Του ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΒΑΣΣΗ*
«[…] η παραγωγή δεν παράγει μόνο ένα αντικείμενο για το υποκείμενο, αλλά και ένα υποκείμενο για το αντικείμενο». «Το καλλιτεχνικό αντικείμενο δημιουργεί, όπως και κάθε άλλο προϊόν, ένα φιλότεχνο και καλαίσθητο κοινό»
Αλλάξαμε, επίτηδες, τη σειρά των περιόδων του Κ. Μαρξ (Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, 1857/1858), προκειμένου να τονίσουμε την ανάγκη της διεύρυνσης του «φιλόμουσου» κοινού και, ειδικά, του αναγνωστικού κοινού της Ποίησης. Παρ’ όλες τις δυσοίωνες ενδείξεις σε διεθνές και εγχώριο περιβάλλον, είναι ανάγκη όλοι οι «εμπλεκόμενοι» φορείς στο χώρο του πολιτισμού και, ειδικά, στο χώρο της ποίησης, να αγωνιστούν εντατικά για την (πολυπόθητη) μετάδοση μιας πολύμορφης αισθητικής /ποιητικής παιδείας σε όλο και περισσότερους, εάν δε θέλουμε οι νέες γενιές απλώς να «έχουν ακου»στά τον «εθνικό ποιητή» μας και τα «δύο Νόμπελ»· εάν δε θέλουμε οι ποιητές, οι κριτικοί της ποίησης και οι φιλόλογοι να «αλληλοδιαβάζονται» (και να «αλληλοθαυμάζονται»).
Όσον αφορά στο «στενό» πεδίο της ποιητικής δημιουργίας και της πρόσληψής της, παραθέτουμε ορισμένες -αναγκαίες- παρατηρήσεις.
α΄. Ως προς τη σύγχρονη ποιητική δημιουργία: σαφώς και παρατηρείται αξιόλογο ποιητικό έργο ποικίλων (θεματικών, τεχνοτροπικών) αποχρώσεων από δημιουργούς νεαρής και μη ηλικίας. Αυτό, συχνά, που λείπει είναι η συνέχεια… Τα επόμενα ποιητικά βιβλία ενός ποιητή είναι, ενίοτε, «κατώτερα» των προσδοκιών του πρώτου του, κάτι που μας υπενθυμίζει την αναγκαία ερωτική αφοσίωση και υπομονή που οφείλει να έχει ο ποιητής προς την τέχνη του, προκειμένου το έργο του να χαρακτηρίζεται από ποιοτική διάρκεια. Συνάμα, κινούμενος ο σύγχρονος δημιουργός στη λεπτή ισορροπία της («κλασικής») ισοστοιχίας «μορφή-περιεχόμενο», υποκύπτει, ορισμένες φορές, στον πληθωρισμό της τεχνικής εις βάρος της ατόφιας ποιητικής «ουσίας»· όμως, η αναγκαία (και, εννοείται, καλοδεχούμενη) γνώση των διάφορων εκφραστικών τρόπων (παλαιότερων και συγκαιρινών) και της θεωρίας τους αποβαίνει ζημιογόνα, όταν υποσκελίζει την ποιητική σύλληψη.
β΄. Ως προς τους υλικούς διακινητές της ποίησης (εκδοτικοί οίκοι, εφημερίδες, περιοδικά σε έντυπη ή ηλεκτρονική μορφή): η διόγκωση της έκδοσης ποιητικών βιβλίων, ενώ, αρχικά, δείχνει θετική, οφείλει να μας προβληματίσει. Πολύ συχνά είναι υποταγμένη σε αμιγώς εμπορικά, κερδοσκοπικά κριτήρια (οι ίδιοι οι δημιουργοί καταβάλλουν χρηματικά ποσά -ενίοτε διόλου ευκαταφρόνητα- σε εκδοτικούς οίκους, προκειμένου να εκμαιεύσουν αισθητική αξία του έργου τους μέσω της εμπορικής-διαφημιστικής αξίας του εκδοτικού οίκου, χαρακτηριστικό σύμπτωμα της εμπορευματοποίησης του πολιτιστικού αγαθού εν γένει). Έτσι, ο πληθωρισμός ποιητικών βιβλίων είναι αναντίστοιχος της πραγματικής (καλλιτεχνικής) αξίας, ενώ ελλοχεύει ο κίνδυνος να χαθούν αξιόλογα ποιητικά βιβλία, επειδή δεν έχουν λάβει το «φωτοστέφανο» του γνωστού εκδοτικού οίκου. Το ίδιο μπορεί να ισχυριστεί κανείς και για τα έντυπα ή ηλεκτρονικά ποιητικά περιοδικά και για τις διάσπαρτες ηλεκτρονικές ιστοσελίδες ποίησης κ.τ.λ.: η υπερσυσσώρευση ποιητικής ύλης, χωρίς το αναγκαίο αισθητικό «ξεδιάλεγμα», συχνά είναι προβληματική (η αρχή της «πολυφωνίας» λειτουργεί -ασύνειδα πολλές φορές- ως «φύλλο συκής» του μεταμοντέρνου -σε συνθήκες όψιμου καπιταλισμού -δόγματος «anything goes»).
γ΄. Ως προς τη σύγχρονη κριτική της ποίησης: μια «χρόνια ασθένειά» της είναι η παρείσφρηση εξωκαλλιτεχνικών/«εξωκριτικών» κριτηρίων στο υπό κρίση ποιητικό βιβλίο, χάριν κινήτρων, όπως: οι φιλικές σχέσεις κριτή -κρινόμενου και τα κάθε είδους «ανταλλάγματα» που προσδοκά ο ένας από τον άλλο. Αυτό έχει ως επίπτωση τη μετάλλαξη του κριτικού λόγου σε ένα «άνευρο», «ημιθανές», φλύαρο κείμενο, που πιστοποιεί τη μετατροπή της κριτικής σε (κολακευτική) βιβλιοπαρουσίαση. Άλλο ένα πρόβλημα είναι η -ενίοτε- ανεπαρκής αισθητική και, γενικότερα, θεωρητική σκευή του κριτή, με αρνητική συνέπεια τη γραφή κειμένων αρκούντως ιμπρεσιονιστικών και συναισθηματολογούντων, που παραπέμπουν σε άλλες εποχές.
Επειδή ακριβώς ο διαμεσολαβητικός ρόλος του κριτικού της ποίησης είναι αναγκαίος όσο ποτέ στους καιρούς μας, προκειμένου να καλλιεργηθεί (ακόμη περισσότερο) το αισθητικό κριτήριο του αναγνωστικού κοινού, χρειάζεται ο κριτικός να διαθέτει το απαραίτητο συγγραφικό ήθος, το οποίο θα του επιτρέπει αφενός να υπερβαίνει τις όποιες -έξω από το κριτικό του λειτούργημα- «δεσμεύσεις» αφετέρου να εμβαθύνει διαρκώς στο αισθητικό/ ποιητικό φαινόμενο, παλαιότερο και σύγχρονο, καθώς και στη θεωρία του. Πλέον, δεν αρκεί ένα «μ’ αρέσει/ δε μ’ αρέσει» για το κρινόμενο έργο: η οπωσδήποτε υποκειμενική κρίση του, το προσωπικό του «γούστο», προφανώς και πρέπει να δηλώνεται (τεκμηριωμένο, φυσικά), ωστόσο χρειάζεται να απορρέει από τα δύο παραπάνω γνωρίσματα.
*Ο Θεόδωρος Βάσσης είναι φιλόλογος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου