Δημήτρης Φουτρής, Άτιτλο (από τη σειρά ιχνογραφίες), 2021, ψηφιακή εκτύπωση από καρμπόν σε χειροποίητο χαρτί 400 γρ., 65 x 85 εκ. |
Της Έλενας Χαμαλίδη*
Υπάρχουν ακόμη πράγματα να ειπωθούν για τους τρόπους και το νόημα της απεικόνισης, νέοι τρόποι να οριστεί η εικαστική πράξη και να λειτουργήσουν τα βασικά εργαλεία της εικαστικής γλώσσας; Η έκθεση Common Thread (Ιλεάνα Τούντα) δείχνει πως ναι. Το «θέμα» της αντλήθηκε από την εικαστική «σκευή» του καλλιτέχνη: γύρω από τη γραμμή ως «κοινό νήμα» που συνδέει τις εικαστικές αναζητήσεις επτά καλλιτεχνών, συντέθηκε ένα άρτιο οπτικό δοκίμιο που συν-γράφηκε από τα μεμονωμένα έργα και από τις μεταξύ τους οπτικές συσχετίσεις, ένα δοκίμιο που επανεξέταζε βασικούς ορισμούς, το νόημα παραδεδομένων πρακτικών που προσεγγίστηκαν με νέο τρόπο ή συνδυάστηκαν με νέες, επινοημένες, καθώς και τα όρια ανάμεσα στη χειρωναξία και την τεχνολογία, το ψηφιακό και την υλικότητα του «αναλογικού». Οι Απόστολος Καρακατσάνης, Κώστας Μπασάνος, Ελένη Πανουκλιά, Νίκος Παπαδημητρίου, Ηλίας Παπαηλιάκης, Κώστας Τσώλης και Δημήτρης Φουτρής δουλεύουν με διαφορετικά μέσα και με τον συνδυασμό τους (βίντεο, κατασκευές, επιτόπιες εγκαταστάσεις), και ακόμη και όταν επικεντρώνονται στο μέσο του σχεδίου, όπως ο Παπαηλιάκης, το έργο τους αφορμάται από τον εννοιακό αναστοχασμό γύρω από τη λειτουργία και το νόημα της απεικόνισης και εμπεριέχει αναφορές στην ιστορία της τέχνης. Στο σύνολο του έργου τους η εννοιολόγηση πρακτικών και μέσων και τα εξωκειμενικά νοήματα που αφορούν τη σύγχρονη κοινωνική και πολιτισμική συνθήκη μετασχηματίζονται σε εικόνα διά της οδού του πειραματισμού με τα μέσα και μετά από παίδεμα με υλικά και τεχνικές. Στην έκθεση Common Thread, η γραμμή, ελάχιστο μέσο αναπαράστασης και εργαλείο εννοιολόγησης, προσεγγίστηκε από τους καλλιτέχνες τόσο εννοιολογικά όσο και -την ίδια στιγμή- μέσα από το υλικό της αποτύπωμα.
Στην έκθεση αυτή μεταφέρουν στην γκαλερί απευθείας τα όσα διαμείβονται στο εργαστήριο του καλλιτέχνη και ανταλλάσσονται μεταξύ καλλιτεχνών, δηλ. τις συζητήσεις γύρω από τις έννοιες, αλλά και το métier. Η οργάνωση της έκθεσης υπήρξε πρωτοβουλία των ίδιων των καλλιτεχνών και καρπός συζητήσεων μεταξύ τους τον καιρό της πανδημίας. Μετά από πρόταση του Νίκου Παπαδημητρίου προς την γκαλερί, οι επτά επιμελήθηκαν από κοινού την έκθεση και τον κατάλογό της, και έγραψαν σύντομα, μεστά κείμενα. Αν η Common Thread κόμισε κάτι νέο, αυτό είναι μεταξύ άλλων το δουλεμένο και ευρηματικό στήσιμο των έργων στον χώρο που επέτρεψε νέες νοηματοδοτήσεις τους μέσα από την αλληλεπίδρασή τους.
Έργα όπως του Παπαηλιάκη και του Καρακατσάνη εστιάζουν στη γραμμή ως ζωγραφικό ίχνος, ως επίκληση και ιχνηλάτηση της ζωής. Το «ζωγραφικό αυτόματο» του Απόστολου Καρακατσάνη, μια διαδραστική εγκατάσταση με ενσωματωμένη κινούμενη κατασκευή, «ζωγράφιζε» στον τοίχο με κάρβουνο οριζόντιες πλατιές γραμμές με ακανόνιστες, τυχαίες πυκνώσεις και αραιώσεις, όταν ένας αισθητήρας ανίχνευε ανθρώπινη δραστηριότητα. Σε αντίθεση με τα «ζωγραφικά αυτόματα» των νέο-πρωτοποριών, πρόθεση του Καρακατσάνη δεν ήταν η ειρωνεία, αλλά να οριστεί το σχέδιο ως η «μαρτυρία και καταγραφή της ύπαρξης σε πραγματικό χρόνο και χώρο», την ίδια στιγμή που υποδείκνυε την εξάρτηση της καλλιτεχνικής δημιουργίας από τον θεατή της.
Απέναντι, ο κάνναβος στο βίντεο της Ελένης Πανουκλιά, μια εξίσου στέρεη όσο και ‘αέρινη’ κατασκευή από κλωστή μήκους 9 χιλιομέτρων, πιασμένη ανάμεσα στα δέντρα ενός πορτοκαλεώνα, ανέτρεχε στη λειτουργία της γραμμής σε μια από τις μακροβιότερες αισθητικές και φιλοσοφικές παραδόσεις του Δυτικού πολιτισμού: η γεωμετρία και οι μαθηματικές αναλογίες του καννάβου ως μέσο σύλληψης του κόσμου και επιβολής της ανθρώπινης διάνοιας σε αυτόν, και ο κάνναβος ως «παράθυρο» μέσα από το οποίο ο άνθρωπος ατενίζει τη φύση «πιασμένος» μέσα στο τοπίο που κατασκεύασε και καλλιέργησε, και προσπαθεί να την αισθανθεί ξανά.
Τα υπόλοιπα έργα, στον όροφο, συνομιλούσαν μεταξύ τους μορφικά απαρτίζοντας κατά κάποιο τρόπο μια μεγαλύτερη, οπτικά συνεκτική εικαστική «εγκατάσταση». H επιτόπια κατασκευή του Μπασάνου έδινε μνημειακή διάσταση στο γράμμα «U», μια κατασκευή από ξύλο στο κέντρο περίπου της αίθουσας που περιέκλειε τα υποστυλώματά της, και ταυτόχρονα μνημειοποιούσε τη λειτουργία της γραμμής ως μέσου καταγραφής του χώρου και αποτύπωσης του χρόνου. Το “U” λειτουργούσε και ως το νοητικό, αυτή τη φορά, «παράθυρο» μέσα από το οποίο ο θεατής κινούμενος μπορούσε να παρατηρεί τα αντικριστά -συγγενή στις αναζητήσεις τους- έργα των Παπαδημητρίου και Φουτρή.
Επιτόπια και η γραμμή-μονοκονδυλιά του Παπαηλιάκη, αν και επάνω στον έναν πλαϊνό τοίχο της έκθεσης, λειτουργούσε ως το νοητικό κέντρο της: μια γραμμή που περιέκλειε το σύνολο των έργων ως το όριο του βλέμματος και η βάση της αναπαράστασης, του ζωγραφικού ορίζοντας και εικόνας του απείρου. Σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα έργα το Life-Size αποτελούσε ένα είδος statement της έκθεσης.
Αντικριστά, η επιτοίχια «εγκατάσταση» του Κώστα Τσώλη από θραύσματα μαρμάρου και άλλα υλικά σπαράγματα, τυχαία ευρήματα μιας «αρχαιολογίας της καθημερινότητας». Η εγγραφή της γραμμής στο υλικό μιας επιφάνειας όπως του μαρμάρου, μπορεί να έχει πολλαπλά ίχνη, οπτικό, απτικό αλλά και ηχητικό, όπως σημειώνει ο Τσώλης. Οι κυματισμοί στις γραμμές του μολυβιού του δίνουν μορφή στο παιχνίδι και την αλληλεξάρτηση μεταξύ του τυχαίου και του ηθελημένου, του «σχεδιασμένου», σε άλλα σημεία ακολουθώντας με τη γραμμή του την υλικότητα της επιφάνειας και σε άλλα επεμβαίνοντας για να δώσει σχήμα.
Η έκθεση γενικότερα προσκαλούσε τον θεατή σε ένα νοητικό παιγνίδι με ένα είδος «μαγικής εικόνας» που απευθυνόταν εξίσου στις αισθήσεις, δημιουργώντας μέσα από την αμφισημία των μορφικών διατυπώσεων σε συνδυασμό με την εφαρμογή των τεχνικών την «αμφιβολία». Τα έργα των Παπαδημητρίου και Φουτρή κινούνταν μεταξύ αφαίρεσης και αναπαράστασης εμπλέκοντας διαφορετικά μέσα αναπαραγωγής ή επεξεργασίας, μηχανικά ή «αλλότρια», όπως το καρμπόν του Φουτρή, η φωτογραφία και η ψηφιακή επεξεργασία στο έργο του Παπαδημητρίου, το σκανάρισμα και η ψηφιακή εκτύπωση (Φουτρής) σε διαδικασίες που διερευνούσαν νέους ορισμούς βασικών όρων που συνδέονται παραδοσιακά με την αναπαράσταση: της μίμησης, της ψευδαίσθησης, της απόδοσης της τρίτης διάστασης. Το τελικό αποτέλεσμα, εκτύπωση σε χειροποίητα χαρτιά, ψηφιακή στην περίπτωση του Φουτρή και μέσα από μια επινοητική, πειραματική εφαρμογή της παραδοσιακής τεχνικής της ξυλογραφίας στην περίπτωση του Παπαδημητρίου, δοκίμαζε τις βεβαιότητες του θεατή μέσα από μια σειρά αντιπαραθέσεων μεταξύ της ψηφιακής αισθητικής και των παραδοσιακών τεχνικών ή μέσων και αντίστροφα, και μεταξύ του τεχνολογικού και του χειρωνακτικού. Η ψηφιακή αισθητική των συνθέσεων του Παπαδημητρίου, αποτέλεσμα κοπιώδους εργασίας με την τεχνική, αναδυόταν μέσα από το ανάγλυφο της επιφάνειας, «λευκό επάνω σε λευκό» εμπλουτίζοντας τον ορισμό της ψηφιακής τέχνης.
Το συλλογικό εγχείρημα της Common Thread διαφοροποιήθηκε από άλλα σύγχρονά του θέτοντας ως προτεραιότητα την εικόνα. Ο τρόπος της επιμέλειας και η έκθεση συνολικά μας παρέπεμψαν στον καλλιτέχνη-επιμελητή της εποχής του μοντέρνου, στο πνεύμα του πειραματισμού των πρωτοποριών και στο νεωτερικό πρόταγμα της «επινόησης». Την ίδια στιγμή, ο αναστοχασμός επάνω σε μεταμοντέρνες στρατηγικές απέδωσε πρωτότυπες εργασίες που συνεισφέρουν στις σύγχρονες αναζητήσεις για το χειρωνακτικό, αλλά και τα όρια του ψηφιακού και του εννοιακού.
*Η Έλενα Χαμαλίδη είναι ιστορικός τέχνης, αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου