Της ΚΩΣΤΟΥΛΑΣ ΜΑΚΗ
EDGAR CABANAS / EVA ILLOUZ, Ευτυχιοκρατία: Πώς η βιομηχανία της ευτυχίας κυβερνά τη ζωή μας, μτφρ. Βασιλική Πέτσα, εκδόσεις Πόλις, σελ. 337
Στη διαδικασία αποπολιτικοποίησης της καθημερινότητας και στο πλαίσιο του νέου καθεστώτος επισφάλειας εξαιτίας του covid 19, εντείνονται ολοένα και περισσότερο λόγοι και πρακτικές που παρακινούν τους πολίτες «να είναι ευτυχισμένοι». Τους προτρέπουν επίσης «να αξιοποιήσουν τις σχέσεις με τους σημαντικούς άλλους» και να «πιστέψουν στον εαυτό τους και στη δυνατότητα θετικών αλλαγών στη ζωή».
Το βιβλίο των Έντγκαρ Καμπάνας και Εύας Ιλούζ «Ευτυχιοκρατία: Πώς η βιομηχανία της ευτυχίας κυβερνά τη ζωή μας» εκθέτει αναλυτικά με ποιες πρακτικές «η ευτυχία στοιχειώνει το πολιτισμικό μας φαντασιακό» (σ.15). Αξιοποιώντας τη θετική ψυχολογία, τα κινήματα αυτοεκτίμησης/αυτοβοήθειας, και την ανθρωπιστική ψυχολογία του 1960, προωθείται παγκόσμια η θέση ότι η ευτυχία συνδέεται με τη δύναμη της θέλησης και την ανάπτυξη του ιδανικού εαυτού. Θεσπίζεται, έτσι, η κατασκευή του «ενάρετου πολίτη/εργαζόμενου» που, κόντρα στις δύσκολες κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες, μπορεί να γίνει ευτυχισμένος με κατευθυνόμενες ενέργειες αυτό-ανάπτυξης.
Οι συγγραφείς επανειλημμένα υπογραμμίζουν ότι έτσι τα έθνη κράτη αποποιούνται τις ευθύνες τους για τις πολιτικές συνθήκες, ενώ παράλληλα εξελίσσεται κλιμακωτά η ιδεολογική κατασκευή του ατομικισμού, όπου όλα είναι εφικτά αν το άτομο υποστηρίξει ενεργά την εξέλιξή και την αλλαγή του. Η από-ιδεολογικοποίηση, λοιπόν, της σύζευξης του προσωπικού με τις διάφορες κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες ορίζει πλέον «ένα είδος συναισθηματικής πορνογραφίας» (σ. 19), η οποία ενισχύει την ευρεία δράση «μη πολιτικών δρώντων» (σ.20) συγγραφέων βιβλίων αυτοβοήθειας, κόουτς, επιχειρηματιών, Μ.Κ.Ο., ψυχολόγων.
Οι συγγραφείς τεκμηριώνουν με δημοσιογραφικά ντοκουμέντα το πώς κατασκευάστηκε, ενισχύθηκε και παγιώθηκε σε «οικουμενική επιδίωξη» το κυνήγι της ευτυχίας. Η συνεργασία των οικονομολόγων με τους ψυχολόγους της θετικής ψυχολογίας, την ακαδημαϊκή κοινότητα, αλλά και τις κυβερνήσεις πολλών κρατών προβάλλει την ευτυχία ως αποτέλεσμα ατομικών δράσεων. Οι δράσεις αυτές καταλήγουν τελικά στην ηθική αξιολόγηση ως προς το ποιοι «αξίζουν» να επιβιώσουν και ποιοι όχι. Οι αξιολογήσεις επιτυγχάνονται με βάση νέα συστήματα κανονικοποίησης της ανθρώπινης εμπειρίας και με τη συστηματική αποσιώπηση της πολιτικής τοποθέτησης που αναγνωρίζει τη σύζευξη του προσωπικού, κοινωνικού και οικονομικού παράγοντα.
Στις διεκδικήσεις της κριτικής ψυχολογίας και θεωρίας επανειλημμένα αναφέρεται ότι τα συναισθήματα και οι αντοχές των ανθρώπων δεν εξαρτώνται μόνο από τον προσωπικό τρόπο διαχείρισης, αλλά έχουν άμεση συνάφεια με την τάξη, τη φυλή, το φύλο, τις ιεραρχικές αξιολογήσεις για την κανονικότητα, τους συγκεκριμένους μηχανισμούς και πρακτικές συμμόρφωσης. Στην «Ευτυχιοκρατία» αναλύονται εκτενώς οι ιδεολογικές, οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές συνέπειες, που εξυπηρετεί η προώθηση της ιδεολογίας ότι όσοι παλεύουν, μπορεί να είναι ευτυχισμένοι ανεξάρτητα από τις δύσκολες συνθήκες.
Αντίθετα, η κουλτούρα της αδιάκοπης βελτίωσης του εσωτερικού κόσμου συνδέεται με τη θέση ότι: «δεν υπάρχουν δομικά ζητήματα, παρά μόνο ψυχικά ελλείμματα» (σ.25). Έμφαση δίνεται, λοιπόν, στην εντεινόμενη αύξηση της αυτονομίας, της ευθύνης, της ανάπτυξης, της ενσυναίσθησης, της συναισθηματικής νοημοσύνης, του αυθεντικού εαυτού και της εσωτερικής γαλήνης (όροι δημοφιλείς στον χώρο της ψυχολογίας τα τελευταία είκοσι χρόνια). Η απόσυρση στον εσωτερικό κόσμο του εαυτού συντελεί στην αποποίηση του πολιτικού και στην αποδυνάμωση του πάγιου αιτήματος για δίκαιη διαχείριση των άνισων συστημάτων εξουσίας και στην ανάγκη ενίσχυσης του κράτους δικαίου και κοινωνικής πρόνοιας.
Οι Καμπάνας και Ιλούζ αναλυτικά υποδεικνύουν την παγίωση αυτών των θέσεων στη δομή της διακυβέρνησης σε παγκόσμιο επίπεδο, καθώς και τη σύνδεση την ευτυχίας με τη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία. Παρουσιάζουν επίσης λεπτομερώς την παρείσφρηση αυτών των θέσεων στην εκπαίδευση και τον κόσμο των επιχειρήσεων, δίνοντας στοιχεία για τα υπέρογκα ποσά που ξοδεύονται παγκόσμια για την ενίσχυση του μοντέλου αυτού. Οι συγκεκριμένες ιδεολογικές και ψυχολογικές κατασκευές του ευτυχισμένου πολίτη αντλούν τα δάνειά τους από μια μίξη διαφορετικών πηγών: την ψυχανάλυση, τη θεολογία, τον συμπεριφορισμό, την ιατρική, αλλά και τον αποκρυφισμό και τη συμβατική ανατολίτικη σοφία. Η υποκειμενικότητα των συναισθημάτων καταργείται και η ευτυχία παρουσιάζεται ως αντικειμενικό εμπειρικό δεδομένο που μπορεί να τεκμηριωθεί αντικειμενικά με κλίμακες αξιολόγησης και ερωτηματολόγια.
Στο πλαίσιο της γενικής αποδυνάμωσης των προνοιακών πολιτικών και της παγκόσμιας παγιοποίησης του νεοφιλελευθερισμού το αίτημα για την πάταξη των ψυχικών ασθενειών εναπόκειται στην «ελεύθερη επιλογή» κάθε «υπεύθυνου» πολίτη. Η έναρξη της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης το 2008 συνοδεύτηκε από συστηματική αποπολιτικοποίηση των αιτιών ως προς την εντεινόμενη οικονομική και κοινωνική εξαθλίωση. «Η υιοθέτηση της ευτυχίας ως δείκτη εθνικής, κοινωνικής και πολιτικής προόδου» (σ.65) μετατόπισε το ενδιαφέρον στους πολίτες και όχι στις πολιτικές. Αυτό που προτάσσεται είναι η παραγωγικότητα και η αποδοτικότητα στις πολιτικές διαχείρισης εαυτού.
Καταληκτικά διαπιστώνεται: «ότι ο επιστημονικός λόγος για την ευτυχία οικειοποιείται σταδιακά τη γλώσσα της λειτουργικότητας –δηλαδή τη γλώσσα που ορίζει τι σημαίνει να λειτουργείς, να δρας και να αισθάνεσαι στο πλαίσιο ψυχολογικών και κοινωνικών προδιαγραφών και προσδοκιών-και κατ’ αυτό εδραιώνεται ως μέτρο αξιολόγησης του τι θεωρείται υγιές, ευπροσάρμοστο, ακόμη και φυσιολογικό» (σ.31). Με βάση τη φιλοσοφία του υγιούς ανταγωνισμού και την αοριστολογική κατασκευή του «ενιαίου εαυτού», το βασικό επιχείρημα που προκύπτει για να αποσιωπηθούν οι πολιτικές και οικονομικές ανεπάρκειες είναι ότι όσοι άνθρωποι είναι λειτουργικοί επιβιώνουν, ενώ οι υπόλοιποι προβάλλονται ως ανεπαρκείς και μη λειτουργικοί.
Η «ψυχολογικοποίηση» της καθημερινότητας και η εμμονική προώθηση της άνευ όρων καλλιέργειας του εσωτερικού μας κόσμου (η «φυγή προς τα μέσα» σ.113), με στόχο τη «μόνιμη ευελιξία» (σ.162) των εργαζόμενων νομιμοποιούνται με την επίφαση της εγκυρότητας του επιστημονικού λόγου. Σε ανοιχτή συνομιλία με το έργο του Φουκώ, επισημαίνεται, για άλλη μια φορά, η συνθετότητα των πολιτικών συμμόρφωσης της ανθρώπινης εμπειρίας, καθώς και η συμμετοχή της παραδοσιακής ψυχολογίας σε αυτές. Όπως αναφέρει και ο Sugarman στο βιβλίο: «οι ψυχολόγοι έχουν σε γενικές γραμμές λειτουργήσει ως “αρχιτέκτονες της προσαρμογής”, διατηρώντας την ισχύουσα τάξη πραγμάτων, και όχι ως φορείς κοινωνικοπολιτικής αλλαγής» (σ.133).
*Η Κωστούλα Μάκη είναι κοινωνική ψυχολόγος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου