20/2/22

Ο «διανοούμενος ρατσισμός»

Της Κωστούλας Μάκη*

Ο Χρήστος Χωμενίδης, πρόσφατα βραβευμένος με το Ευρωπαϊκό Βραβείο Μυθιστορήματος, δημοσιεύει στην ηλεκτρονική σελίδα Capital.gr ένα άρθρο με τίτλο «No man is an island». Χρησιμοποιώντας τον εμβληματικό και υπερχρησιμοποιημένο τελευταία στίχο του άγγλου ποιητή Τζον Ντον, ο Χωμενίδης από τη θέση του «υπεύθυνου συγγραφέα/διανοούμενου», ο οποίος επιθυμεί να ευαισθητοποιήσει την κοινή γνώμη, κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για τις συνέπειες που θα πλήξουν την ανθρωπότητα από την ανεύθυνη παγκόσμια διαχείριση των κλιματικών αλλαγών.
Έχει ενδιαφέρον το πώς στην αρθρογραφία του συνδυάζει την πολιτική προπαγάνδα με λόγους που οικοδομούνται με βάση τη θέση υποκειμένου του «ορθολογιστή προοδευτικού συγγραφέα», ο οποίος εκθέτει με ισχυρή επιχειρηματολογία τα κακώς κείμενα της εποχής του. Το συγκεκριμένο άρθρο θα ήταν αδιάφορο αναλυτικά, αν επρόκειτο απλώς για μια σωτηριολογική επίκληση με λυρικά/ηθικά στοιχεία. Το κείμενο αποκτά ιδιαίτερο λογο-αναλυτικό ενδιαφέρον, στο πλαίσιο του πώς υποστηρίζει ζητήματα εθνικής καθαρότητας. Γιατί η περίφημη φράση «δεν είμαι ρατσιστής, αλλά…» οδηγεί προφανώς στη διαπίστωση ότι οι ρατσιστές δεν είναι οι «τερατώδεις άλλοι». Αντίθετα, ο ρατσισμός, ηθικά και κοινωνικά επιλήψιμος στο πλαίσιο του ορθολογισμού και της προόδου, κατασκευάζεται κοινωνικά στον λόγο του Χωμενίδη με σύνθετες επιχειρηματολογικές γραμμές.
Το άρθρο ξεκινά μια ενδελεχή δραματική παράθεση επιχειρημάτων για τις καταστροφικές συνέπειες, που θα αντιμετωπίσουμε, από τις ανεπαρκείς πολιτικές διαχείρισης της οικολογικής κρίσης. Η χρήση του πρώτου πληθυντικού κατασκευάζει στον λόγο «τους πολίτες όλου του κόσμου», ανεξαρτήτως χαρακτηριστικών, οι οποίοι θα υποστούν ισότιμα τις συνέπειες.
Στη συνέχεια, μιλά για την επέλαση της ανεργίας, εξαιτίας της ανεξέλεγκτης χρήσης της τεχνολογίας, με τρόπους που επιβεβαιώνουν λογοθετικά ότι δεν εκφράζει απλώς την υποκειμενική του άποψη, αλλά στηρίζει όσα λέει σε αντικειμενικά δεδομένα. Μέσα από μια λεπτομερή λίστα, παραθέτει διάφορα επαγγέλματα, με διαφορετικά ταξικά, κοινωνικά, οικονομικά χαρακτηριστικά, για να καταλήξει στη δραματική κλιμάκωση ότι όλοι μας θα καταλήξουμε παρίες, και τίποτα τελικά δεν μπορεί να ανατρέψει την καταστροφή αυτή. Προκειμένου να μην κατηγορηθεί ως καταστροφολόγος και υπερβολικός, ο Χωμενίδης αναφέρει, ως γνώστης των πιθανών λύσεων που θα μπορούσαν να αντιπροταθούν, ότι ακόμα και η εφαρμογή του κατώτατου εγγυημένου εισοδήματος δεν επαρκεί για να σταματήσει την εξαθλίωση.
Όλες αυτές οι ακραίες διατυπώσεις, οι οποίες κλιμακώνονται για να περιγράψουν το ζοφερό μέλλον της ανθρωπότητας σε όλα τα επίπεδα, και που σκοπεύουν στην κινητοποίηση των αντανακλαστικών των υπεύθυνων πολιτών/αναγνωστών, συνεχίζονται με κριτική στην τεχνολογία, την τεχνητή νοημοσύνη και τα social media. Ο Χωμενίδης, με τη διατύπωση ρητορικών ερωτημάτων, σαρκάζει τους «ανάλγητους» χρήστες των κοινωνικών δικτύων (youtubers και influencers), διατυπώνοντας παράλληλα ηθικές μομφές. Συνεχίζει, προλαβαίνοντας τις αντιρρήσεις, υποστηρίζοντας ότι όσοι «αισιόδοξοι» απαντήσουν με ευχολόγια, που περιλαμβάνουν τη διά βίου μάθηση, τη συμπερίληψη, την αποφυγή του εθνολαϊκισμού και της συνωμοσιολογίας, δεν έχουν επίγνωση της πραγματικότητας. Μέχρι λοιπόν αυτό το σημείο, ο συγγραφέας υιοθετεί περίτεχνα τη θέση του υποκειμένου του διανοούμενου, που ξέρει ότι μπορεί να κατηγορηθεί ως απαισιόδοξος, κινδυνολόγος, ή ακόμα και ως οπαδός αοριστολογικών «δηλητηριωδών θεωριών συνομωσίας» για την καταστροφή του κόσμου. Ο σύνθετος συνομιλιακά τρόπος που «χτίζει» την επιχειρηματολογική του γραμμή δημιουργεί απανωτά «εμβόλια κατά του διακυβεύματος», ώστε να αποφύγει να κατηγορηθεί για όλα τα παραπάνω. Αντίθετα, υιοθετεί, τη θέση του γνώστη διανοούμενου, που θέλει να προβληματίσει, να ενημερώσει και να κινητοποιήσει όλους τους αναγνώστες που πιθανά δεν μπορούν να προβλέψουν τις συνέπειες που θα βιώσουν όλοι οι πολίτες του κόσμου.
Με τον ίδιο δραματικό επιχειρηματολογικό τόνο, ο Χωμενίδης συνεχίζει με αναφορές στη αύξηση του πληθυσμού του πλανήτη, για να καταλήξει στο πιο ενδιαφέρον μέρος του άρθρου. Παρατηρεί λοιπόν ότι «Με την παγκοσμιοποίηση, με την ψηφιακή επανάσταση, οι πληθυσμοί του πάλαι ποτέ Τρίτου Κόσμου αντίκρισαν τη δυτική καταναλωτική ευδαιμονία». Και συνεχίζει με μελοδραματικό ύφος, δηλώνοντας την κατανόησή του: «Πώς να αρκεστούν πλέον στις σκυφτές, τις απίθανα στερημένες ζωές των γονιών τους; Πώς να μη διεκδικούν με εξεγέρσεις, με μαζικά μεταναστευτικά κύματα, μια ανεκτή καθημερινότητα;». Ο συγγραφέας λοιπόν, αρχικά αναγνωρίζει το δικαίωμα διεκδίκησης μιας καλύτερης ζωής. Όντας όμως πραγματιστής, συνεχίζει με την στατιστική πρόβλεψη ότι το 2050 ο πληθυσμός της Αφρικής θα υπερδιπλασιαστεί, από τα 1,3 δισεκατομμύρια που είναι το 2021. Τα αριθμητικά στοιχεία πιστοποιούν εδώ πως ο Χωμενίδης είναι αντικειμενικός και δεν εκφέρει απλώς την υποκειμενική του άποψη. Η εκφορά όμως λόγου που ακολουθεί συγκροτεί έναν ρατσιστικό λόγο, ο οποίος δεν προέρχεται από έναν ακροδεξιό φονταμενταλιστή χριστιανό, αλλά από έναν συγγραφέα που δηλώνει προοδευτικός: «Εάν δεν ευημερήσει στοιχειωδώς η μαύρη ήπειρος ώστε να συγκρατήσει τους ανθρώπους της, η Ευρώπη -όπως το είχε προφητέψει ο Ουμπέρτο Έκο- θα αλλάξει χρώμα.»
Επομένως, στο πλαίσιο των κλιματικών αλλαγών ένας άλλος ισχυρός κίνδυνος είναι ότι θα αλλάξει το χρώμα της Ευρώπης, από λευκό σε μαύρο. Επιπλέον, η ευθύνη για την «καταστροφή» αυτή ανήκει στη «μαύρη ήπειρο», η οποία οφείλει να συγκρατήσει στα εδάφη της «τους ανθρώπους της». Αν στις προηγούμενες παραγράφους δεν μας έσωζε καμιά πολιτική παρέμβαση, που θα έρθει αργά και δεν θα μπορεί να αναστρέψει την καταστροφή, στην περίπτωση αυτή υποδεικνύει μια πολιτική παρέμβαση, και την καθιστά υπεύθυνη να συγκρατήσει τον πληθυσμό εντός συνόρων, ώστε να μην «επιμολυνθεί» η Ευρώπη.
Ο Χωμενίδης θεωρεί ως μέγιστη καταστροφή την χρωματική μεταμόρφωση των Ευρωπαίων. Αναφέρει επίσης πως δεν θα μπορέσουν να σταματήσουν την «επέλαση» αυτή, όσοι «βαυκαλίζονται πως θα σταθούν ανάχωμα». Η αοριστολογική κατηγορική αναφορά σε όσους θα επιχειρήσουν να λειτουργήσουν ως «ανάχωμα» στην επέλαση των μαύρων κατοίκων της Αφρικής, γίνεται πιο συγκεκριμένη στις επόμενες γραμμές. Όσοι επιθυμήσουν να μην επιτρέψουν την άλωση αυτή, συντάσσονται με τα «δημοκρατικά μας κεκτημένα» και τις «χριστιανικές μας παραδόσεις». Κι εδώ η χρήση του πρώτου πληθυντικού κατασκευάζει τη διάκριση ανάμεσα σε όλους εμάς, για τους οποίους η δημοκρατία και ο χριστιανισμός εντάσσονται παραδοσιακά στην ιστορία μας, και στους άλλους, τους Αφρικανούς, που θα καταστρέψουν τον Ευρωπαϊκό πολιτισμό. Ο Χωμενίδης καταλήγει σαν απαισιόδοξος προφήτης, λέγοντας ότι η άλωση θα είναι οριστική, γιατί η ανάγκη των ανθρώπων της Αφρικής για νερό και τροφή θα τους οδηγήσει εκτός συνόρων, και στην «ανάγκη» αυτή «καμία επίκληση σε νόμους, καμία συνοριοφυλακή δεν της αντιστέκεται».
Και συνεχίζει με τη στηλίτευση της ανθρώπινης φύσης. Σε πρώτο πληθυντικό, ο συγγραφέας καταδικάζει τη «φύση μας» που αρνείται να αποδεχτεί την καταστροφή μέχρι να συμβεί. Από τα γενικά σχόλια για την ανθρώπινη φύση περνά στους Έλληνες και τη σχέση τους με τις ρίζες τους, για να καταλήξει πως «καλές οι ρίζες, κάλλιο ωστόσο οι ζωντανοί να ασχολούνται περισσότερο με τους ανθούς και τους καρπούς. Εφόσον θέλουν να παραμείνουν ζωντανοί». Αν και είναι μέλος της ανθρωπότητας και της ελληνικής κοινότητας, ο ίδιος διαφοροποιείται ως διανοούμενος από όσους «τυρβάζουν», και επίμονα κάνει συνεχόμενες εκκλήσεις υπέρ της ζωής και της ευθύνης.
Το άρθρο ολοκληρώνεται με τη χρήση ρητορικών ερωτημάτων σχετικά με την ηθική ευθύνη και την αλλαγή. «Πώς να προστατεύσουμε την ηθική -αν μη τι άλλο- ραχοκοκκαλιά μας;» διερωτάται. Για να απαντήσει με τον στίχο του Τζον Ντον, διατυπώνοντας το κοινότοπο δίδαγμα της συλλογικής ευθύνης, αφού κανείς άνθρωπος δεν είναι αυτάρκης.

*Η Κωστούλα Μάκη είναι κοινωνική ψυχολόγος

Ιάσων Μολφέσης, "Μπλε", 2001, ακρυλικό σε μουσαμά, 146,5 x 114 εκ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: