21/3/21

Γυναίκες εν πολέμω

Σπυρίδων Προσαλέντης (1830-1895), Η Φωτεινή Μαυρομιχάλη με εθνική ενδυμασία (λεπτομέρεια), μέσα 19ου αι., λάδι σε καμβά, 32 x 25,5 εκ., Μουσείο Μπενάκη, δωρεά Χρίστου Δαραλέξη

Της Βασιλικής Λάζου

Προδημοσίευση από το βιβλίο της Βασιλικής Λάζου, 1821: Γυναίκες και επανάσταση. Από τον οθωμανικό κόσμο στο ελεύθερο ελληνικό κράτος, που κυκλοφορεί αυτές τις μέρες από τις εκδόσεις Διόπτρα

Στις 6 Σεπτεμβρίου 1821, στα σοκάκια της Τριπολιτσάς εξελίχθηκε μια ασυνήθιστη κινητοποίηση. Οι Οθωμανοί υποκίνησαν τις γυναίκες τους να συγκεντρωθούν έξω από το σαράι απαιτώντας να παραδοθεί η πόλη με διαπραγματεύσεις. Πλήθος γυναικών, με τις γριές και τις ηλικιωμένες επικεφαλής, με οιμωγές, κατάρες, δάκρυα, θρήνους και παρακλήσεις, ζητούσε το άμεσο τέλος του μαρτυρίου. Η πείνα, η αρρώστια, οι ελλείψεις, η αβεβαιότητα, ο κίνδυνος που ολόγυρα μεγάλωνε, η απελπισία, όλα αυτά μαζί, αποτύπωναν το αδιέξοδο. Ήταν κάτι που όλοι έβλεπαν, πολύ λίγοι όμως μπορούσαν να το εκφράσουν. Οι γυναίκες ανέλαβαν το επικίνδυνα καθήκον της δημόσιας έκφρασης του αιτήματος, καθώς κινδύνευαν λιγότερο από τους άνδρες και, πιο ειδικά, από τους τοπικούς αξιωματούχους της Πύλης. Στο όνομα του Θεού και του σουλτάνου μπορούσαν να ζητήσουν το έλεος, που, στην προκειμένη περίπτωση, σήμαινε τον συμβιβασμό και την παράδοση της πόλης. Η κίνηση αυτή των γυναικών να βγουν στον δρόμο, όσο κι αν προκάλεσε απορία στον Σπυρίδωνα Τρικούπη, καθώς «αι δε γυναίκες ατιμώρητοι έμενον, ως θεωρούμεναι πράγματα και εκτός του πολεμικού νόμου ούσαι», είχε ως γνώμονα την ασφάλεια που θα εξασφαλιζόταν με την απεμπλοκή από την πολιορκία μέσω των διαπραγματεύσεων. Υπό την πίεση αυτή ο Κεχαγιάμπεης υποχώρησε από την αρχική ιδέα για ηρωική έξοδο. Αποφασίστηκε να γίνουν προς τους Έλληνες προτάσεις συμβιβασμού μέσω των αρχιερέων και προεστών, που κρατούνταν πέντε μήνες ως όμηροι στην Τρίπολη.
Σύμφωνα με ξένους φιλέλληνες που βρίσκονταν στην περιοχή, η Μπουμπουλίνα, όπως και άλλοι Έλληνες αρχηγοί, όσο καιρό συνεχίζονταν οι διαπραγματεύσεις με τους Αλβανούς έκλεισε χωριστές συμφωνίες με τις γυναίκες του χαρεμιού. Μην πιστεύοντας τις διαταγές και τους κανόνες του Υψηλάντη περί δίκαιης κατανομής των λαφύρων, είχε έρθει για να διεκδικήσει αυτοπροσώπως μερίδιο. Ο Πετρόμπεης και ο Κολοκοτρώνης, γράφει ο Άγγλος ιστορικός Τζορτζ Φίνλεϊ, επέτρεψαν στην Μπουμπουλίνα να μπει στην πόλη για να πείσει τις Τουρκάλες να παραδώσουν τα χρήματα και τα κοσμήματά τους ως το μοναδικό μέσο για να αγοράσουν την ασφάλεια της ζωής τους και της τιμής τους. Κατά τον πολεμικό ανταποκριτή των Times του Λονδίνου Τζέιμς Έμερσον, η Μπουμπουλίνα έμπαινε η ίδια στην Τριπολιτσά για να προεξοφλήσει το μερίδιό της από τα λάφυρα. «Συνάντησε τη γυναίκα του βεζύρη μισοπεθαμένη από την τρομάρα της. Και εκείνη της εμπιστεύθηκε, όπως λένε, τα διαμαντικά της και τη φόρτωσε με πλούσια δώρα, που συγκεντρώθηκαν από τη συνεισφορά των πρώτων γυναικών της Τριπολιτσάς. Το πολυάριθμο συγγενολόι της πηγαινοερχόταν στις πόρτες της Τριπολιτσάς και κουβαλούσε τους θησαυρούς σε σίγουρες κρυψώνες.
Στις 23 Σεπτεμβρίου του 1821 η Τριπολιτσά αλώθηκε από τους Έλληνες πολιορκητές της. Θριαμβευτικά, «αντρίκια, πάνω σε ένα άλογο, όπως συνήθιζαν οι Αμαζόνες ενώ το αίμα κυλούσε ακόμα στους δρόμους», μπήκε λίγο μετά την άλωση στην Τριπολιτσά και η Μπουμπουλίνα.
Όσες γυναίκες σώθηκαν από τη σφαγή πήραν τον δρόμο της αιχμαλωσίας, μια τύχη όχι πάντα καλύτερη από τον θάνατο. Στα χωριά όπου βρέθηκαν για αγροτικές και οικιακές εργασίες οι Οθωμανές σκλάβες θεωρούνταν «κοινωνικό μίασμα και θρησκευτική ασέβεια». Τις συνόδευε η καχυποψία, ο φθόνος των άλλων γυναικών και ο στιγματισμός. Ήταν τα εύκολα θύματα σε περίπτωση αρρώστιας, συγκρούσεων ή ερωτικών αντεκδικήσεων. Οι πιο όμορφες έγιναν παλλακίδες Ελλήνων στρατιωτικών αρχηγών και άλλων ισχυρών. Τους ακολουθούσαν, ακόμη και στις αποστολές τους, ντυμένες με ανδρικά ρούχα. Μια όμορφη Τουρκοπούλα, λεβεντόκορμη, γεμάτη νιάτα και υγεία, είχε κοντά του για να τον φροντίζει και ο Καραϊσκάκης. Την είχαν βαφτίσει Μαριώ. Τη φώναζαν όμως Ζαφείρη και φορούσε φουστανέλα. Ήταν κόρη κάποιου αγά, από όσους βρέθηκαν μπλοκαρισμένοι στην Τριπολιτσά και «άμα πήρανε την πολιτεία οι δικοί μας, απόμεινε έρημη και απροστατάτευτη». Περιποιούνταν τον Έλληνα οπλαρχηγό και τον ακολουθούσε παντού. Σε όλες τις μάχες, σε όλες τις περιπέτειες». Στη διαθήκη του ο Καραϊσκάκης της άφησε 4.000 γρόσια. Ο Κωλέτης ήταν πασίγνωστος για το ειδύλλιό του όχι μόνο με τη χήρα του οπλαρχηγού Χρήστου Παλάσκα, αλλά και με τρεις Οθωμανές, οι οποίες τον συνόδευαν ντυμένες ευρωπαϊκά. Έλεγαν ότι οι συνήθειές του αυτές προέρχονταν από την αυλή του Αλή Πασά, όπου έζησε για χρόνια. Ο αμφιλεγόμενος αρχηγός της Δυτικής Ελλάδας Βαρνακιώτης είχε επίσης τρεις παλλακίδες, η πιο ισχυρή από τις οποίες, η Ρίνα η Κουτζουμποπούλα, προχωρούσε ένοπλη μπροστά από το πρωτοπαλίκαρό του. Ο καπετάν Τσόγκας, παρότι παντρεμένος, συζούσε κάτω από την ίδια στέγη και με μια Τουρκάλα, και μάλιστα με την άδεια του δεσπότη. Ο δε Παπαφλέσσας, όπως μαρτυρεί ο Μακρυγιάννης, «γύρευε τις επιδέξες (δηλαδή πόρνες)… έζη ως σατράπης με τρυφάς και αναπαύσεις…». Κάποιοι παντρεύονταν Οθωμανές, αφού τις βάφτιζαν, όπως ο καπετάν Χατζηχρήστος, στο μεγαλόπρεπο γαμήλιο γλέντι του οποίου παρευρέθηκε όλη η κυβέρνηση αναβάλλοντας «ες αύριον τας κρατικάς υποθέσεις». Άλλες γυναίκες πουλήθηκαν σε ναυτικούς ή χαρίστηκαν σε φιλέλληνες. Κατά την παράδοση της Ακροκορίνθου τον Ιανουάριο 1822 ο εθελοντής Ιταλός αξιωματικός Brengieri, όπως και όλοι οι ξένοι αξιωματικοί που βρίσκονταν στην Κόρινθο, αγόρασε μια Τουρκάλα. Έφοροι και προεστοί μοιράστηκαν αναμεταξύ τους τις Τουρκάλες, αλλά και πολλοί εθελοντές «αμείφθηκαν με γυναλικες για τις υπηρεσίες τους. Το σκηνικό επαναλήφθηκε μετά την κατάληψη του Παλαμηδίου στα τέλη του 1822. Πολλοί Γερμανοί εθελοντές ξέχασαν τους μισθούς και το δώρο, τη φτώχεια και την αθλιότητα στην αγκαλιά νεαρών μουσουλμάνων γυναικών 12-16 ετών τις οποίες λάμβαναν αντί μισθού και δώρου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: