Του Θοδωρή Ρακόπουλου*
ΦΩΤΕΙΝΗ ΤΣΙΜΠΙΡΙΔΟΥ (επιμέλεια), Εθνογραφία και καθημερινότητα στην «καθ’ ημάς Ανατολή», εκδόσεις Κριτική, σελ. 536
Το βιβλίο αυτό είναι μια συλλογική χειρονομία που ανανεώνει δύο από τις έννοιες του τίτλου: τόσο την εθνογραφία, όσο και την «καθ’ημάς Ανατολή». Σε ό,τι αφορά την πρώτη, ο τόμος προτείνει μία σπάνια έως και πρωτοφανή για τα ως τώρα δεδομένα της ελληνόφωνης Ανθρωπολογίας ερευνητική εξωστρέφεια. Συγκεκριμένα, ενώ η εγχώρια Ανθρωπολογία είναι κατά απόλυτη προτεραιότητα στραμμένη στην έρευνα «οίκοι», τουτέστιν στην εθνογραφία του ελληνικού χώρου, το βιβλίο αυτό περιέχει εθνογραφικές μελέτες που εστιάζουν εκτός Ελλάδας και μάλιστα εκτός «Ευρώπης», σε ένα πεδίο ετερότητας αλλά και οικειότητας που γεωγραφικά και πολιτικά ονομάζεται «Μέση Ανατολή». Σε ό,τι αφορά την δεύτερη συμβολή του τόμου λοιπόν, αυτή η (γειτονική, αλλά άγνωστη) περιοχή αντιμετωπίζεται γι αυτό που είναι, κι όχι γι αυτό που νομίζουμε εμείς: χώρες και πολιτισμοί με εσωτερική λογική και ζωντανή ιστορία, κι όχι τόποι εθνοκεντρικής προβολής (“καθ’ημάς”) ή οριενταλιστικής φαντασίωσης («Ανατολή»).
Για αυτές τις δύο συμβολές του, ο τόμος που επιμελείται η ανθρωπολόγος, καθηγήτρια στο ΠΑΜΑΚ, Φωτεινή Τσιμπιρίδου, είναι πολύτιμο διδακτικό υλικό. Η Τσιμπιρίδου, πολύπειρη η ίδια στην έρευνα σε αυτό που σχηματικά λέμε «Μέση Ανατολή», συγκεντρώνει δεκατέσσερεις μελέτες σε ισάριθμα κεφάλαια, γραμμένες για τον τόμο, από Έλληνες ανθρωπολόγους και εθνολόγους. Τα πρώτα δύο τρίτα του βιβλίου επισκέπτονται την απίστευτη ποικιλομορφία του χώρου από τη Μεσόγειο ως την Αραβική χερσόνησο, της Εγγύς και Μέσης Ανατολής στις πολλαπλές της διαστάσεις. Έτσι, έχουμε μια κλασική και κατατοπιστική ανθρωπολογική ανάλυση του πολιτικού πολιτισμού του Ομάν, μια ενδιαφέρουσα εθνογραφική ανάλυση του ανδρισμού στην Ιορδανία, μια ιστορικοεθνογραφική επίσκεψη στα θεμέλια του μπα’αθισμού στην Συρία (βρήκα το κεφάλαιο αποκαλυπτικό), και μια κριτική εθνογραφία στα «εργαστήρια ειρήνης» στον μεταπολεμικό Λίβανο.
Δίπλα σε αυτές τις αναλύσεις, έχουμε δύο πραγματικά διαφωτιστικά κεφάλαια για τις οικειοποιήσεις της ελληνικής μουσικής στο Ισραήλ και την ευρύτερη σχέση οικειότητας των Ισραηλινών με την Ελλάδα. Παράλληλα, συναντάμε μια φεμινιστική επίσκεψη στην πολιτική κουζίνα της μετα-επαναστατικής Αιγύπτου, αλλά και μια θεωρητική ανάλυση του ξεσηκωμού στην Tahrir, ενώ τέλος εντυπωσιάζει η μελέτη για την σιιτική τελετουργία της Ασούρα από Πακιστανούς στον Πειραιά. Η γκάμα των ενδιαφερόντων, επομένως, είναι πλούσια και ποικίλη: Λίβανος, Ισραήλ, Ομάν, Ιορδανία, σιίτες μετανάστες. Όπως σημειώνει η επιμελήτρια στην εισαγωγή, η ίδια η έννοια της Μέσης Ανατολής, όταν ειδωθεί στο πρίσμα της εκεί καθημερινότητας, αποκαλύπτει μια αχανή παλέτα διαφοράς, ετερότητας, πολιτισμικού πλούτου και ιστορικής διαφοροποίησης. Πράγματι, δίπλα στην πολυπλοκότητα του αραβικού κόσμου, υπάρχει το Ιράν, οι Κούρδοι, οι Αζέροι, οι Τουρκμένοι, οι Αρμένιοι, το Ισραήλ, μια σειρά θρησκευτικών και εθνοθρησκευτικών μειονοτήτων, αλλά και εντυπωσιακά σύνθετων συστημάτων συγγένειας και πολιτικής οργάνωσης: η Μέση Ανατολή είναι πραγματικά μια αχανής όαση πολιτισμικής πολλαπλότητας.
Επίσης, όπως σημειώνουν αρκετοί από τους συγγραφείς, το πεδίο ετερότητας που αυτή η πολυπλοκότητα ανοίγει, συναντά μια σειρά από πολιτισμικές οικειότητες στην ελληνική περίπτωση. Οι προσεκτικές αναλύσεις του τόμου αναδεικνύουν συγκριτικά την επαμφοτερίζουσα, οριακή θέση του ελληνικού χώρου σε σχέση με αυτό που ο κυρίαρχος λόγος εθνοκεντρικά αποκαλούσε (και ακόμα αποκαλεί) «καθ’ημάς Ανατολή». Εξάλλου, η ανθρωπολογία δεν μας μαθαίνει μόνο τον Άλλο – αλλά ως ανακλαστική και αναστοχαστική γνώση, μας αποκαλύπτει τη γνωσιακή μας ιδιοσυστασία.
Ο κυρίαρχος λόγος στην Ελλάδα, εξάλλου, έχει μια μονομανία με την Τουρκία, μια κοινωνία που φαίνεται με τη σειρά της να βιώνει τις τοποθετήσεις της στην Μέση Ανατολή με αμηχανία. Γι αυτό το λόγο, οι έξι τελευταίες μελέτες του τόμου (Μέρος ΙΙ: Στη γείτονα Τουρκία), που επικεντρώνονται σε αυτή τη χώρα, είναι επίσης εξαιρετικός οδηγός αυτοκατανόησης, όσο και βέβαια -και κυρίως- τρόπος προσεκτικής ανάγνωσης του μωσαϊκού που αποτελεί μιαν εν πολλοίς άγνωστη (αν και «γείτονα») χώρα. Σε αντίθεση με τις αναλύσεις του πρώτου μέρους για την Ανατολική Μεσόγειο, οι αναλύσεις για την Τουρκία δεν λείπουν από την ελληνική δημόσια σφαίρα. Εξαιτίας της εθνοκεντρικής και ρηχής φύσης των περισσότερων ανταποκρίσεων από την Τουρκία, ωστόσο, η λεπτομέρεια του εθνογραφικού λόγου είναι κι εδώ πολύ χρήσιμη.
Κλείνοντας, δύο παρατηρήσεις για την παρούσα που ενδεχομένως θα εμπλούτιζαν μια δεύτερη έκδοση: στο βιβλίο χρησιμοποιείται ο όρος «κουλτούρα» ενώ ο όρος «πολιτισμός» είναι πλέον εδραίος στα ελληνικά για να αποδοθεί η έννοια “culture”˙ ενδεχομένως θα είχε ενδιαφέρον να εξηγηθεί η επιλογή του όρου. Ακόμα, θα ήταν βοηθητικό αν στο τέλος του τόσο χρήσιμου αυτού βιβλίου υπήρχε ευρετήριο, ειδικά όρων και κύριων ονομάτων, για να οργανώσει ο αναγνώστης καλύτερα την πλούσια γνώση που το βιβλίο προσφέρει. Ο τόμος, εξάλλου, αποτελεί τομή στην εγχώρια εθνογραφική γραμματεία, και μια τέτοια προσθήκη θα τον καθιστούσε πιο εύχρηστο.
*Ο Θοδωρής Ρακόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, Πανεπιστήμιο του Όσλο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου