Του Βασίλη Αλεξίου*
ΤΖΩΡΤΖ ΣΤΑΪΝΕΡ, Η απόσυρση από τη λέξη, μτφρ. Στέφανος Ροζάνης, εκδόσεις Έρασμος, σελ. 60
Σχεδόν εδώ και γύρω στα εκατό χρόνια, οι τελευταίες φιγούρες σοφών που ξέρουν και να επίστανται ή επίστανται αυτό που δεν ξέρουν μοιάζει να σβήνουν αργόσυρτα μαζί με τις γενειοφόρες φιγούρες των Μαρξ, Δαρβίνου, Φρόυντ, και κάποιων άλλων. Ο 20ός αιώνας που θα ενσκήψει δριμύς, δρομαίος, ακραίος, κατάφορτος με αμάξια, βόμβες, υπολογιστές και υπολογιστικότητα, θαυμαστές καινούργιες εφευρέσεις και δύο «εξαισίως» διεκπεραιωμένα παγκόσμια μακελειά («παστρικές δουλειές!», καταπώς λέμε) έρχεται σαν ο «αιώνας της καλπάζουσας εξυπνάδας» και, ταυτόχρονα, «θύμα μιας Προόδου που πρόωρα σκουριάζει», για να χρησιμοποιήσω, και εδώ, τους στίχους από τον καρουζικό «Ακέραιο Κυρ Αλέξανδρο», με την επιστήμη, μεταλλαγμένη πια σε φουκωική épistémè, να μην θέλει καθόλου, κι αυτό δηλωμένο: ρητά ή υπόρρητα, να μπερδεύονται στα πόδια της: αρετή (πλατωνική ή μη), ηθική ή σοφία. Βέβαια, όπως συμβαίνει πάντοτε, κάθε κανονική και νομοταγής ιστορική φάση έχει και τις εξαιρέσεις της. Μία από τις πιο χαρακτηριστικές είναι και αυτή του αυστροεβραϊκής καταγωγής στοχαστή Τζώρτζ Στάινερ που στο έργο του μοιάζει να επαληθεύεται απολύτως εκείνος ο αφορισμός του Tommaso d’ Aquino, ή, αλλιώς, Θωμά του Ακινάτη: Discitur sapientia, sicut sapida scientia ˗ μιλάει κανείς για τη σοφία σαν να μιλάει για μια νόστιμη επιστήμη. Βέβαια, αυτή η «επαλήθευση», για τον Στάινερ, δεν θα έρθει δωρεάν ή αβρόχοις ποσίν. Τις δυσκολίες και τα διόδια τα περιγράφει εξαιρετικά ο ίδιος στην πρώτη παράγραφο της δεύτερης έκδοσης (1991) του Μετά τη Βαβέλ, δίνοντας ταυτόχρονα και μια ακτινογραφία των σημερινών κυρίαρχων συνθηκών παραγωγής του λόγου στο ακαδημαϊκό περιβάλλον:
«Το ανά χείρας έργο γράφτηκε υπό δύσκολες, τρόπον τινά, συνθήκες. Εκείνη την εποχή ήμουν όλο και πιο περιθωριοποιημένος και, μάλιστα, απομονωμένος εντός της ακαδημαϊκής κοινότητας. Αυτό δεν αποτελεί απαραίτητα μειονέκτημα. Η θητεία στον ακαδημαϊκό χώρο σήμερα, η επικρότηση της ομοτιμίας ενός ατόμου από τους συναδέλφους του, η υποστήριξη και οι δάφνες όταν προσφέρονται, συνιστούν συχνά συμπτώματα καιροσκοπίας και ευτελούς συμβατικότητας. Ο αποκλεισμός ή ο αναγκαστικός παραμερισμός, σε κάποιο βαθμό, μπορεί να αποτελούν έναν από τους όρους μιας έγκυρης εργασίας. Η επιστημονική έρευνα και πρόοδος είναι, σε σημαντικό βαθμό και εύλογα, συνεργάσιμες δραστηριότητες. Στις κλασικές ή φιλολογικές σπουδές, στους τομείς του ενορατικού λόγου, οι επιτροπές, οι επιστημονικοί διάλογοι και το κύκλωμα των συνεδρίων αποτελούν πληγές. Τίποτα δεν είναι πιο γελοίο από τον κατάλογο των ονομάτων ακαδημαϊκών συναδέλφων και χορηγών, οι οποίοι κατονομάζονται με ευγνωμοσύνη σε υποσημειώσεις στο τέλος κάποιων ασήμαντων αναφορών. Στην ποιητική, στη φιλοσοφία, στην ερμηνευτική, η εργασία που αξίζει, θα παράγεται, τις περισσότερες φορές, ενάντια στο ρεύμα και θα περιθωριοποιείται».[1]
Κάτι παρεμφερές, δηλαδή το στέγνωμα του λόγου, την εργαλειοποίησή του, το άδειασμά του από την πάλλουσα, βιμπράτη, γεμάτη βάσανα, αντιφάσεις, πάθια και καημούς, ανθρώπινη πνοή, την αποικιοποίησή του από αριθμούς, λογάριθμους, αλγόριθμους και κλειδάριθμους, κοντολογίς την «απόσυρση της λέξης» πραγματεύεται ο Στάινερ και στο παρόν δοκίμιο. Ξεκινάει από τις απαρχές αυτής της σταδιακής άμπωτης της λέξης που την τοποθετεί κάπου στον δέκατο έβδομο αιώνα και τη μελετάει σε ποικίλα επιμέρους γνωστικά πεδία. Πρώτα απ’ όλα και κυρίαρχα στα μαθηματικά:
«Με την ανάπτυξη της αναλυτικής γεωμετρίας και της θεωρίας των αλγεβρικών συναρτήσεων, με την ανάπτυξη από τον Νεύτωνα και τον Λάιμπνιτς του μαθηματικού λογισμού, τα μαθηματικά έπαψαν να είναι μια εξαρτημένη σημειογραφία, ένα εμπειρικό εργαλείο. Έγιναν μια εξαιρετικά πλούσια, πολυσύνθετη και δυναμική γλώσσα. Και η ιστορία αυτής της γλώσσας είναι μια ιστορία μη μεταφρασιμότητας. Βέβαια, είναι πιθανόν να μεταφράσουμε εκ νέου με λεκτικά ισοδύναμα, ή τουλάχιστον κατά προσέγγιση, τις διαδικασίες της κλασικής γεωμετρίας και της κλασικής συναρτησιακής ανάλυσης. Ωστόσο, από τη στιγμή που τα μαθηματικά γίνονται μοντέρνα και αρχίζουν να εκθέτουν τις τεράστιες δυνάμεις αυτόνομης ανάπτυξης, μια τέτοια μετάφραση γίνεται όλο και λιγότερο πιθανή»
Και στη συνέχεια αυτή η διαδικασία θα επεκταθεί, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, και σε άλλους τομείς που καθένας τους συγκροτεί σταδιακά τη δική του γλώσσα ή «μεταγλώσσα», τη δική του «ιδιόλεκτο», κάθε τόσο και πιο αυτονομημένη, πιο μαθηματικοποιημένη, πιο «αλγοριθμοποιημένη», πιο απόμακρη από τη «φυσική», την καθημερινή γλώσσα. Και, φυσικά, πολύ εχθρικότατα απόμακρη, από την «άλλη» γλώσσα, τη μητρική, την πια μη λαλούμενη αλλά όχι απολύτως λησμονημένη και πάντα ελλοχεύουσα στις λιμνάζουσες λόχμες, στους αλήτικους «λήρους» ή στους υλακτούντες «ήλους» του ασυνειδήτου ή της ποίησης, τη λακανική δηλαδή lalangue. Έτσι, αυτή η «εγκατάλειψη της λέξης υπέρ του αριθμού» θα περάσει από τα Μαθηματικά, τη Φυσική, τη Χημεία, τη Βιολογία και στις ˗ας τις πούμε˗ «μαλακές» επιστήμες. Στην Ιστορία, την Κοινωνιολογία, τη Φιλολογία, και αλλαχού, η αποφασιστική στροφή συμβαίνει στη διάρκεια του 19ου αιώνα με τους Ranke, Comte, Tain κ. ά., όπου αυτό που πια επιδιώκεται είναι η αναζήτηση κανονικοτήτων, στατιστικών μοντέλων, περιοδικοτήτων, που «επιτρέπουν στον ιστορικό να συγκροτήσει ‘νόμους της ιστορίας’». Πολύ πιο έντονη είναι αυτή η πλημμυρίδα των αριθμών στις «παραλίες» της οικονομικής επιστήμης (τελευταία εξαίρεση απ’ αυτό, σύμφωνα με τον Στάινερ, ο Τζων Μέυναρντ Κέυνς) με την επιβολή της οικονομετρίας επί των οικονομικών και με την κυριαρχία ενός «αλφαβήτου» συγκροτούμενου, κατά κύριο λόγο, από πίνακες, διαγράμματα, γραφήματα και αριθμούς. Οι αριθμοί μοιάζει, έτσι, να έχουν καταβροχθίσει τη λέξη (όπως τα πρόβατα καταβρόχθισαν κάποτε τους ανθρώπους σε εκείνην την φανταστικά και «αντιπεριφρακτικά» αντιδυστοπική Ουτοπία του Τόμας Μωρ) και, πολλές φορές, και τους ανθρώπους που την προφέρουν ή τη μασάνε για να χορτάσουν την πείνα τους (για να θυμηθούμε έναν αφορισμό από τα Minima Moralia του Τέοντορ Αντόρνο).
Στη φιλοσοφία, ο Στάινερ θα δει ως εναρκτήριο λάκτισμα για αυτή την εισαγωγή των νέων μαθηματικών (και της πυθαγόρειας, εσώκλειστης «γλώσσας» των) πρώτα απ’ όλα τον ρηξικέλευθο καρτεσιανό στοχασμό και, κυρίως, το ρωμαλέο φιλοσοφικό έργο ενός πορτογαλο-ολλανδο-εβραίου τροχιστή και κατασκευαστή φακών, του Μπαρούχ Σπινόζα. Ας μην ξεχνάμε, εξάλλου, ότι ο πλήρης τίτλος στο magnum opus του δεύτερου, στην Ηθική του, δεν ήταν άλλος από Ethica: Ordine Geometrico Demonstrata.
[Από το επίμετρο στο βιβλίο] *Ο Βασίλης Αλεξίου διδάσκει θεωρία της λογοτεχνίας στο ΑΠΘ
[1] George Steiner, Μετά τη Βαβέλ, μτφρ. Γρ. Ν. Κονδύλη, επιμ. Άρη Μπερλή, Αθήνα 2004, Scripta, σ. 34.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου