Της Κωστούλας Μάκη*
ΦΡΑΝΣΙΣ ΠΟΝΖ, Το σαπούνι, μετάφραση: Δημήτρης Δημητριάδης, εκδόσεις Αντίποδες, σελ. 168
Το τηλέφωνο είναι ένα
σαπούνι που αφρίζει
Πλένω τα χέρια μου
Το τηλέφωνο συνέχεια
Μικραίνει
Αλλά χτυπάει ακόμα
(Dorothy Porter, μετάφραση Γιάννης Ζέρβας)
Στα έργα τέχνης, αλλά και σε κάθε αναγνωστική προσέγγιση, η μυθολογία των γεγονότων παραμένει σύνθετη και σε διαρκή αναπροσαρμογή. Σε αυτή τη διαδικασία, τίποτα δεν είναι οριστικό. Αυτές τις συνθήκες ακολουθούν και οι επιλογές του ίδιου του Φρανσίς Πονζ (1899-1988). Μέλος του γαλλικού υπερρεαλιστικού κινήματος για ένα σύντομο χρονικό διάστημα, συμμετέχει στο κομμουνιστικό κόμμα (το οποίο «αφήνει» το 1947) και την αντίσταση. Ο Γάλλος συγγραφέας και ποιητής Πονζ διαχειρίζεται λογοτεχνικά τις σχέσεις των ανθρώπων, των πραγμάτων και της ιστορικότητάς τους.
Το «σαπούνι» εκδόθηκε στην οριστική του μορφή το 1967, ενώ η συγγραφή του διήρκεσε από το 1942 μέχρι το 1965. Το κείμενο αιφνιδιαστικό, πολυεπίπεδο, αποσπασματικό και μεταβαλλόμενο σχεδιάστηκε αρχικά ως διάλεξη, παράσταση, και ραδιοφωνική εκπομπή, πριν καταλήξει στην οριστική του μορφή. Το βιβλίο αναγνωρίζεται ως «το χαρακείμενο» [από τη σύνθεση του objet (=αντικείμενο) και joie (=χαρά), βλ. Prado, C. από το εργοβιογραφικό που παρατίθεται στο τέλος του βιβλίου].
Είναι επίσης κείμενο πολιτικό, υπερρεαλιστικά ανατρεπτικό, ειρωνικό, συμβολικό, και παράλληλα υλικό, καταγράφοντας διεξοδικά την ποιητική της καθημερινότητας. Σε αυτό συμβάλλει και η μετάφραση του δεξιοτέχνη συγγραφέα και έμπειρου μεταφραστή Δημήτρη Δημητριάδη. Το σαπούνι, οι ιδιότητες και οι χρήσεις του αναδεικνύουν τις αλλαγές των ανθρώπων και του ίδιου του σαπουνιού στις διαφορετικές κοινωνικο-ιστορικές περιστάσεις.
Οι στοχασμοί σχετικά με τις ιδιότητες και τη χρήση του σαπουνιού σε ποικίλες ιστορικές στιγμές παρατίθενται στο βιβλίο, ενώ παράλληλα οι αναγνώστες παρακολουθούν τις αλλαγές στην οπτική του συγγραφέα, αλλά και σκέψεις για την καθαριότητα, τη γραφή, την τάξη και τη χρηστικότητα της καθημερινότητας. Με την τεχνική του κολλάζ κατασκευάζεται η σύνθεση του πραγματικού και του συμβολικού, του προσωπικού και του συλλογικού, ανάλογα με την ιστορικότητα της εποχής και τις βιωματικές μετατοπίσεις του συγγραφέα. «Εάν ήθελα να δείξω ότι η καθαρότητα δεν αποκτάται με τη σιωπή αλλά με οποιαδήποτε άσκηση της ομιλίας… ποιο αντικείμενο θα ταίριαζε καλύτερα απ’ το σαπούνι;» (σ.29), διερωτάται ο Πονζ. Το σαπούνι στις χρήσεις του γίνεται το μεταβατικό «όχημα» για να πολιτικοποιηθεί η ανθρώπινη συνθήκη και η νοηματοδότηση των αντικειμένων στον χρόνο και τον χώρο. Πολύτροπα επίσης συνυφαίνεται στο βιβλίο ο ιστορικό/πολιτικός χρόνος πραγμάτων και ανθρώπων.
«Το σαπούνι προετοιμάστηκε απ’ τον άνθρωπο προς χρήσιν απ΄ το σώμα του· δεν παραμένει σ’ αυτήν αυτοβούλως. Το αδρανές αυτό βότσαλο είναι σχεδόν εξίσου δυσχερές να το κρατήσεις όσο κι ένα ψάρι. Να το που μου ξεφεύγει και ίδιο με βατράχι ξαναβουτά στη λεκάνη… Ποτέ όμως δεν διατηρείται καλύτερα παρά έτσι αδρανές, λησμονημένο» (σσ. 24-25). Ενθουσιασμένος με τις λειτουργίες του σαπουνιού ο Πονζ εμμονικά επαναλαμβάνει ότι η πλάκα του σαπουνιού έχει τη δύναμη να χρησιμοποιείται ξανά και ξανά, να «αυτοχαλιναγωγείται στιβαρά» (σ. 53), να δημιουργεί μια «αίσια έκβαση» (σ.64) στην κάθε χρήση του, αγγίζοντας τα όρια της ηδονής.
Η έννοια της «καθαρότητας» γίνεται επίσης αφορμή για να γίνει κριτική στην έννοια των τάξεων, αλλά κυρίως όμως της «μπουρζουαζίας» και της συστηματικής της προσπάθειας να αποπολιτικοποιεί και να ιεραρχεί την πραγματικότητα σύμφωνα με τα συμφέροντά της: «τάξη και κάλλος» (σ. 70). Τίθεται, λοιπόν, διαρκώς το ερώτημα ως προς τους χρήστες του σαπουνιού, τα χαρακτηριστικά του πλυσίματος και της καθαριότητας, οι συνέπειες, αλλά και τα διλήμματα αυτής της διαδικασίας.
Ο Πονζ «αναζητώντας το χαμένο σαπούνι» (σ.71) αναφέρει ότι παθιάστηκε μαζί του κατά τη διάρκεια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, όταν «ήμασταν, τότε, ανελέητα, αδιανόητα, παράλογα στερημένοι» (σ.70) από αυτό. Η στέρηση αυτή τον οδήγησε στην επιθυμία να οικειοποιηθεί το σαπούνι και να το κάνει ποίηση. Ας σημειωθεί εδώ, ότι, αν και δεν υπάρχει καμιά τέτοια αναφορά στο βιβλίο, οι προπαγανδιστικοί λόγοι για την καθαρότητα της άριας φυλής από το ναζιστικό καθεστώς και όσοι έγιναν οι ίδιοι σαπούνια στην διάρκεια του πολέμου, επισημαίνουν τη διαστροφή του αντικειμένου και την τοποθέτησή του στο φρικώδες πεδίο. Εδώ το σαπούνι είναι δηλωτικό των ανθρώπινων ιστορικών θηριωδιών.
Ο συγγραφέας επισημαίνει τη στερεοποίηση του σαπουνιού, προσομοιάζοντάς το με τις λειτουργίες της γραφής και του λόγου. Σε συνέντευξή του ο Πονζ δηλώνει πως το σαπούνι (savon) είναι πολύ κοντά στην έννοια της γνώσης (savoir), υποδεικνύοντας τη διττή φύση του σαπουνιού να παραμένει σταθερό, αλλά και να υγροποιείται. Το σαπούνι «έχει την εσωτερική του πάλη, διότι δεν ξεχνά επ΄ ουδενί το καθήκον του, το γιατί είναι φτιαγμένο» (σ. 92).
Παράλληλα, η σχέση με το σαπούνι και τα άλλα καθημερινά αντικείμενα αναδεικνύουν την τριγωνική σχέση: συγγραφέα, αντικειμένου και αναγνωστών, η οποία παραμένει ανοιχτή και σε διαρκή αλλαγή. Όπως λέει ο Πονζ «… οι αληθινοί κατασκευαστές (και όχι οι απλοί στοχαστικοί παρατηρητές) αυτών εδώ των αντικειμένων είναι οι συγγραφείς, οι ποιητές- και ότι σ΄ εμάς τους ίδιους και μόνο σ’ εμάς, ως τέτοιους, επαφίεται η δύναμη να σφυρηλατήσουμε τα κλειδιά του κόσμου ή τα κιγκλιδώματα που μας επιτρέπουν ν’ αναγνωρίζουμε σ΄αυτά τον εαυτό μας και μ΄ αυτά ν΄ανοίγουμε ή να κλείνουμε τις πόρτες της (… αν επιμένετε στη λέξη…) «ελευθερίας» μας (σ. 128).
Το βιβλίο θέτει διαρκώς αναστοχαστικά ερωτήματα ως προς τους διαλόγους, οι οποίοι συνδέονται με την εξέλιξη των ιστορικών συμβάντων και τις διαχρονικές διαπραγματεύσεις τους. Μπορεί αυτά να παρουσιάζονται ενίοτε στάσιμα, αλλά όπως το σαπούνι, το οποίο φαίνεται παθητικό, αλλά αντιστέκεται, εγείρουν πολιτικά και αισθητικά ερωτήματα. Ο Πονζ ξεκινά από το αντικείμενο για να φτάσει στα ανθρώπινα συμβάντα και σχέσεις. Προτείνει, λοιπόν, ότι κάθε φορά που ο κόσμος αντιστέκεται στις προσδοκίες μας μπορούμε να αναζητήσουμε μια πλάκα από σαπούνι, επαναπροσδιορίζοντας με υλικές κινήσεις τις χρήσεις του πραγματικού στον ιστορικό χρόνο και με νέες καθαρτικές κινήσεις.
*Η Κωστούλα Μάκη είναι κοινωνική ψυχολόγος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου