30/4/22

Χούντα και Κυπριακό: Ερωτήματα χωρίς απαντήσεις

Της ΕΛΕΝΗΣ ΚΟΥΚΗ

ΑΛΕΞΗΣ ΠΑΠΑΧΕΛΑΣ, Ένα σκοτεινό δωμάτιο, 1967-1974, Μεταίχμιο, Αθήνα 2021, σελ. 632

Στη δεκαετία του 1990, ο Αλέξης Παπαχελάς ανέλαβε να συνεχίσει μια σημαντική μεταπολιτευτική παράδοση, του δημοσιογράφου που, παράλληλα με την τρέχουσα έρευνά του, συγκεντρώνει στοιχεία και καταγράφει την ιστορία της δικτατορίας της 21ης Απριλίου. Ενώ ακόμη ήταν ανταποκριτής στις ΗΠΑ, απέκτησε πρόσβαση στα μόλις αποχαρακτηρισμένα έγγραφα των αμερικανικών υπηρεσιών, προχωρώντας στη συγγραφή του πρώτου και πολύ γνωστού βιβλίου του, Ο βιασμός της ελληνικής δημοκρατίας, σχετικά με το πραξικόπημα του 1967 και το κεφαλαιώδες πολιτικό ζήτημα του αν αυτό σχεδιάστηκε ή υποστηρίχθηκε με οποιονδήποτε τρόπο από τις ΗΠΑ.
Στο πρόσφατο βιβλίο του ο Αλέξης Παπαχελάς μετατοπίζει το ενδιαφέρον του από την αρχή στο τέλος της δικτατορίας, την επέμβαση του Δημήτρη Ιωαννίδη στην Κύπρο, που οδήγησε στην τουρκική εισβολή, αλλά και στην κατάρρευση της δικτατορίας στην Ελλάδα. Το κεντρικό νήμα είναι και πάλι το μεγάλο ερώτημα της αμερικανικής εμπλοκής. Επιπλέον, προκειμένου να εξηγήσει πώς ο Ιωαννίδης έφτασε να είναι ο ισχυρός άντρας στην Ελλάδα, κάνει μια αναδρομή σε όλη την επταετία, εστιάζοντας στην ταραγμένη δυναμική της σχέσης του με τον Γεώργιο Παπαδόπουλο. Έτσι, το βιβλίο αποτελεί μια συνολική αφήγηση της δικτατορίας του 1967.
Η σύγκριση ανάμεσα στα δύο βιβλία δείχνει τις διαφορές που έχουν επέλθει στη δημοσιογραφική γραφή από τη δεκαετία του 1990. Στον Βιασμό ο Παπαχελάς εστίαζε στο «έγγραφο» που θα θεμελίωνε τον ισχυρισμό για αμερικανική επέμβαση. Το ύφος ήταν πιο στακάτο και καταγγελτικό, σαν πρωτοσέλιδο εφημερίδας. Στο Σκοτεινό δωμάτιο υπάρχουν πολύ περισσότερες αποχρώσεις, μια περίπλοκη επεξεργασία των δεδομένων που συγκέντρωσε στη μακρά του έρευνα, και ακόμη μια έμφαση στην αφήγηση, στο story-telling, που του επιτρέπει να γίνει πιο προσωπικός και να ενσωματώσει την ίδια τη διαδικασία της έρευνάς του μέσα στο βιβλίο. Οι εισαγωγικές σελίδες που περιγράφει τις πολυετείς και τελικά άκαρπες προσπάθειές του να αποσπάσει μια δήλωση από τον Χένρι Κίσινγκερ θα έκαναν ακόμη και τον Ναμπόκοφ να χαμογελάσει ευχαριστημένος διαβάζοντάς τις.
Αντί να αναζητά το «άγιο δισκοπότηρο», δηλαδή το έγγραφο που θα επιβεβαιώσει τελεσίδικα ότι η Αμερική αναμείχθηκε ή δεν αναμείχθηκε, ο Παπαχελάς στρέφεται στη λεπτομερειακή καταγραφή των επαφών της Χούντας με τους Αμερικανούς αξιωματούχους, ανασυστήνοντας το μωσαϊκό των σχέσεων και αναζητώντας τις περίπλοκες διαδρομές των πληροφοριών που η μία πλευρά έστελνε στην άλλη. Το Σκοτεινό δωμάτιο βασίζεται σε συστηματική έρευνα στα αμερικάνικα αρχεία, και σε συνεντεύξεις που ο ίδιος πραγματοποίησε με ανθρώπους που συμμετείχαν στα γεγονότα. Ωστόσο, στα 2022 αυτό δεν είναι πλέον μια αποκλειστικότητα. Υπάρχουν ήδη αρκετές έρευνες, και μάλιστα πολύ συστηματικές, αλλά και πάρα πολλές εκδόσεις από την πλευρά των πρωταγωνιστών. Από αυτή την άποψη, λίγα από τα στοιχεία που παρουσιάζονται αποτελούν «αποκάλυψη». Αντίθετα, η μεγάλη αρετή του βιβλίου έγκειται στο ότι συνοψίζει όλη αυτή την καινούργια γνώση που παρήχθη τα τελευταία τριάντα χρόνια και τη μεταβολίζει σε μια πλούσια αφήγηση, που φιλοδοξεί να αναπαραστήσει την περίπλοκη, αυθαίρετη και ασταθή αρχιτεκτονική εξουσίας του καθεστώτος της 21ης Απριλίου και των διπλωματικών του επαφών.
Σε αντίθεση με μια εδραιωμένη αντίληψη, όπου η Αμερική υπήρξε ο puppet master, και μάλιστα με προδιαγεγραμμένο σχέδιο, και η χούντα το πειθήνιο ανδρείκελό της, ο Παπαχελάς καταγράφει ένα πολυπολικό σύμπαν, που η παρέμβαση και η εξάρτηση υπήρξαν βασικές σταθερές, μέσα όμως σε ένα ασταθές πλαίσιο, συνεχώς υπό αναδιαμόρφωση, με εξωθεσμικούς ενδιάμεσους. Το ονόματα του Τομ Πάπας και του Γκας Αβρακώτου, για παράδειγμα, μας είναι πολύ γνωστά από παλιά, κατά κανόνα, όμως, η αναφορά τους γινόταν μέσα σε ένα πλαίσιο μύθου και συνωμοσιολογίας. Εδώ όμως έχουμε μια από τις πιο ψύχραιμες προσπάθειες καταγραφής του ειδικού τους βάρους ως ενδιάμεσων ή ακόμη και ως παράκεντρων εξουσίας που σε κρίσιμες στιγμές προκάλεσαν γεγονότα.
Το Σκοτεινό δωμάτιο μας δείχνει ότι η ήδη περίπλοκη επικοινωνία μεταξύ του καθεστώτος της Αθήνας και των ΗΠΑ αποσταθεροποιήθηκε πλήρως μετά την ανατροπή του Παπαδόπουλου, όταν ο Ιωαννίδης ανέλαβε τον ρόλο του νέου ισχυρού, αλλά αφανούς ηγέτη του κράτους. Εν μέρει ο Παπαχελάς προβάλλει ως κύρια αιτία της κυπριακής τραγωδίας τις παρεξηγήσεις της επικοινωνίας, όχι όμως ως «στιγμιαίο ατύχημα» αλλά ως εγγενές στοιχείο του τρόπου με τον οποίο το δικτατορικό καθεστώς ανέπτυξε πολιτική σχετικά με τα λεγόμενα εθνικά θέματα. Ως προς την αμερικανική πλευρά, προσκομίζει στοιχεία που δείχνουν ότι οι ΗΠΑ δεν επιθυμούσαν καμία εμπλοκή στο Κυπριακό, και προσπάθησαν σταθερά να αποτρέψουν τον Ιωαννίδη από κάτι τέτοιο. Στη συνέχεια, όμως, όταν το πραξικόπημα στην Κύπρο πραγματοποιήθηκε, χειρίστηκαν την κατάσταση εις βάρος της ελληνικής πλευράς, με πρώτο γνώμονα την αποφυγή ενός διεθνούς επεισοδίου που θα επέτρεπε την παρέμβαση της ΕΣΣΔ. Επίσης, δείχνει ότι αυτό που συχνά καταγγέλλεται ως επέμβαση των Αμερικανών στην Κύπρο, στην ουσία είναι καταγγελία του ακριβώς αντίθετου, ότι οι Αμερικανοί δεν επενέβησαν τελικά πυροσβεστικά και προς όφελος της Ελλάδας, όπως είχαν κάνει το 1964 και το 1967.
Το βιβλίο φιλοδοξεί να εμβολίσει ένα πυκνό στρώμα υποθέσεων, φημών, θεωριών για το τι συνέβη το 1974, και να αποκαταστήσει τη σειρά των γεγονότων. Παρά την εργώδη προσπάθεια, όμως, και πάλι αφήνει τα πιο σημαντικά ερωτήματα αναπάντητα. Υπήρξε κάποιο είδος ανεπίσημης διαβεβαίωσης προς τον Ιωαννίδη ότι οι ΗΠΑ συμφωνούσαν με την ανατροπή του Μακαρίου; Ακόμη, υπήρξε κάποια προσυνεννόηση του Έλληνα δικτάτορα με την τουρκική κυβέρνηση προκειμένου να προχωρήσουν σε έναν ελεγχόμενο διαμελισμό της Κύπρου, δηλαδή τη λεγόμενη διπλή ένωση; Ο συγγραφέας αναγνωρίζει ότι η απάντηση των παραπάνω ερωτημάτων αποτελεί κλειδί για την ανάγνωση των γεγονότων του Ιουλίου του 1974 και παραδέχεται ότι δεν έφτασε σε τελεσίδικη απάντηση.
Καθώς τελείωνα το βιβλίο, σκεφτόμουν ότι το σταμάτημα της επίσημης έρευνας για το Κυπριακό το 1975 είναι που συνεχίζει να γεννά ερευνητικές προσπάθειες όπως αυτή του Παπαχελά, αλλά και ο λόγος για τον οποίο αυτές καταλήγουν στη διαπίστωση ότι ποτέ δεν θα μπορέσουμε να μάθουμε τι ακριβώς συνέβη τότε, ότι το δωμάτιο της εξουσίας που διαχειρίστηκε την κρίση θα μείνει για πάντα σκοτεινό. Προφανώς, ακόμη και το 1975 να είχε προχωρήσει η έρευνα, δεν θα είχαμε καταλήξει σ’ ολόκληρη την αλήθεια, όχι μόνο γιατί οι πολιτικές προτεραιότητες της εποχής (που τελικά οδήγησαν και στο κλείσιμο της έρευνας) θα αποτελούσαν τα αυτονόητα προσκόμματα αλλά και γιατί, ούτως ή άλλως, δεν υπάρχει αυτό που περιγράφουμε ως «ολόκληρη η αλήθεια». Ωστόσο, η ολοκλήρωση τότε μιας δίωξης κατά τα πρότυπα των δικών των πρωταιτίων ή του Πολυτεχνείου, θα είχε λειτουργήσει σαν μια μεταβατική διαδικασία που θα αποσυμπίεζε την αγανάκτηση, την απορία, την αίσθηση ότι τα πράγματα έγιναν ερήμην των άμεσα ενδιαφερόμενων, και δεν θα είχε παραδώσει το φάκελο της Κύπρου στη σφαίρα του μύθου και των θεωριών συνομωσίας. Το βιβλίο του Παπαχελά προσπάθησε με συνέπεια να ελέγξει όλες αυτές τις φήμες, και έφτασε ώς εκεί που ερευνητικά είναι δυνατό. Η μεγαλύτερη του όμως δύναμη είναι ότι για να το κάνει προχώρησε σε μια ανασύσταση της εποχής που προσφέρει πολλές αφετηρίες για να συζητήσουμε τι υπήρξε η Χούντα, ή ακόμη και για να διαφωνήσουμε.

* Η Ελένη Κούκη είναι ιστορικός

Στέφανος Ρόκος, Θόρυβος, μεικτή τεχνική σε χαρτί, 30 x 35 εκ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: