ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΗ, Νύχτες πυρετού, Καστανιώτης, σελ. 544
Της Αρετής Γκανίδου*
Το βιβλίο ανοίγει με τέσσερα αποσπάσματα (μότο), τα τρία εκ των οποίων ανήκουν σε ψυχαναλυτές και το ένα, της Φλάνερι ο Κόνορ, αναφέρεται στην αμαρτία ως κινητήρια δύναμη ζωής. Ήδη στα αποσπάσματα αυτά επισημαίνονται οι θεματικοί κύκλοι του βιβλίου: Το ασυνείδητο και οι μετουσιώσεις του σε όνειρα, τέχνες, συμπεριφορές, η αμαρτία ως λάθος και βατήρας αυτοπραγμάτωσης, η βία και ο έρωτας είναι οι πανανθρώπινες δυνάμεις που διασταυρώνονται, συγχωνεύονται ή συγκρούονται διαμορφώνοντας την ιστορία της ηρωίδας μέσα βέβαια στο απάνθρωπο κάδρο της μεγάλης Ιστορίας. Ο Χρόνος-φυλακή και οι αποδράσεις απ’ αυτόν είναι ο άξονας που συνδέει τους θεματικούς κύκλους.
Στο πρώτο κεφάλαιο με τον τίτλο Η κοιμωμένη μπαίνουν οι ρεαλιστικές βάσεις της αλλόκοτης ιστορίας που ακολουθεί. «Στην κλινική ανιάτων νόσων πέθανε χτες η Ε.Β., αφού έζησε με απώλεια συνειδήσεως και παραλυσία εννέα χρόνια». Γνωρίζουμε πλέον επιστημονικά ότι στο κώμα μπορούν να υπάρχουν κάποιες εγκεφαλικές λειτουργίες . Όλη η αφήγηση είναι η αφήγηση της Ε.Β. που βρίσκεται σε κώμα μετά από έναν τραυματισμό. Ακούμε την εσωτερική της φωνή που αποκαλύπτει με συνεχείς εγκιβωτισμούς αφηγήσεων των υπολοίπων ηρώων την διαδρομή τους, αλλά και την προσωπική της διαδρομή, όχι όπως ακριβώς εκτυλίχθηκαν, –αυτές δεν θα τις μάθουμε ποτέ –αλλά έτσι όπως τις διαμορφώνει το πυρετικό μυαλό της, ενσωματώνοντας στις αναμνήσεις της εξωτερικά ερεθίσματα, είτε από το ραδιόφωνο (που πάνω στο νοσοκομειακό κομοδίνο παίζει ασταμάτητα δίπλα της), είτε από νοσηλευτικά αγγίγματα (τα οποία ενεργοποιούν επιθυμίες και μια «σωματική» φαντασία που ενσωματώνονται στην αφήγηση). Το Εγώ της Κοιμωμένης, σχεδόν κατακερματισμένο, βρίσκεται σε κείνη την ελευθερία του λήθαργου, η οποία κερδίζει σε ένταση και αλήθεια ό τι χάνει σε συγκρότηση.
Η Κουγιουμτζή φτιάχνει ένα βασίλειο ελευθερίας για την ηρωίδα της. Το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον συγχωνεύονται, αλλάζουν τη γραμμική τους θέση, οι επιθυμίες της Κοιμωμένης επινοούν ξανά τον χρόνο και τη ζωή της, δημιουργώντας ένα καινούριο σύμπαν ενταγμένο όμως στα αμετακίνητα δοκάρια της ματωμένης Ιστορίας του β’ παγκόσμιου πολέμου. Σ’ αυτήν την κεκτημένη ελευθερία της ηρωίδας μάς οδηγεί η Κουγιουμτζή σελίδα τη σελίδα. Σε έναν ίλιγγο αισθημάτων, σκέψεων και επιθυμιών, όπου το σώμα επιτέλους υπηρετεί την επιθυμία και τη μνήμη. Έτσι όπως αντιλαμβανόμαστε το σώμα στο όνειρό μας. Με μια ορθολογισμένη εκτροπή του χρόνου και της συνείδησης η Κουγιουμτζή μάς προσφέρει ένα ταξίδι στο θαύμα της ζωής, αλλά και στον ζόφο της.
Ποίηση, στοχασμός, φιλοσοφία, επιστημονικές γνώσεις και ιστορία συμπλέκονται και ενσαρκώνονται στους ήρωες της, στις συζητήσεις τους, στις σκέψεις και στις πράξεις τους. Όλοι οι χαρακτήρες ανατέμνονται, έτσι που ο Γεδεών, η Συλβί, ο φωτογράφος, ο Ηρακλής, ο Σιμόν, ο Ταγματάρχης και όλοι οι άλλοι παίρνουν σάρκα και οστά με μια ματιά που δεν δικαιολογεί, αλλά κατανοεί, ερμηνεύει και αναρωτιέται. Σε μια από τις πρώτες σκηνές η ηρωίδα συναντά τον φωτογράφο και γίνονται μέτοχοι ενός επεισοδίου με μια μεθυσμένη γυναίκα που βρίζει τους πάντες γύρω της μέχρι που συλλαμβάνεται. «… Ο φωτογράφος, η μεθυσμένη, εγώ, ο αστυνομικός, το κουρείο, μια κυρία που είχε σταματήσει ξύνοντας το κεφάλι της, με την πιτυρίδα να πέφτει αδιάντροπα πάνω στον μαύρο γούνινο γιακά της, η μουσική και τα όργανα εμφανιστήκαμε αιφνίδια σ’ ένα σκηνικό… … «Ξουτ, μάγκα, στο καλό και με τις κάργιες! είπε η μεθυσμένη… Οι γυναίκες παρακολουθούσαν, με τα φτηνιάρικα ρούχα τους καθαρά και αξιοπρεπώς φορεμένα, τα τακτοποιημένα μαλλιά, τέλεια ενταγμένες στην τάξη, …με τη θλίψη της προσαρμογής τους στην καθημερινότητα και «Ω… δεν είναι τίποτα, κανένας κίνδυνος» έλεγαν τα καθωσπρέπει μαλλιά. Και μόνο η χυδαία μορφή της μεθυσμένης διαφωνούσε… Το άγριο βλέμμα της άρχισε να αραιώνει τα βήματα του ξοπίσω μου… Δεν ήθελε να είναι μια σκυλίτσα που έγλειφε με ευγνωμοσύνη το κόκαλο που της πασάραμε, ήταν μια βρομιάρα αγριόγατα έτοιμη να μας γρατσουνίσει. Ο κόσμος αυτός, αν και σκληρός και βρόμικος, ήταν γοητευτικός… δεν υπήρχε αμφιβολία, μας ακουμπούσε ό τι συνέβαινε γύρω μας…(σ. 34-39)
Με πλάνα αργά, που θυμίζουν Μπέργκμαν και Ταρκόφσκι, η Κουγιουμτζή διαστέλλει μέχρι ακινητοποίησης τον Χρόνο και περιηγείται εξονυχιστικά στη ροή συναισθημάτων και σκέψεων, στη διαδικασία δηλαδή διαμόρφωσης της συμπεριφοράς και της αντίληψης. Ανατέμνει το δευτερόλεπτο μιας σκηνής με ένα νυστέρι που δεν αποκόπτει, αλλά εντοπίζει ή δημιουργεί ρωγμές στο συμβάν, έτσι ώστε να φωτιστούν εκείνοι οι απροσδιόριστοι παράγοντες (κατά Βέλτσο) που διαμορφώνουν συμπεριφορές και σχέσεις. Με απέραντη φιλανθρωπία προς την ανθρώπινη συνθήκη, σχεδόν ερωτική, η Κουγιουμτζή προσπαθεί να συλλάβει το Είναι στη διαμόρφωση του. Τον άνθρωπο ως αδιάσπαστη ολότητα σώματος, συναισθήματος και σκέψης μέσα στην ιστορική συνθήκη. Εξάλλου, σε όλα της τα βιβλία διαπιστώνεται η προσπάθεια κατανόησης της ανθρώπινης συμπεριφοράς, ιδιαίτερα της βίας και της σεξουαλικότητας, σε σχέση με την προσωπική, αλλά και την Μεγάλη Ιστορία.
Ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα στο οποίο κάθε εις μικρόν γενναίος αναγνώστης θα υποψιαστεί πτυχές του, με καταπληκτική γλώσσα, φιλοσοφική διάθεση και επιστημονικές προσεγγίσεις του παρόντος, στο οποίο διαγράφεται καθαρά η περιέργεια-ίσως και αγωνία- της συγγραφέως για το μέλλον της ανθρωπότητας. Για το πώς θα αντιλαμβάνεται τον εαυτό του και τον κόσμο ο άνθρωπος του ψηφιακού μέλλοντος. Ποιες από τις ποιότητες που ανακαλεί ή δημιουργεί η Κοιμωμένη (έρωτας, σεξουαλικότητα, συσχέτιση με τον Άλλον, τέχνη) θα διασωθούν στο κοινό μας μέλλον.
*Η Αρετή Γκανίδου είναι ποιήτρια
1 σχόλιο:
Πολύ όμορφη παρουσίαση και πολύ ιδιαίτερο βιβλίο σε μία εποχή όπου το σώμα είναι στο επίκεντρο της έγνοιας όλων ενώ οι "νύχτες πυρετού" συνηχούν με την συγκυρία.Σώμα αντηχείο μέσα από την ασθένεια,την ευαλωτότητα, όπου ξεδιπλώνεται η μνήμη του είναι.
Δημοσίευση σχολίου