11/7/21

Ξένοι

Νίκος Παναγιωτόπουλος & Πηνελόπη Πετσίνη, “Berlin- Normannenstrasse, Ministry of Internal Security (STASI) Headquarters”

Της Μαρίας Μοίρα

ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ, Πυθαγόρας, εκδόσεις Καστανιώτη, σελ. 211

Δύο αδέλφια, ένα απόλυτα αντιθετικό ζεύγος, αλυσοδεμένο πάνω από την άβυσσο των σκοτεινών ανεπεξέργαστων αισθημάτων. Ο ένας, ο αφηγητής, ο πρωτότοκος, γιατρός, οικογενειάρχης, ανθρωπιστής, κοινωνικός και ανεκτικός. Ο άλλος, ο μικρότερος, γυμναστής, μοναχικός και αμίλητος, ορθολογιστής, ακοινώνητος, και απρόσιτος. Ο πρώτος παχουλός, κοντός και αγύμναστος, συνδιαλέγεται με τις αντιξοότητες, ακολουθεί με ταπεινότητα και καλοσύνη το ρεύμα της ζωής, αφήνεται στην περιπέτεια των ανθρώπινων σχέσεων και των μικρών ηδονών. Ο δεύτερος, ψηλός, όμορφος, γυμνασμένος, με ξυρισμένο κρανίο, άξενος και απόλυτος, βλοσυρός και ερμητικός, σχεδόν μισογύνης και χωρίς φίλους, έλκεται από σκοτεινές εθνικιστικές ιδεολογίες και ρατσιστικές ιδεοληψίες. Τυχαία, ασήμαντα, καθημερινά προβλήματα τους απομακρύνουν. Ο αφηγητής δεν μπορεί να συνθηκολογήσει με την κατακρήμνιση του ιδεώδους της αδελφικής αγάπης και συμπόρευσης. Στοιχειώνεται από τον νόστο του βάθους των αισθημάτων, της συντροφικότητας της παιδικής ηλικίας, των οικογενειακών δεσμών, του αίματος και της καταγωγής. Αρνείται την αναίτια απουσία επικοινωνίας και προσπαθεί να σπάσει τον τοίχο της σιωπής, να ρίξει γέφυρες, να αλώσει το κάστρο της απόρριψης και του μίσους. Τον κατακυριεύει η επιθυμία της ενότητας, η ανάγκη της ομόνοιας, ο πόθος του κατευνασμού της εχθρότητας. Αγωνίζεται ασμένως να εξηγήσει τον υποσυνείδητο ανταγωνισμό, την απάνθρωπη ανυποχώρητη περιχαράκωση του αδελφού του. Επικαλείται ματαίως τη λογική, που το μαθηματικό μυαλό του «Πυθαγόρα» (παρατσούκλι του αδελφού του από τα παιδικά τους χρόνια) αυτού του άγνωστου απρόσιτου άλλου, αρνείται να δεχτεί. Και τότε τον ακινητοποιεί και τον δένει. Για να μιλήσει, και κυρίως για να εξαναγκαστεί να ακούσει.
Το μυθιστόρημα διασταυρώνεται με τον βιβλικό μύθο του Κάιν και του Άβελ, προσεταιρίζεται στοιχεία και αποκλίνει. Κινείται με εμμονή σπειροειδώς γύρω από ένα κέντρο-τραύμα, μια φαινομενικά ασήμαντη ψυχοπαθολογία που ριζώνει εντός του ατομικού και συλλογικού σώματος. Ο συγγραφέας, χωρίς να παρεκκλίνει ή να καμουφλάρει τις προθέσεις του, επιλέγει ένα κοινό ευδιάκριτο μοτίβο ανάπτυξης και στα εικοσιένα κεφάλαια του βιβλίου εντάσσει με επιδεξιότητα τον αναγνώστη στο παιχνίδι της προσοικείωσης και της αληθοφάνειας, καθώς δεν αποκρύπτει τις ρητορικές του στρατηγικές. Τουναντίον διεκδικεί την κατανόηση, την συνενοχή και την συνομολογία του, όταν αποφασίζει να καταδυθεί στο βάθος του ψυχικού τοπίου του αφηγητή, χωρίς τις περιττές αφορμές και τα αφηγηματικά τεχνάσματα μιας «συναρπαστικής» μυθοπλασίας, που θα εμπλούτιζαν την πλοκή ή θα την έκαναν «πιστευτή». Όχι δεν είναι ο συγγραφέας που μιλάει, είναι ένας απλός άνθρωπος που εξομολογείται και οι αναλογίες με την καθημερινή ζωή και την τρέχουσα οικονομική, πολιτική και κοινωνική συγκυρία έχουν ρητά τεθεί ή υπονοηθεί. Μάλιστα σχεδόν σε κάθε κεφάλαιο αντιδιαστέλλει εμφατικά την «πεζή πραγματικότητα» των δράσεων και των γεγονότων που αφηγείται, με τις «φαντασιώσεις» των ακραίων εκτροπών, των βίαιων προβολών και των ανεξέλεγκτων, παρεκκλίσεων του μυαλού που επινοεί. Όσα δραματικά, δυσοίωνα και πένθιμα οραματίζεται ο προσηνής και καλόβολος ήρωας παγιδευμένος στο δόκανο της απόγνωσης, έγκλειστος στην ειρκτή ενός παράλογου διχασμού, έρμαιο μιας ακραίας οργισμένης σύγκρουσης χωρίς νόημα, συνθέτουν τον ιστό μιας αλληγορίας. Αποκαλύπτουν τα αίτια ενός κοινωνικού αυτοματισμού που συσπειρώνει επιρρεπή άτομα και ευπειθείς ομάδες στο κακοφορμισμένο εθνικό αφήγημα και στο ρατσιστικό παραλήρημα, ενοχοποιώντας για όλα τα δεινά την διαφορετικότητα σε κάθε της μορφή.
Ομολογώ ότι πρώτα διάβασα τυχαία ένα άρθρο του Γιώργου Περαντωνάκη για τις άχρωμες και άοσμες, «στρογγυλεμένες κριτικές» που απλά περιγράφουν την πλοκή, χωρίς να κομίζουν τίποτα χρήσιμο και ενδιαφέρον, ούτε στον αναγνώστη ούτε στον λογοτέχνη, με το οποίο γενικά συμφωνώ, και μετά αναζήτησα το παρόν βιβλίο. Το γεγονός αυτό, υπονόμευσε την αμεροληψία, την «αθωότητα» της ανάγνωσης, καθώς το μυαλό μου σε εγρήγορση έψαχνε υποσυνείδητα ερείσματα και αιτιάσεις, τεκμήρια και απαντήσεις. Όμως νομίζω ότι η συνεκτική αφηγηματική δομή, η ανεπιτήδευτη σχεδόν προφορική ρέουσα γλώσσα και κυρίως το έκδηλο πάθος του Περαντωνάκη για το θέμα του, με βοήθησαν να απεκδυθώ την πανοπλία του κριτικού βλέμματος, και την σκευή του επαρκούς αναγνώστη και να περιπλανηθώ ανεπιφύλακτα στις προσεκτικά επιλεγμένες και επιμελώς κατασκευασμένες ατραπούς του μύθου του. Αναγνωρίζοντας, εγώ η ανάδελφη, αναλογίες με άλλες σχέσεις στις οποίες καιροφυλακτεί η ίδια σαρκοβόρα διάθεση, η ίδια τοξική ανταγωνιστικότητα, η ίδια ανυποχώρητη αδιαλλαξία, η ίδια περιχαράκωση στο ατομικό δικαίωμα, η οποία κατορθώνει να τινάξει στον αέρα κάθε έννοια φιλαλληλίας και αλληλοσεβασμού, συντροφικότητας και αλληλεγγύης. Χωρίς αιτία και λόγο, μόνο για την χαρά της επιβεβαίωσης, την ηδονή της εξουσίας.

Η Μαρία Μοίρα είναι αρχιτέκτονας και διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής

Δεν υπάρχουν σχόλια: