22/5/22

Συναίνεση ή «στάσις»;

Του Παναγιώτη Βούζη*

Ο Roman Schnur στο βιβλίο του Revolution und Weltbürgerkrieg (Επανάσταση και παγκόσμιος εμφύλιος πόλεμος), το οποίο εκδόθηκε το 1983, διέγνωσε την απουσία μίας σύγχρονης θεωρίας του εμφυλίου πολέμου, εξαιτίας της αδιαφορίας των ειδικών σε σχέση με την παγίωση μίας τέτοιας θεωρίας, αδιαφορίας η οποία συνοδεύεται από την εξέλιξη ενός φαινομένου το οποίο μπορεί να οριστεί ως «παγκόσμιος εμφύλιος».
Στην «Παρέμβαση», η οποία αναρτήθηκε στις 13 Απριλίου του 2022, με τον τίτλο “Stato di eccezione e guerra civile” («Κατάσταση εξαίρεσης και εμφύλιος πόλεμος») ο Giorgio Agamben, βασισμένος στον Schnur και παραπέμποντας, παράλληλα, στο δικό του βιβλίο, το Stasis. La guerra civile come paradigma politico (Στάσις: Ο εμφύλιος πόλεμος ως πολιτικό παράδειγμα), επισημαίνει ότι στην Αρχαία Ελλάδα το ενδεχόμενο του εμφυλίου πολέμου λειτουργούσε ως κατώφλι πολιτικοποίησης. Χωρίς την στάσιν, με την οποία η διαφωνία των πολιτών οδηγούνταν στο έσχατο όριο, η πόλις δεν μπορούσε να υφίσταται. Η υπόθεση στην οποία προβαίνει ο ιταλός φιλόσοφος είναι ότι η αιτία, για την οποία έχει παγιωθεί ένα παγκόσμιο καθεστώς αποπολιτικοποίησης, έγκειται στον σταδιακό και ολοσχερή αποκλεισμό της πιθανότητας της στάσεως από την πολιτική σκέψη κατά τις τελευταίες δεκαετίες, και, επίσης, στη συχνή εξομοίωσή της με την τρομοκρατία. Ο Agamben ονομάζει «ολοκληρωτική» τη σκέψη η οποία δεν περιλαμβάνει την πιθανότητα της αντιπαράθεσης με τη μορφή της στάσεως, μια σκέψη άρα η οποία προϋποθέτει αποκλειστικά τη συναίνεση. Ώστε δεν θεωρεί τυχαίο το γεγονός ότι μέσω της καθιέρωσης της συναίνεσης ως του μοναδικού κριτηρίου στην πολιτική, οι δημοκρατίες καταλήγουν στον ολοκληρωτισμό. Ο τελευταίος συνδέεται με την προοδευτική επιβολή ενός είδους παγκόσμιου εμφυλίου πολέμου, καθώς, αφενός, οι πόλεμοι δεν κηρύσσονται επίσημα αλλά, μετατρεπόμενοι σε αστυνομικές επιχειρήσεις, αποκτούν χαρακτηριστικά τα οποία αποδίδονται συνήθως στους εμφυλίους και, αφετέρου, ο εμφύλιος μαζί με την κατάσταση εξαίρεσης συνιστούν ένα ενιαίο σύστημα και ανάγονται στο κατεξοχήν παράδειγμα άσκησης της εξουσίας.
Η «Παρέμβαση» του Agamben εγείρει σίγουρα ενστάσεις. Γιατί παίρνει το σχήμα του Schnur από το πεδίο του ορισμού των εννοιών και το παρατοποθετεί στο πραγματολογικό πεδίο. Ένα δηλαδή ζήτημα της εξειδικευμένης νομικής και πολιτικής θεωρίας παρουσιάζεται λανθασμένα ως πρόβλημα το οποίο ανακύπτει από τον τρόπο διακυβέρνησης των ανθρώπων στο παρόν. Επιπλέον, ο πόλεμος στην Ουκρανία αποδυναμώνει τη θέση υπέρ ενός παγκόσμιου ακήρυχτου εμφυλίου. Από την άλλη, η διαπίστωση από τον Agamben του φαινομένου μιας καθολικευμένης συναίνεσης αποδεικνύεται ορθή. Μάλιστα, το συγκεκριμένο φαινόμενο μπορεί να έχει και μια συμπληρωματική εξήγηση.
Κατ’ αρχάς, χρειάζεται να γίνει μια διάκριση ανάμεσα σε δύο τύπους του λόγου, εκ των οποίων ο πρώτος ας ονομαστεί «ερμηνευτικός», ενώ ο δεύτερος «εικονικός». Αναλυτικότερα τώρα: Ο πρώτος αφορά σε έναν σταδιακά εκλείποντα λόγο, ο οποίος λειτουργεί νοηματοδοτικά, αφού επιχειρεί στην περιοχή της ερμηνείας της πραγματικότητας. Ο δεύτερος τύπος αφορά στον σύγχρονο λόγο, ο οποίος επιβάλλει μία πραγματικότητα επιδεικτικά τεχνητή, ώστε η προσπάθεια της νοηματοδότησής της καταλήγει άσκοπη. Ο σκοπός πλέον είναι η διαμόρφωση προσωρινών μιντιακών αφηγήσεων, οι οποίες επαναλαμβάνονται μέχρι να αποικίσουν ολοκληρωτικά την ομιλία. Γιατί τότε η γλώσσα απογυμνώνεται από οποιοδήποτε άλλο χαρακτηριστικό της, εκτός από την επιτελεστικότητα: Ο λόγος του καθενός εξομοιώνεται με μια διαρκή πράξη συναίνεσης στην επιβεβλημένη πραγματικότητα.
Την εποχή των προσωρινών μιντιακών αφηγήσεων απογείωσε ο πρώτος εγκλεισμός, τον Μάρτιο του 2020. Από αυτό το χρονικό σημείο και εξής, τα μέσα ενημέρωσης άρχισαν να χρησιμοποιούν μετ’ επιτάσεως τον «εικονικό λόγο» για την περιγραφή των διαδοχικών έκτοτε κρίσεων. Έναν λόγο σε καταιγιστική επανάληψη, ώστε να καταντά μονοσήμαντος. Γεμάτο, συγχρόνως, αντιφάσεις, αφού το κοινό έχει πλέον συνηθίσει τη συνύπαρξη και των πιο ασύμβατων μεταξύ τους πληροφοριών. Η αντιφατικότητα των μιντιακών αφηγήσεων τις καθιστά προσωρινές. Κάθε τόσο πρέπει να μεταβάλλονται. Η καταιγιστική όμως επανάληψή τους, μαζί με τον μονόσημο χαρακτήρα τους, παγιώνουν την εντύπωση πως παραμένουν αμετάβλητες.
Οι προοδευτικοί διανοούμενοι προσχώρησαν, με τη σειρά τους, στο γενικό ρεύμα της συναίνεσης, υιοθετώντας τις επίσημες εξηγήσεις για την εκάστοτε συγκυρία. Συνακόλουθα, εγκατέλειψαν τα εργαλεία για την κριτική του τρόπου με τον οποίο κατασκευάζονται οι διάφορες ηγεμονικές εκδοχές της πραγματικότητας. Έτσι, ένα μεγάλο σύνολο ανθρώπων, που μόνο εξαναγκαστικά συμμορφώνεται προς την κουλτούρα των προσωρινών αφηγήσεων των μέσων, μένει δίχως φωνή και πολιτικό στίγμα, καθώς απουσιάζουν αυτοί οι οποίοι θα έκφραζαν τη διαφωνία του και θα έθεταν στον ορίζοντα το ενδεχόμενο της στάσεως, της αντιπαράθεσης της οδηγημένης στο έσχατο σημείο.

*Ο Παναγιώτης Βούζης είναι δρ κλασικής φιλολογίας

Κατερίνα Μπότσαρη, The Sawmills, 2022, υγρό γυαλί, τσιμέντο, χρώμα σε σκόνες, ξύλο, σιλικόνη, εξηλασμένη πολυστερινη, σύρμα, πλαστικό, 124 x 24 x 105 εκ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: