9/5/21

Θεατρικοί μονόλογοι

Του Κωνσταντίνου Κυριακού*

Θεατρικοί μονόλογοι, συλλογικό [Γιώργος Μανιώτης, Σάκη Σερέφας, Άκης Δήμου, Μάριος Ποντίκας, Νίκος Κούνδουρος, Παναγιώτης Μέντης, Γιάννης Σολδάτος, Σταμάτης Πολενάκης, Μαρία Λαϊνά, Λεία Βιτάλη, Έφη Βενιανάκη], εκδόσεις Αιγόκερως, σελ. 266.

Ο τόμος αποτελεί απάνθισμα και ανθολόγηση μονολογικών θεατρικών κειμένων από τη βιβλιοθήκη των Απάντων των Ελλήνων θεατρικών συγγραφέων που εδώ και μια δεκαπενταετία, με αραιότερους και πυκνότερους ρυθμούς, μάς προσφέρει ο «ιστορικός» εκδοτικός οίκος Αιγόκερως. Ο εκδότης, σκηνοθέτης και συγγραφέας Γιάννης Σολδάτος ανθολογεί άνισης έκτασης, κυμαινόμενης αποτελεσματικότητας και αντιπροσωπευτικής θεματολογίας κείμενα. Ο όρος «θεατρικός/δραματικός» αντιδιαστέλλει αυτού του τύπου τους μονόλογους από άλλα είδη που είναι επίσης μονολογικά ως προς τη σύνθεσή τους, δίνοντας έμφαση στο «ποιόν» του υποκειμένου εκφοράς. Οι μονόλογοι επιτρέπουν τις τηλεσκοπικές ματιές στους χαρακτήρες πέρα από τις δυνατότητες ενός διαλόγου, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα και την πιθανότητα να γνωρίσουμε έναν χαρακτήρα όχι μόνο από τη λειτουργία του στην πλοκή, όπου και εμφανίζεται ως «όργανο δράσης». Από την άλλη πλευρά, ενδέχεται το συγκεκριμένο είδος να εκφράζει και μια στατική δραματουργία, κατέχοντας ιδιότητες προσχεδιασμένες, ειδικά όταν ο χαρακτήρας μοιάζει να «γνωρίζει» που κατευθύνεται/απευθύνεται, τόσο από άποψη σκοπού, όσο και ιδεολογίας.
Είναι γνωστό ότι κάθε συγγραφέας δραματικών μονολόγων εκχωρεί δευτεροβάθμια τον λόγο σε προσδιορισμένα υποκείμενα εκφοράς. Συνήθως πρόκειται για μια μεταμφιεσμένη (μοναδική) μονολογική φωνή με ενσωματωμένα τα απαιτούμενα αφηγηματικά στοιχεία. Ο μονόλογος αναπτύσσεται και αξιοποιείται ποικιλοτρόπως: πρώτον, η έκθεση στα αρχικά στάδια· δεύτερον, η μεταφορική ή θεματική αναλογία που χρησιμοποιείται για να δοθεί έμφαση ή να εξηγηθούν τα σημεία σύγκρουσης στην κλιμακούμενη δράση και τρίτον, η λειτουργία του μονόλογου ως αποτελεσματική στρατηγική για την αποκάλυψη των διακειμενικών αξιών
Στους μονολόγους του τόμου το φύλο της γυναικείας φωνής άλλοτε συμπίπτει με το φύλο του καλλιτεχνικού υποκειμένου: Λεία Βιτάλη (Ο ένατος γάμος) και Έφη Βενιανάκη (Η κραυγή) και άλλοτε ο χαρακτήρας που μονολογεί κινείται πέραν του φύλου (Ο κλόουν της Μαρίας Λαϊνά). Τόσο η «γυναικεία» όσο και η «ανδρική» φωνή έχουν κειμενική υπόσταση και δεν βρίσκονται σε σχέση ευθείας μίμησης μιας μη-κειμενικής πραγματικότητας (π.χ. βιολογικά ή ταξικά καθοριζόμενης). Χωρίς, ωστόσο, να απουσιάζουν και οι περιπτώσεις όπου ένας «γυναικείος» δραματικός μονόλογος αναδιατάσσει τους κατεστημένους κώδικες δια της ανοικειοποίησης. Σε ορισμένους από τους μονολόγους του τόμου ενεργοποιούνται το τέχνασμα της επιστολογραφίας (Γιώργος Μανιώτης: Ερωτική επιστολή) και οι διακειμενικές εμψυχώσεις: όχι μόνο από το αρχαιοελληνικό μύθο (Ο δολοφόνος και τα κοράκια [κύκλος των Λαβδακιδών] του Μάριου Ποντίκα), αλλά και από τον σεξπιρικό κύκλο (…και Ιουλιέττα/Ρωμαίος και Ιουλιέττα του Άκη Δήμου) και τον Ντύρενματ (Ο ένατος γάμος/Η επιστροφή της γηραιάς κυρίας). Είναι γεγονός ότι η χρήση του μονόλογου στο θέατρο έχει πολλαπλασιαστεί σημαντικά: αναγνωρίζουμε την αύξηση της δημοτικότητας του «one man/woman show» αλλά και τα παραδοσιακά μονοδράματα με τα οποία ο ηθοποιός «βυθίζεται» στο βιογραφικό πορτρέτο ενός γνωστού ιστορικού χαρακτήρα, μεταποιώντας ακόμη και το (αυτο)βιογραφικό υλικό. Έτσι συναντάμε πρόσωπα/προσωπεία καλλιτεχνών όπως ο γλύπτης Γιαννούλης Χαλεπάς (Όταν ο Χαλεπάς συνάντησε τον Δαίδαλο ή Ίκαρος είμαι εγώ και Δαίδαλος ο πηλός του Γιάννη Σολδάτου) και η ποιήτρια Έμιλυ Ντίκινσον (Το τελευταίο όνειρο της Έμιλυ Ντίκινσον του Σταμάτη Πολενάκη), αλλά και τους ηττημένους της ιστορίας (Το ανάκτορο στην Άνω Τούμπα του Παναγιώτη Μέντη), τους χαφιέδες (Η απολογία του Θεόφιλου Τσάφου του Νίκου Κούνδουρου) και τους «αυτοναρκοθετημένους» (Σεμινάριο βλακείας του Σάκη Σερέφα).
Ορισμένοι από τους μονολόγους του τόμου περιλαμβάνουν τη χρήση προσωπικών ιστοριών και αφηγήσεων υπό μορφή ένορκων καταθέσεων, ενδοθεατρικών σχολίων, ομολογιών και μαρτυριών. Όλοι, όμως, διαπλέκουν συναισθηματικές καταστάσεις και οπτικές μεταφορές, επιλεκτικές επαναλήψεις και «αρνητικά διαστήματα», παύσεις, σιωπές και ελλείψεις. Απέναντι στις επιφυλάξεις για μια «στατική δραματουργία» δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι μονόλογοι θεατροποιούν εκείνα που εκφράζει ένα «διάφανο μυαλό», επιτρέποντας στο κοινό να εισέλθει στη συνείδηση ενός χαρακτήρα: κίνητρα, παρελθόν, προθέσεις. Στους περισσότερους από τους μονολόγους επιβεβαιώνεται και η θεμελιώδης συγγραφική δεξιότητα να περιγράφονται οι «εκτός σκηνής» χαρακτήρες. Μ’ αυτό τον τρόπο αναφερόμαστε στη σημειολογία του «απόντος άλλου» δια αντικείμενων που τον συμβολοποιούν ή στον ενδοκειμενικό αποδέκτη των λόγων του ομιλητή. Παράλληλα, ο θεατρικός συγγραφέας επιδέξια μεταμφιέζει το μονόλογο μέσα σε καταστάσεις που είναι εν γένει διαλογικές ή διαδραστικές, παρουσιάζοντας διαφωνίες, παρανοήσεις και διακοπές αντί να επιμένει σε μια αδιάσπαστη συνέχεια. Ενώ η αποδοχή του μονολόγου ως μέσο της θεατρικής παράδοσης τον καθιστά ως το πλέον «λογοτεχνικό» από τα δραματουργικά μέσα, από την άλλη ο μονόλογος αναδεικνύεται και ως το κατεξοχήν μέσο για την επιβεβαίωση και την ανάδειξη του μεγαλείου της υποκριτικής τέχνης. Ορισμένοι από τους μονολόγους του τόμου είναι σκηνικά δοκιμασμένοι - ποιος ξεχνάει την Λυδία Φωτοπούλου ως «Ιουλιέττα» κατά Άκη Δήμου; - αλλά και όσοι παρέμειναν εκτός σκηνής μοιάζουν άξιοι να παρασταθούν.

*Ο Κωνσταντίνος Κυριακός είναι καθηγητής στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πατρών

Στήβεν Αντωνάκος, Untitled drawing (MA #8) Berlin, 1980, χρωματιστό μολύβι σε περγαμηνή, 43 x 35,50 εκ. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: