11/7/21

Το «κόκκινο καλοκαίρι» του ’73

DOMINIQUE MANOTTI, Μασσαλία 73, μτφρ. Γιάννης Καυκιάς, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, σελ. 368

Του Γιώργου Νούση*

Μασσαλία 1973, ένα έγκλημα χρησιμοποιείται ως λογοτεχνική τομή, αποτελώντας το κομβικό σημείο αφήγησης μιας ιστορικής συνέχειας -τόσο πριν όσο και μετά το γεγονός- η οποία χαρακτηρίζει τη δεκαετία του 1970 στη Γαλλία. Πρόκειται για ένα κύμα ρατσιστικών επιθέσεων που συντάραξε τη Μασσαλία, μεταξύ άλλων περιοχών, με θύματα αποκλειστικά από το Μαγκρέμπ (κατά κύριο λόγο Αλγερινoύς), με αποκορύφωμα το «κόκκινο καλοκαίρι»[1] του 1973, όταν, την τελευταία εβδομάδα του Αυγούστου, ένας Αλγερινός την ημέρα έπεφτε θύμα δολοφονίας. Σχεδόν όλες οι δολοφονίες παρέμειναν ανεξιχνίαστες και κρύφτηκαν στην καθημερινότητα ενός γραφειοκρατικοποιημένου ρατσισμού, και μιας αποικιοκρατικής αντίληψης σύμφωνα με την οποία τα εν λόγω εγκλήματα συνιστούσαν πράξεις «ξεκαθαρίσματος λογαριασμών» εντός της κοινότητας των Βορειοαφρικανών. Αν και η ρατσιστική βία δεν είχε απασχολήσει τον γαλλικό νόμο (καθώς δεν προβλεπόταν o ρατσιστικός χαρακτήρας ενός εγκλήματος), δεν έπαυε παρόλα αυτά να αποτελεί ίδιον μιας μεγάλης κοινότητας επαναπατρισθέντων του γαλλικού Νότου, της οποίας οι μνήμες της «χαμένης» Αλγερίας ήταν ακόμη νωπές.
Μία περίπου δεκαετία μετά τη λήξη του πολέμου, οι νοσταλγοί της γαλλικής Αλγερίας (pieds-noirs[2], OAS[3], βετεράνοι) παρέμεναν ενεργοί, έχοντας πλέον ενσωματωθεί στους μηχανισμούς του γαλλικού κράτους. Το τραύμα του πολέμου είχε περιέλθει σε κατάσταση συλλογικής λήθης. Το όραμα του Ντε Γκωλ για τη μεταπολεμική Γαλλία απαιτούσε να απεμπλακεί η χώρα από το ένοχο αποικιακό παρελθόν της, ώστε να συνεχίσει την απρόσκοπτη πορεία της προς τον εκσυγχρονισμό, προωθώντας την εικόνα μιαςυεστιη οικονομικ δυτικής καταναλωτικής, ευημερούσας κοινωνίας, στα πρότυπα της εποχής.
Το τέλος της δεκαετίας του 1960 βρίσκει τη Γαλλία να προσπαθεί να διαχειριστεί τόσο τους πολιτικούς και κοινωνικούς τριγμούς των γεγονότων του Μαΐου του 1968 όσο και του κενού που είχε αφήσει στην πολιτική ζωή της χώρας ο θάνατος του Ντε Γκωλ, το 1970. Το 1968, ένα χρόνο πριν αποσυρθεί από την ενεργό πολιτική, ο στρατηγός Ντε Γκωλ απoφάσιζε να αμνηστεύσει τις εγκληματικές πράξεις των πάλαι ποτέ επίδοξων δολοφόνων του, βγάζοντας από τη φυλακή τα εναπομείναντα μέλη της ακροδεξιάς παραστρατιωτικής οργάνωσης και υπεύθυνης για πληθώρα βομβιστικών επιθέσεων και δολοφονιών Αλγερινών, OAS (Οργάνωση Μυστικός Στρατός). Η πολιτική του Ντε Γκωλ να αμνηστεύσει τα εγκλήματα της OAS με προεδρικό διάταγμα, δίχως να προηγηθεί συζήτηση στη γαλλική Bουλή, εγγραφόταν στην ευρύτερη προσπάθειά του να ανακτήσει την παρακμάζουσα δημοφιλία του (εξαιτίας των γεγονότων του Μαΐου) ενόψει εκλογών, προσεταιριζόμενος τις πιο αντιδραστικές - συντηρητικές ομάδες (βετεράνους, pieds-noirs), προσβλέποντας στην υποστήριξη των νοσταλγών της γαλλικής Αλγερίας, ενάντια σε μια νεολαία που επιχειρούσε να «διασαλεύσει» τα πατροπαράδοτα ήθη του γαλλικού έθνους. Η ίδρυση του Εθνικού Μετώπου (Front National) το 1972 (νυν Εθνικός Συναγερμός, Rassemblement National), του μεγαλύτερου έως σήμερα ακροδεξιού κόμματος στη χώρα, υπό την ηγεσία του Ζαν Μαρί Λεπέν, προσέφερε πολιτική στέγη σε αρκετούς pieds-noirs, οι οποίοι, δρώντας μέσα από ημιπαράνομους μηχανισμούς (σύλλογοι, ομάδες δράσης), θα πρωταγωνιστούσαν εν συνεχεία στο «κυνήγι μαγισσών» του 1973 στη Μασσαλία. Η πετρελαϊκή κρίση του ίδιου έτους και οι επακόλουθες οικονομικές συνέπειες, οι οποίες διαχέονταν ταχύτατα στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο, τροφοδοτούσαν τα υφέρποντα εθνικιστικά αντανακλαστικά μιας πόλης η οποία ανέπνεε τον δικό της αέρα και ζούσε με τους δικούς της κανόνες.
Εκτός του ιστορικού πλαισίου, από το οποίο δεν παρεκκλίνει, και των γεγονότων, τα οποία φροντίζει να αποδώσει με ακρίβεια, η Manotti σκιαγραφεί ταυτόχρονα με αριστοτεχνικό τρόπο την ίδια τη Μασσαλία. Μια πόλη η οποία ισορροπεί γοητευτικά ανάμεσα στη σκοτεινή, άγρια, «βρώμικη» καθημερινότητα, πλαισιωμένη από τη διαπλοκή και τη διαφθορά θεσμών κι εξουσιών, και στην εξωτική, παραθαλάσσια εικόνα της φυσικής ομορφιάς, του Cassis και των κρασιών. Ένα αμάλγαμα επαρχιώτικης αντι-παριζιάνικης «αλητείας» των ντόπιων ελίτ, που κυριαρχούν σε κάθε πτυχή της κοινωνικής και πολιτικής ζωής (αστυνομία, δικαστές, βετεράνοι, pieds-noirs, άνθρωποι της νύχτας) και της μεγάλης κοινότητας μεταναστών - εργατών που δουλεύουν στις αποβάθρες και συγκροτούν τις δικές τους μασσαλιώτικες κάσμπα, πλημμυρισμένες από τα μαγκρεμπίνικα αρώματα του ανιζέτ και του κουσκούς.
Το πολύ ενδιαφέρον στοιχείο αυτού του πολιτικού μυθιστορήματος εντοπίζεται στην ίδια την ιστορία και στον τρόπο μέσα από τον οποίο η λογοτεχνική αφήγηση καταφέρνει να αποδώσει ιστορικότητα σε ένα γεγονός. Σε κάποιο σημείο η Manotti αναφέρει: «Υπάρχει ένας τρόπος θεώρησης των πραγμάτων, μια διάθεση, μια κουλτούρα, πες το όπως θέλεις, που συμμερίζεται όλος ο κόσμος σε τούτη την πόλη: κάτι για το οποίο δεν μιλάμε, δεν υπάρχει». Μου ήρθε στο μυαλό αμέσως η ρήση του Lucien Febvre, τον οποίο παραθέτει ο Jacques Le Goff, για τον ρόλο της ιστορίας, του ιστορικού (και κατ’ επέκταση της δυναμικής της αφήγησης) στην κατασκευή ενός ιστορικού γεγονότος: «Πραγματεύομαι ένα γεγονός = κατασκευάζω. Αν προτιμάτε = παρέχω μια απάντηση σε ένα ερώτημα. Κι αν δεν υπάρχει ερώτημα δεν υπάρχει τίποτα». «Δεν υφίσταται ιστορικό γεγονός παρά στο εσωτερικό μιας ιστορίας-προβλήματος»[4]. Η Manotti επιτυγχάνει αυτό ακριβώς. Γράφοντας, μιλώντας, εξιστορώντας, θέτει σε κίνηση γεγονότα τα οποία είχαν παραμείνει σε κατάσταση μνημονικής αδράνειας, καθιστώντας μας κοινωνούς αυτής της συλλογικής επεξεργασίας ενός παρελθόντος, το οποίο παρέμενε στη σφαίρα της μνήμης κάποιων πρωταγωνιστών και στα πρωτοσέλιδα των τοπικών εφημερίδων της εποχής. Τα ελάχιστα διαθέσιμα αρχεία σχετικά με τα πογκρόμ που έλαβαν χώρα το καλοκαίρι του 1973 στη Μασσαλία αποκτούν σημασία και ζωντανεύουν μέσα από την αφήγηση, αναδεικνύοντας για μία ακόμη φορά την αλληλόδραση λογοτεχνίας- ιστορίας. Οι σχέσεις pieds-noirs και Αλγερινών, ο ρατσισμός, η άνοδος της ακροδεξιάς, η μετανάστευση, τα ζητήματα ταυτοτήτων, η θεσμική διαφθορά, η απονομή δικαιοσύνης, η μνήμη, το μίσος, η ομοφοβία, ο εθνικισμός, συνθέτουν το περίβλημα μιας μετα-αποικιακής ιστορίας μιας δολοφονίας, η οποία μας υπενθυμίζει ότι για να υπάρξει ένα ιστορικό γεγονός, πρέπει πρώτα να μιλήσουμε γι’ αυτό.

* Ο Γιώργος Νούσης είναι υποψήφιος διδάκτορας Ευρωπαϊκής Ιστορίας, ΕΚΠΑ

[1] «L’été rouge», χαρακτηρισμός του Γάλλου ιστορικού Gérard Noiriel σχετικά με τα γεγονότα της Μασσαλίας.
[2] Οι «μαυροπόδαροι», όπως αποδίδονται στο κείμενο. Πρόκειται για 1.000.000 περίπου Ευρωπαίων αποίκων, οι οποίοι επέστρεψαν στη Γαλλία με τη λήξη του πολέμου ανεξαρτησίας της Αλγερίας, το 1962.
[3] Organisation Armée Secrète (Οργάνωση Μυστικός Στρατός): Ακροδεξιά παραστρατιωτική οργάνωση η οποία δημιουργήθηκε το 1961, με στόχο την υπεράσπιση με κάθε μέσο του αιτήματος της διατήρησης της γαλλικής Αλγερίας. Υπεύθυνη για πληθώρα δολοφονιών και βομβιστικών επιθέσεων.
[4] Ζακ Λε Γκοφ, Ιστορία και μνήμη, Αθήνα, Νεφέλη, 1998, σ. 162.

Νίκος Παναγιωτόπουλος & Πηνελόπη Πετσίνη, “Topography of Terror, Niederkirchnerstrasse

Δεν υπάρχουν σχόλια: