Της Κωστούλας Μάκη
URSULA TIDD, Simone De Beauvoir, μετάφραση: Βάσια Λέκκα, εκδόσεις oposito, σελ. 222
«Η λογοτεχνία γεννιέται όταν κάτι στη ζωή είναι εξαρθρωμένο […] η πρώτη προϋπόθεση είναι ότι η πραγματικότητα παύει να θεωρείται δεδομένη· μόνο τότε μπορεί να ειδωθεί και να κοινολογηθεί σε άλλους.»
(Simon de Beauvoir, La force de l’ âge, s. 416)
Η Σιμόν ντε Μποβουάρ (1908-1986), υπήρξε σταθερό πρόσωπο αναφοράς στην εξέλιξη της φεμινιστικής θεωρίας. Συγγραφέας του Δεύτερου Φύλου (1949), εμβληματικό βιβλίο του φεμινισμού, και στοχαστής του υπαρξισμού, μαζί με τον σύντροφό της Ζαν Πωλ Σαρτρ. Η προσωπικότητά της παραμένει επίκαιρη, κινούμενη στα όρια μιας μυθολογίας που συνδυάζει ιστορικά, πολιτικά και προσωπικά χαρακτηριστικά. Αν η μυθοποιημένη κατασκευή ενός ιστορικού προσώπου αυτονόητα, θέτει ανοιχτά ερωτήματα για τη σχέση της ιστορικής διάστασης του έργου με τα διάφορα βιογραφικά στοιχεία, όπως αναφέρει η Ούρσουλα Τιντ στον πρόλογό της, οι μυθικές διαστάσεις, για το πρόσωπο της Μποβουάρ, είναι τόσο έντονες σε σημείο που «η ζωή της έχει ενίοτε επισκιάσει το έργο της» (σ. 12).
Στην παραπάνω μυθοποιητική διαδικασία, συμμετείχε η ίδια η Μποβουάρ συστηματικά με τους πέντε τόμους αυτοβιογραφίας της, αλλά και τη δημόσια παρουσία της. Εξάλλου, σύμφωνα με την ίδια, «δεν μπορεί ποτέ κάποιος να γνωρίζει τον εαυτό του, παρά μόνο να τον διηγηθεί» (σ. 13). Η βιογραφία, για τη Μποβουάρ είναι σαγηνευτική «διότι βρίσκεται στη μεθόριο ιστορίας και ψυχολογίας» (σ. 13). Επομένως, όπως αποκαλύπτεται και στη βιογραφία της Τιντ, οι αφηγήσεις της, σε αλληλεπίδραση με τις κατασκευές για το έργο της και την ίδια στον δημόσιο λόγο, συγκροτούν την εξακολουθητική παρουσία της στο σήμερα. Το ζήτημα είναι με ποιους όρους και μέσα από ποιες συγκεκριμένες διαδικασίες συμβαίνει αυτό.
Προκειμένου να μη λειτουργήσει η βιογραφία ως άχρονη μονοδιάστατη τοποθέτηση ενός προσώπου, είναι ανάγκη να διερευνηθούν οι ιστορικές διαδρομές του όσο ζούσε και μέχρι και σήμερα. Σε αυτό συνεισφέρει το βιβλίο της Τιντ, εκτυλίσσοντας λεπτομερώς τη διαδρομή της Μποβουάρ στον χρόνο και τον τόπο, ενώ παράλληλα συνδέει τις προσωπικές επιλογές με τις ιστορικές συνθήκες. Η εκτενής βιβλιογραφία που παρατίθεται στο τέλος του βιβλίου διευκολύνει τους αναγνώστες να μελετήσουν συστηματικά το έργο της.
Μεγαλωμένη η Μποβουάρ σε ένα περιβάλλον, όπου ο δεξιός αθεϊσμός του πατέρα της συγκρούεται με την καθολική εκπαίδευση που επιβάλλει η μητέρα της, είναι αναμενόμενο η ηθική να διαποτίζει από νωρίς το έργο της, σε μια διαρκή διερεύνηση των ορίων ανάμεσα στον εαυτό και τους άλλους. Η υπαρξιακή φαινομενολογία, η γεγονικότητα, οι έμφυλες ταυτότητες και η πολιτική ηθική συναίσθηση είναι έννοιες που διατρέχουν σταθερά το έργο της συγγραφέα. Παράλληλα, πάγια ανάγκη της Μποβουάρ είναι η συμφιλίωση της διανοητικής δράσης με τη διεκδίκηση της ερωτικής ζωής. Σε αυτό το πλαίσιο, η σχέση της με τον Σαρτρ δε θα πρέπει να αντιμετωπιστεί στη βάση μιας «κουτσομπολίστικης» επισκόπησης, αλλά ως αφορμή να εξεταστούν οι σύνθετες αλληλεπιδράσεις των έμφυλων κατασκευών και των άνισων έμφυλων σχέσεων εξουσίας.
Η ανάγκη της Μποβουάρ να εξερευνήσει τις ιστορίες «φίμωσης» του γυναικείου φύλου και να αναδείξει πολυεπίπεδα «τη βιωμένη εμπειρία της ζωής των γυναικών» (σ. 57) την οδήγησαν στη μαχητική διεκδίκηση της δικής της συγγραφικής, ακτιβιστικής και ερωτικής εμπειρίας. Η επιθυμία να κινηθεί ως αστή, έξω από το πλαίσιο των κομφορμιστικών συμβάσεων, δεν την εμπόδισε να διαπιστώσει τη διαφορά θεωρίας και πράξης, αφού κανένα πρόσωπο με βάση τις προθέσεις του δεν μπορεί να ελιχθεί έξω από τους ιστορικούς περιορισμούς των πολιτικοϊστορικών συνθηκών. Έτσι, στη σχέση της με τον Σαρτρ, νομίζω, ότι διαφαίνεται η περιοριστική σχέση του μέντορα, η οποία ακυρώνει τελικά, την εξιδανικευμένη επιθυμία για «μια σχέση αμοιβαιότητας και ισότητας». Η συγκρουσιακή και σε μόνιμη διαπραγμάτευση αλληλεπίδραση εαυτού-άλλου, διασταυρώνεται με τη συλλογική ιστορία και οδηγεί την Μποβουάρ στη διαπίστωση ότι οι έμφυλες ταυτότητες δεν είναι φυσικές και οντολογικές, αλλά κοινωνικά κατασκευασμένες. Το πασίγνωστο μότο της «γυναίκα δεν γεννιέσαι, γίνεσαι» τοποθετεί την Μποβουάρ στη σύγχρονη φεμινιστική θεωρία και πράξη, πριν τη συνεισφορά της Μπάτλερ για την επιτελεστικότητα του φύλου.
Η συνεπής εμπλοκή της με τα κινήματα της αριστεράς, η υποστήριξη του ελεύθερου έρωτα και η σημασία που δίνει στην απομυθοποίηση του μύθου της μητρότητας, κατέστησε την Μποβουάρ αμφιλεγόμενη περσόνα. Η ίδια δηλώνει ότι «μία από τις ουσιώδεις λειτουργίες της λογοτεχνίας […] είναι η υπερνίκηση εκείνης της απομόνωσης η οποία είναι κοινή σε όλους μας και η οποία, εντούτοις, μας καθιστά ξένους μεταξύ μας (σ.155)». Κάθε κείμενο για τη συγγραφέα αναδεικνύει τις δυνατότητες έκφρασης των υποκειμενικοτήτων. Αυτό είναι ένα ιδιαίτερο το σημείο που επικαιροποιεί το έργο της σήμερα. Ως προς τη μυθολογία, ο Μπαρτ (Barthes, R., 1979 Μυθολογίες. μτφρ. Κ. Χατζηδήμου, Ι. Ράλλη, Αθήνα: Εκδόσεις Ράππα-Κέδρος) έγραφε ότι «ο μύθος είναι λόγος […]. Για να μετατραπεί σε μύθο, η γλώσσα χρειάζεται ιδιαίτερες συνθήκες» (1979, σ. 204) τις ιστορικές συνθήκες. Οι μυθολογίες μπορούν να επιβιώσουν σε ένα ανοιχτό πλαίσιο διαπραγμάτευσης με το ιστορικό παρόν. Διαφορετικά, σύμφωνα με τον Μπαρτ, ο μύθος μεταμορφώνει την ιστορία σε φύση (σ.227).
Εάν δεν είναι επιθυμητή η διαιώνιση της εξιδανικευτικής κατασκευής για τη Μποβουάρ σήμερα, τότε η μυθολογία της χρειάζεται να συνδεθεί με τα νέα αιτήματα χειραφέτησης σε ένα μη αποπολιτικοποιημένο χρονικό συνεχές. Καθώς η οντολογία του φύλου παραμένει ισχυρή στους διάφορους λόγους, είναι κομβικό να ερευνηθεί η σύζευξη προσωπικού και κοινωνικού στα δεδομένα της εποχής και τα διλήμματα που προκύπτουν από αυτή. Το πολυπρισματικό έργο της Μποβουάρ και η ζωή της, στα ιστορικά δεδομένα της εποχής της, μπορούν να αναδείξουν τις ελευθερίες και τους περιορισμούς των γυναικείων διεκδικήσεων τότε και σήμερα. Η ίδια θεωρούσε ότι όλα γίνονται «εντός της γλώσσας και με τη γλώσσα» (σ. 165). Για την Μποβουάρ το αυτοβιογραφικό της έργο λειτουργεί ως μαρτυρία και όχι ως ναρκισσιστικός καθρέφτης. Αναδεικνύει «τον σεξισμό της καθημερινότητας», υποστηρίζει την αντι-φυσιοκρατία του φύλου και επιτονίζει στοιχεία, όπως η τάξη, η ηλικία και η εθνικότητα στις κατασκευές της έμφυλης ταυτότητας. Στη «Δύναμη των πραγμάτων» η Μποβουάρ αναστοχάζεται κριτικά «τη μυθοποιημένη κοινωνική της θέση σε μια κοινωνία» που ακόμη δεν αποδέχεται εύκολα τις γυναίκες ως διανοούμενες. Αυτός ο κριτικός αναστοχασμός παραμένει το ζητούμενο σε κάθε αναγνωστική ερμηνεία του έργου της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου