1/8/21

Με τα μάτια των Οθωμανών

Του ΛΕΩΝΙΔΑ ΜΟΙΡΑ*

ΗΛΙΑΣ ΚΟΛΟΒΟΣ, ΣΟΥΚΡΟΥ ΙΛΙΤΖΑΚ, ΜΟΧΑΜΑΝΤ ΣΧΕΡΙΑΤ ΠΑΝΑΧΙ, Η οργή του σουλτάνου. Αυτόγραφα διατάγματα του Μαχμούτ Β' το 1821, Εκδόσεις ΕΑΠ, σελ. 350

Οι εορτασμοί για τη συμπλήρωση 200 ετών από το ξέσπασμα της Επανάστασης συνοδεύονται από εκδόσεις, συζητήσεις και ερευνητικές δράσεις, αρκετές από τις οποίες αναδεικνύουν άγνωστες όψεις του ’21 ή επανερμηνεύουν γνωστά γεγονότα πέρα από τις κυρίαρχες στερεοτυπικές αντιλήψεις.
Μία από τις σημαντικότερες μελέτες είναι το βιβλίο Η οργή του σουλτάνου, όπου δημοσιεύονται σε μετάφραση από τα οθωμανικά τουρκικά 62 έγγραφα που εντοπίστηκαν στα Κρατικά Αρχεία της Προεδρίας της Τουρκικής Δημοκρατίας (πρώην Οθωμανικό Αρχείο της Πρωθυπουργίας στην Κωνσταντινούπολη). Στα έγγραφα αυτά, τα οποία χρονολογούνται στο 1821, ανώτατοι γραφειοκράτες και αξιωματικοί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έστελναν τις αναφορές και τις εισηγήσεις τους στον σουλτάνο, κι αυτός στη συνέχεια πρόσθετε στην κεφαλίδα τα αυτόγραφα διατάγματά του. Τα συγκεκριμένα τεκμήρια αποτελούν σημαντικότατη πηγή, που μας επιτρέπει να «διεισδύσουμε» στον ιδεολογικό κόσμο των Οθωμανών, να εξετάσουμε τις οθωμανικές προσλήψεις της Ελληνικής Επανάστασης και να ενημερωθούμε για τις ιδεολογικές, πολιτικές και διπλωματικές στρατηγικές του σουλτάνου και των αξιωματούχων της αυτοκρατορίας, προκειμένου να επαναφέρουν τους επαναστατημένους ραγιάδες στο καθεστώς του «ζιμμή», του προστατευόμενου δηλαδή υπηκόου.
Καταρχάς, ένα από τα σημαντικότερα επιτεύγματα των συγγραφέων είναι η πιστή απόδοση των τεκμηρίων στην ελληνική γλώσσα. Ξεπερνώντας τους σκοπέλους της οθωμανικής παλαιογραφίας (βερμπαλισμοί, ελλειπτικός λόγος, χρήση δυσνόητων φράσεων και παραθεμάτων από το Κοράνι και την κλασική ισλαμική πολιτειακή φιλοσοφία), οι συγγραφείς κατορθώνουν να αποδώσουν με ακρίβεια το περιεχόμενο των εγγράφων, χωρίς να απομακρύνονται από το πρωτότυπο, ενίοτε γλαφυρό, ύφος του κειμένου. Το γλωσσάρι που παρατίθεται μετά από τα αυτόγραφα διατάγματα είναι ιδιαίτερα λειτουργικό, καθώς σε αυτό επεξηγούνται όροι και αξιώματα του γραφειοκρατικού μηχανισμού της αυτοκρατορίας, βοηθώντας τον αναγνώστη να εξοικειωθεί με την ορολογία των κειμένων.
Η μελέτη αποτελείται από δύο, ουσιαστικά, μέρη. Προηγείται μια εκτενής εισαγωγή και ακολουθεί η μετάφραση των αυτόγραφων διαταγμάτων του σουλτάνου. Στην εισαγωγή (σ. 13-100) οι συγγραφείς περιγράφουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο ξέσπασε η Επανάσταση και παρουσιάζουν τις οθωμανικές προσλήψεις των δραματικών γεγονότων μέσα από τις αντιδράσεις του σουλτάνου, οι οποίες αποτέλεσαν τα πρώτα βήματα για την εφαρμογή μιας πολιτικής ώστε να αντιμετωπιστεί η «αποστασία» του ορθόδοξου μιλλετίου. Οι συγγραφείς διασταυρώνουν τις πληροφορίες των οθωμανικών τεκμηρίων με τις αντίστοιχες των ελληνικών πηγών και τεκμηριώνουν τα πορίσματά τους με τη χρήση της σύγχρονης επιστημονικής ιστοριογραφίας. Μέσα από τον εύστοχο σχολιασμό και την κριτική προσέγγιση των τεκμηρίων αναλύεται ο τρόπος με τον οποίο ο σουλτάνος και οι οθωμανοί αξιωματούχοι επιχείρησαν να κινητοποιήσουν τους μουσουλμάνους υπηκόους σε θρησκευτικό αγώνα, ενάντια στη «συλλογική στάση του μιλλετιού των Ρωμιών». Το συμπέρασμα αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, καθώς διαφέρει ριζικά από την αναχρονιστική ερμηνεία της πλειονότητας των μελετών της σύγχρονης ελληνικής και τουρκικής ιστοριογραφίας, οι οποίες ερμηνεύουν την οθωμανική αντίδραση μέσα από το πρίσμα της «ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης».
Ένα ακόμη σημαντικό πόρισμα είναι και το γεγονός ότι «τα επαναστατικά γεγονότα οδήγησαν σε ριζικό μετασχηματισμό τη συμβολαιακή σχέση της οθωμανικής κοινωνίας με την εξουσία», καθώς στο εξής «ο σουλτάνος διεκδικούσε την απόλυτη υποταγή των υπηκόων του σε ένα κράτος συγκεντρωτικό, χωρίς να διαπραγματεύεται τη θέση του καθενός μέσα στην κοινωνία. Ιδανικά, θα έπρεπε πλέον και οι μουσουλμάνοι να είναι πρόθυμοι να θυσιάζουν τη ζωή τους για το κράτος, όπως οι επαναστάτες» (σ. 98). Ο Μαχμούτ Β' εγκαινίασε ένα ευρύ πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων, οι οποίες επρόκειτο να γενικευτούν μετά από το 1839, αναδιαμορφώνοντας τα θεμέλια του αυτοκρατορικού οικοδομήματος.
Η σταχυολόγηση και η επιλογή των εγγράφων που μεταφράστηκαν καλύπτει το δεύτερο μέλος της μελέτης (σ. 101-311). Τα μεταφρασμένα έγγραφα καλύπτουν μια πλούσια θεματολογία, η οποία αφορά τις πτυχές των μειζόνων γεγονότων που διαδραματίστηκαν κατά τη διάρκεια του κρίσιμου πρώτου έτους της Επανάστασης. Τα τεκμήρια μας προσφέρουν τη δυνατότητα να πληροφορηθούμε τον τρόπο με τον οποίο οι Οθωμανοί ενημερώθηκαν για την έκρηξη της Επανάστασης στην Πελοπόννησο και στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες και τις ενέργειες στις οποίες προέβησαν για να κινητοποιήσουν τον στρατιωτικό μηχανισμό της αυτοκρατορίας και τους μουσουλμάνους υπηκόους του σουλτάνου, ενώ αρκετά διαφωτιστικές είναι οι πληροφορίες που αφορούν τις μεθόδους «επιτήρησης και τιμωρίας των ορθόδοξων πληθυσμών της Αυτοκρατορίας». Ιδιαίτερα ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα τεκμήρια σχετικά την απόφαση που οδήγησε στην καθαίρεση και στον απαγχονισμό του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε', καθώς αντικατοπτρίζουν τις οθωμανικές θεωρήσεις απέναντι στο πρόσωπο και στα καθήκοντα του Πατριάρχη ενώπιον της οθωμανικής εξουσίας ως επικεφαλής του μιλλετίου του.
Η συμβολή του βιβλίου αυτού, εκτός από την παράθεση πρωτογενών πηγών και τα ερμηνευτικά σχήματα που προτείνονται, είναι αξιόλογη και για έναν ακόμα λόγο: Προσθέτει πληροφορίες, οι οποίες ήταν εντελώς άγνωστες έως σήμερα, όπως, για παράδειγμα, η απόπειρα των Οθωμανών να στελεχώσουν τον αυτοκρατορικό στόλο με ναπολιτάνους ναυτικούς και η οθωμανική οπτική για τον ρόλο των Μεγάλων Δυνάμεων στην ελληνική υπόθεση. Εντυπωσιακή, επίσης, είναι η διαπίστωση ότι εύποροι μουσουλμάνοι ιδιώτες και μουσουλμανικά βακούφια χρησιμοποιούσαν το Πατριαρχείο ως τραπεζική θυρίδα, γεγονός που μας δίνει το έναυσμα να επανεξετάσουμε τη λειτουργία του οθωμανικού δημοσιονομικού συστήματος σε συνδυασμό με τα εμπορικά και δανειοδοτικά δίκτυα μεταξύ των εθνο-θρησκευτικών κοινοτήτων.
Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί ότι τη μετάφραση των κειμένων ακολουθεί με αλφαβητική σειρά η παράθεση μιας «προσωπογραφίας» των μουσουλμάνων που ενεπλάκησαν ενεργά στην Ελληνική Επανάσταση και αποτέλεσαν τους πρωταγωνιστές των επεισοδίων που περιγράφονται στο αρχειακό υλικό. Αρκετά από αυτά τα πρόσωπα είναι «άγνωστα» στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό και η προσθήκη της προσωπογραφίας τους καθιστά τη μελέτη του βιβλίου ευκολότερη. Συμπερασματικά, το βιβλίο είναι μια πολύτιμη προσθήκη στην επιστημονική εργαλειοθήκη για τη μελέτη της Ελληνικής Επανάστασης και ένα συναρπαστικό ταξίδι στον διανοητικό κόσμο των Οθωμανών για όλους τους αναγνώστες.

* Ο Λεωνίδας Μοίρας διδάσκει Οθωμανική Ιστορία στο ΕΚΠΑ

Γιάννης Ψυχοπαίδης, Διονύσιος Σολωμός

Δεν υπάρχουν σχόλια: