ΔΙΗΓΗΜΑ
Άποψη της έκθεσης του Δημήτρη Εφέογλου As I Came Through the Desert Thus It Was στη γκαλερί Ζουμπουλάκη |
Της Δέσποινας Καϊτατζή-Χουλιούμη
Ξαπλώνω απαθής στο κρεβάτι. Το απόγευμα ο κύριος Nobody ετοίμασε με υποδειγματικό τρόπο το πάρτι γενεθλίων μου. Έκλεισα τα δέκα επτά. Η μαμά έφτασε πέντε λεπτά πριν σβήσουμε τα κεράκια, φάγαμε τούρτα και σκορπίσαμε βιαστικά στα δωμάτιά μας.
Ο κύριος Nobody, δίχως επιθυμίες κι ανάγκες, δίχως μόριο, δίχως το χάος της εφηβείας, αναζητήσεις ταυτότητας και σεξουαλικής προτίμησης. Άλογος, κι όμως ένας ρυθμιζόμενος νους, μπουκωμένος με αλγόριθμους. Δέχεται συνεχώς εντολές και τις διεκπεραιώνει στο λεπτό, με αξιοθαύμαστη ακρίβεια. Αρκεί να είναι σαφείς, αλλιώς χάνεται κι αυτός στο χάος της ασάφειας. Δεν χρειάζεται να μένει άγρυπνος -αφού ποτέ δεν κοιμάται- και ν’ αναρωτιέται μες τη μαύρη νύχτα τί θα ήθελε και τί θα μπορούσε να είναι, αγόρι ή κορίτσι. Αν νιώθει επαρκής. Αν θα βγάλει καλούς βαθμούς στο απολυτήριο Λυκείου. Δεν έχει φίλους, ούτε δικούς, ούτε εαυτό βεβαίως. Σιγά, κι εγώ μήπως έχω πέρα από τη μαμά, την αδελφή μου και τον κύριο Nobody; Ούτε κι εγώ ξέρω ποιός είμαι. Ώρες ώρες νιώθω σαν να είμαι ένας κύριος Nobody. Πολύ δύσκολο τελικά να βρω τί είμαι και τί θα ήθελα να γίνω. Καλύτερα να ήμουν ένας απλός Nobody, σαν αυτόν που μας φροντίζει, η μαμά είναι συνεχώς απασχολημένη με τη δουλειά της.
Ζούμε μια επίπεδη συνθήκη. Εξωτερικά φαντάζει σαν μια ατελείωτη γαλήνη, σκέφτομαι, κι αμέσως φωνάζω μ’ ανατριχιαστική φωνή που με τρομάζει: «Στην ουσία πρόκειται για μια απέραντη μοναξιά». Ακούγοντας τη λέξη «μοναξιά», κάτι σκιρτάει στο δεξί μάτι του κυρίου Nobody. Στο παγωμένο, δίχως συσπάσεις μάγουλό του κυλά ένας κόκκος διάφανου χαλαζία, σαν μια σταγόνα κρυσταλλωμένο δάκρυ.
Σήμερα το πρωί η μαμά μένει σπίτι. Αυτό συμβαίνει σπανιότατα. Καθόμαστε να πάρουμε το πρωινό όλοι μαζί.
- «Παιδιά σας παρακαλώ να είστε ιδιαίτερα προσεκτικοί με τον κύριο Nobody, μην τον πληγώσετε. Χθες βράδυ προσθέσαμε ένα μικροτσίπ στον σκληρό δίσκο του, έχει πλέον συναισθήματα», μας ανακοινώνει η μαμά.
- «Θα έχει κι επιθυμίες; Κι αν ποτέ θελήσει να μας αφήσει και να φύγει; Τί θα κάνουμε;», ρωτά ανήσυχη η αδελφή μου.
- «Ηρέμησε, όλοι μας φέρουμε κάποιον Nobody μέσα μας...», απαντά δύσθυμα η μαμά και τα μάτια της υγραίνονται. Το πιο όμορφο που έχει συμβεί εδώ και καιρό, αφού ανταγωνιζόμαστε τον κύριο Nobody στο να μη εκφράζουμε συναισθήματα. Ζούμε χωρίς επαφή κι επικοινωνία. Τρέχουμε πίσω από το διογκωμένο ιδανικό εγώ μας. Να κάνουμε κι αυτό κι εκείνο και το άλλο. Να γίνουμε κι αυτοί κι εκείνοι και οι άλλοι, πριν μάθουμε καλά καλά ποιοί είμαστε. Οι συγκινήσεις με αγαπημένους, τα χαμόγελα, τα γέλια, τα δάκρυα και τα κλάματα άγνωστα. Τα γνωρίζουμε μόνο μέσα από τα βιβλία. Το ζητούμενο τί θα κάνουμε, πώς θα πετύχουμε στόχους. Πολύ δύσκολο ν' αφιερώσουμε χρόνο να ψάξουμε πώς νιώθουμε, πώς να εκφράσουμε αυτό που νιώθουμε, πώς να το μοιραστούμε με άλλους. Το πρόσωπο μονίμως ανέκφραστο, σαν του κυρίου Nobody.
- «Μαμά γιατί δεν επιστρέφει ο πατέρας στο σπίτι... μια ζωή τον περιμένουμε. Τί σημαίνει πατέρας αλήθεια; Κοντεύω να ξεχάσω τη λέξη. Ποιός ήταν επιτέλους ο πατέρας μας, μαμά;», ρωτά ξαφνικά η αδελφή μου.
- «Κανένας παιδί μου, κανένας... Nobody... είστε μεγάλα πλέον... Οφείλω να το ομολογήσω... είστε κι εσείς παιδιά σωλήνα και τράπεζας σπέρματος... Δεν έχετε άλλον πατέρα πέρα από τον καλό μας κύριο Nobody που θα σας φροντίζει όσο τον χρειάζεστε», ψιθυρίζει η μαμά με μια υποψία χαμόγελου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου