Του Βαγγέλη Τζούκα
DANIEL SCHNEIDERMANN, Βερολίνο, 1933. Η στάση του διεθνούς τύπου μπροστά στον Χίτλερ, μτφρ. Γιώργος Καράμπελας, εκδόσεις Πόλις, σελ. 448
Ένα από τα πιο συγκλονιστικά βιβλία που έχουν κυκλοφορήσει πρόσφατα. Πρόκειται για ένα έργο που διαβάζεται απνευστί, γραμμένο από έναν έμπειρο δημοσιογράφο, γαλλοεβραϊκής καταγωγής, που έχει πολλάκις συγκρουστεί με συμφέροντα από το χώρο του Τύπου. To αντικείμενο του βιβλίου αφορά τη στάση των μεγάλων διεθνών ΜΜΕ απέναντι στο Χίτλερ και τον ναζισμό, με ιδιαίτερη αναφορά στα τεκταινόμενα της περιόδου 1933-34, στην εποχή δηλαδή εδραίωσης του ναζιστικού καθεστώτος, αλλά και σε μεταγενέστερα σημαντικά γεγονότα (όπως τη «Νύχτα των Κρυστάλλων» του 1938). Ο Schneidermann δεν γράφει από μια ψυχρή, αποστασιοποιημένη, ουδέτερη οπτική, αλλά από ένα, όπως το χαρακτηρίζει ο ίδιος, «εμμονικό» πρίσμα. Αν και το πόνημά του βασίζεται στην αξιοποίηση ενός πλήθους σοβαρών τεκμηρίων, δεν γράφεται απλά και μόνο χάριν συμβολής στην έρευνα για την τρομερή αυτή εποχή. Αντιθέτως, είναι ένα βιβλίο που, όπως τονίζεται πολλές φορές στο κείμενο, αποσκοπεί στην αφύπνιση των σύγχρονων δημοκρατικών πολιτών ενόψει της κατάστασης που έχει διαμορφωθεί παγκοσμίως στον ευαίσθητο χώρο των ΜΜΕ. Διαβάζεται λοιπόν, και ο συγγραφέας είναι ξεκάθαρος στο σημείο αυτό, και ως μια απόπειρα συνειδητοποίησης δομικών αναλογιών ανάμεσα στη ναζιστική Γερμανία του Μεσοπολέμου και τις σύγχρονες μετανεωτερικές δημοκρατίες των fake news, του τραμπισμού, της λογοκρισίας και αυτολογοκρισίας στα ΜΜΕ, των social media, και της «επέκτασης του πεδίου της Δεξιάς».
Η βασική μέριμνα του Schneidermann είναι η εκδίπλωση του τρόπου με τον οποίο οι ανταποκριτές του διεθνούς τύπου επιχείρησαν να ερμηνεύσουν την εδραίωση των ναζιστών στην εξουσία, με ιδιαίτερη έμφαση στο ζήτημα των διώξεων των Εβραίων και στην πολιτική και ιδεολογική προετοιμασία της Shoa (του Ολοκαυτώματος). Η αφήγησή του επιτρέπει στον αναγνώστη τη συνειδητοποίηση του γενικότερου κοινωνικού και πολιτισμικού περιβάλλοντος εντός του οποίου εργάζονταν οι διαπιστευμένοι δημοσιογράφοι. Είναι πραγματικά εντυπωσιακή η εξιστόρηση των περιπετειών των γνωστότερων από αυτούς, οι οποίοι όμως δεν στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων. Δεν ήταν ασυνήθιστες οι περιπτώσεις ανθρώπων που υποχρεώνονταν να στέλνουν ουδέτερες ή και φιλικές προς το καθεστώς ανταποκρίσεις, οι οποίες φυσικά και αυτές με τη σειρά τους περνούσαν από το φίλτρο των διευθύνσεων των εφημερίδων, αλλά και της πολιτικής γραμμής του εκάστοτε ιδιοκτήτη τους. Σε γενικές γραμμές, εξάλλου, η ευρωπαϊκή αλλά και η παγκόσμια κοινή γνώμη στεκόταν με περιέργεια απέναντι στα τεκταινόμενα στη Γερμανία, χωρίς όμως να αντιλαμβάνεται τη ριζική διαφορά του ναζιστικού καθεστώτος και της ναζιστικής κοσμοθεωρίας σε σχέση με τις κληροδοτημένες εμπειρίες του παρελθόντος. Επιπλέον, και οι ίδιοι οι ιθύνοντες του Τρίτου Ράιχ είχαν ως προτεραιότητα τη δημιουργία μιας εξιδανικευμένης εικόνας για την κατάσταση που επικρατούσε στη χώρα και ήταν ιδιαιτέρως προσεκτικοί απέναντι στις διαθέσεις των μεγάλων δυνάμεων απέναντί τους, τουλάχιστον μέχρι την εδραίωση της εξουσίας τους και της γεωπολιτικής θέσης της Γερμανίας. Με τα λόγια του Schneidermann: «[...οι αναγνώστες και οι ακροατές διψούν για καυτά νέα από τη Γερμανία και για εντυπωσιακές φωτογραφίες από τις συγκεντρώσεις της Νυρεμβέργης. Ο Χίτλερ ήδη πουλάει. Και οι ναζί το ξέρουν πολύ καλά». Και όμως, όπως υποστηρίζει ο συγγραφέας, οι ενδείξεις και οι προειδοποιήσεις για την επερχόμενη εξόντωση των εβραϊκών πληθυσμών της Ευρώπης ήταν σαφείς ήδη από τα χρόνια εκείνα. Ευσυνείδητοι δημοσιογράφοι, όπως η Dorothy Thompson και ο Edgar Ansel Mowrer πλήρωσαν το τίμημα της αποστασιοποίησής τους από το ευρύτερο κλίμα άσκησης του δημοσιογραφικού λειτουργήματος, σε αντίθεση με ανθρώπους όπως ο Louis Lochner, που αξιολογούσαν με εντελώς διαφορετικό τρόπο τα τεκταινόμενα στη Γερμανία. Δεν ήταν ασυνήθιστη και η παρουσία του τμήματος εκείνου της δημοσιογραφικής κοινότητας που εκφραζόταν με ανοικτή συμπάθεια προς τον Χίτλερ και την ναζιστική ηγεσία, και έβλεπε με ευμενή τρόπο τις εξελίξεις. Είναι μάλιστα εντυπωσιακή και η απόπειρα προβολής αυτού του προτύπου οργάνωσης των κοινωνιών και στο εσωτερικό των δυτικών δυνάμεων (Γαλλία, ΗΠΑ, Βρετανία), όπου, ως γνωστόν, είχαν ήδη κινητοποιηθεί φιλοφασιστικές και φιλοναζιστικές δυνάμεις. Φυσικά υπήρχαν και τιμητικές εξαιρέσεις, προερχόμενες ως επί το πλείστον από έντυπα της κομμουνιστικής αριστεράς, ειδικά στη Γαλλία, που όμως δεν μπορούσαν να διαμορφώσουν ευρύτερες συναινέσεις, λόγω ακριβώς του πολιτικού τους προσανατολισμού.
Σε τελική ανάλυση, το εξαιρετικό βιβλίο του Schneidermann αξίζει και πρέπει να διαβαστεί από ένα όσο το δυνατόν ευρύτερο κοινό, καθώς αντιμετωπίζει ένα πάντα επίκαιρο ζήτημα με ρέουσα γραφή και εμπεριστατωμένη ανάλυση. Το κείμενο είναι ευανάγνωστο και η καλή μετάφραση του Γιώργου Καράμπελα βοηθάει στην κατανόηση των κεντρικών θέσεων του συγγραφέα, που, όπως προαναφέραμε, αφορούν και το δύσκολο παρόν της δημοσιογραφίας, τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο.
Ο Βαγγέλης Τζούκας είναι δρ Κοινωνιολογίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου