Απόλλων Γλύκας, Sundown, inkjet Εκτύπωση σε Hahnemuhle Photo Rag matt paper, UV τζάμι σε αυτοσχέδια ακρυλική κορνίζα και μεταλλική βάση, 80 x 60 x 10 εκ. |
Του Νίκου Χρυσίδη*
ΦΩΤΕΙΝΗ ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, Άθως και πανσλαβισμός. Από το αρχείο Αλέξανδρου Λυκούργου, Ακαδημία Αθηνών, Αθήνα 2021, σελ. 304
Η βυζαντινή και πρώιμη νεώτερη ιστορία του Αγίου Όρους είναι περισσότερο γνωστή απ’ ό,τι η νεότερη περίοδός του. Αναρωτιέται κανείς αν αυτό έχει να κάνει και με το ότι η θρησκευτική ιστορία στον ελληνικό ακαδημαϊκό χώρο, ιδιαίτερα της νεότερης περιόδου, θεραπεύεται συνήθως στο πλαίσιο θεολογικών σχολών. Το βιβλίο της Φωτεινής Ασημακοπούλου είναι, επομένως, μια καλοδεχούμενη προσθήκη στη σχετική βιβλιογραφία για περισσότερους από έναν λόγους. Επικεντρώνεται στη ρωσική πολιτική και την επίδραση του πανσλαβισμού στο Άγιον Όρος κατά τη διάρκεια των δεκαετιών 1860 και 1870, όπως αυτές εκφράζονται σε μεγάλο μέρος του πλούσιου αρχείου του Αλέξανδρου Λυκούργου (1827-1875), αρχιεπισκόπου Σύρου και Τήνου. Η μελέτη (συμπεριλαμβανομένης και της έκδοσης πρωτογενών πηγών) συνιστά μια μικροϊστορία του Αγιοπαυλίτικου ζητήματος, της ανατροπής, δηλαδή, της ηγεσίας της ομώνυμης μονής, στο πλαίσιο των διορθόδοξων, ελληνο-βουλγαρικών, ελληνο-οθωμανικών και ελληνο-ρωσικών σχέσεων.
Σαμιώτης στην καταγωγή, από οικογένεια επαναστατών, σπουδαγμένος σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, εκδότης βραχύβιας εφημερίδας κληρικών, πανεπιστημιακός καθηγητής θεολογίας, προστατευόμενος και συνεργάτης του Κωνσταντίνου Οικονόμου και Αγιοταφίτης, ο Αλέξανδρος Λυκούργος εστάλη στην Κωνσταντινούπολη, ανεπίσημα, από την ελληνική κυβέρνηση το 1872 προκειμένου να μεταπείσει τον Πατριάρχη Κύριλλο Ιεροσολύμων να υπογράψει την καταδίκη των Βουλγάρων εξαρχικών. Στη συνέχεια επισκέφθηκε και το Άγιον Όρος, περιοδεύοντας σε διάφορες μονές. Οι αντιπανσλαβιστικές και αντιρωσικές θέσεις του Λυκούργου, σε συνδυασμό με την αγλλοφιλία του και τις σχέσεις του με την αγγλική κυβέρνηση, τον κατέστησαν κατάλληλο για μια τέτοια αποστολή. Ο Λυκούργος συμμετείχε στη διαμόρφωση των όρων της καταδίκης της Εξαρχίας και στις προσπάθειες για την αναδιατύπωση μέρους του φιρμανιού για τα γεωγραφικά όριά της.
Η εξαιρετικά ενδιαφέρουσα εισαγωγή λειτουργεί με τη μορφή ομόκεντρων κύκλων, ξεκινώντας από το Αγιοπαυλίτικο ζήτημα και εξακτινωμένη σε ζητήματα εσωτερικής διοίκησης στον Άθω, εξωτερικής πολιτικής της εποχής και, εντέλει, της εγγενούς αδυναμίας της Ορθοδοξίας να διαχειριστεί με συνέπεια τη μετάβαση από τον κόσμο των αυτοκρατοριών σε αυτόν των εθνικών κρατών. Πέραν του βουλγαρικού σχίσματος, πρωταγωνιστούν εδώ ο φόβος του πανσλαβισμού, λόγω της σταθερά αυξανόμενης εισδοχής Ρώσων στο αθωνικό μοναστικό παιχνίδι, με τον έλεγχο μιας μονής, δυο σκητών και πολλών κελιών. Εξαιρετικά ενδιαφέρον θέμα στην τότε συγκυρία ήταν η μετατροπή μερικών ιδιορρύθμων σε κοινοβιακές μονές. Συναρπαστική η άποψη του Μιχαήλ Γ. Σακελλαρίου (1846-1919), πιστού διοχετευτή της λυκούργειας εικόνας στον τύπο της εποχής, ο οποίος ισχυριζόταν ότι οι Ρώσοι προωθούσαν τα κοινόβια έτσι ώστε να είναι ευκολότερος ο έλεγχός τους μέσω ηγουμένων που θα εξέλεγαν. Το θέμα της ρωσικής διείσδυσης μέσω και του βουλγαρικού παράγοντα ήταν κερασάκι στην τούρτα, μια τούρτα που περιλάμβανε προσωπικές δυσκολίες, ενδομοναστικές διαμάχες, προξενικές επιβουλές και μεσολαβήσεις, και τέλος, το γνωστό στον Άθωνα, «τι ’χες Γιάννη, τι ’χα πάντα»: δηλαδή, την προσπάθεια των μοναχών ή των φατριών τους να προσελκύσουν την παρέμβαση εξωτερικών παραγόντων ώστε να κερδίσουν στον αγώνα επικράτησης. Οι εξωτερικοί αυτοί παράγοντες ήταν το Πατριαρχείο (με βάση τους κανόνες, επιβλέπον τα του Όρους), οι μεγάλες δυνάμεις, ο τύπος, οικονομικοί παράγοντες και κυβερνήσεις. Οι οποίες, σημειωτέον, μπορεί να έπεφταν και να πέφτουν, αλλά ο Άθως έμενε και μένει.
Πρωταγωνιστικό ρόλο στις εξελίξεις, και φυσικά και στο αρχείο, παίζει ο Τύπος. Ο Νεολόγος και η Κωνσταντινούπολις δημιουργούσαν εντυπώσεις ή και τις ξεδιάλυναν. Με τη βοήθεια της Ασημακοπούλου, παρακολουθούμε πώς η διαμάχη για την οικονομική διαχείριση μιας κοινοβιακής μονής με όρους (καθώς φαίνεται) ιδιόρρυθμου, συνδέθηκε με το ελληνοβουλγαρικό εκκλησιαστικό ζήτημα, πράγμα που φυσικά ενέπλεξε και τη ρωσική πλευρά, αν δεν ήταν ήδη προηγουμένως αναμεμιγμένη. Η ρητορική της οικονομικής ατασθαλίας (ένα εσωτερικό, εντέλει, μοναστικό πρόβλημα) μεταμορφώθηκε σε ρητορική εθνικής ενδοτικότητας, πανσλαβισμοφοβίας και εθνικής μειοδοσίας. Στη ρητορική αυτή πρωτοστατεί η θεωρία των «ακροπόλεων του ελληνισμού», που στα 1870 φαίνεται ότι κυρίως περιλάμβανε την Κωνσταντινούπολη και την Αθήνα. Στις αρχές του 20ού θα επερχόταν η αντικατάσταση της Κωνσταντινούπολης με την Ιερουσαλήμ, σε ένα γνωστό δίδυμο που ενέπνευσε αργότερα αρκετούς (και Ρώσους) διανοούμενους. Μάλλον αναπόφευκτα και τα αθωνικά παράπονα ότι η Ελλάδα και οι Έλληνες δεν ενδιαφέρονται για τον Άθω, ούτε καν επιστημονικά, σε αντίθεση με τους αλλοδαπούς.
Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα είναι η δημοσιευόμενη πραγματεία του Σακελλαρίου, δημοσιογράφου στον Νεολόγο Κωνσταντινούπολης, στον οποίο ο (συγγενής του) Λυκούργος μεταβίβαζε έγγραφα που του έστελνε ο Αλέξανδρος Ευμορφόπουλος, αρχιγραμματέας της Ιεράς Κοινότητος. Μέρος των Αθωνιτών που αντιπάλευαν τους Ρώσους προσπάθησαν να διαμορφώσουν την κοινή γνώμη χρησιμοποιώντας την πλαγία οδό, μέσω των σχέσεών τους με κωνσταντινουπολίτικους και ελλαδικούς δημοσιογραφικούς και εκκλησιαστικούς κύκλους. Oι Ρώσοι αναδεικνύονταν «κύριοι εν τω αγώνι του πλειστηριασμού», γράφει ο Σακελλαρίου με όρους ανδρισμού· δικαιολογεί τη στάση των μοναχών που δέχονταν τη χρηματοδότηση και τις δωρεές από τη Ρωσία, αλλά, όταν καταλάβαιναν τις πολιτικές προεκτάσεις της, τότε ύψωναν τείχος αντίστασης. Με τον τρόπο αυτό οι Αθωνίτες τη βγάζουν μάλλον καθαρή, ίσως και περισσότερο απ’ ό,τι θα ήθελε ο ίδιος ο Σακελλαρίου, στον βαθμό που η αντίσταση τελικά δικαιολογείται από την υποταγή στο εθνικό συμφέρον και τον πατριωτισμό. Από την άλλη, κάποιος μπορεί να το δει και πιο κυνικά: γιατί να θεωρούν ότι, δεχόμενοι τα χρήματα των Ρώσων, δεν θα έθεταν εαυτούς σε κίνδυνο ελέγχου από αυτούς; Μήπως ο Σακελλαρίου τελικά έχει άδικο και οι μοναχοί έπεσαν στην παγίδα που τους είχαν στήσει οι Ρώσοι;
Η Ορθόδοξη Εκκλησία στην ελληνική και αραβική της εκδοχή (δηλαδή, αυτή των πατριαρχείων της Ανατολής) είναι στη διαχρονία της Εκκλησία αυτοκρατορική, με την έννοια ότι έζησε, εξελίχθηκε και επιβίωσε σε σχέση με αυτοκρατορικούς θεσμούς και πλαίσια μέχρι και την μοντέρνα περίοδο, όταν οι αυτοκρατορίες δεν ήταν πια της μόδας. Ο ανά χείρας τόμος έχει λοιπόν συνεισφέρει διπλά. Από τη μια, είναι μια πολύ σημαντική συμβολή στην ιστορία του Αγίου Όρους με επίκεντρο την κρίση ηγουμενίας στη Μονή Αγίου Παύλου. Από την άλλη, μας επιτρέπει τη διείσδυση στην προσπάθεια του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως να διαμορφώσει και διαδώσει ένα εξαιρετικά αντιφατικό μήνυμα: ότι ο ελληνισμός, αν δεν ήταν ταυτόσημος, ασφαλώς μπορούσε να συνυπάρξει με τον οικουμενισμό. Στην πορεία έγινε αντιληπτό ότι μεσσιανισμοί τέτοιου είδους δεν συνάδουν με εθνικά κράτη. Χρειαζόμαστε περισσότερες τέτοιες μελέτες, που επιτρέπουν την εκ των έσω ματιά τόσο στη ζωή όσο και στη δραστηριότητα κληρικών. Χρειαζόμαστε δηλαδή περισσότερη θρησκευτική ιστορία από ιστορικούς.
* Ο Ν. Χρυσίδης είναι καθηγητής ρωσικής ιστορίας στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο Νοτίου Κονέκτικατ των ΗΠΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου