς κάθε ερμηνεία αντικατοπτρίζει τις θεωρητικές θέσεις των ερευνητών» (σ. 54). Παράλληλα, οι πολλαπλές κρίσεις του πραγματικού κόσμου «συχνά περιπλέκουν και δυσχεραίνουν τις ιδιαιτέρως τακτοποιημένες και στενά πλαισιωμένες απαντήσεις που επιχειρεί να δώσει η κοινωνική ψυχολογία».
Η μεταφράστρια και οι επιμελητές απαντούν στην ανάγκη για τη μεταφραστική κάλυψη της σύγχρονης ορολογίας της κοινωνικής ψυχολογίας σε όλους τους τομείς και την εξέλιξή της.
*Η Κωστούλα Μάκη είναι κοινωνική ψυχολόγος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου