13/3/22

Η αναβίωση ενός δυτικού κόμπλεξ

Του Κώστα Βούλγαρη

Κανείς δεν σκέφτηκε να αμφισβητήσει την ευρωπαϊκότητα του Πούσκιν, του Ντοστογιέφσκι, του Γκόγκολ ή των μεγάλων ρώσων συνθετών του κατ’ εξοχήν ευρωπαϊκού είδους, της κλασικής μουσικής, παρά μόνο κάποιοι ελάχιστοι γραφικοί, συνήθως ανατολικοί ορθόδοξοι χριστιανοί. Αντίθετα, όλοι οι σοβαροί μελετητές, με προεξάρχοντα στα καθ’ ημάς τον Εμμανουήλ Ροΐδη, αντιμετώπισαν τη ρωσική τέχνη ως αναπόσπαστο μέρος της ευρωπαϊκής, ο δε Ροΐδης διέκρινε το προωθημένο της γραφής του Ντοστογιέφσκι, έναντι των μεγάλων γάλλων, άγγλων και άλλων πεζογράφων της εποχής του, την υπέρβαση της λογοτεχνικής γλώσσας εκείνων, μέσα στη διαδικασία του ευρωπαϊκού καλλιτεχνικού γίγνεσθαι.
Όμως, στα χρόνια του μοντερνισμού τα υπέρτερα –σε αριθμό, σε ποικιλία πεδίων, σε κοινωνική παρεμβατικότητα– καλλιτεχνικά κινήματα της «ρώσικης πρωτοπορίας», ποιοτικά δε, όσον αφορά το «φέρον φορτίο τους», τουλάχιστον ανάλογα με εκείνα της δυτικής Ευρώπης, αποσιωπήθηκαν συστηματικά, εξωθήθηκαν από τον αφηγηματικό ορίζοντα του ευρωπαϊκού μοντερνισμού.
Γιατί η συμμετοχή τους στην επαναστατική κοσμογονία, από το 1905 έως το 1930, θάμπωνε τον ρητορικό και συχνά fake επαναστατισμό των αντίστοιχων μοντερνιστικών κινημάτων της δυτικής Ευρώπης, και χαλούσε το αφήγημα της αποκλειστικότητας της «προόδου» που εκπορευόταν από τις αντίστοιχες χώρες. Γιατί αφού ο μοντερνισμός ταυτίστηκε με την πρόοδο, ήταν μείζον το διακύβευμα της κοινωνικής αναφοράς του, στην αστική ή στη σοσιαλιστική προοπτική.
Κι ας «ανακάλυψε» η γαλλική διανόηση –μέσω δύο βουλγάρων που είχαν πρόσβαση σε εκείνο τον μοντερνισμό–, τον Μιχαήλ Μπαχτίν στη δεκαετία του 1960, το έργο του οποίου έδωσε πρωτόγνωρη ώθηση και νέα πεδία στη λογοτεχνική και εν γένει θεωρία και τις αντίστοιχες σπουδές. Μέχρι το 1989 και τη συνακόλουθη πτώση των καθεστώτων, τα κινήματα της «ρώσικης πρωτοπορίας» μόνο σαν επισημειώσεις αναφέρονταν στις αφηγήσεις του μοντερνισμού. Ο οποίος, ερήμην των αισθητικών αιτούμενών του, κατέληξε άθυρμα των πολιτικών σκοπιμοτήτων και της κρατικής ισχύος κάθε χώρας.
Μετά την πτώση των καθεστώτων του «υπαρκτού», πολυάριθμοι ήταν όσοι ενέσκηψαν και συνέρρευσαν εκεί, είτε να λεηλατήσουν τα ερείπια είτε να βρουν έκτακτα, «ιθαγενή» σπαράγματα μιας άλλης εποχής, που πλέον ήταν πολιτικά ηττημένη. Οι σχετικές εικόνες και τα καλλιτεχνικά έργα ήσαν όμως πολλά και σημαντικά, τόσα πολλά και τόσο σημαντικά που η ζυγαριά, στο ισοζύγιο του μοντερνιστικού σύμπαντος, άρχισε να γέρνει εντυπωσιακά τα τελευταία χρόνια, χωρίς πια να υπάρχει το άλλοθι του πολιτικού κινδύνου που θα δικαιολογούσε, για άλλη μια φορά, την αποσιώπηση. Χωρίς πια να λειτουργεί η ρετσινιά τής εξόχως και μεροληπτικά δαιμονοποιημένης «στράτευσης», αφού ακόμα και τα έργα τής κατ’ εξοχήν υπαγμένης στον πολιτικό ακτιβισμό ζωγράφου, Λιουμπόβ Πόποβα, επιβάλλονται σήμερα με την ποιότητα και την πρωτοτυπία της εικαστικής γλώσσας τους. Το πράγμα λοιπόν πήγαινε να «ξεφύγει», θαμπώνοντας και υπονομεύοντας τις αφηγήσεις και τις βεβαιότητες του πάλαι ποτέ «ελεύθερου κόσμου».
Τώρα όμως, η τυχοδιωκτική πολιτική του Πούτιν και η εισβολή στην Ουκρανία έδωσε ένα ισχυρό άλλοθι, ώστε να βγει πάλι την επιφάνεια εκείνο το παλαιό κόμπλεξ, απέναντι σε εκείνη την τέχνη και εκείνη την επιστήμη, δηλαδή απέναντι στο άλλο ήμισυ του ευρωπαϊκού μοντερνισμού. Αυτό που συμβαίνει σήμερα στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, το εμπάργκο σε οτιδήποτε προέρχεται από την Ρωσία, δεν εξηγείται αλλιώς, παρά μόνο από την αναζωπύρωση εκείνου του κόμπλεξ, μαζί με το πολιτικό-ιδεολογικό του υπόβαθρο. Τι κι αν το σημερινό καθεστώς στην Ρωσία δεν έχει καμία σχέση με την αριστερά, αλλά βρίσκεται στον αντίποδά της; Αυτή η αντίληψη της απαγόρευσης έχει και αναδρομικό χαρακτήρα... Και είναι μια αντίληψη απολύτως ολοκληρωτική. Ο δε Πούτιν κάνει ό,τι μπορεί, ώστε να εξορίσει και πάλι την μεγαλειώδη τέχνη που άνθισε στη χώρα του, την επιστήμη, και μαζί τον πολιτισμό και την κοινωνία της χώρας του, στο ημίφως της Ανατολής. Η δε Ευρώπη, λειψή και πάλι, ακρωτηριασμένη.

Ιβάν Κλιούν, Πορτρέτο της γυναίκας του καλλιτέχνη, 1910, ακουαρέλα, κάρβουνο και μολύβι σε χαρτί, 34.2 × 29.1 εκ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: