27/3/22

Για τον Σπύρο Ασδραχά

Ludwig Köllnberger, Έλληνες και Βαυαροί στρατιώτες σε ώρα ανάπαυλας, 1834, υδατογραφία σε καφετί χαρτί, επικολλημένη σεχαρτόνι, 15 x 17,5 εκ. 

Του Χρήστου Λούκου*

ΔΗΜΗΤΡΗΣ Δ. ΑΡΒΑΝΙΤΑΚΗΣ, Σπύρος Ι. Ασδραχάς, 1933-2017. Εργογραφία και δοκιμή βιογραφίας, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας - Εκδόσεις Θεμέλιο, σελ. 422

Οφείλουμε πολλές χάριτες στον Δημήτρη Αρβανιτάκη που με τόση επίμονη έρευνα και διεισδυτικό βλέμμα περιέγραψε την επιστημονική και πολιτική πορεία του Σπύρου Ασδραχά, αναμφίβολα ενός από τους κορυφαίους ιστορικούς μας των τελευταίων 100 χρόνων. Ο όρος ιστορικός, που ήταν η κύρια ιδιότητά του, είναι περιοριστικός της ποικίλης δράσης του. Πρόκειται για έναν οργανικό διανοούμενο που, με όπλο τον ιστορικό χρόνο, αποτύπωσε σε πολλές δράσεις το δικό του μοναδικό στίγμα και την ευαισθησία του. Ποιος δεν ωφελήθηκε από τα όσα έγραψε για την οικονομία και κοινωνία των ελληνικών χωρών επί Λατινοκρατίας και Τουρκοκρατίας, για τον νησιωτικό χώρο, για τους κλεφταρματωλούς και την πρωτόγονη επανάσταση, για τις εικόνες του Μακρυγιάννη, τις προτάσεις του για τα εφόδια του ιστορικού στη δουλειά του και άλλα πολλά και ποικίλα; Λέγαμε ότι τα κείμενά του ήταν δύσκολα, αλλά όποιος λίγο επέμενε, όποιος δεν δίσταζε να τα ξαναδιαβάσει, γρήγορα ανακάλυπτε τον πλούτο των γνώσεων και των επιχειρημάτων που σε αυτά περιέχονταν, άνοιγαν οι νοητικοί του ορίζοντες.
Ο Αρβανιτάκης δούλεψε σε δύο επίπεδα. Στο πρώτο, την εργογραφία, μας έδωσε μια εξαντλητική βιβλιογραφία. Τι έγραψε ο Ασδραχάς: βιβλία, άρθρα σε περιοδικά και συλλογικούς τόμους, σε εφημερίδες, σε κάθε μορφής έντυπο ή συνεντεύξεις του, ώστε έχουμε όλο το συγγραφικό του έργο, με αποθησαυρισμένες επίσης τις σχετικές βιβλιοκρισίες, που μαζί με τα αφιερώματα στο έργο του μαρτυρούν για την υποδοχή του. Δεν χρειάζεται πολλή σκέψη για να καταλάβουμε ότι αυτή η συναγωγή χρειάστηκε γνώση, επιμονή και υπομονή για να εντοπιστούν και να παρουσιαστούν 724 τίτλοι από πολλά και διάσπαρτα έντυπα για την περίοδο 1953-2022. Τα όσα ο Αρβανιτάκης κατέγραψε, όλα σχεδόν από αυτοψία, τα ψηλάφισε, άλλα τα διάβασε πάλι ή για πρώτη φορά, και έτσι μπόρεσε, στο δεύτερο επίπεδο, στη δοκιμή βιογραφίας, να μας σκιαγραφήσει, με τόση ικανότητα, την πορεία του Ασδραχά, όπως κυρίως αποτυπώθηκε στα ιστορικά του έργα, τη διδασκαλία του, την πολιτική του δράση.
Αναδείχθηκε έτσι πρώτα η διαμόρφωση του Ασδραχά στο πλούσιο πνευματικό περιβάλλον της Λευκάδας, καθώς και τα πρώτα ιστορικά κείμενά του, κυρίως στην Επιθεώρηση Τέχνης, όταν φοιτητής στη Φιλοσοφική Σχολή είχε εγκατασταθεί στην Αθήνα. Ξεχωρίζει εδώ η έκδοση, το 1957, των Απομνημονευμάτων του Μακρυγιάννη, την οποία όποιος χρησιμοποιεί εντυπωσιάζεται πάντα με την ωριμότητα που έχει σε αυτό το εγχείρημα ο 24χρονος ιστορικός. Δεν είναι τυχαίο ότι λίγα χρόνια μετά ο Κ.Θ. Δημαράς τον εντάσσει σε εκείνη τη δυναμική ερευνητική ομάδα, στο Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών (ΚΝΕ) του ΕΙΕ, που με νέα ερωτήματα αναζητά τεκμήρια, κυρίως για τον ελληνικό Διαφωτισμό. Παράλληλα με αυτή τη συλλογική προσπάθεια, ο Ασδραχάς επιλέγει σταδιακά τα ερευνητικά αντικείμενα που περισσότερο θα τον απασχολήσουν: η οικονομία και κοινωνία των κατακτημένων στους τελευταίους πριν το 1821 αιώνες, όπως αποτυπώνεται κυρίως στον νησιωτικό χώρο, αλλά όχι μόνον σ’ αυτόν.
Μετά τις δύο πρώτες πατρίδες, τη Λευκάδα και την Αθήνα, ο Αρβανιτάκης παρακολουθεί τον Ασδραχά στην τρίτη του πατρίδα, το Παρίσι, από το 1965. Εδώ ο ιστορικός μας βρίσκεται στην καρδιά της περίφημης γαλλικής σχολής, που τόσο ανανέωσε τις ανθρωπιστικές σπουδές. Κοντά στον Ruggiero Romano και άλλους ιστορικούς και ανθρωπολόγους γύρω από το περιοδικό Annales d'histoire économique et sociale
θα διευρύνει και θα εμβαθύνει ακόμη περισσότερο την ιστορική του σκέψη και θα την εμπλουτίσει με νέες θεωρίες και ιστορικά παραδείγματα αντίστοιχα με τα ελληνικά. Μετά την απόκτηση του διδακτορικού του, θα διδάξει για πολλά χρόνια νεότερη ελληνική ιστορία στην École Pratique des Hautes Études (1974-1984) και στη Σορβόννη (1982-1998). Σε πολλές δεκάδες ανέρχονταν οι ακροατές των μαθημάτων του, ένας από αυτούς είχα την τύχη να είμαι κι εγώ. Ο Ασδραχάς δεν ήταν φειδωλός, σε σύγκριση με άλλους καθηγητές, στην ανάθεση διπλωματικών, κυρίως, εργασιών αλλά και διδακτορικών σε πολλούς Έλληνες που έρχονταν στο Παρίσι για μεταπτυχιακές σπουδές. Κατά τη δική του λογική, νομίζω ότι πρώτευε, αντί μιας αυστηρής επιλογής, η παροχή δυνατότητας σε περισσότερους ερευνητές να ξεφύγουν από τον ελληνοκεντρισμό των σπουδών τους και να διευρύνουν τη σκέψη τους. Εξάλλου, την περίοδο αυτή, μετά τη δικτατορία, γινόταν μια γενναία προσπάθεια για την ανανέωση των ιστορικών σπουδών και στην Ελλάδα. Εκτός από τις παραδόσεις του, ο Ασδραχάς πρόσφερε τις γνώσεις του γενναιόδωρα σε κατ’ ιδίαν συναντήσεις και σε συζητήσεις που συχνά, σε βραδινές εξόδους, διαρκούσαν ώς το πρωί. Μια του επισήμανση, μια υπόδειξη για έρευνα και διάβασμα, άνοιγε νέες προοπτικές στη σκέψη των συνομιλητών του.
Όταν ο Ασδραχάς επέστρεψε στην Ελλάδα, διατήρησε για αρκετό διάστημα και τις παραδόσεις του στη Σορβόννη. Το βάρος δόθηκε τώρα σε ερευνητικούς και διδακτικούς στόχους στο πλαίσιο πάλι του Κέντρου Νεοελληνικών Ερευνών του ΕΙΕ, όπου υπήρξε διευθυντής ερευνών. Πολλές και πολλοί, κάθε ηλικίας και σπουδών, παρακολούθησαν τους κύκλους των σεμιναρίων του, όπως αυτό για τη «Βίωση και καταγραφή του οικονομικού», με βάση τη μαρτυρία κυρίως των απομνημονευμάτων για το 1821 (1994-1995). Επωφελήθηκε από τις γνωριμίες και διασυνδέσεις του για την οργάνωση διεθνών συνεδρίων με τη συμμετοχή σημαντικών ξένων ιστορικών. Υπήρξε από τους κύριους συντελεστές του ερευνητικού και εκδοτικού προγράμματος του Ιστορικού Αρχείου της Εθνικής Τράπεζας και του Ιστορικού Αρχείου της Νέας Γενιάς, συνεκδότης του περιοδικού Τα Ιστορικά, ιδρυτικό μέλος των ΑΣΚΙ, αντιπρόεδρος και πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου τους. Μετείχε στην ίδρυση του Ιστορικού Τμήματος του Ιονίου Πανεπιστημίου, αν και, δυστυχώς, οι πρωτοποριακές απόψεις του για το πώς αυτό θα έπρεπε να οργανωθεί δεν εισακούστηκαν.
Όλα αυτά και πολλά άλλα αναλύονται διεξοδικά από τον Αρβανιτάκη στη δεύτερη ενότητα της βιογραφίας του, με τίτλο «Θεσμοί - Παρεμβάσεις - Συνθέσεις», ενώ παρουσιάζονται και οι βασικές θέσεις και οι στόχοι του Ασδραχά στις μεγάλες ιστοριογραφικές συνθέσεις του: Μηχανισμοί της αγροτικής οικονομίας στην Τουρκοκρατία, ΙΕ΄-ΙΣΤ΄ αιώνας (1978), Η οικονομική δομή των βαλκανικών χωρών στα χρόνια της Οθωμανικής κυριαρχίας, ιε΄-ιθ΄αι. (1979), Ελληνική κοινωνία και οικονομία, ιη΄ και ιθ΄ αι. Υποθέσεις και προσεγγίσεις (1982), Ζητήματα ιστορίας (1983), Οικονομία και νοοτροπίες (1988). Στη τρίτη και τελευταία ενότητα, «Η ιστορία - Ο ιστορικός - Ο πολίτης», ο Αρβανιτάκης στέκεται περισσότερο στο τι επιδίωκε ο Ασδραχάς με τα έργα του, είτε αυτά ήταν ιστορικές πραγματείες είτε, και κυρίως, κείμενα μεθοδολογικού χαρακτήρα που καταχωρίζονταν σε ιστορικά περιοδικά ή αποτελούσαν παρεμβάσεις του σε έντυπα ευρύτερης κυκλοφορίας (περιοδικά Αντί και Πολίτης, εφημερίδες Αυγή, Καθημερινή και αλλού). Βασική του επιδίωξη ήταν να αναγάγει τη ιστορία σε πολιτισμικό αίτημα, να τονίσει τον ανατρεπτικό ρόλο της, ότι ως τέτοια είναι πολιτική πράξη. Επέμεινε, όπως τονίζεται, στην «αποϊδεολογικοποίηση» της ιστορίας και στην «επιστημονικοποίησή» της. Υπερασπίστηκε μια ισορροπία μεταξύ θεωρίας και μελέτης των τεκμηρίων (όπου πρωτεύον είναι η αποκωδικοποίηση της ιστορικής λογικής τους) και επισήμανε τους κινδύνους από μια υπερβολική χρήση της μίας εις βάρος της άλλης.
Σκιαγράφησα το περιεχόμενο του βιβλίου. Ο αναγνώστης θα έχει την τύχη να διαπιστώσει με τι γνώση, υπευθυνότητα και ερευνητικό πάθος ο Αρβανιτάκης αναδεικνύει το έργο του ιστορικού και μάχιμου πολίτη Σπύρου Ασδραχά. Περιορίζομαι σε μία μόνο, από τις πολλές κρίσεις του: «Ο μειλίχιος αυτός άνθρωπος ήταν παντού, οικοδομώντας, μέσω μιας ποιητικής της γλώσσας, ένα στιβαρό, ανυποχώρητο όσο και ιδιότυπο, σαφώς αναγνωρίσιμο είδος δημόσιου ιστορικού λόγου: παρεμβατικού».

* Ο Χρήστος Λούκος είναι ομότιμος καθηγητής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Κρήτης

Δεν υπάρχουν σχόλια: