Της Χριστίνας Κουλούρη*
Προδημοσίευση από το βιβλίο της Χριστίνας Κουλούρη, Φουστανέλες και χλαμύδες. Ιστορική μνήμη και εθνική ταυτότητα, 1821-1930, που θα κυκλοφορήσει τις επόμενες ημέρες από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια
Οι διαστάσεις, αφενός, της οπτικής ιστορικής κουλτούρας και, αφετέρου, της σύνδεσης ενδύματος και ταυτότητας είναι σημαντικές για την προσέγγιση που έχουμε επιλέξει, την ανάλυση του ενδύματος ως μεταμφίεσης, και ειδικότερα ως αναπαράστασης μιας ιστορικής ταυτότητας ή/και επιτέλεσης του ιστορικού παρελθόντος. Πράγματι, η οπτικοποίηση και η επιτέλεση της ιστορίας στηρίζεται, σε μεγάλο βαθμό, στην υλική πραγματικότητα των ενδυμάτων και των στολών, που κατέχουν κεντρική θέση στις δημόσιες μνημονικές τελετές. Μέσα από αυτό το πρίσμα, το ένδυμα στις δημόσιες τελετές του ελληνικού κράτους, κατά τον 19ο και τις αρχές του 20ού αιώνα, μπορεί να διακριθεί στις εξής κατηγορίες: α) το ιστορικό κουστούμι που αναβιώνει προηγούμενες ιστορικές εποχές όσο πιο «αυθεντικά» γίνεται, β) οι παραδοσιακές φορεσιές που προβάλλουν τη σύγχρονη αγροτική κοινωνία ως φορέα «αυθεντικών» εθνικών αρετών και γ) οι στρατιωτικές και μαθητικές στολές (όπως π.χ. του ευζώνου ή το χακί), που συμβολίζουν τη σύγχρονη εκδοχή του έθνους, κερδίζοντας συνεχώς μια προνομιακή θέση στα δημόσια θεάματα. Το μόνο ένδυμα που μπορεί να θεωρηθεί ότι ανήκει ταυτόχρονα ή διαδοχικά και στις τρεις κατηγορίες είναι η φουστανέλα.
Μια σειρά ερωτήματα προκύπτουν, τόσο για την καθεμία από αυτές τις κατηγορίες όσο και για τις σχέσεις μεταξύ τους: Ποια είναι τα πρότυπα βάσει των οποίων σχεδιάζονται τα ιστορικά κουστούμια και πού αναζητούν τα πρότυπα αυτά οι σχεδιαστές; Πώς αναπαρίσταται η υλική «αυθεντικότητά» τους; Τι θέση έχουν στην ιστορική κουλτούρα μιας εποχής και πώς διαλέγονται με άλλες αναπαραστάσεις (π.χ. τα μνημεία); Πώς τα ιστορικά κουστούμια επιδρούν στις ιδέες περί παράδοσης και συμβάλλουν στη δημιουργία της «παραδοσιακής φορεσιάς»; Ποια είναι η σχέση ανάμεσα στο ιστορικό κουστούμι και τις διάφορες στολές που παράλληλα δίνουν ταυτότητα σε κοινωνικές ομάδες (π.χ. στρατός, μαθητές), οι οποίες διεκδικούν το δικό τους μερίδιο στη συλλογική αναπαράσταση; Σε ποιες άλλες κοινωνικές εκδηλώσεις εμφανίζεται το ιστορικό κουστούμι; Ποια είναι, δηλαδή, η θέση του στο καρναβάλι και τους χορούς μεταμφιεσμένων, και ποια νοήματα παράγει η σατιρική αναπαράσταση του ιστορικού παρελθόντος; Τέλος, δεν είναι εύκολο να διερευνήσουμε κατά πόσον υπάρχουν διαφορετικές «αναγνώσεις» από τους θεατές ως προς το παρελθόν, οι οποίες οπτικοποιούν τα ιστορικά κουστούμια, και αν τα νοήματα που αποκτούν αυτές οι ενδυμασίες διαφέρουν ανάλογα με την κοινωνική τάξη ή το φύλο. Γι’ αυτόν που φοράει το κουστούμι, εξάλλου, υπάρχει η βίωση μιας άλλης ταυτότητας, προσωρινής οπωσδήποτε, της οποίας όμως η επιλογή ενδεχομένως δεν είναι τυχαία. Όπως θα δούμε στη συνέχεια, Αθηναίες αστές του Μεσοπολέμου επιλέγουν να ενδυθούν τη «στολή» της βασίλισσας Αμαλίας ως μια από τις ελληνικές «παραδοσιακές» φορεσιές με τις οποίες μετέχουν σε κοσμικές εκδηλώσεις. Στολή Αμαλίας θα φορέσει και η πρώτη Ελληνίδα «Μις Ευρώπη» το 1930.[1] Και τα μικρά αγοράκια που φορούν φουστανέλα στις παρελάσεις των εθνικών επετείων ενδεχομένως εκπαιδεύονται να νιώθουν κάτι από την ανδρεία των παλικαριών του 1821. Η μετατροπή εξάλλου, στο τέλος του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, της γυναικείας «παραδοσιακής» φορεσιάς τόσο σε μουσειακό αντικείμενο όσο και σε νέα αστική μόδα ανοίγει οπωσδήποτε σειρά ερωτημάτων προς διερεύνηση σχετικά με την αναπαράσταση και επιτέλεση ιστορικών ταυτοτήτων μέσω του ενδύματος.
[...] Η φουστανέλα «ανακαλύφθηκε» από τους περιηγητές, τους Φιλέλληνες που έλαβαν μέρος στον Αγώνα της Ανεξαρτησίας και τους εικονογράφους που απεικόνισαν τους πρωταγωνιστές και τις σκηνές της Επανάστασης. Αρκετοί Φιλέλληνες μάλιστα απαθανατίστηκαν σε ολόσωμες ελαιογραφίες, να φορούν οι ίδιοι τη φουστανέλα, με φόντο αρχαιότητες (συνήθως την Ακρόπολη).[2] Οι εικόνες αυτές κυκλοφόρησαν, κυρίως μέσω της λιθογραφίας, στο δυτικό κοινό και εμπέδωσαν τη σύνδεση του εξωτικού ενδύματος με τον αγώνα των Ελλήνων για την ελευθερία τους. Η φουστανέλα αποτέλεσε επομένως μια μετωνυμία της Επανάστασης, συμβολίζοντας την ανδρεία και την πολεμική αρετή.
[...] Η φουστανέλα εμφανίζεται να επενδύεται με σειρά πολιτισμικών νοημάτων που εν μέρει αντιφάσκουν μεταξύ τους: α) Αναδεικνύεται, μέσω της στερεοτυπικής εικονογράφησης του 1821, σε εθνικό σύμβολο, και γι’ αυτό τον λόγο γίνεται δυναστικό ένδυμα και στρατιωτική στολή∙ είναι η υλικότητα που συνδέει την Επανάσταση με το ελληνικό κράτος. β) Θεωρείται σύμβολο ανδρείας και λεβεντιάς για όσους τη φορούν, υλικός δεσμός συνέχειας με την κλεφταρματολική παράδοση, είτε πρόκειται για πολιτικούς είτε για ληστές. γ) Σε αντιδιαστολή προς τους δυτικούς κανόνες «πολιτισμού», η «λερή» φουστανέλα εκπίπτει σε σύμβολο «βλαχιάς», δηλαδή απολίτιστης συμπεριφοράς, στο πλαίσιο της αθηναϊκής αστικής συμπεριφοράς. δ) Αποτελεί ισχυρή εκδοχή της «παράδοσης», στοιχείο του λαϊκού πολιτισμού που αξιοδοτείται ως «αυθεντικό», και επομένως αξίζει να προβληθεί μέσω της απεικόνισης σε καρτ ποστάλ και της έκθεσης σε μουσεία και συλλογές. Ως στοιχείο της παράδοσης εξάλλου, η φουστανέλα αποκτά «διάρκεια» και ασαφείς ιστορικές ρίζες. Μέσα στον 20ό αιώνα μάλιστα, θα αποδεσμευτεί από την αποκλειστική της σύνδεση με την Ελληνική Επανάσταση για να ενταχθεί σε μια αδιάσπαστη συνέχεια του «εθνικού ενδύματος» που ανάγεται, όπως όλα, στην κλασική αρχαιότητα.
* Η Χριστίνα Κουλούρη είναι ιστορικός
[1] Maynard Owen Williams, «New Greece, the centenarian, forges ahead», National Geographic Magazine, Δεκ. 1930, εικ. ΧΙΧ.
[2] Θοδωρής Κουτσογιάννης, Η Ελληνική Επανάσταση στην ευρωπαϊκή τέχνη: φιλελληνικά έργα τέχνης από τη Συλλογή της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα 2017, σ. 33-35.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου